ΕΠΕΞ Γιάννης Μπέζος Facebook Twitter
«Παλιότερα ήθελαν να γίνουν όλοι επιστήμονες. Αργότερα ήθελαν να γίνουν σελέμπριτις και σήμερα influencers». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

Γιάννης Μπέζος: «Ίσως είμαι λίγο παλιομοδίτης»

0

Γεννήθηκα και μεγάλωσα κάτω από θέατρο της Δόρας Στράτου, στου Φιλοπάππου. Εκεί έζησα, στο πατρικό μου σπίτι, μια μικρή μονοκατοικία, μέχρι και τα χρόνια του στρατού.

• Ο πατέρας ήταν εκπαιδευτικός, καθηγητής Φυσικής Αγωγής, με καταγωγή από την Αρκαδία, η μητέρα μου από τη Θήβα. Ήμασταν μια μεσοαστική οικογένεια, ένα σπίτι με αρχές, συντηρητικό, αλλά χωρίς ακρότητες – υπήρχαν διαφωνίες και γινόταν συζήτηση. Οι γονείς μου ήταν άνθρωποι του πολέμου, του Εμφυλίου, έρχονταν από έναν κόσμο που τον εμπεριέχουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε, αλλά τον έχουμε αποτινάξει από φόβο. Περάσαμε καλά παιδικά και εφηβικά χρόνια, ζεστά, και μεγαλώσαμε σε μια προκαταναλωτική κοινωνία. Η διασκέδασή μας ήταν το σινεμά, το ποδόσφαιρο στους χωματόδρομους και το μπάσκετ στην παιδική χαρά στο Κουκάκι.

• Όπως όλοι οι γονείς τότε, έτσι και οι δικοί μας ήθελαν να μορφωθούμε, κάτι που συμβαίνει και σήμερα: οι γονείς προσπαθούμε από καλή διάθεση και πρόθεση να αποκτήσουμε μια κοινωνική καταξίωση μέσα από την πορεία του παιδιού. Αυτό δεν είναι το καλύτερο, τα φορτώνουμε άγχη και ενοχές όταν κάτι δεν πάει καλά και δεν τα αφήνουμε να κάνουν αυτό που θέλουν. Όλα αυτά σχετίζονται με τη φιλοδοξία της καλύτερης ζωής. Ειδικά την εποχή του γεννήθηκα, στα μέσα της δεκαετίας του ’50, οι άνθρωποι ήθελαν να γίνουν πολιτικοί μηχανικοί, δικηγόροι και γιατροί γιατί αυτά τα επαγγέλματα είχαν πιο καλές απολαβές. Όλα αυτά ήταν υπερβολικά και λίγο επίπλαστα, γιατί είχαν ως αποτέλεσμα να απαξιώνεται το σχολείο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για το πανεπιστήμιο αλλά και να υποβαθμιστεί η δουλειά του χειρώνακτα, του υδραυλικού, του ηλεκτρολόγου – τότε, ήθελαν να γίνουν όλοι επιστήμονες. Αργότερα ήθελαν να γίνουν σελέμπριτις και σήμερα influencers. Δεν μπορώ να τα παρακολουθήσω αυτά, ίσως είμαι λίγο παλιομοδίτης, αλλά νομίζω ότι όλα έχουν δυο όψεις, και την αρνητική και τη θετική. Το να επηρεάζεις κάποιον, βέβαια, μπορεί να είναι και θετικό.

Οι καλλιτέχνες δεν είμαστε άγιοι ή υπεράνθρωποι και πολλές φορές –το λέγαμε αυτό με τον Βασίλη Παπαβασιλείου– είμαστε στην κοσμάρα μας, νομίζουμε πώς όλοι ασχολούνται με το τι θα ανεβάσουμε. Ο κόσμος έχει άλλες αγωνίες. 

• Συγκρίνοντας τη δική μου εποχή με τη σημερινή βλέπω να υπάρχει είναι μεγάλη ανυπομονησία. Έχει αλλάξει όλος ο εσωτερικός χρόνος των ανθρώπων, κι αυτό το βλέπεις σε ταινίες του ’60, που είναι αλλιώς ο χρόνος, το μοντάζ. Σήμερα περνάνε 500 πλάνα κάθε λεπτό από μπροστά σου, κάτι που δεν σε αφήνει να ταξιδέψεις, να σκεφτείς περισσότερο, να πάρεις τον χρόνο σου και να επικοινωνήσεις με αυτό που βλέπεις ή διαβάζεις. Σπρώχνουμε ανυπόμονα τον χρόνο και δεν τον εκμεταλλευόμαστε προς όφελός μας, καταναλώνουμε πολύ γρήγορα γιατί θέλουμε να τα δούμε όλα και να πούμε ότι τα είδαμε όλα. Ταξιδεύουμε πολύ, βγάζουμε εκατοντάδες φωτογραφίες για να πιστοποιήσουμε ότι ήμασταν κι εμείς εκεί, στεκόμαστε σε μια έκθεση μπροστά σε ένα έργο και αντί να το κοιτάζουμε προσεκτικά, να νιώσουμε τι έχει πυροδοτήσει μια έκρηξη στο μυαλό του καλλιτέχνη, το φωτογραφίζουμε, γιατί έχουμε την ψευδαίσθηση ότι αν το παγιδέψουμε σε μια εικόνα, μπορεί να το ελέγξουμε.

