ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ. Συννεφιασμένα πρόσωπα παρατηρούν τ’ απόνερα, κάποιοι φοράνε ακουστικά, κανείς γυαλιά ηλίου, ο ήλιος χάνεται. Μια γυναίκα τραβάει τις παρανυχίδες της, ένα αγόρι καπνίζει λες και προσπαθεί να ρουφήξει όλο το καλοκαίρι, όλες τις αναμνήσεις του, τις τελευταίες σπιθαμές της ομορφιάς, εισπνέει, φυσάει τον καπνό, σβήνει και ξαναστρίβει.
Η επιστροφή απ’ τις διακοπές δεν είναι μια διακριτική μελαγχολία ή ενόχληση, κάτι που πληγώνει απαλά κι ύστερα ξεπερνιέται. Σε μια εποχή όπου η ζωή στις πόλεις γίνεται όλο και πιο ανυπόφορη, το τέλος του καλοκαιριού βαραίνει τους ανθρώπους. Όσοι έχουν το προνόμιο να πάνε διακοπές –κάτι όλο και πιο σπάνιο– βλέπουν την καθημερινότητα να ορθώνεται μπροστά τους, την ασχήμια, την κούραση και το άγχος να επιστρέφουν.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη για τη νωθρότητα της σύγχρονης ζωής από το βλέμμα που έχουν οι άνθρωποι μετά απ’ τις διακοπές – όχι μια μουντή έκφραση εξάντλησης (το βλέμμα του χειμώνα), αλλά η υφή μιας φλόγας που έσβησε άγαρμπα, μιας ηδονής που κόπηκε, μιας ορισμένης ήττας. Σε αυτό το βλέμμα βρίσκει κανείς την αίσθηση πως κάτι όντως έγινε, κάτι νέο υπήρξε, ένας άλλος τρόπος ζωής αποκαλύφθηκε προτού απομακρυνθεί.
Οι διακοπές συνιστούν εκλάμψεις μιας άλλης τάξης πραγμάτων, όπου η ρουτίνα καταλύεται μέσα από την εφεύρεση, ο ερωτισμός διέπει τις σχέσεις, η κάθε μέρα είναι αίνιγμα κι η φύση (το απτό, το άμεσο, το φως) σε ξεπερνάει.
Η αδυναμία επιστροφής στην «κανονικότητα» είναι δεδομένη μετά από ένα καλοκαίρι που καταφέρνει, ακόμα και μέσα από ψήγματα, να μιμηθεί τον Ρομέρ. Οι διακοπές συνιστούν εκλάμψεις μιας άλλης τάξης πραγμάτων, όπου η ρουτίνα καταλύεται μέσα από την εφεύρεση, ο ερωτισμός διέπει τις σχέσεις, η κάθε μέρα είναι αίνιγμα κι η φύση (το απτό, το άμεσο, το φως) σε ξεπερνάει.
Η βία της επιστροφής στην καθημερινότητα –η εκστατική εικόνα του «πώς θα μπορούσε να είναι η ζωή», που χάνεται– βρίσκει την αντανάκλασή της στους καλοκαιρινούς έρωτες που δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν τον χειμώνα, τις ιστορίες του «Summer Kisses, Winter Tears» και του «Μια αγάπη για το καλοκαίρι». Το τέλος των διακοπών αποκαλύπτει τον κόσμο της δουλειάς ως μια φιέστα δυστυχίας. «Τέντες ριγέ, το καλοκαίρι / Έρωτες το καλοκαίρι / Μέσα μας ο φόβος του τώρα / Μέσα στα μέσα ενημέρωσης / Αποκλεισμός».
Σαν το come down από ένα τριπάκι, το σβήσιμο μιας ψυχεδελικής εμπειρίας (η οποία μπορεί να κρατήσει μια ολόκληρη δεκαετία), το τέλος των διακοπών θυμίζει το τέλος των ’60s, όπως περιγράφεται στο «Vineland» του Pynchon:
«Α, απλά θα ήθελα να ‘μασταν πάλι εκεί, όταν ήσουν ο Κόμης. Θυμάσαι πώς ήταν το LSD; Θυμάσαι αυτό το τζάμι, κάτω στη Λαγκούνα Μπιτς; Θεέ μου, το ‘ξερα τότε, το ήξερα».
Κοιτάχτηκαν. «Α, ναι. Κι εγώ. Ότι ποτέ δεν θα πεθάνεις. Χα! Καθόλου παράξενο που φρίκαρε το Κράτος. Πώς θα ήλεγχαν έναν λαό που ξέρει πως δεν θα πεθάνει, όταν αυτό ήταν πάντα το τελευταίο χαρτί τους, όταν πίστευαν πως ορίζουνε τον θάνατο και τη ζωή; Αλλά το LSD μάς έδωσε τις ακτίνες Χ για να δούμε την μπλόφα τους, οπότε, φυσικά, έπρεπε να μας το πάρουν».
«Ναι, αλλά δεν μπορούν να πάρουν αυτό που ζήσαμε, αυτό που ανακαλύψαμε».
«Εύκολο. Απλώς μας αφήνουν να ξεχνάμε. Μας πνίγουν με πληροφορία, γεμίζουν το κάθε λεπτό, μας αποσπούν, αυτό κάνει η Οθόνη και, αν και με πονά που το λέω, αυτό καταντάει κι η ροκ – ένας ακόμα τρόπος να κλέψουν την προσοχή μας, έτσι που αυτή η πανέμορφη βεβαιότητα που είχαμε αρχίζει να ξεθωριάζει και, σύντομα, μας έχουν πείσει απ’ την αρχή πως όντως θα πεθάνουμε. Και τότε μας ξανακρατούν». Έτσι μιλούσε ο κόσμος.¹
[1] Thomas Pynchon. 2000 [1990]. Vineland. Vintage, σ. 313-314, δική μου μετάφραση.