«Θα πέσει η νύχτα»: Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης έγραψε το καλύτερο μυθιστόρημά του

Έτσι «θα πέσει η νύχτα» στην Ελλάδα Facebook Twitter
Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ουσιαστικοί συγγραφείς −και αυτό το διδάσκει η μεγάλη λογοτεχνία−, οι πληροφορίες για τον εκάστοτε ήρωα δεν δίνονται μέσα από χαρακτηρισμούς που θα κρίνουν τον χαρακτήρα ή τις πράξεις του, αλλά με το τι τρώει, τι μουσική ακούει, ποιες είναι οι συνήθειές του και ο κύκλος του. Φωτ.: Θανάσης Καρατζάς/LIFO
0



ΑΝ Ο ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ 
αποφασίζει να στήσει τον περίφημο θρόνο του στην κορυφή ενός λόφου με φόντο μια απέραντη πεδιάδα γεμάτη από διαφορετικούς χαρακτήρες που μάχονται για πρωτιές, ο πρωταγωνιστής σε ένα σύγχρονο έπος δεν μπορεί παρά να διαλέξει μια αντίστοιχα αξιοσήμαντη τοπογραφία για το βασίλειό του. Στην περίπτωση του σύγχρονου νεοελληνικού έπους που απλώνει σε 717 μεστές σελίδες ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, η πρωταγωνιστική φιγούρα, ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, επιλέγει, αντί για την πεδιάδα της Τροίας ή του Άργους, αυτήν του θεσσαλικού κάμπου. Εκεί ξέρει ότι, έχοντας λάβει δικαιωματικά τα προνόμια από τον πατέρα του και από μια διαμορφωμένη εξουσία που κρατάει από την Τουρκοκρατία, μπορεί να στήσει τη δική του βιομηχανική αυτοκρατορία, που στόχο έχει να δικαιώσει τον ρόλο της, να πολλαπλασιάσει τον πλούτο και να κρατήσει απατηλές ισορροπίες σε μια χώρα που μαστίζεται ούτως ή άλλως από τραγικές ανισότητες.

Χωρίς να διαθέτει τα απηνή χαρακτηριστικά που βιάζεται να αποδώσει κανείς σε τέτοιου είδους προύχοντες −αντιθέτως είναι καλλιεργημένος, ακούει τα «Νυχτερινά» του Τζον Φιλντ και διαβάζει Παναγιώτη Κονδύλη−, έχει ωστόσο διαπράξει ένα βαρύτατο αδίκημα, το οποίο στην αφήγηση περιγράφεται μέσα από μια υπόκωφη μελαγχολία που τον ακολουθεί μέχρι τέλους. Ωστόσο, η θλίψη του δεν είναι τόσο απόρροια μιας σαιξπηρικού τύπου ενοχής αλλά αποτέλεσμα της διάλυσης της οικογένειας, που είθισται να συμβαίνει όταν οι ρόλοι είναι πιο κραταιοί από τις αληθινές σχέσεις.

Ακόμα και η κόρη του, η Άζια, η οποία –παρότι προσπαθεί να ξεφύγει με τις δικές της οικολογικές ανησυχίες– ερωτεύεται έναν ακτιβιστή, παραμένει στη σκιά του. Όσο για την εν διαστάσει σύζυγο Βασιλική, μοιάζει διαρκώς απούσα, καθώς προσπαθεί να βρει δικαίωση γράφοντας ρομαντικά, εύπεπτα μυθιστορήματα.

Όλοι οι πρωταγωνιστές, πάντως, προσπαθούν ματαίως να βρουν μια ανέφικτη ταυτότητα: από την ερωμένη του μεγαλοβιομηχάνου, τη Δήμητρα, που παραμένει απλό πιόνι στη σκακιέρα των τραγικών εξελίξεων, έως εκείνη τη φοκνερική δραματική φιγούρα και δεξί του χέρι ως υπεύθυνη του κτήματος Διαμαντόπουλου, την Τασία με γενικό επιστάτη τον άνδρα της τον Βαγγέλη, που θα αποδειχθεί παραπάνω από εχθρός αλλά και τα δυο τέκνα -αχώριστους φίλους Αχιλλέα και Πάτροκλο−τα ονόματα δεν είναι ποτέ τυχαία− που πρόκειται να πληρώσουν ακριβά το τραγικό αντίτιμο της οικογενειακής μοίρας, επιβεβαιώνοντας τις αρχαίες τραγωδίες.