ΕΠΕΞ Γιάννης Μπέζος Facebook Twitter
«Όταν ξεκινάς αυτήν τη δουλειά, την κάνεις γιατί σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει το στοιχείο της μεταμόρφωσης – όλοι θέλουμε να φύγουμε από τον εαυτό μας, να γίνουμε κάτι άλλο». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Νομίζω πως κάποια στιγμή θα ξεπεραστούν αυτά τα συμπτώματα της εποχής μας, θα δημιουργηθεί μια ανάγκη να επικοινωνήσουμε με τα μεγάλα έργα κυρίως που υπάρχουν, ανανεώνονται από μόνα τους και θα τα ανακαλύψουν και οι νέοι άνθρωποι. Εγώ έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στους νεότερους, σε αυτούς που τώρα είναι κάτω από τα 30, που δυσκολεύτηκαν με την οικονομική κρίση και τον κορωνοϊό και αυτό τους έχει κάνει πιο απαιτητικούς και λίγο πιο ανθεκτικούς απ’ ό,τι ήταν οι παλιότερες γενιές, κυρίως η δική μας, που ήταν πολύ πολυλογάδικη, και η επόμενη, που τα βρήκε όλα έτοιμα.

• Μεγαλώνοντας, ο αδελφός μου έγινε αρχιτέκτονας κι εγώ έκανα κάποιες απόπειρες για το πανεπιστήμιο χωρίς κανένα ενδιαφέρον, έτσι αποφάσισα να στραφώ στο θέατρο. Δεν υπήρχε καμία τέτοια αναφορά στο σπίτι, αλλά το θέατρο μου άρεσε, είχα δει κάποιες επιθεωρήσεις εντυπωσιακές στο Ρεξ, και στην εφηβεία, θυμάμαι, μετά από κάποια παράσταση στο Εθνικό, όταν τέλειωσε και έπεσε η αυλαία, αναρωτήθηκα τι ακριβώς γίνεται από πίσω, πού πάνε αυτοί οι άνθρωποι, τι κάνουν. Αυτό ήταν το πρώτο μου ερέθισμα, τι προηγείται και τι έπεται μιας παράστασης, πώς πραγματώνεται, αυτό που ονομάζουμε «κουζίνα». Στα μάτια μου αυτός ο κόσμος και οι άνθρωποι που τον είχαν δημιουργήσει φάνταζε πολύ εντυπωσιακός και σκέφτηκα ότι θα είχε ενδιαφέρον να καταπιαστεί κανείς με κάτι τέτοιο, μου άρεσε. Παρακολουθούσα παραστάσεις και το αποφάσισα να γίνω ηθοποιός.

• Όταν το είπα στο σπίτι μου δεν πέταξαν από τη χαρά τους. Το βρίσκω φυσιολογικό να μην μπορούν να το κατανοήσουν, όχι μόνο λόγω της οικονομικής επισφάλειας αλλά κυρίως επειδή εμπεριέχει το στοιχείο του αγνώστου. Η δουλειά αυτή είναι τόσο παράξενη και αιρετική, δεν έχεις την απαίτηση από τους άλλους να τη δεχτούν. Η δική μας δουλειά είναι να δημιουργούμε έναν κόσμο από το μηδέν, εφήμερο, που θα διαλυθεί πολύ γρήγορα και εάν έχει ενδιαφέρον θα αποτυπωθεί στη μνήμη σου ή την καρδιά σου, θα σε παρηγορεί, θα σε ανησυχήσει και θα σου κάνει καλή παρέα. Θα έλεγα ότι τους θεατές δεν τους ακολουθούν τα έργα, οι παραστάσεις και οι ρόλοι αλλά το σύνολο της προσωπικότητας του ηθοποιού, αυτό που έχει αφήσει πίσω του, η διαδρομή του, η υπόστασή του, αυτό γίνεται σημείο αναφοράς. Όλοι οι ρόλοι έχουν κάτι από τη δική μας προσωπικότητα, κάτι από τον κάθε ηθοποιό, από το σώμα του, τη φωνή του, τη διάθεσή του, την παιδεία του, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του, αυτό είναι το ενδιαφέρον. Αλλιώς θα έπαιζε ο καθένας το ρόλο του και θα τελειώναμε. Οι καλλιτέχνες δεν είμαστε άγιοι ή υπεράνθρωποι και πολλές φορές –το λέγαμε αυτό με τον Βασίλη Παπαβασιλείου– είμαστε στην κοσμάρα μας, νομίζουμε πώς όλοι ασχολούνται με το τι θα ανεβάσουμε. Ο κόσμος έχει άλλες αγωνίες, δική μας είναι η ευθύνη για το τι παρουσιάζουμε κάθε φορά.

