ΣΤΟ ΑΓΓΛΟΦΩΝΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ του 70χρονου Ολιβιέ Ασαγιάς, ο σκιώδης σύμβουλος του Βλαντιμίρ Πούτιν, Βαντίμ Μπαράνοφ, είναι ο ενορχηστρωτής της μετεωρικής, αν και διόλου τυχαίας και σίγουρα κοπιώδους ανόδου στην εξουσία του αδιαφιλονίκητου και ανίκητου άρχοντα της ρωσικής πολιτικής σκηνής, ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, ο ιμπρεσάριος πίσω από τον σταρ, ένας fixer που στην πραγματικότητα λεγόταν Βλαντισλάβ Σούρκοφ και ανέβηκε στην ιεραρχία συμπτωματικά −και συγκυριακά− λίγο πριν καταρρεύσει οριστικά το σχετικό διάλειμμα δημοκρατίας με τον Γκορμπατσόφ και τον Γιέλτσιν.
Η ενδιαφέρουσα θεωρία στον «Μάγο του Κρεμλίνου», τη μεταφορά του ευπώλητου μυθιστορήματος του Τζουλιάνο ντα Έμπολι, είναι πως εκείνη την έκρυθμη και αρκετά γκροτέσκ περίοδο της κυβέρνησης του κυριολεκτικά ετοιμόρροπου Γιέλτσιν, η οριζοντιοποίηση του πολιτικού λόγου μεταφραζόταν σε χάος και ανασφάλεια από ένα έθνος που είχε μάθει, είχε συνηθίσει, ή είχε στο DNA του να επιστρέφει στην καθετοποίηση της εξουσίας.
Στον ρόλο του Βαντίμ, ο Πολ Ντέινο υιοθετεί μια ψιθυριστή, άοσμη, εκνευριστική φωνή για να δώσει έμφαση σε έναν παρασκηνιακό ρυθμιστή που επιθυμεί να πετά χαμηλά και να περνά απαρατήρητος.
Είναι σαφώς μια γενίκευση να υποστηρίζει κάποιος πως ένας λαός θέλει τη χούντα του, τον Χίτλερ ή τον Τραμπ του για να στρώσει ή να ισιώσει, αλλά αποτελεί δραματικό μοτέρ, και κατά κάποιον τρόπο ιστορική αλήθεια, πως η Σοβιετική Ένωση έμεινε έστω και με το ζόρι ενωμένη επί Στάλιν, ενώ πριν και μετά βασικά είχε κορόνα στο κεφάλι της έναν Τσάρο.

Το περσινό «Apprentice» προσέφερε ζωτικό χώρο στον μέντορα του Τραμπ, τον Ρόι Κον, για να διασπείρει τα σατανικά του κηρύγματα σε όλο το πλάτος της ταινίας, αν και ο άγουρος μεσίτης που θα γινόταν ηγέτης ήταν σαφώς ο πρωταγωνιστής. Στον «Μάγο του Κρεμλίνου», ο Ρασπούτιν κυριαρχεί, επειδή ο Ασαγιάς επιμένει στη θέση του ρυθμιστή και στην πολυπλοκότητα του σκιώδους χαρακτήρα του και της διαβρωτικά αποτελεσματικής επιρροής του, έναντι ενός Πούτιν που μιλά με τις καίριες αποφάσεις του και όχι με τη λακωνική, ελάχιστα δραματική συμπεριφορά του − ο Τζουντ Λο ποζάρει πειστικότατα στον ρόλο, σαν μάσκα που αρνείται να προδώσει το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από αυτήν.
Στον ρόλο του Βαντίμ, ο Πολ Ντέινο υιοθετεί μια ψιθυριστή, άοσμη, εκνευριστική φωνή για να δώσει έμφαση σε έναν παρασκηνιακό ρυθμιστή που επιθυμεί να πετά χαμηλά και να περνά απαρατήρητος − πώς γίνεται να είναι τόσο ερωτευμένη μαζί του η αδέσμευτη, πανέμορφη γυναίκα που υποδύεται η Αλίσια Βικάντερ παραμένει ένα από τα άλυτα μυστήρια της ταινίας.
Κυρίως, το πολιτικό θρίλερ που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βενετίας επιδιώκει να συνδεθεί με την επικαιρότητα δείχνοντας τη θολή όψη μιας τρομοκρατικής εξουσίας αλλά συμπυκνώνει πολλές πληροφορίες σε δύο ώρες, τρέχοντας τα γεγονότα σαν κατασκοπικό δελτίο ειδήσεων, αντί να προεκτείνει και να εμβαθύνει. Παρακολουθείται με ενδιαφέρον ωστόσο, και εξαιτίας αυτού ίσως θα ήταν προτιμότερο το φορμάτ της σειράς περιορισμένων επεισοδίων στη θέση της κλασικής κινηματογραφικής διάρκειας.