Ο Στέλιος Νέστωρ αποτελεί κομμάτι της νεότερης ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Όχι μόνο γιατί γεννήθηκε πριν από 94 χρόνια και υπήρξε μάρτυρας ιστορικών στιγμών της πόλης του αλλά και γιατί οι επιλογές και οι αποφάσεις του τον κράτησαν ενεργό ως πολίτη, με στόχους συχνά παράτολμους και αδιαμφισβήτητα πρωτοποριακούς. Στη συνείδηση όσων Θεσσαλονικιών μεγαλώσαμε στη Μεταπολίτευση το όνομά του συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική αλλά και με τον αστικό πολιτισμό του τόπου. Ήταν ο άνθρωπος που μαζί με μια μικρή ομάδα επιτυχημένων επαγγελματιών, όχι επαναστατών νεολαίων αλλά ευκατάστατων οικογενειαρχών του κέντρου, ίδρυσε μία από τις πρώτες οργανώσεις εναντίον της χούντας.
Μετά τη σύλληψή του έμεινε στη φυλακή πεντέμισι χρόνια: Γεντί Κουλέ, Αίγινα, Κορυδαλλός. Χρόνια που τον ωρίμασαν και τον θωράκισαν με θάρρος και πίστη για το μεταδικτατορικό μέλλον της Ελλάδας, για το οποίο εργάστηκε και αγωνίστηκε με συνέπεια και όραμα. Οι συμπολίτες του τον τίμησαν επανειλημμένως με την ψήφο τους, τόσο ως υποψήφιο δήμαρχο όσο και ως βουλευτή του Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου.
Δεν αδιαφορούσα για τα πολιτικά, ήμουν ένας άνθρωπος που κινούνταν μέσα στην κοινωνία. Μπορεί να μην έκανα ενεργό πολιτική, αλλά έκανα τόσα άλλα μέσα στην κοινωνία. Τον πρώτο φοιτητικό σύλλογο στη Θεσσαλονίκη τον έφτιαξα εγώ. Αυτό είναι πολιτική στην ουσία. Στην ενεργό πολιτική μπλέχτηκα μετά τη φυλακή.
Το καλοκαίρι έπεσε τυχαία, και με καθυστέρηση ετών, στα χέρια μου το αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Το συναξάρι μου» και μέσα από την αφήγηση μιας συναρπαστικής και τρομερά ενδιαφέρουσας ζωής ξεδιπλώθηκε η Θεσσαλονίκη της παιδικής μου ηλικίας από την οπτική γωνία ενός διανοούμενου. Η πόλη των Εβραίων πριν από την Κατοχή, η πόλη του ΕΑΜ, η πόλη της γενιάς που ξεπήδησε μεταπολεμικά αλλά και η πόλη των σπουδαίων ποιητών και ακαδημαϊκών. Από την παραλία των αρχοντόσπιτων μέχρι τον Βαρδάρη και από το Πειραματικό μέχρι το Μέγαρο Μουσικής, ο Στέλιος Νέστωρ συμπληρώνει ως συγγραφέας τις ψηφίδες μιας ειδυλλιακής αλλά συγχρόνως σκοτεινής εποχής. Τον αναζήτησα και μου έκανε την τιμή να μου παραχωρήσει λίγη ώρα από τον πολύτιμο χρόνο του και να μου μιλήσει. Παρά την προχωρημένη ηλικία του, η μνήμη του και η ευθυκρισία του παραμένουν εντυπωσιακά ζωντανές.