ΕΠΕΞ Γιάννης Μπέζος Facebook Twitter
Στιγμιότυπο από την παράσταση «Αινιγματικές Παραλλαγές». Φωτ.: Ελίνα Γιουνανλή

• Φοίτησα στη σχολή του Δημήτρη Κωνσταντινίδη. Ήταν καλή σχολή, δεν είχαμε ωράρια, το μάθημα ήταν ελεύθερο, μάλιστα είχαμε ένα θεατράκι που το φροντίζαμε και μπήκαμε σιγά σιγά στη ζωή του θεάτρου. Κάναμε υποκριτική αλλά και θεωρητικά μαθήματα που τώρα είναι σε ύφεση – τότε ήταν υποχρεωτικά για να πάρεις άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Πολλοί φτάνουν στις σχολές, αλλά στο επάγγελμα ούτε μπαίνουν ούτε μένουν όλοι, ούτε η αγορά μπορεί να τους απορροφήσει. Φοιτώντας έχεις ένα κέρδος: έρχεσαι σε επαφή με κείμενα δυνατά, με τη μουσική, τον χορό, γνωρίζεις το σώμα σου. Οι σχολές αυτό το καλό έχουν, σε οπλίζουν κυρίως τεχνικά και θεωρητικά αν θέλεις να μάθεις και δεν βαριέσαι, γιατί συμβαίνει κι αυτό, που δεν το καταλαβαίνω – πληρώνουν και βαριούνται. Όσο για την υποκριτική, εκεί το ταξίδι ξεκινά από μια γνώση του εαυτού μας, να γνωρίζουμε το σώμα μας, την εμφάνισή μας, το πρόσωπό μας, τον τρόπο που περπατάμε, σκεφτόμαστε και αισθανόμαστε. Όλα αυτά δεν μπορεί να τα βγάλει ένα παιδί που δεν ξέρει τον εαυτό του, τον φοβάται ή δεν τον εκτιμά και μια σχολή που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να ταξιδέψει μαζί του προς αυτήν τη γνώση, όχι μόνο να του διδάσκει κείμενα που δε μπορούν να ακουμπήσει. Σε αυτήν τη σύνθετη διαδικασία της υποκριτικής η σχολή είναι ένας στίβος, μπορείς να κάνεις μια προπόνηση, ας το πούμε έτσι, αλλά δεν θα σε βγάλει ηθοποιό. Αν έχεις ταλέντο και κυρίως πάθος θα σε βγάλει έτοιμο να αγωνιστείς για κάτι, αλλά δεν μπορεί να σου εγγυηθεί τίποτα.

• Τελειώνοντας τη σχολή, πήγα στον στρατό. Κάθισα δυόμισι χρόνια, μέχρι τον Φεβρουάριο του 1981, και τον χόρτασα. Ήταν μια μεγάλη εμπειρία και το είδα ως αποσκευή: αποκτάς την ευθύνη του εαυτού σου, συμβιώνεις με άλλους ανθρώπους που δεν γνωρίζεις, δεν έχεις από πίσω το σπίτι σου. Όταν απολύθηκα, η πρώτη μου δουλειά ήταν στους Κουραμπιέδες του Χασάπογλου, ένα έργο που άρεσε πολύ, και η επόμενή μου δουλειά ήταν στην Εβίτα Περόν με την Αλίκη. Με ενδιέφερε να ζήσω από αυτήν τη δουλειά και δεν έμεινα ποτέ άνεργος. Σιγά-σιγά, επειδή είμαι συνεπής και εντάξει στη δουλειά, πήρα την ανταμοιβή μου. Προχωρούσα με σταθερά βήματα, με καλύτερους ρόλους και αποδοχές, αλλά όχι τρελά πράγματα. Είχα ελάχιστη τηλεοπτική παρουσία και έκανα και ραδιόφωνο, έγινα πρωταγωνιστής σε μια διαδρομή πολύ ομαλή, δεν έκανα διαχωρισμούς εμπορικό-ποιοτικό ούτε ήμουν από αυτούς που ήταν προσανατολισμένοι στο μεγάλο ρεπερτόριο.

