ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

Ημερολόγιο Αμοργού: «Είναι ποτέ δυνατόν έξι μέρες να γεμίσουν τα ελλείμματα όλου του χρόνου»

Ημερολόγιο Αμοργού/ Απέραντα σύντομοι Facebook Twitter
Ο Χρήστος στο μοναστήρι της Αγίας Άννας, λίγο πριν ξημερώσει – Αμοργός, 2025.
0

Εγώ στ' αλήθεια τώρα νιώθω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ. 

Έξι παρά είκοσι το πρωί. Παίρνουμε τη στροφή για την παραλία της Αγίας Άννας πιο γρήγορα απ’ όσο θα έπρεπε. Ξεχασμένα άδεια μπουκάλια νερού χοροπηδούν στο πίσω κάθισμα, καπνός μες στο αμάξι. Δυναμώνω τα ηχεία κι άλλο, μέχρι να τρέμουν από την ένταση. Έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου ξημερώνει αργά, σαν να μας δίνει χρόνο μέχρι να φτάσουμε, και ο Χρήστος χτυπάει με δύναμη το καντράν του συνοδηγού και δηλώνει ότι τώρα στ' αλήθεια νιώθει πως δεν θα πεθάνει ποτέ. Πλησιάζουμε. 

Πριν από τρεις ώρες, παραδομένοι στις άβολες καρέκλες ενός ρεμπετάδικου στην πλατεία της Χώρας, παραδεχόμασταν λέξεις που δεν μας ξαφνιάζουν πια, ανηδονία, ρωτάω επίμονα «μα γιατί» λες και δεν καταλαβαίνω, «μα γιατί», αφού η δουλειά σου πάει καλά –που σημαίνει ότι σου εξασφαλίζει τα απαραίτητα, ίσα-ίσα για να βγει ο μήνας και σίγουρα όχι αρκετά για να δίνεις τριακόσια ευρώ στα ακτοπλοϊκά–, «μα γιατί», αφού έχεις την κοπέλα σου –που σημαίνει ότι τα καταφέρνετε λίγες μέρες τον μήνα και τις υπόλοιπες ένας από τους δύο νιώθει πως δεν παίρνει αρκετό χρόνο, προσοχή, φροντίδα, στοργή, ηδονή, κοφτά μηνύματα, σύντομα τηλεφωνήματα, εκνευρισμένα «διαβάστηκε»–, οδηγώ και βλέπω μια σκοτεινή σκιά απέραντου νερού, κατεβαίνουμε και ακούω χαμηλόφωνα τον αχό της θάλασσας και θυμάμαι μια ιστορία για ένα ανδρόγυνο που το σκάφος τους αναποδογύρισε στα ανοιχτά. Όταν έφτασαν οι διασώστες, τους βρήκαν να παλεύουν μέσα στο νερό – ο ένας προσπαθούσε να κρατηθεί στην επιφάνεια σπρώχνοντας τον άλλον προς τον βυθό. 

Η ενοχή ησυχάζει, ο θυμός, μέχρι και η αφόρητη χρονική πίεση να στριμώξω την απόλαυση όλου του χρόνου στις έξι ημέρες διακοπών στο νησί ησυχάζει. Λες και είναι ποτέ δυνατόν έξι μέρες να γεμίσουν τα ελλείμματα όλου του χρόνου. Λες και μόλις φύγεις από τις Κυκλάδες τελειώνει ο κόσμος, πεθαίνεις στο φέρι της επιστροφής και στον Πειραιά ξεβράζεται ένα πτώμα. 

Εγώ τώρα στ' αλήθεια νιώθω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ. 

Αφήνουμε το αμάξι σε ένα τεράστιο άδειο πάρκινγκ που σε λίγες ώρες θα είναι γεμάτο από νοικιασμένα ασημί Toyota Augo. Πενήντα σκαλιά πιο κάτω, το εκκλησάκι της Αγίας Άννας. «Εδώ γυρίστηκε το “Απέραντο Γαλάζιο”;» Κι εγώ μάλλον είμαι καταδικασμένος να ερωτεύομαι μόνο όσες στιγμές μοιάζουν με ταινία. Κατηφορίζουμε και δύο τεράστιοι βράχοι αρχίζουν να ξεπροβάλλουν καταμεσής της θάλασσας, ξημερώνει αργά μέσα μου, αλλά φοβάμαι για το χτυπημένο μου γόνατο και φωτίζω τα βήματά μου με το κινητό. 

