ΦΩΤΙΕΣ ΤΩΡΑ

«Θα πέσει η νύχτα»: Ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης έγραψε το καλύτερο μυθιστόρημά του

Έτσι «θα πέσει η νύχτα» στην Ελλάδα Facebook Twitter
Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ουσιαστικοί συγγραφείς −και αυτό το διδάσκει η μεγάλη λογοτεχνία−, οι πληροφορίες για τον εκάστοτε ήρωα δεν δίνονται μέσα από χαρακτηρισμούς που θα κρίνουν τον χαρακτήρα ή τις πράξεις του, αλλά με το τι τρώει, τι μουσική ακούει, ποιες είναι οι συνήθειές του και ο κύκλος του. Φωτ.: Θανάσης Καρατζάς/LIFO
0



ΑΝ Ο ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ 
αποφασίζει να στήσει τον περίφημο θρόνο του στην κορυφή ενός λόφου με φόντο μια απέραντη πεδιάδα γεμάτη από διαφορετικούς χαρακτήρες που μάχονται για πρωτιές, ο πρωταγωνιστής σε ένα σύγχρονο έπος δεν μπορεί παρά να διαλέξει μια αντίστοιχα αξιοσήμαντη τοπογραφία για το βασίλειό του. Στην περίπτωση του σύγχρονου νεοελληνικού έπους που απλώνει σε 717 μεστές σελίδες ο Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, η πρωταγωνιστική φιγούρα, ο Λευτέρης Διαμαντόπουλος, επιλέγει, αντί για την πεδιάδα της Τροίας ή του Άργους, αυτήν του θεσσαλικού κάμπου. Εκεί ξέρει ότι, έχοντας λάβει δικαιωματικά τα προνόμια από τον πατέρα του και από μια διαμορφωμένη εξουσία που κρατάει από την Τουρκοκρατία, μπορεί να στήσει τη δική του βιομηχανική αυτοκρατορία, που στόχο έχει να δικαιώσει τον ρόλο της, να πολλαπλασιάσει τον πλούτο και να κρατήσει απατηλές ισορροπίες σε μια χώρα που μαστίζεται ούτως ή άλλως από τραγικές ανισότητες.

Χωρίς να διαθέτει τα απηνή χαρακτηριστικά που βιάζεται να αποδώσει κανείς σε τέτοιου είδους προύχοντες −αντιθέτως είναι καλλιεργημένος, ακούει τα «Νυχτερινά» του Τζον Φιλντ και διαβάζει Παναγιώτη Κονδύλη−, έχει ωστόσο διαπράξει ένα βαρύτατο αδίκημα, το οποίο στην αφήγηση περιγράφεται μέσα από μια υπόκωφη μελαγχολία που τον ακολουθεί μέχρι τέλους. Ωστόσο, η θλίψη του δεν είναι τόσο απόρροια μιας σαιξπηρικού τύπου ενοχής αλλά αποτέλεσμα της διάλυσης της οικογένειας, που είθισται να συμβαίνει όταν οι ρόλοι είναι πιο κραταιοί από τις αληθινές σχέσεις.

Ακόμα και η κόρη του, η Άζια, η οποία –παρότι προσπαθεί να ξεφύγει με τις δικές της οικολογικές ανησυχίες– ερωτεύεται έναν ακτιβιστή, παραμένει στη σκιά του. Όσο για την εν διαστάσει σύζυγο Βασιλική, μοιάζει διαρκώς απούσα, καθώς προσπαθεί να βρει δικαίωση γράφοντας ρομαντικά, εύπεπτα μυθιστορήματα.

Όλοι οι πρωταγωνιστές, πάντως, προσπαθούν ματαίως να βρουν μια ανέφικτη ταυτότητα: από την ερωμένη του μεγαλοβιομηχάνου, τη Δήμητρα, που παραμένει απλό πιόνι στη σκακιέρα των τραγικών εξελίξεων, έως εκείνη τη φοκνερική δραματική φιγούρα και δεξί του χέρι ως υπεύθυνη του κτήματος Διαμαντόπουλου, την Τασία –γενικός επιστάτης είναι ο άνδρα της, ο Βαγγέλης, που θα αποδειχθεί παραπάνω από εχθρός–, αλλά και τα δυο του τέκνα-αχώριστους φίλους Αχιλλέα και Πάτροκλο −τα ονόματα δεν είναι ποτέ τυχαία− που πρόκειται να πληρώσουν ακριβά το τραγικό αντίτιμο της οικογενειακής μοίρας, επιβεβαιώνοντας τις αρχαίες τραγωδίες.

Δεν είναι τυχαίο ότι όλα σχεδόν τα επικά μυθιστορήματα μιλούν για το διαρκές παιχνίδι μεταξύ σκοταδιού και φωτός. Έτσι και οι ήρωες του Τζαμιώτη περιστρέφονται σε μια δίνη: από τη μια ζουν το αποκαλυψιακό απολλώνιο φως του καλοκαιριού που λούζει ευεργετικά τα όνειρα και κεντρίζει τις επιθυμίες και από την άλλη βυθίζονται στο σκοτάδι που δεν τους επιτρέπει να δουν καθαρά.