Δεν είναι τυχαίο ότι όλα σχεδόν τα επικά μυθιστορήματα μιλούν για το διαρκές παιχνίδι μεταξύ σκοταδιού και φωτός. Έτσι και οι ήρωες του Τζαμιώτη περιστρέφονται σε μια δίνη: από τη μια ζουν το αποκαλυψιακό απολλώνιο φως του καλοκαιριού που λούζει ευεργετικά τα όνειρα και κεντρίζει τις επιθυμίες και από την άλλη βυθίζονται στο σκοτάδι που δεν τους επιτρέπει να δουν καθαρά.

Αν, λοιπόν, ισχύει εδώ απόλυτα το γνωμικό «τίποτα ανθρώπινο δεν είναι ξένο», αντίστοιχης βαρύτητας για το νέο μυθιστόρημα –και αναμφίβολα magnum opus– του Τζαμιώτη είναι ότι η συλλογική μοίρα υπερβαίνει τα περιθώρια δράσης των ηρώων και ενσκήπτει όπως ο λοιμός στην πόλη του Οιδίποδα, σαρώνοντας ζωές και αμφίβολες σχέσεις. Σαν να πληρώνουμε όλοι μας –και εδώ είναι η ευφυής, σιωπηρή απεύθυνση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη– τις κοινές αμαρτίες, όπως εκείνη που μας θέλει να τιμωρούμαστε, ακολουθώντας την Ιστορία του Θουκυδίδη, για τους ανθρώπους που αγνοήσαμε, για τα ανυπεράσπιστα θύματα ή τους άταφους νεκρούς που αφήσαμε πίσω στο αλβανικό έπος, καθώς είμαστε η μόνη χώρα που δεν νοιάστηκε για τους νεκρούς της.

Μάλιστα, οι πρωταγωνιστές εκείνης της ιστορίας δείχνουν να είναι οι μόνοι που δικαιωματικά μιλούν μέσα από τις επιστολές σε πρώτο ενικό, σε ένα από τα πιο σπαρακτικά κεφάλαια του βιβλίου. Γιατί πέρα από τη συλλογική μοίρα και τον κοινωνικό αντίκτυπο, ένα τεράστιο ζήτημα που θέτει το μυθιστόρημα από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του είναι αυτό της ηθικής: των κυρίαρχων αποφάσεων που καλούμαστε να πάρουμε όταν γύρω μας το σύμπαν καταρρέει, όταν τα χρήματα παρελαύνουν μπροστά μας ή λείπουν δραματικά και όταν αναμετρούμαστε, σε κάθε επίπεδο, με την Ιστορία (με Ι κεφαλαίο).

Από μόνος του ο τίτλος «Θα πέσει η νύχτα» λειτουργεί, άλλωστε, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία για τον κοινωνικό και πολιτικό ζόφο που απειλεί να μας τραβήξει μέσα στο έρεβος, κρύβοντάς μας για πάντα το φως, αν δεν δούμε αυτό που συμβαίνει στην ιστορική του αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα σχεδόν τα επικά μυθιστορήματα, αρχίζοντας από εκείνα του Τολστόι και καταλήγοντας στου Φόκνερ, μιλούν για το διαρκές παιχνίδι μεταξύ σκοταδιού και το φωτός. Έτσι και οι ήρωες του Τζαμιώτη περιστρέφονται σε μια δίνη: από τη μια ζουν το αποκαλυψιακό απολλώνιο φως του καλοκαιριού που λούζει ευεργετικά τα όνειρα και κεντρίζει τις επιθυμίες (ναι, εδώ μόνο ο έρωτας σώζει και χαρίζει, πρόσκαιρη έστω, ευτυχία) και από την άλλη βυθίζονται στο σκοτάδι που δεν τους επιτρέπει να δουν καθαρά, για να φτάσει στο τέλος να σαρώσει όχι μόνο τη ζωή των ηρώων αλλά και τη δική μας. «Τίποτα, δεν υπήρχαν αστέρια, σαν κάποιος να είχε σκεπάσει τον ουρανό με μια σκούρα κουρτίνα», σκέφτεται ο Βασιλάκης Κιντής στην αρχή του βιβλίου και η ίδια περιγραφή, χωρίς να αποκαλύπτουμε λεπτομέρειες, είναι που θα ορίσει το τέλος του βιβλίου.