Βλέπουμε τα τεράστια καφέ πλευρά του βουνού να φανερώνονται αργά, πίσω και μακριά μας τους φιδωτούς δρόμους και τα νυχτερινά κόκκινα φώτα των αμαξιών, βλέπω συστάδες λευκών σπιτιών καρφωμένες στα πλευρά των βουνών και ο Χρήστος λέει ότι είναι συγκινητικό πόσο όμορφος είναι ο κόσμος και μετά συμπληρώνει «αν έχεις λεφτά, υγεία και ανήκεις στην ευνοούμενη μεριά του πλανήτη», γιατί η ενοχή του επιζήσαντα που μπορούμε και φοράμε ακριβά μαγιό και τρώμε φρέσκο ψάρι υπάρχει πάντα και σε όποιο νησί και να βρίσκεσαι· όταν αποβιβάζεσαι στις Κυκλάδες δεν σημαίνει ότι βγαίνεις εκτός πραγματικότητας, προστατευμένος από ένα κουκούλι αντηλιακού και ευφορίας. Το παράλογο και το άδικο και το άνισο υπάρχουν και δίπλα από τη θάλασσα, ακόμη και σ’ ένα γραφικό αμοργιανό πανηγύρι, όπου μία παρέμβαση με πανό αντιμετωπίζεται σαν δολοφονική επίθεση, τραγουδοποιοί θίγονται και τάχα θυμούνται την Κύπρο και στα οτοστόπ που παίρνουμε μάς λένε ότι τοπικοί παράγοντες ψάχνουν ποιοι σήκωσαν το πανό, να τους τακτοποιήσουν και να τους απολύσουν από τις εποχικές δουλειές τους στο νησί, και αναρωτιέσαι πώς πολιτικοποιήθηκαν συγκεκριμένες σημαίες και συνθήματα. Στο επόμενο πανηγύρι ομολογώ στην Ειρήνη ότι νιώθω περίεργα να φωνάζουμε συνθήματα ενώ καλοπερνάμε σε ένα νησί και η Ειρήνη θυμώνει, με ρωτάει αν μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο από εδώ, όχι δεν μπορούμε, ε, τότε να κάνουμε έστω αυτό, και η Ειρήνη έχει δίκιο.  

Αλλά εγώ, τώρα, στ' αλήθεια νιώθω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ. 

Περνάμε το λευκό μοναστήρι, στηρίζουμε τα χέρια μας πάνω σε βράχους και προσγειωνόμαστε στην παραλία της Αγίας Άννας. Άδεια και απέραντη κι εμείς στεκόμαστε και κοιτάμε. Απλά στεκόμαστε και κοιτάμε. Απλά αναπνέουμε με τον ρυθμό των κυμάτων, όταν ξαφνικά ακούμε βήματα πίσω μας. Γυρίζουμε και βλέπουμε έναν μικροκαμωμένο άνδρα, που έχει κατέβει σιωπηλά τα σκαλιά, να σφυρίζει ανέμελα με μια μπεζ πετσέτα περασμένη στον ώμο. Σκύβει και βάζει διακριτικά το μαγιό του πίσω από έναν βράχο. Ύστερα κατηφορίζει, μας καλημερίζει ήσυχα, περνάει ανάμεσά μας, βγάζει τα λευκά του κροκς και σφυρίζοντας προχωράει για την καθιερωμένη του πρωινή βουτιά. Μόλις ακούω το μικρό του πλαδαρό σώμα να πέφτει ήσυχα στο νερό μ’ έναν ελάχιστο ήχο, κάτι μέσα μου ησυχάζει. Η ενοχή ησυχάζει, ο θυμός, μέχρι και η αφόρητη χρονική πίεση να στριμώξω την απόλαυση όλου του χρόνου στις έξι ημέρες διακοπών στο νησί ησυχάζει. Λες και είναι ποτέ δυνατόν έξι μέρες να γεμίσουν τα ελλείμματα όλου του χρόνου. Λες και μόλις φύγεις από τις Κυκλάδες τελειώνει ο κόσμος, πεθαίνεις στο φέρι της επιστροφής και στον Πειραιά ξεβράζεται ένα πτώμα. 

Τον κοιτάζουμε να κολυμπάει ήρεμα προς τον ορίζοντα, προς το περίγραμμα του ήλιου που ανατέλλει. Κοιτάζω· με ηρεμία σχίζει ο μικρός κύριος το απέραντο, σαν να του ανήκει. Σαν να νιώθει ότι δεν θα πεθάνει ποτέ. 

Γδύνομαι, βουτάω και τρέμω από το κρύο και την ομορφιά. Γι' αυτές τις λίγες στιγμές που νιώθουμε πως νικάμε το σύμπαν και τον εαυτό μας. Για τις στιγμές που μια απέραντη γαλήνη αναπνέει μέσα μας και μας βοηθάει να αντέχουμε το παράλογο του κόσμου.  

Κάθε καλοκαίρι η ίδια ιστορία, η ίδια επιθυμία. Το απέραντο που ζητάμε και το λίγο που έχουμε. 

Κοιτάζω τον μικρόσωμο άνδρα να συνεχίζει άφοβα. Μικρές κινήσεις των χεριών προς το απέραντο. 

Ξημερώνει. 