— Στο βιβλίο σας τοποθετείτε τα παιδικά σας χρόνια σε μια πόλη μαγική, πολύ διαφορετική από αυτή που έγινε στην εξέλιξή της. Ήταν πράγματι τόσο όμορφη η Θεσσαλονίκη;
Κοιτάξτε, εγώ δεν συμφωνώ όταν λέμε ότι μια πόλη είναι όμορφη ή άσχημη. Έχει σημασία η περιοχή που ζεις, γιατί δεν ξέρω τι γινόταν στις Συκιές και στη Νεάπολη. Ξέρω τι γινόταν εκεί που έμενα εγώ. Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που είχε νοικιάσει ο πατέρας μου σε έναν όροφο στο μέγαρο του Αριγκόνι, ένα αρχοντικό της παραλίας στην περιοχή της Αγίας Τριάδας. Αργότερα, μείναμε μια εποχή στην περιοχή της Ανάληψης, όπου δεν ήταν όμορφα. Όταν επέστρεψα στην παραλία, ήταν όμορφα. Από εκεί και πέρα, το αν ήταν η Θεσσαλονίκη όμορφη ή άσχημη δεν μου λέει κάτι.
— Πάντως, προλάβατε να κολυμπήσετε ως παιδί στον Θερμαϊκό, μια εποχή που ζούσαμε ζωή χαρισάμενη, με όλα όσα είχε κληροδοτήσει ο 19ος αιώνας.
Ναι, ναι! Οι δρόμοι εκείνο τον καιρό, η Βασιλέως Γεωργίου και η Βασιλίσσης Όλγας, ήταν 19ος αιώνας. Τότε δεν υπήρχε η παραλία όπως είναι σήμερα. Υπήρχε ο κινηματογράφος Πατέ και τα σπίτια.
— Πάνω απ’ όλα όμως ήταν εβραιούπολη.
Εγώ έζησα στην οδό Μπιζανίου που ήταν εβραϊκή γειτονιά και παίζαμε όλα τα παιδιά μαζί. Υπήρχε μια συνήθεια, όταν περνούσε ο χαχάμης, ο Εβραίος κληρικός, να λέμε ότι τον πουλάμε, «σ’ τον πουλώ». Για να διώξουμε υποτίθεται τη γρουσουζιά. Το έμαθαν τα Εβραιάκια και το έλεγαν για τους δικούς μας παπάδες. Όταν περνούσε ένας παπάς, έλεγαν κι αυτά «σ’ τον πουλώ». Αλλά παίζαμε μαζί, δεν είχαμε τίποτα μεταξύ μας.
— Το νιώσατε το φευγιό τους;
Όχι μόνο το ένιωσα, το έζησα στο πετσί μου. Ήταν φοβερό. Θυμάμαι ακόμα που περνάγανε με τη σειρά για να φτάσουν περπατώντας μέχρι τον σταθμό, δήθεν για να μείνουν εκεί. Ο πατέρας μου είχε έναν φίλο, τον Αλβέρτο Γκατένιο, και ήρθε μια μέρα και μας άφησε τη μάνα του για να μείνει μαζί μας και να παριστάνει την υπηρέτρια. Έβαλε ένα τουρμπάνι και βγήκε στη σκάλα. Εγώ ήμουν τότε 10 χρονών και κάποια στιγμή έμαθα ότι θα φύγει γιατί πρέπει να πάει στον σταθμό, γιατί θα τους πήγαιναν σε ένα ωραίο μέρος. Είχαν πειστεί και οι ίδιοι οι Εβραίοι ότι θα πάνε κάπου καλύτερα. Και μετά μπήκαν στα βαγόνια. Αυτή είναι η ιστορία. Τα θυμάμαι αυτά τα πράγματα έντονα.
— Αφιερώνετε σημαντικό μέρος της αφήγησής σας στις μέρες της Κατοχής και στην εμπλοκή σας με το ΕΑΜ.
Εγώ δεν είχα καμία σχέση με το ΕΑΜ, ήμουν 10 χρονών. Ο πατέρας μου ήταν στο ΕΑΜ.
— Ναι, αυτό εννοώ, την εμπλοκή σας μέσω της δικής του σχέσης με την Αντίσταση.