θα πεσει η νυχτα
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, «Θα πέσει η νύχτα», εκδόσεις Μεταίχμιο

Επομένως, ο κόσμος που περιγράφεται με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο στις σελίδες του καθολικού αυτού μυθιστορήματος, που χαρίζουν στον συγγραφέα τον ρόλο του παντεπόπτη αφηγητή αλλά με τους ζωντανούς διαλόγους να ενσωματώνονται στο ασθματικό του τέμπο, είναι αυτός της σύγχρονης Ελλάδας, όπου οι γνώριμες μικρο-ιστορίες διαμορφώνονται στη σκιά της μεγάλης αφήγησης.

Ο πατριαρχικός κόσμος των αγροτών και της Λάρισας, με τους διαμορφωμένους δεσμούς ανάμεσα στη γη, τα σκυλιά και τους ανθρώπους, έρχεται σε αντίστιξη με τη χαοτική, πλην όμως ελευθεριακή διάθεση του άστεως, των Εξαρχείων, του Κολωνακίου, των ωραίων ταβερνείων αλλά και των σκοτεινών σημείων, όπου κρύβονται λουμπενοποιημένοι χαρακτήρες και ξεπεσμένες συνειδήσεις, όπως ο τραγικός φονιάς που μεταμορφώθηκε στο τέρας της διπλανής μας πόρτας, ή ο πιο συμπαθής ίσως πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Νίκος. Παρότι φαινομενικά ένας παραιτημένος άνδρας, που δεν τον χωρά το ανθρώπινο μάτι, είναι αυτός που καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Αλβανία για να δει τι ακριβώς συνέβη με τους δικούς μας άταφους ιστορικούς πρωταγωνιστές.

Άλλωστε, οι πιο ηρωικές φιγούρες του σύγχρονου έπους που στήνει ο Τζαμιώτης είναι αυτοί που ο Φουκό –το όνομα του οποίου βρίσκουμε κάπου ως αναφορά– θα θεωρούσε εκτός κοινωνίας και σίγουρα εκτός παιδιάς: ο πιο καθοριστικός ήρωας για την εξέλιξη της ιστορίας, με τον οποίο αρχίζει το βιβλίο, που θυμάται απέξω όλους τους αγώνες και είναι ευαίσθητος με τα ζώα, είναι ο θεωρούμενος ως με νοητική αδυναμία Βασίλης Κιντής, και ο Ρόνι, ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ένας τρυφερός γκέι άνδρας που σερβίρει λεμονάδες στο καφενείο του χωριού (η οργιαστική περιγραφή των νατουραλιστικών σχεδίων που ζωγραφίζει ο Ρόνι είναι από τις πιο όμορφες του βιβλίου και δηλωτική των ανοιχτών ορίων της μεγάλης τέχνης).

Έτσι «θα πέσει η νύχτα» στην Ελλάδα Facebook Twitter
Οι πιο ηρωικές φιγούρες του σύγχρονου έπους που στήνει ο Τζαμιώτης είναι αυτοί που ο Φουκό −το όνομα του οποίου βρίσκουμε κάπου ως αναφορά− θα θεωρούσε εκτός κοινωνίας και σίγουρα εκτός παιδιάς. Φωτ.: Θανάσης Καρατζάς/LIFO