Ταξίδια
0

ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΤΩΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΕΞ Οι ψαράδες της Αμοργού πέτυχαν κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα

Οπτική Γωνία / Οι ψαράδες της Αμοργού πέτυχαν κάτι που δεν έχει ξαναγίνει στην Ελλάδα

Πήραν τη θάλασσα στα χέρια τους, πριν να είναι πολύ αργά και την χάσουν. Το «Αμοργόραμα» δεν είναι απλώς μια ιδέα, αλλά στοίχημα ζωής – και πρότυπο για την αλιεία όλης της χώρας.
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑ ΛΙΑΚΑΚΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Αξέχαστες στιγμές από ένα ταξίδι στην Κεντρική Αμερική

Nothing Days / Αξέχαστες στιγμές από ένα ταξίδι στην Κεντρική Αμερική

Η πιο μοντέρνα βιβλιοθήκη (που δεν κλείνει ποτέ), ένα ξημέρωμα στην κορυφή του κόσμου, μια πράσινη λίμνη, μια καθολική εκκλησία όπου λατρεύονται οι θεοί των Μάγια και ένα σεβίτσε από όρχεις ταύρου (που θέλουμε να ξεχάσουμε).
M. HULOT
48 ώρες στην Καρδαμύλη

Ταξίδια / 48 ώρες στην Καρδαμύλη

Στο χαρακτηρισμένο «τοπίο ιδιαίτερου φυσικού κάλλους» κάνουμε ένα ταξίδι στον χρόνο και στην Ιστορία, επισκεπτόμαστε το σπίτι του Λι Φέρμορ, θυμόμαστε τον Όμηρο, κάνουμε μπάνιο με θέα, και ξέρουμε ότι θα επιστρέψουμε ξανά.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Βαλκάνια με ιταλικό φινίρισμα: Ένα road trip στην Ίστρια

Ταξίδια / Βαλκάνια με ιταλικό φινίρισμα: Ένα road trip στην Ίστρια

Στο κροατικό κομμάτι της μεγαλύτερης χερσονήσου της Αδριατικής πίνουμε κρασί από τη Μονεμβασιά και rakija, επισκεπτόμαστε ρωμαϊκά μνημεία, χαζεύουμε φωτισμένους γερανούς και θυμόμαστε τις ταινίες του Γουές Άντερσον.
ΚΟΡΙΝΑ ΦΑΡΜΑΚΟΡΗ
Στη λίμνη Ατιτλάν της Γουατεμάλας με έναν ερωτιάρη άγιο

Nothing Days / Στη λίμνη Ατιτλάν της Γουατεμάλας με έναν ερωτιάρη άγιο

Ο Μαξιμόν είναι ένας κακός άγιος που πίνει και καπνίζει και φιλοξενείται κάθε χρόνο σε διαφορετικό σπίτι στο Σαντιάγκο της λίμνης Ατιτλάν. Η λατρεία του είναι ένα μείγμα καθολικής πίστης και παγανισμού που έχει τις ρίζες του στις παραδόσεις των Μάγια.  
M. HULOT
Χώρα, Τζανάκι, Βάτσες: Η Αστυπάλαια είναι ακόμα μαγική

Ταξίδια / Χώρα, Τζανάκι, Βάτσες: Η Αστυπάλαια είναι ακόμα μαγική

Ένα ταξίδι-αστραπή στο νησί, μια μυσταγωγική διαδρομή προς τις Βάτσες, η Μαλτεζάνα -που μοιάζει με ωδή στα εγχώρια '80s- και οι τηγανητές πατάτες της Μαρίας στο Βαθύ, που κάνουν κάποιους να της φιλούν, κυριολεκτικά, τα χέρια.
ΤΖΟΥΛΗ ΑΓΟΡΑΚΗ
Τα νησιά πριν από τον (πιο πρόσφατο) χαμό

Ταξίδια / Τα νησιά πριν από τον (πιο πρόσφατο) χαμό

Όχι, δεν μιλάμε για την ασπρόμαυρη Ελλάδα με τα γαϊδουράκια και τις ασπρισμένες αυλές, αλλά για τις εποχές που η Μύκονος δεν είχε VIP ζώνες, η Πάρος δεν είχε drones, και η Αστυπάλαια δεν κατακλυζόταν από influencers.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ποιος λοιπόν, δεν θέλει να μείνει στον παράδεισο;»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Ποιος δεν θέλει να μείνει στον Παράδεισο;»

Ο Άγγελος Δημητρακόπουλος άφησε την Αθήνα και εγκαταστάθηκε με τη γυναίκα του σε ένα μικρό ορεινό χωριό στα Βαρδούσια, δουλεύοντας στο παραδοσιακό παντοπωλείο τους και κάνοντας «ό,τι ηρεμεί την ψυχούλα τους».
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ
«Φεύγαμε από τη Βίτσα και κλαίγαμε, γιατί ξέραμε ότι θα αργούσαμε να ξαναπάμε»

Γειτονιές της Ελλάδας / «Φεύγαμε από τη Βίτσα και κλαίγαμε, γιατί ξέραμε ότι θα αργούσαμε να ξαναπάμε»

Ο Τάσος Ανέστης άφησε πίσω του τις πισίνες και τους παιδότοπους της Αθήνας και μετακόμισε σε ένα Ζαγοροχώρι για να μεγαλώσουν τα παιδιά του με μυρωδιές του δάσους και βόλτες στα ποτάμια και τα βουνά.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΙΑΖΗΣ