Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο έχει εμμονή με το «Φρανκενστάιν» εδώ και δεκαετίες. Έχει μιλήσει σε αμέτρητες συνεντεύξεις για την επιθυμία του να διασκευάσει το μυθιστόρημα της Μέρι Σέλεϊ που γράφτηκε το 1818, και η τελευταία του ταινία, «Πινόκιο», είχε τόσα στοιχεία παρμένα από το βιβλίο που ήταν σχεδόν μια ανεπίσημη διασκευή. Τώρα όμως επιτέλους έκανε μια επίσημη διασκευή, οπότε, όπως είναι φυσικό, τίποτα δεν τον συγκρατούσε. Ο «Φρανκενστάιν» του, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το Σάββατο, είναι ένα project πάθους στο οποίο δεν λυπήθηκε τα έξοδα, ένα φαντασμαγορικό γοτθικό παραμύθι, στο οποίο η καλύβα ενός χωρικού έχει τις ίδιες διαστάσεις με μια αίθουσα συμποσίου των Βίκινγκς. Όμως, παρ’ όλο τον χρόνο που είχε στη διάθεσή του για να σκεφτεί, ο Ντελ Τόρο μάλλον δεν κατάλαβε το κεντρικό θέμα του κλασικού βιβλίου και του εμβληματικού του πλάσματος. Με λίγα λόγια: το τέρας του Φρανκενστάιν στην ταινία του είναι απλώς υπερβολικά όμορφο.
Τον ρόλο τον παίζει ο Τζέικομπ Ελόρντι, ο εξωφρενικά όμορφος Αυστραλός σταρ του «Euphoria», του «Priscilla» και του «Saltburn». Όταν ανακοινώθηκε το καστ, ορισμένοι αμφισβήτησαν αυτή την επιλογή – όπως και όταν ανακοινώθηκε ότι ο Ελόρντι θα παίξει τον Χίθκλιφ στα «Ανεμοδαρμένα Ύψη» που ετοιμάζει η Έμεραλντ Φένελ. Αυτές οι αντιρρήσεις φαίνονταν κάπως άκαιρες. Στο κάτω κάτω, πολλοί γοητευτικοί ηθοποιοί έχουν γίνει λιγότερο ελκυστικοί μέσω του μακιγιάζ: για παράδειγμα ο Κόλιν Φάρελ, που είναι αγνώριστος ως αποτρόπαιος κακός στο «Batman» και στη σειρά «The Penguin». Και καθώς ο Ελόρντι είναι 1,96, τουλάχιστον είχε το σωστό ύψος για τον ρόλο.
Αν ο Ντελ Τόρο θέλει το τέρας του Φρανκενστάιν να μοιάζει με μοντέλο έτοιμο για την πασαρέλα, δικαίωμά του. Αλλά αυτή η δραστική αναθεώρηση του ήρωα της Σέλεϊ –ενώ κρατάει ως επί το πλείστον την πρωτότυπη πλοκή του έργου− έχει ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικά άνιση ταινία.
Στην πρώτη σεκάνς της ταινίας, που διαδραματίζεται στην αρκτική ερημιά, η τεράστια φιγούρα φαίνεται αρκούντως γκροτέσκ, εν μέρει επειδή είναι βαριά τραυματισμένη, εν μέρει επειδή είναι σχεδόν τελείως κρυμμένη κάτω από την κουκούλα που φοράει. Όταν όμως η ταινία κάνει φλας μπακ στον καιρό της δημιουργίας του τέρατος, το πράγμα αλλάζει. Παρόλο που τα κομμάτια του είναι ραμμένα μεταξύ τους από τον βαρόνο Βίκτορ Φρανκενστάιν (Όσκαρ Άιζακ), αυτό το νεογέννητο πλάσμα είναι παράξενα όμορφο: ένα λείο, λυγερό, λευκόγκριζο ζωντανό άγαλμα, χωρίς τις συνηθισμένες βίδες ή τις φρικτές ουλές. Καταλαβαίνεις ότι έχει συναρμολογηθεί με κομμάτια από διαφορετικά σώματα, αλλά οι ενώσεις ίσα που φαίνονται. Πρόκειται για μια τολμηρή αλλαγή σε σχέση με τις προηγούμενες εκδοχές της ιστορίας, αν και όχι απολύτως χωρίς προηγούμενο: με το στενό κίτρινο σορτς του, μοιάζει πολύ με τον Ρόκι (Πίτερ Χίνγουντ) στο «Rocky Horror Picture Show» (1975). Από εκεί και πέρα, η εμφάνισή του βελτιώνεται κι άλλο. Χάρη στις ικανότητές του για ίαση που συναγωνίζονται εκείνες του Deadpool και του Wolverine, στο τέλος μοιάζει με μέλος ενός boyband που έβαλε στραβά το αϊλάινερ.