Εγώ καθόμουν με ένα ραδιόφωνο, άκουγα και έγραφα τις εκπομπές του Λονδίνου. Μετά, εκείνος τις μοίραζε, γιατί ήταν στο ΕΑΜ. Θυμάμαι ένα βράδυ, λίγο πριν από την Απελευθέρωση, ήρθε μετά από μια συνεδρίαση και ήταν θυμωμένος. Και ενώ ποτέ δεν τα ’λεγε, ήπιε ένα ούζο και είπε «ε, όχι αυτό, δεν πάει άλλο». Τον ρώτησε η μάνα μου για τι πράγμα μιλούσε και εκείνος μονολόγησε «εγώ τους είπα ότι είμαστε εδώ για να φύγουν οι Γερμανοί, όχι για να γίνουμε Σοβιετική Ένωση». Από τότε το ΕΑΜ είχε αρχίσει να κομμουνιστικοποιείται. Νόμιζαν ότι μέσω του σοσιαλισμού θα μπορούσαν να κάνουν πολιτική. Αμ δεν ήταν έτσι…
— Το γεγονός ότι οι δωσίλογοι και οι συνεργάτες των Γερμανών δεν πήγαν φυλακή δεν ήταν μια συζήτηση που γινόταν στο σπίτι;
Ήταν. Αλλά δεν υπήρχε ιδεολογία, ήταν οπαδοί της Κατοχής γιατί έβγαζαν λεφτά από τη μαύρη αγορά. Η αλλαγή που έγινε μετά την Κατοχή δεν ήταν να έρθει η δημοκρατία αλλά προσπάθεια κομμουνιστοποίησης, η οποία αθώωσε όλους τους συνεργάτες των Γερμανών. Μετά την Κατοχή, αντί να οργανώσουμε τη δημοκρατία, άρχισε ο διχασμός της αριστεράς και των άλλων προοδευτικών αδύναμων δυνάμεων. Η αριστερά κυριαρχούσε εκείνο τον καιρό. Δεν έγινε προσπάθεια αποκατάστασης της δημοκρατίας παρά μόνο πολύ αργά και πολύ αργότερα.
— Εννοείτε ότι έπρεπε να φτάσουμε στο 1974;
Ναι.
— Έχει ενδιαφέρον ότι ξεκινήσατε το οκτατάξιο γυμνάσιο, όπως το έλεγαν τότε, μέσα στην Κατοχή, στο Πειραματικό, στο υπέροχο κτίριο του Πικιώνη και με σημαντικούς δασκάλους, όπως ο ποιητής Γιώργος Θέμελης.
Το κτίριο του Πικιώνη το επιτάξανε οι Γερμανοί και μπήκαμε ξανά σε αυτό μετά την Απελευθέρωση, το φθινόπωρο του 1945.
— Ήσασταν στην ίδια τάξη με τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου.
Ήταν συμμαθητής μου και κάναμε λίγη παρέα. Ήταν ο πλούσιος τότε της παρέας και ακούγαμε δίσκους στο σπίτι του. Μετά δεν είχα πολλά μαζί του. Δεν ήμουν σαν τον Σαββόπουλο, που τον είχε δάσκαλό του.
— Αν και δεν ήσασταν καλός μαθητής, τελικά περάσατε στη Νομική. Απ’ ό,τι φαίνεται, καθοριστικό ρόλο στη ζωή σας έπαιξε η Αμερική, όπου βρεθήκατε για μεταπτυχιακές σπουδές.
Απολύτως. Η Αμερική μού άλλαξε το μυαλό. Γι’ αυτό πάντα λέω ότι τα παιδιά πρέπει μετά τις σπουδές τους να περάσουν ένα-δύο χρόνια έξω, για να δούνε και άλλους πολιτισμούς, να ανοίξει το μυαλό τους. Να δουν ότι δεν είμαστε εμείς οι μεγάλοι και οι καλύτεροι λόγω των αρχαίων Ελλήνων και του Περικλή. Υπάρχουν και τόσα άλλα πράγματα που πρέπει να κοιτάμε. Άλλωστε, εκεί βγήκε και αυτό που κανείς σχεδόν δεν το ξέρει στην Ελλάδα, η θέσπιση των δικηγορικών εταιρειών.
— Επιμένετε σε αυτό και στο βιβλίο σας.