Γι’ αυτό στην καθαρότητα αυτού του δραματικού σύγχρονου έπους που στήνει με ενάργεια ο Τζαμιώτης δεν κρύβεται μόνο το δράμα αλλά και η χαρά, με τους ήρωες να ευφραίνονται από τον ίμερο, τη γαλήνια πρόσληψη και τις αδιανόητες εκπλήξεις της ζωής, ακροβατώντας ανάμεσα στις μεγάλες αποφάσεις και τις μικρές, καθημερινές κινήσεις που περιγράφουν απόλυτα ποιοι είναι. Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ουσιαστικοί συγγραφείς –και αυτό το διδάσκει η μεγάλη λογοτεχνία–, οι πληροφορίες για τον εκάστοτε ήρωα δεν δίνονται μέσα από χαρακτηρισμούς που θα κρίνουν τον χαρακτήρα ή τις πράξεις του, αλλά με το τι τρώει, τι μουσική ακούει, ποιες είναι οι συνήθειές του και ο κύκλος του, αν του αρέσει να συνευρίσκεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα, με ποιους συναγελάζεται, ποιος είναι ο αέρας που δονείται γύρω του και αν η δύναμη της ύπαρξής του συνδέεται με τον ρου των πραγμάτων.

Αυτή η αρμονική συνήχηση των πλασμάτων και των αντικειμένων αφορά κάθε ελάχιστη περιγραφή των αντιδράσεων της φύσης, αποδεικνύοντας ότι είναι στενά τα όρια ανάμεσα στο ελάχιστο που αποδίδει το όλον: αφθονούν έτσι οι συμβολισμοί και οι μετωνυμίες, αφού, εκτός από τα παιδιά του βιομηχάνου, Αχιλλέα και Πάτροκλο, η Τροία, έστω γραμμένη με «ι», δεν είναι απλώς ένα σκυλί, φανερώνοντας τις αναλογίες με τη μοίρα των πρωταγωνιστών και την εξέλιξη της ιστορίας. Οι υψηλοί στοχασμοί αφορούν εξίσου τις υπαρξιακές θέσεις και το καθημερινό αλισβερίσι, κάτι που μαρτυρά ο ενιαίος και καθαρός τόνος του μυθιστορήματος. Τα πάντα παίζουν ρόλο, το μικρό και το μεγάλο, με τη ζωή να πλημμυρίζει σώζοντας ή καταστρέφοντας τους ήρωες, όπως το νερό στο τέλος του βιβλίου, εκεί όπου η αφήγηση γίνεται πιο ασθματική, σαν τη μουσική που επιταχύνει τον ρυθμό προεξαγγέλλοντας το επερχόμενο τέλος.

Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία αν το μυθιστόρημα δεν είχε δουλευτεί στις λεπτομέρειές του, αν κάθε κεφάλαιο δεν συνομιλούσε εσωτερικά με το επόμενο, ακόμα και αν μοιάζει αυτόνομο, ενώνοντας στο τέλος όλους τους αρμούς της ιστορίας και αποκαλύπτοντας τα κρυμμένα μυστικά, διαμορφώνοντας ένα σύγχρονο ελληνικό έπος που μας αφορά όλους. Σάμπως τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Τζαμιώτη, για την Αθήνα της κρίσης με ήρωα έναν ταξιτζή, για την περιπέτεια των προσφύγων, για το αδιέξοδο των σχέσεων και του έρωτα, να προετοίμαζαν ουσιαστικά το καλύτερο, μέχρι στιγμής μυθιστόρημά του, το «Θα πέσει η νύχτα» (από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), που έρχεται, ύστερα από επτά χρόνια εκδοτικής απουσίας, σε μια καίρια στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Κάθε ελάχιστη αναφορά στο μυθιστόρημα και κάθε φαινομενικά άσχετη πληροφορία, ακόμα και αν μοιάζει για κάποιους απαίδευτους αναγνώστες κουραστική, είναι κρίσιμη, καθώς διαδραματίζει καίριο ρόλο κατά την αποκωδικοποίηση του περίτεχνου παζλ που λέγεται σύγχρονη Ελλάδα· τέτοιες είναι οι αναφορές σε μουσικές, βιβλία αλλά και σε εικαστικά έργα, όπως οι φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα, ο «Βραχνός Προφήτης» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο «Ουρανός» του Τάκη Κανελλόπουλου που επανέρχεται για να μας θυμίσει αυτό το αντιπολεμικό έργο που ανέτρεψε τις κυρίαρχες εθνικές αφηγήσεις.