• Όταν ξεκινάς αυτήν τη δουλειά, την κάνεις γιατί σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει το στοιχείο της μεταμόρφωσης – όλοι θέλουμε να φύγουμε από τον εαυτό μας, να γίνουμε κάτι άλλο. Όταν περάσεις χρόνια σε αυτήν τη δουλειά καταλαβαίνεις πως αυτό που έχει σημασία είναι να έχεις κάτι να πεις όταν βγαίνεις στη σκηνή, και με την παρουσία σου και μέσα από τα κείμενα. Και μεγαλώνοντας, αργότερα, το κοινό έρχεται γιατί περιμένει κάτι να του πεις, ειλικρινές, π.χ. όταν κάνουμε κωμωδία με χιούμορ, που είναι ένα απαραίτητο συστατικό της ζωής μας και πολύ αποκαλυπτικό, χωρίς σοβαροφάνεια. Το εκπληκτικό σε αυτήν τη δουλειά είναι να κάνεις τον άλλο να μπει σε έναν κόσμο και να φανταστεί ότι είσαι ο ήρωας που βλέπει, να ξεχάσει ότι είσαι ο Μπέζος που πάρκαρε απέξω το αυτοκίνητό του, αυτό είναι το μαγικό του θεάτρου.

ΕΠΕΞ Γιάννης Μπέζος Facebook Twitter
«Όταν ξεκίνησαν οι "Απαράδεκτοι" δεν είχαμε συγκεκριμένη πρόθεση ούτε κατανοούσαμε τι κάναμε. Γνωριζόμασταν μεταξύ μας και είπαμε να κάνουμε μια δουλειά, να περάσουμε καλά, μέχρι εκεί».

• Με το άνοιγμα της ιδιωτικής τηλεόρασης γνώρισε ο κόσμος καινούργια πρόσωπα, καινούργιο λόγο στην κωμωδία και τη μυθοπλασία. Όταν ξεκίνησαν οι «Απαράδεκτοι» δεν είχαμε συγκεκριμένη πρόθεση ούτε κατανοούσαμε τι κάναμε. Γνωριζόμασταν μεταξύ μας και είπαμε να κάνουμε μια δουλειά, να περάσουμε καλά, μέχρι εκεί. Όταν η Δήμητρα μου πρότεινε να παίξω έναν γκέι, δεν πέρασε ποτέ από το μυαλό μου μήπως ο ρόλος γίνει εμπόδιο σε μια «σοβαρή καριέρα», δεν το σκέφτηκα ποτέ, πιο πολύ είχε την έννοια του παιχνιδιού όλο αυτό. Και είχε επιτυχία γιατί έγινε τόσο απενοχοποιημένα και χωρίς πολλά-πολλά, χωρίς πολλές αναλύσεις, ήταν μια εκδοχή στον αστερισμό του χαριτωμένου. Πρέπει να πούμε ότι αυτά τα βήματα που εκ των υστέρων τα ονομάσαμε τολμηρά, έγιναν με επιφυλάξεις από τους σταθμούς. Όταν αυτό ρίζωσε στον κόσμο και φάνηκε να το ακολουθεί, γεννήθηκε η τάση να κάνουμε τέτοια πράγματα. Πάντα υπάρχει η παγίδα, όλοι σκέφτονται τι θέλει ο κόσμος που είναι και λίγο σχετικό. Αν ρωτήσεις τους θεατές ούτε εκείνοι ξέρουν ακριβώς: θέλουν κάτι να τους κάνει συντροφιά, όχι μόνο κάτι που έχουν ζήσει αλλά και κάτι το οποίο δεν ξέρουν. Νομίζω τη μεγάλη ευθύνη για την τηλεόραση την έχουν οι δημιουργοί και όχι οι σταθμοί.

• Έκανα τηλεόραση, πολύ διαφορετικές σειρές, που παίζονται και μετά από τριάντα χρόνια, τις βλέπουν και τις ξαναβλέπουν σαν τις παλιές ταινίες. Δεν με ενδιέφερε καθόλου να με αποκαλούν κωμικό ηθοποιό, αλλά με αυτή την ταυτότητα έκανα πολλά πράγματα, δικές μου δουλειές. Κάναμε θίασο το 1994 με τη Ναταλία (σ.σ. Τσαλίκη), πήγαμε στο Προσκήνιο που ήταν ένα θεατράκι σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, άρχισαν οι συνεργασίες με το Εθνικό, ανακατεύτηκε το πράγμα. Στην τηλεόραση έκανα και κάποια πράγματα που δεν ήταν στον χώρο της κωμωδίας, οι δουλειές ήταν καλοπληρωμένες και με άλλες συνθήκες. Στο «Ευτυχισμένοι μαζί» κάναμε εξίμισι μέρες γύρισμα, στοίχιζε εκατό χιλιάδες το επεισόδιο γιατί το κανάλι είχε έσοδα. Μετά το 2011 όλο αυτό διαλύθηκε. Με την κρίση άλλαξαν οι απολαβές, αλλά πρέπει να πω ότι έγιναν κάποιες πολύ καλές δουλειές. Στην τηλεόραση θέλει χρήμα για να κάνεις μεγάλες παραγωγές, π.χ. σειρές εποχής και να μη φαίνονται όλα ψεύτικα. Οι Βρετανοί τα κάνουν άψογα αυτά.