Βεβαίως επιμένω, γιατί δούλεψα σε αμερικανική εταιρεία ως ασκούμενος δικηγόρος και είδα ότι ένας δικηγόρος δεν μπορεί να τα κάνει όλα, και διαζύγια και φορολογικά και όλα. Δουλεύοντας σε μια εταιρεία, είδα πόσο πιο παραγωγική γίνεται η δουλειά. Ήρθα πίσω στη Θεσσαλονίκη έχοντας αυτή την αντίληψη. Μελέτησα, αλλά είχα αντιπάλους τόσο τους αριστερούς, οι οποίοι μόνο που άκουγαν «εταιρεία» εξαγριωνόντουσαν, όσο και τους μεγαλοδικηγόρους, οι οποίοι είχαν τα σκλαβάκια που δούλευαν στο πίσω γραφείο και δεν έβλεπαν το φως της ημέρας. Μελέτησα, και οι εταιρείες έγιναν πραγματικότητα όταν έγινα βουλευτής. Προηγουμένως ο δικηγορικός κώδικας απαγόρευε τις συνεργασίες δικηγόρων λόγω της Κατοχής και των βρόμικων συναλλαγών που γινόντουσαν. Ο νόμος πέρασε, μετά ήρθαν τα διατάγματα κι όταν ήμουν βουλευτής πήρα τον Κουβέλη, το περάσαμε και τελειώσαμε. Εμείς κάναμε την πρώτη δικηγορική εταιρεία, έχω γράψει και ένα βιβλίο γι’ αυτά. Έκτοτε, στις μεγάλες πόλεις, γιατί βέβαια δεν είναι για μικρές πόλεις, έχουν γίνει θεσμός. Αυτό ήταν που θεωρούσα ότι έπρεπε να δώσω ως επαγγελματίας δικηγόρος.
— Είναι πια κοινός τόπος και στην Ελλάδα.
Ένας νεαρός συνεργάτης μου στην πρώτη μου εταιρεία έχει ανοίξει στην Αθήνα τη δική του εταιρεία, που έχει γραφεία και στην Ιταλία. Μια μεγάλη επιχείρηση. Μπορείς να είσαι δικηγόρος χωρίς να είσαι αυτό που λένε «μαχόμενος» δικηγόρος, όλη μέρα στα δικαστήρια να μπουρδολογείς.
— Λέτε στο «Συναξάρι» πως όταν στις εκλογές του 1960 είδατε ως δικαστικός αντιπρόσωπος τη χειραγώγηση των ψηφοφόρων, συνειδητοποιήσατε πόσο αδιάφορος ήσασταν με τα πολιτικά. Ήσασταν όντως αδιάφορος;
Δεν αδιαφορούσα για τα πολιτικά, ήμουν ένας άνθρωπος που κινούνταν μέσα στην κοινωνία. Μπορεί να μην έκανα ενεργό πολιτική, αλλά έκανα τόσα άλλα μέσα στην κοινωνία. Τον πρώτο φοιτητικό σύλλογο στη Θεσσαλονίκη τον έφτιαξα εγώ. Αυτό είναι πολιτική στην ουσία. Στην ενεργό πολιτική μπλέχτηκα μετά τη φυλακή.
— Ωστόσο αυτό που συμπεραίνουμε ως αναγνώστες είναι ότι μόνο όταν είδατε την απόπειρα νοθείας και την ανομία που επικρατούσε αφυπνιστήκατε πολιτικά.
Κοιτάξτε, υπάρχει μια διαδρομή χρόνων. Σε αυτήν τη διαδρομή εγώ ασχολιόμουν περισσότερο με τα κοινωνικά, όπως στο πανεπιστήμιο με τους φοιτητικούς συλλόγους και άλλα. Αυτά σιγά-σιγά με έφεραν κοντά στην πολιτική. Όλα με επηρέαζαν. Το πώς κινείτο η πολιτική εκείνο τον καιρό επίσης με επηρέασε. Όπως γίνεται και σήμερα, αυτό δεν άλλαξε.
— Τα κοινωνικά θέματα σάς έστρεψαν σταδιακά στην πολιτική και όχι η φιλοδοξία.