Όπως γράφει ένα από τα καίρια αποσπάσματα από το «Ισχύς και Απόφαση» του Κονδύλη, το οποίο παρατίθεται στην αρχή κιόλας του μυθιστορήματος: «Ο εχθρός είναι λοιπόν το πεπρωμένο, δηλαδή καθορίζει αρνητικά εκείνον ο οποίος παίρνει την απόφασή του σε αναφορά μ’ αυτόν· γιατί η απόφαση πρέπει να επιδιώκει και να ενσαρκώνει το αντίθετο όσων εκπροσωπεί ο εχθρός. Οι εχθροί, να ένα αναγκαίο κακό για να μάθει κανείς αν ανήκει στο φως ή στο έρεβος». Πέρα, δηλαδή, από το παιχνίδι με το σκοτάδι και το φως, το πιο καίριο παιχνίδι της εξουσίας καταδεικνύει ότι ο εχθρός είναι αυτός που κινητοποιεί ή απελευθερώνει τις δυνάμεις που έχουμε μέσα μας και που εν τέλει προβάλλεται πάνω μας σαν ένας τεράστιος μεγεθυντικός καθρέφτης. Γιατί, σε τελική ανάλυση, οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού μας και της πολύπαθης Ελλάδας είμαστε εμείς οι ίδιοι − αυτή είναι η κατακλείδα ενός βιβλίου που θα μείνει στις γενιές που έρχονται ως παρακαταθήκη των καιρών που ζούμε και του τι σημαίνει ελληνικό μυθιστόρημα και ελληνική γλώσσα.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Βιβλίο / «Από τότε που με έφεραν εδώ, έχω πειστεί ότι έχω πεθάνει»

Το πρωτότυπο science fiction μυθιστόρημα «Οι υπάλληλοι» της Δανής Όλγκα Ράουν κερδίζει υποψηφιότητα για Booker, προβλέποντας εικόνες από τη ζωή αλλόκοτων υπαλλήλων στο μέλλον, βγαλμένες από το πιο ζοφερό παρόν.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει – και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Βιβλίο / Ευάρεστος Πιμπλής: «Η ηδονή σήμερα τρομάζει και αυτό λέει πολλά για εμάς»

Ο πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας μιλά στη LiFO με αφορμή το βιβλίο του «Πέρα από τη συναίνεση» για μερικά από τα πιο δύσκολα ζητήματα της εποχής: τη βία μέσα στη φαντασίωση, τον νέο πουριτανισμό, τα όρια της επιθυμίας και την εύθραυστη, συνεχώς μεταβαλλόμενη έννοια του τι σημαίνει να είσαι άνδρας σήμερα.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Lgbtqi+ / Μοντ Ρουαγιέ: «Πού θα βρίσκονται σε δέκα χρόνια όλοι αυτοί που μας επιτίθενται;»

Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο «Τρανσφοβία» που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, η τρανσφεμινίστρια Μοντ Ρουαγιέ επιχειρεί να καταγράψει τη νέα πραγματικότητα για την τρανς συνθήκη και τα τρανς δικαιώματα.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
H παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πύλες της

Αποκλειστικές φωτογραφίες / Η παλιά Εθνική Βιβλιοθήκη ανοίγει ξανά τις πόρτες της

Η LiFO μπήκε στο ιστορικό Βαλλιάνειο Μέγαρο το οποίο, μετά την ολοκλήρωση των αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης, θα υποδεχθεί ξανά το κοινό στις αρχές του 2026.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Βιβλίο / «Gaslighting»: Είναι όλα στο μυαλό σου!

Τι είναι το gaslighting; Το επίκαιρο και διαφωτιστικό δοκίμιο της Kέιτ Άμπραμσον αποτελεί μια διεξοδική, εις βάθος ανάλυση ενός όρου που έχει κατακλύσει το διαδίκτυο και την ποπ κουλτούρα και χρησιμοποιείται πλέον ευρέως.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