• Η σχέση θεάτρου-τηλεόρασης είναι αμφίδρομη, η τηλεόραση σού δίνει το πάτημα να γίνεις γνωστός, αλλά μπορεί και να σε εκθέσει. Όσα σου δίνει πρέπει να τα επιστρέψεις. Ο αντίπαλος του θεάτρου δεν είναι η τηλεόραση ούτε ο κινηματογράφος, είναι ο κακός του εαυτός. Για μένα ήταν στήριγμα, αλλά δεν νομίζω ότι οι θεατές έρχονται στο θέατρο μόνο αν σε ξέρουν. Είναι άλλο το γνωρίζω και άλλο το ακολουθώ κάποιον. Γιατί το κοινό βαθμολογεί την πρόθεσή σου, το πρώτο που καταλαβαίνει είναι αν θέλεις να τα πάρεις και να φύγεις ή αν θέλεις να κάνεις δουλειά σοβαρή, και, ανεξάρτητα από την επιτυχία ή την αποτυχία, θα σου πιστώσει τον μόχθο. Έχουν αλλάξει οι εποχές, παλιότερα έκανε κάποιος πιο εύκολα μια αρπαχτή, τώρα καταλαβαίνει πιο πολλά ο θεατής.

ΕΠΕΞ Γιάννης Μπέζος Facebook Twitter
«Αν ρωτήσεις τους θεατές ούτε εκείνοι ξέρουν ακριβώς: θέλουν κάτι να τους κάνει συντροφιά, όχι μόνο κάτι που έχουν ζήσει αλλά και κάτι το οποίο δεν ξέρουν. Νομίζω τη μεγάλη ευθύνη για την τηλεόραση την έχουν οι δημιουργοί και όχι οι σταθμοί». Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/ LIFO

• Πρέπει να πιστώσουμε στο κοινό ότι τα τελευταία χρόνια παρακολουθεί ρεπερτόριο και έργα που δεν έβλεπε παλιά και με θιάσους πολύ καλούς, και στην Αθήνα και την περιφέρεια. Βγαίνουν σε περιοδεία έργα που δεν θα τολμούσαμε ούτε να προφέρουμε σε προηγούμενες δεκαετίες. Το κοινό, όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα –οι νέες ηλικίες–, θέλει να δει ένα θέατρο που θα το κάνει να σκεφτεί, να ανησυχήσει περισσότερο. Το διαδίκτυο έχει κάνει αυτό το καλό, έχει ανοίξει ο πλανήτης και παρακολουθούμε τα πάντα: δεν μπορεί να καίγεται ο κόσμος, να υπάρχουν τόσα θέματα μεγάλα κι εσύ να πληρώνεις να δεις κάποιον να κάνει σαχλαμάρες. Υπάρχει και αυτό, στον χώρο της μεγάλης εξαίρεσης. Όλοι θα συμφωνήσουμε γενικά ότι το ελληνικό θέατρο είναι σε άνθηση, έχει πολύ ενδιαφέρουσες προτάσεις.

• Είδαμε στην κρίση τον κόσμο να πηγαίνει στο θέατρο γιατί είναι ένα καταφύγιο, σε φέρνει σε επαφή με τη ρίζα σου, με τη μήτρα, σε ζεσταίνει. Γίνεται κάτι μπροστά σου και το συμμερίζονται ομαδικά οι άνθρωποι, επιστρέφουν στο συλλογικό. Αν η πολιτεία θέλει να στηρίξει το θέατρο, πρέπει να αλλάξει το μοντέλο των επιχορηγήσεων ώστε να μπορεί να ενισχύει πιο αποτελεσματικά τις προσπάθειες που γίνονται, γιατί δεν γίνεται να είσαι ηθοποιός-ζητιάνος. Γιατί στη δουλειά μας η νέα γενιά είναι πολύ καλύτερη από τη δική μας, πιο υποψιασμένη, δεν έχουν τα κολλήματα που είχαμε εμείς οι παλιότεροι και δεν περιχαρακώνονται. Τους βλέπεις διαθέσιμους και το υλικό που έχουμε είναι θαυμαστό και αξίζει να υποστηριχθεί.