Όλοι οι άνθρωποι έτσι είναι, κινητοποιούνται ζώντας μέσα στην κοινωνία. Βλέπεις τις αλλαγές της κοινωνίας και παίρνεις μέρος. Εκτός αν είσαι από εκείνους που κάθονται σπίτι τους, βγάζουν λεφτά, τρώνε, πίνουνε και «γκομενίζουνε». Δεν ήμουν από αυτούς.
— Εννοείτε τους συμβιβασμένους, όπως ήταν η πλειονότητα την εποχή της χούντας.
Πίστευα ότι οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν στη δικτατορία ήταν πολύ λίγοι, αλλά αυτό είναι φυσικό. Η κοινωνία δεν επαναστατεί, επαναστατούν κομμάτια της κοινωνίας. Τι να κάνουμε; Όταν έγινε η χούντα, ιδρύσαμε τη Δημοκρατική Άμυνα.
— Αναφέρεστε στην παρέα των συντρόφων σας (Άκης Μαλτσίδης, Σωτήρης Δέδες, Γιώργος Σιπητάνος, Παύλος Ζάννας, Κώστας Πύρζας) μαζί με τους οποίους δραστηριοποιηθήκατε και τυπώνατε φυλλάδια, καταγγέλλοντας την πολιτική αυθαιρεσία. Οι χουντικοί σάς θεωρούσαν «επαναστάτες αστούς».
Ήμασταν η πρώτη μη κομμουνιστική αστική οργάνωση, η οποία ήταν αριστερή βέβαια. Δεν ήταν κομμουνιστική όμως.
— Περάσατε πολύ δύσκολα, με φριχτά βασανιστήρια και πεντέμισι χρόνια στη φυλακή, αλλά αντέξατε. Δεν σας αποκαρδίωνε το ότι σταδιακά μειωνόταν η άμυνα των ανθρώπων, ότι η πλειονότητα είχε αποδεχτεί την κατάσταση;
Ε, και λοιπόν; Τι με νοιάζει εμένα; Εγώ ντρεπόμουνα. Στο Στρατοδικείο, ένας από τους αλήτες που ήταν εκεί επάνω και δίκαζαν είπε: «Και τι νόμιζε ο κύριος Νέστωρ, ότι με τα τρικάκια θα έριχνε την κυβέρνηση;». Του απάντησα «κάνετε λάθος, δεν νόμιζα ότι θα ρίξω την κυβέρνηση, αλλά ντρεπόμουνα που ζούσα αυτή την κατάσταση. Ό,τι έκανα δεν το έκανα για να ρίξω τη δικτατορία, αλλά για προσωπική μου ικανοποίηση». Και δεν είπε τίποτα περισσότερο.
— Στην Αριστερά υπάρχουν άνθρωποι που αποτελούν μέρος της από τα γεννοφάσκια τους. Εσείς ανήκετε σε άλλη κατηγορία.
Εγώ δεν ήμουν ποτέ από τα γεννοφάσκια μου. Αυτό που έχω να σας πω είναι ότι όταν ήρθε το ΚΚΕ εσωτερικού το 1986 να μου ζητήσει να κατέβω υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, και μετά το ΚΚΕ, για να δεχτώ έθεσα τον όρο να είμαι κοινός υποψήφιος. Τότε ήταν η πρώτη φορά που έδωσαν τα χέρια τα δύο ΚΚ, όταν κατέβηκα για τη δημαρχία. Γιατί τους ζόρισα εγώ για να το κάνουν. Έκτοτε, ό,τι έκανα στην πολιτική ήταν με αυτή την αφορμή. Ιδρύσαμε το 1989 τον Συνασπισμό της Αριστεράς, συμπληρώνοντας «και της Προόδου» γιατί το ζήτησε ο Πρωτοπαπάς από τον Φλωράκη κι εκείνος δέχτηκε να προστεθεί. Ήταν ερασιτεχνικές εποχές της πολιτικής. Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά στο δικό μου επίπεδο η πολιτική ήταν μια δραστηριότητα με χαμόγελο. Ούτε ίντριγκες ούτε τίποτε άλλο. Ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου ήταν μια σοφή συνεργασία μεταξύ του Λεωνίδα και του Χαρίλαου κι εγώ ήμουν ο τρίτος εκεί μέσα. Από εκεί και πέρα, όταν αυτοί οι δύο παραιτήθηκαν, τα πράγματα μπερδεύτηκαν, ήρθε η Δαμανάκη, η οποία έκλαιγε όταν δεν τα κατάφερε κι έπεσαν τα ποσοστά. Μου έλεγε «Στέλιο, χάσαμε» και της έλεγα «χάσαμε, ε, και τι έγινε;». Μετά ο Συνασπισμός έγινε ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή οπερέτα. Υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ Συνασπισμού και ΣΥΡΙΖΑ.