Αν, λοιπόν, ισχύει εδώ απόλυτα το γνωμικό «τίποτα ανθρώπινο δεν είναι ξένο», αντίστοιχης βαρύτητας για το νέο μυθιστόρημα –και αναμφίβολα magnum opus– του Τζαμιώτη είναι ότι η συλλογική μοίρα υπερβαίνει τα περιθώρια δράσης των ηρώων και ενσκήπτει όπως ο λοιμός στην πόλη του Οιδίποδα, σαρώνοντας ζωές και αμφίβολες σχέσεις. Σαν να πληρώνουμε όλοι μας –και εδώ είναι η ευφυής, σιωπηρή απεύθυνση του συγγραφέα προς τον αναγνώστη– τις κοινές αμαρτίες, όπως εκείνη που μας θέλει να τιμωρούμαστε, ακολουθώντας την Ιστορία του Θουκυδίδη, για τους ανθρώπους που αγνοήσαμε, για τα ανυπεράσπιστα θύματα ή τους άταφους νεκρούς που αφήσαμε πίσω στο αλβανικό έπος, καθώς είμαστε η μόνη χώρα που δεν νοιάστηκε για τους νεκρούς της.

Μάλιστα, οι πρωταγωνιστές εκείνης της ιστορίας δείχνουν να είναι οι μόνοι που δικαιωματικά μιλούν μέσα από τις επιστολές σε πρώτο ενικό, σε ένα από τα πιο σπαρακτικά κεφάλαια του βιβλίου. Γιατί πέρα από τη συλλογική μοίρα και τον κοινωνικό αντίκτυπο, ένα τεράστιο ζήτημα που θέτει το μυθιστόρημα από την πρώτη έως την τελευταία σελίδα του είναι αυτό της ηθικής: των κυρίαρχων αποφάσεων που καλούμαστε να πάρουμε όταν γύρω μας το σύμπαν καταρρέει, όταν τα χρήματα παρελαύνουν μπροστά μας ή λείπουν δραματικά και όταν αναμετρούμαστε, σε κάθε επίπεδο, με την Ιστορία (με Ι κεφαλαίο).

Από μόνος του ο τίτλος «Θα πέσει η νύχτα» λειτουργεί, άλλωστε, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία για τον κοινωνικό και πολιτικό ζόφο που απειλεί να μας τραβήξει μέσα στο έρεβος, κρύβοντάς μας για πάντα το φως, αν δεν δούμε αυτό που συμβαίνει στην ιστορική του αλήθεια. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα σχεδόν τα επικά μυθιστορήματα, αρχίζοντας από εκείνα του Τολστόι και καταλήγοντας στου Φόκνερ, μιλούν για το διαρκές παιχνίδι μεταξύ σκοταδιού και το φωτός. Έτσι και οι ήρωες του Τζαμιώτη περιστρέφονται σε μια δίνη: από τη μια ζουν το αποκαλυψιακό απολλώνιο φως του καλοκαιριού που λούζει ευεργετικά τα όνειρα και κεντρίζει τις επιθυμίες (ναι, εδώ μόνο ο έρωτας σώζει και χαρίζει, πρόσκαιρη έστω, ευτυχία) και από την άλλη βυθίζονται στο σκοτάδι που δεν τους επιτρέπει να δουν καθαρά, για να φτάσει στο τέλος να σαρώσει όχι μόνο τη ζωή των ηρώων αλλά και τη δική μας. «Τίποτα, δεν υπήρχαν αστέρια, σαν κάποιος να είχε σκεπάσει τον ουρανό με μια σκούρα κουρτίνα», σκέφτεται ο Βασιλάκης Κιντής στην αρχή του βιβλίου και η ίδια περιγραφή, χωρίς να αποκαλύπτουμε λεπτομέρειες, είναι που θα ορίσει το τέλος του βιβλίου.

θα πεσει η νυχτα
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, «Θα πέσει η νύχτα», εκδόσεις Μεταίχμιο

Επομένως, ο κόσμος που περιγράφεται με τον πλέον ανάγλυφο τρόπο στις σελίδες του καθολικού αυτού μυθιστορήματος, που χαρίζουν στον συγγραφέα τον ρόλο του παντεπόπτη αφηγητή αλλά με τους ζωντανούς διαλόγους να ενσωματώνονται στο ασθματικό του τέμπο, είναι αυτός της σύγχρονης Ελλάδας, όπου οι γνώριμες μικρο-ιστορίες διαμορφώνονται στη σκιά της μεγάλης αφήγησης.