«Η δική μας δουλειά είναι να δημιουργούμε έναν κόσμο από το μηδέν, εφήμερο, που θα διαλυθεί πολύ γρήγορα και εάν έχει ενδιαφέρον θα αποτυπωθεί στη μνήμη σου ή την καρδιά σου, θα σε παρηγορεί, θα σε ανησυχήσει και θα σου κάνει καλή παρέα».

• Το τραγούδι το αγαπώ πολύ, δεν είναι το επάγγελμά μου αλλά το αντιμετωπίζω επαγγελματικά. Με ενδιαφέρει από κάθε είδος να βρίσκω την καλή του εκδοχή, την ευγενική, να τραγουδάω τους μεγάλους ποιητές, τα ρεμπέτικα, τον Αττίκ, τον Σουγιούλ, τους μεγάλους συνθέτες, πράγματα που μας ακολουθούν. Σαν ηθοποιό με ενδιαφέρει πολύ ο στίχος, αυτόν τραγουδάμε, θέλουμε τον μύθο, και αν προσέξεις, ως λαός, με την ορχηστρική μουσική δεν έχουμε μεγάλη σχέση. Τραγουδάμε τους μεγάλους ποιητές και αυτό το οφείλουμε αρχικά στον Θεοδωράκη, αυτός το ξεκίνησε και επέμεινε. Ποιος φανταζόταν ότι την «Άρνηση» του Σεφέρη θα την τραγουδούσε ο κόσμος στην ταβέρνα; Αναρωτιέμαι, εφόσον έχουμε αυτόν τον πλούτο, πώς φτάσαμε να τραγουδάμε τόσες ανοησίες; Με ρώτησαν αν η τραπ είναι κακή – η τραπ είναι το πρόβλημα; Τα άλλα δίπλα δεν είναι σκουπίδια; Γιατί να μην πάνε στην τραπ αν δεν τους γοητεύει τίποτα; Και στην εποχή μας ακούγονταν ανοησίες, αλλά τη χαρακτήριζαν άλλα μεγέθη. Αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο, το βλέπεις και στην πολιτική. Για κάποιον λόγο οι άνθρωποι δεν έχουν ανάγκη τις πολύ μεγάλες προσωπικότητες. Οι μεγάλες προσωπικότητες της πολιτικής ήταν όλες παιδιά του πολέμου. Εμείς περάσαμε πολλά χρόνια ειρήνης, με ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας, ο δυτικός κόσμος δεν γνώρισε πολέμους, τους γνωρίζει τώρα με την Ουκρανία και με τη Γάζα και αυτό μας τρομάζει και μας αναστατώνει πολύ. Μέσα σε αυτή την ευμάρεια και το εφησυχασμό άλλαξε εντελώς η κοινωνία και οι ανάγκες της.

• Πιστεύω ότι το μεγαλύτερο θέμα σήμερα είναι αυτό της παιδείας, δεν υπάρχει άλλο από μια μόνιμη προετοιμασία για το πανεπιστήμιο. Αν κάποιος δεν θέλει να πάει στο πανεπιστήμιο, πού είναι η ευρεία παιδεία που αποκτάς τελειώνοντας το λύκειο;

cover
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

• Η ελληνική δημοκρατία είναι υποχρεωμένη να σου προσφέρει μια σφαιρική γνώση, την επαφή με τον αθλητισμό, με τη γλώσσα, ακόμα και με τα αρχαία ελληνικά, με έναν τρόπο γοητευτικό,. Τα καλλιτεχνικά ας μη τα συζητήσουμε, καταργήθηκαν. Είναι θέμα διάθεσης και των διδασκόντων και του Υπουργείου, και των γονέων και των συναδέλφων μας. Έχουμε μεγάλη ευθύνη, αντί να λέμε σαχλαμάρες και κολακείες, πρέπει να καλλιεργήσουμε τη γνώση ώστε να θωρακιστεί ο κόσμος γιατί όταν γνωρίζεις, σταματάς να φοβάσαι. Χωρίς γνώση δεν υπάρχει μέλλον.

• Με τη Ναταλία είμαστε μαζί σαράντα ένα χρόνια, έχουμε να δουλέψουμε μαζί πολλά χρόνια – δεν συμβαίνει από πρόθεση, απλώς τυχαίνει. Η αλήθεια είναι ότι οι διαθέσεις μας ως προς το ρεπερτόριο είναι διαφορετικές, αλλά ποτέ δεν υπήρχαν τριβές και ανταγωνισμοί μεταξύ μας. Δεν είχαμε ποτέ πρόβλημα στο σπίτι, ούτε με την Ηρώ, είμαστε τρεις άνθρωποι, μια οικογένεια στο ίδιο επάγγελμα, αυτόνομοι. Υπάρχει η εντύπωση ότι όλη μέρα συζητάμε για το θέατρο. Είναι ένα κομμάτι της ζωής μας που συνήθως μένει έξω από το σπίτι.