Το πρόβλημα με αυτή την επιλογή είναι ότι αν το τέρας του Φρανκενστάιν δεν είναι άσχημο, τότε δεν είναι το τέρας του Φρανκενστάιν. Πρόκειται για καθοριστική ιδιότητα του χαρακτήρα. Στο μυθιστόρημα της Σέλεϊ, ο λεγόμενος «δαίμονας» είναι τόσο αποκρουστικός που ο Βίκτορ τρέχει μακριά του τρομοκρατημένος. «Κανείς θνητός δεν υποφέρει τη φρίκη του προσώπου του», θρηνεί ο Βίκτορ. «Μια μούμια που της είχε δοθεί ξανά ζωή δεν θα ‘ταν τόσο αποκρουστική όσο αυτό το τέρας».
Όλοι όσοι συναντούν το τέρας έχουν την ίδια αντίδραση, εκτός από έναν ευγενικό τυφλό που παρώδησε τέλεια ο Τζιν Χάκμαν στο «Φρανκενστάιν Τζούνιορ» του Μελ Μπρουκς (1974). Το κεντρικό θέμα της ιστορίας είναι ότι το περιφρονούν και το κακομεταχειρίζονται εξαιτίας της εμφάνισής του. Το να του κάνεις makeover είναι σαν να κάνεις τον Κόμη Δράκουλα χορτοφάγο.
Φυσικά ο Ντελ Τόρο έχει δικαίωμα να επανερμηνεύσει το αρχικό υλικό. Το μυθιστόρημα «Πινόκιο» που έγραψε ο Κάρλο Κολόντι το 1883 μιλάει για ένα ανυπάκουο αγόρι που μαθαίνει να υπακούει, ενώ η έξυπνη διασκευή του Ντελ Τόρο υποστηρίζει ότι η ανυπακοή είναι αρετή. Αν θέλει το τέρας του Φρανκενστάιν να μοιάζει με μοντέλο έτοιμο για την πασαρέλα, δικαίωμά του. Αλλά αυτή η δραστική αναθεώρηση του ήρωα της Σέλεϊ –ενώ κρατάει ως επί το πλείστον την πρωτότυπη πλοκή του έργου− έχει ως αποτέλεσμα μια εξαιρετικά άνιση ταινία.

Η σύγχυση ξεκινά με τη σκηνή της δημιουργίας στο εργαστήριο. Ο Βίκτορ δεν απορρίπτει το πλάσμα επειδή είναι αποκρουστικό αλλά επειδή… βασικά, επειδή ο Βίκτορ είναι πολύ κατσούφης, πράγμα που δεν είναι ούτε τόσο ενδιαφέρον ούτε τόσο πειστικό. Μετά, όταν η Ελίζαμπεθ (Μία Γκοθ), που μένει αναξιοποίητη ως χαρακτήρας, βλέπει το πλάσμα, δεν το σιχαίνεται. Καθόλου. Του φέρεται με ένα τρυφερό ενδιαφέρον που θυμίζει ρομάντζο τύπου «Η πεντάμορφη και το τέρας». Αυτό όμως σημαίνει ότι δεν έχει νόημα η απαίτηση του πλάσματος από τον Βίκτορ να του φτιάξει μια σύντροφο. Θα ήταν πιο λογικό να ζητήσει από την Ελίζαμπεθ να βγουν για ποτό.
Στο μυθιστόρημα της Σέλεϊ, το τέρας είναι ένας ακούσιος εργένης που δηλώνει ότι θα ασκήσει βία αν δεν του βρουν κοπέλα. Στην ταινία του Ντελ Τόρο το κίνητρό του δεν είναι τόσο ξεκάθαρο, ούτε τόσο πειστικό. Ακολουθεί απλώς την πλοκή. Γι’ αυτό, μετά από τις δεκαετίες που χρειάστηκαν για την παραγωγή της, μετά από δυόμισι ώρες εκρήξεων, λύκων φτιαγμένων με CGI και σαιξπηρικών μονολόγων, από την ταινία λείπει η ζωτική σπίθα που θα μπορούσε να της δώσει ζωή.
Frankenstein by Guillermo del Toro (2025) | Netflix
Το «Φρανκενστάιν» θα αρχίσει να προβάλλεται στο Netflix στις 7 Νοεμβρίου.