— Δεν θεωρείτε τον ΣΥΡΙΖΑ «παιδί» του Συνασπισμού;
Παιδί του μπορεί να είναι, αλλά ένα παιδί που άλλαξε δρόμο.
— Τι εννοείτε;
Ότι δεν είναι αυτό που θέλαμε να είναι. Δηλαδή μια μη κομμουνιστική αριστερά αλλά αριστερά.
— Εσείς αμέσως μετά την πτώση της χούντας συμμετείχατε ως ιδρυτικό στέλεχος στο ΠΑΣΟΚ, αλλά η απογοήτευση ήρθε αμέσως, πριν καν ξεκινήσει την πορεία του ’81.
Όχι πριν ξεκινήσει. Με διέγραψε ο Ανδρέας. Δεν του άρεσε η φάτσα μου και με διέγραψε.
— Τόσο απλά;
Πάρα πολύ απλά. Ήμουν πρώτος βουλευτής Θεσσαλονίκης σε ψήφους, αλλά δεν έγινα τελικά βουλευτής (σ.σ. ο Ανδρέας Παπανδρέου κράτησε τη μία έδρα που πήρε το ΠΑΣΟΚ στη Θεσσαλονίκη ως πρόεδρος του κόμματος). Λίγους μήνες αργότερα με διέγραψε. Του έλεγαν ότι ο Νέστορας θα γίνει «Μακεδονάρχης».
— Γιατί η Ελλάδα παραμένει ίδια και δεν προχωράει;
Γιατί ήταν πάντα έτσι. Δεν αλλάζουν τα πράγματα από τη μια μέρα στην άλλη. Προσπάθειες δεν γίνονται για θεσμικές αλλαγές αλλά για να τακτοποιούνται κάποιοι.
— Στο βιβλίο σας είστε ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για πολλά θέματα της πολιτικής. Υπάρχουν πράγματα που δεν μπορείτε να πείτε, που δεν μαθαίνουμε ποτέ;
Δεν νομίζω ότι υπάρχουν πράγματα που είναι κρυφά. Υπάρχουν πράγματα που δεν λέγονται δημόσια, αλλά ιδιωτικά κυκλοφορούν.
— Θέλω να σας πω ότι το βιβλίο σας ήταν μια αποκάλυψη για μένα. Αποδίδει όλο το κλίμα, τα πρόσωπα και τα πράγματα της πόλης και σκιαγραφεί γλαφυρά όλη τη μεταπολεμική Θεσσαλονίκη.
Κάθε βιβλίο αντικατοπτρίζει την κοινωνία του συγγραφέα του.
— Ας κλείσουμε με πολιτισμό και τη σχέση σας με το Μέγαρο Μουσικής.
Ξεκίνησε με αποφάσεις του Λαμπράκη και τώρα έχει εξελιχτεί σε έναν οργανισμό που λειτουργεί μια χαρά. Ήμουν επί δεκατρία χρόνια γενικός γραμματέας του Δ.Σ. Τα δύο κτίρια που χτίστηκαν πέρασαν από τα χέρια μου. Συνεργάστηκα με τον Μπακατσέλο και το συμβούλιο και κάναμε μια προσπάθεια που νομίζω ότι πέτυχε. Ήταν απαραίτητο για τον πολιτισμό και τη βελτίωση της μουσικής καλλιέργειας της πόλης.