• Παλιά το κέντρο το ζούσα περισσότερο. Τέλειωνε το θέατρο, μέναμε για να μιλήσουμε, παίζαμε χαρτιά, πηγαίναμε με τα πόδια σπίτια μας. Δεν υπάρχουν αυτά σήμερα, τελειώνει η παράσταση και όλοι διαλύονται. Μεγάλωσαν οι αποστάσεις, μεγαλώσαμε κι εμείς. Σκέφτομαι ότι πηγαίναμε κάθε Σάββατο στο Φίλιον, ήμασταν μια παρέα, πλέον έχουν πεθάνει οι περισσότεροι, δεν μου κάνει κέφι να πηγαίνω – με ποιον να μιλήσω; Αλλά την Αθήνα την αγαπώ, αυτήν τη μεγάλη άναρχη πόλη με την καταπληκτική της γεωγραφία, την ακτογραμμή της και την ησυχία του προαστίου όπου μένω, με τις γειτονιές της και την ένταση του κέντρου. Νομίζω δεν θα μπορούσα να ζω αλλού.

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Αμερικάνικος Βούβαλος» εδώ.

Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την παράσταση «Οι βλαβερές συνέπειες του γάμου» εδώ.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τhis that keeps on – a personal archaeology –

Θέατρο / H ανασκαφή του Δημήτρη Παπαϊωάννου σε μια γη που έχει το σχήμα της καρδιάς

Ο Δημήτρης Παπαϊωάννου δημιούργησε ένα νέο πρότζεκτ κατόπιν ανάθεσης του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης για τα σαράντα χρόνια από την ίδρυσή του, που το κοινό θα έχει την ευκαιρία να δει σε μια και μοναδική παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Μεγάλες παραγωγές, γυναίκες στη σκηνοθεσία - Η θεατρική σεζόν ανοίγει δυναμικά

Θέατρο / Μεγάλες παραγωγές, γυναίκες στη σκηνοθεσία - Η θεατρική σεζόν ανοίγει δυναμικά

Διεθνείς σκηνοθέτες και σχήματα, δυνατά καστ, κλασικά και σύγχρονα έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων: Το φθινοπωρινό ρεπερτόριο των αθηναϊκών σκηνών το λες και φιλόδοξο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βέντερς, Σουίντον, Ροντρίγκες, Λάνθιμος και Αγγελάκας: Αυτό είναι το φετινό πρόγραμμα της Στέγης

Θέατρο / Σουίντον, Λάνθιμος, Βέντερς, Ροντρίγκες και Αγγελάκας: Το φετινό πρόγραμμα της Στέγης

Η Στέγη γιορτάζει τα 15 χρόνια της με ένα πρόγραμμα άκρως οικογενειακό, δημιουργικό και, όπως πάντα, με πολλές εκπλήξεις και απρόσμενες συναντήσεις δημιουργών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Όταν ο Χίτλερ (σχεδόν) συνάντησε τον Φρόιντ

Θέατρο / Όταν ο Χίτλερ (σχεδόν) συνάντησε τον Φρόιντ

Τέσσερις φορές βρέθηκαν στο ίδιο μέρος ο Χίτλερ και ο Φρόιντ. Τι θα γινόταν αν είχαν συναντηθεί; Αυτό επιχειρεί να διανοηθεί το θεατρικό έργο «Ο δρ Φρόιντ θα σας δει τώρα, κυρία Χίτλερ» που ανεβαίνει αυτές τις μέρες στο Λονδίνο.
THE LIFO TEAM
Ελένη Ερήμου: «Οι άνθρωποι δεν ντρέπονται για τίποτα πια»

Θέατρο / Ελένη Ερήμου: «Οι άνθρωποι δεν ντρέπονται για τίποτα πια»

Παραμένει μέχρι σήμερα μία από τις ομορφότερες γυναίκες που πέρασαν από το ελληνικό θέατρο και το σινεμά. Από νωρίς επέλεξε να ζει και έξω από το θεατρικό συνάφι. «Δεν μπορώ να ξυπνάω κάθε πρωί και να αναρωτιέμαι τι θα παίξω ή που θα παίξω» δηλώνει ενώ θεωρεί τη μοναχικότητα πηγή δημιουργικότητας. Η Ελένη Ερήμου αφηγείται τη ζωή της στη LifO.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Αλεξάνδρα Λαδικού: «Δεν νοσταλγώ τίποτα. Πέρασα και ωραία και καλά»

Οι Αθηναίοι / Αλεξάνδρα Λαδικού: «Δεν νοσταλγώ τίποτα. Πέρασα και ωραία και καλά»

Ξεκίνησε από τα καλλιστεία, για μία ψήφο δεν στέφθηκε Μις Κόσμος, έπαιξε δίπλα στον Κουν, υπήρξε μούσα του Τάκη Κανελλόπουλου, αλλά κυρίως του Ανδρέα Βουτσινά. Στα 92 της ακόμα οδηγεί και παρακολουθεί θέατρο, ελπίζοντας πάντα να βρει καλά στοιχεία, ακόμα και σε κακές παραστάσεις.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Μπομπ Γουίλσον

Απώλειες / Μπομπ Γουίλσον (1941-2025): Το προκλητικό του σύμπαν ήταν ένα και μοναδικό

Μεγάλωσε σε μια κοινότητα όπου το θέατρο θεωρούνταν ανήθικο. Κι όμως, με το ριζοσπαστικό του έργο σφράγισε τη σύγχρονη τέχνη του 20ού αιώνα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Υποκλίθηκε πολλές φορές στο αθηναϊκό κοινό – και εκείνο, κάθε φορά, του ανταπέδιδε την τιμή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
H ανάληψη του Οιδίποδα αναβάλλεται επ’ αόριστον

Θέατρο / H ανάληψη του Οιδίποδα αναβάλλεται επ’ αόριστον

Ο «Οιδίποδας» του Γιάννη Χουβαρδά συνενώνει τον «Τύραννο» και τον «Επί Κολωνώ» σε μια παράσταση, παίρνοντας τη μορφή μιας πυρετώδους ανασκαφής στο πεδίο του ασυνείδητου - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ζιλιέτ Μπινός: Η Ιουλιέτα των Πνευμάτων στην Επίδαυρο

Θέατρο / Ζιλιέτ Μπινός: Η Ιουλιέτα των Πνευμάτων στην Επίδαυρο

Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός προσπαθεί να παραμείνει συγκεντρωμένη μέχρι την κάθοδό της στο αργολικό θέατρο. Παρ’ όλα αυτά, βρήκε τον χρόνο να μας μιλήσει για τους γυναικείους ρόλους που τη συνδέουν με την Ελλάδα και για τη σημασία της σιωπής.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Όλα όσα ζήσαμε στο 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν: από το «La Distance» του Ροντρίγκες έως τη μεγάλη επιτυχία του Μπανούσι

Θέατρο / Όλα όσα ζήσαμε στο 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν

Οι θερμές κριτικές της «Liberation» και της «Le Monde» για το «ΜΑΜΙ» του Μπανούσι σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση είναι απλώς μια λεπτομέρεια μέσα στις απανωτές εκπλήξεις που έκρυβε το πιο γνωστό θεατρικό φεστιβάλ στον κόσμο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κωνσταντίνος Ζωγράφος: Ο «Ορέστης» του Τερζόπουλου

Θέατρο / Κωνσταντίνος Ζωγράφος: «Ο Τερζόπουλος σου βγάζει τον καλύτερό σου εαυτό»

Ο νεαρός ηθοποιός που πέρυσι ενσάρκωσε τον Πυλάδη επιστρέφει φέτος ως Ορέστης. Με μια ήδη πλούσια διαδρομή στο θέατρο δίπλα σε σημαντικούς δημιουργούς, ετοιμάζει ένα νέο έργο εμπνευσμένο από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

The Review / «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

Με αφορμή την παράσταση γι’ αυτόν τον αυθεντικό δημιουργό που τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μεσουρανούσε, ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου σχολιάζουν τον αντίκτυπό του στο κοινό σήμερα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, πτώση και η αποθέωση

Αρχαίο Δράμα Explained / «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, η πτώση και η αποθέωση

Τι μας μαθαίνει η ιστορία του Οιδίποδα, ενός ανθρώπου που έχει τα πάντα και τα χάνει εν ριπή οφθαλμού; Η κριτικός θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα επιχειρεί μια θεωρητική ανάλυση του έργου του Σοφοκλή.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία

Θέατρο / Αλίκη Βουγιουκλάκη: Πώς έσπαγε τα ταμεία στο θέατρο επί 35 χρόνια

Για δεκαετίες έχτισε, με το αλάνθαστο επιχειρηματικό της ένστικτο, μια σχέση με το θεατρικό κοινό που ακολουθούσε υπνωτισμένο τον μύθο της εθνικής σταρ. Η πορεία της ως θιασάρχισσας μέσα από παραστάσεις-σταθμούς και τις μαρτυρίες συνεργατών της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