Ο πατριαρχικός κόσμος των αγροτών και της Λάρισας, με τους διαμορφωμένους δεσμούς ανάμεσα στη γη, τα σκυλιά και τους ανθρώπους, έρχεται σε αντίστιξη με τη χαοτική, πλην όμως ελευθεριακή διάθεση του άστεως, των Εξαρχείων, του Κολωνακίου, των ωραίων ταβερνείων αλλά και των σκοτεινών σημείων, όπου κρύβονται λουμπενοποιημένοι χαρακτήρες και ξεπεσμένες συνειδήσεις, όπως ο τραγικός φονιάς που μεταμορφώθηκε στο τέρας της διπλανής μας πόρτας, ή ο πιο συμπαθής ίσως πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο Νίκος. Παρότι φαινομενικά ένας παραιτημένος άνδρας, που δεν τον χωρά το ανθρώπινο μάτι, είναι αυτός που καταφέρνει να φτάσει μέχρι την Αλβανία για να δει τι ακριβώς συνέβη με τους δικούς μας άταφους ιστορικούς πρωταγωνιστές.

Άλλωστε, οι πιο ηρωικές φιγούρες του σύγχρονου έπους που στήνει ο Τζαμιώτης είναι αυτοί που ο Φουκό –το όνομα του οποίου βρίσκουμε κάπου ως αναφορά– θα θεωρούσε εκτός κοινωνίας και σίγουρα εκτός παιδιάς: ο πιο καθοριστικός ήρωας για την εξέλιξη της ιστορίας, με τον οποίο αρχίζει το βιβλίο, που θυμάται απέξω όλους τους αγώνες και είναι ευαίσθητος με τα ζώα, είναι ο θεωρούμενος ως με νοητική αδυναμία Βασίλης Κιντής, και ο Ρόνι, ένας πραγματικός καλλιτέχνης, ένας τρυφερός γκέι άνδρας που σερβίρει λεμονάδες στο καφενείο του χωριού (η οργιαστική περιγραφή των νατουραλιστικών σχεδίων που ζωγραφίζει ο Ρόνι είναι από τις πιο όμορφες του βιβλίου και δηλωτική των ανοιχτών ορίων της μεγάλης τέχνης).

Έτσι «θα πέσει η νύχτα» στην Ελλάδα Facebook Twitter
Οι πιο ηρωικές φιγούρες του σύγχρονου έπους που στήνει ο Τζαμιώτης είναι αυτοί που ο Φουκό −το όνομα του οποίου βρίσκουμε κάπου ως αναφορά− θα θεωρούσε εκτός κοινωνίας και σίγουρα εκτός παιδιάς. Φωτ.: Θανάσης Καρατζάς/LIFO

Γι’ αυτό στην καθαρότητα αυτού του δραματικού σύγχρονου έπους που στήνει με ενάργεια ο Τζαμιώτης δεν κρύβεται μόνο το δράμα αλλά και η χαρά, με τους ήρωες να ευφραίνονται από τον ίμερο, τη γαλήνια πρόσληψη και τις αδιανόητες εκπλήξεις της ζωής, ακροβατώντας ανάμεσα στις μεγάλες αποφάσεις και τις μικρές, καθημερινές κινήσεις που περιγράφουν απόλυτα ποιοι είναι. Όπως συνηθίζουν να κάνουν οι ουσιαστικοί συγγραφείς –και αυτό το διδάσκει η μεγάλη λογοτεχνία–, οι πληροφορίες για τον εκάστοτε ήρωα δεν δίνονται μέσα από χαρακτηρισμούς που θα κρίνουν τον χαρακτήρα ή τις πράξεις του, αλλά με το τι τρώει, τι μουσική ακούει, ποιες είναι οι συνήθειές του και ο κύκλος του, αν του αρέσει να συνευρίσκεται σε διαφορετικά περιβάλλοντα, με ποιους συναγελάζεται, ποιος είναι ο αέρας που δονείται γύρω του και αν η δύναμη της ύπαρξής του συνδέεται με τον ρου των πραγμάτων.

Αυτή η αρμονική συνήχηση των πλασμάτων και των αντικειμένων αφορά κάθε ελάχιστη περιγραφή των αντιδράσεων της φύσης, αποδεικνύοντας ότι είναι στενά τα όρια ανάμεσα στο ελάχιστο που αποδίδει το όλον: αφθονούν έτσι οι συμβολισμοί και οι μετωνυμίες, αφού, εκτός από τα παιδιά του βιομηχάνου, Αχιλλέα και Πάτροκλο, η Τροία, έστω γραμμένη με «ι», δεν είναι απλώς ένα σκυλί, φανερώνοντας τις αναλογίες με τη μοίρα των πρωταγωνιστών και την εξέλιξη της ιστορίας. Οι υψηλοί στοχασμοί αφορούν εξίσου τις υπαρξιακές θέσεις και το καθημερινό αλισβερίσι, κάτι που μαρτυρά ο ενιαίος και καθαρός τόνος του μυθιστορήματος. Τα πάντα παίζουν ρόλο, το μικρό και το μεγάλο, με τη ζωή να πλημμυρίζει σώζοντας ή καταστρέφοντας τους ήρωες, όπως το νερό στο τέλος του βιβλίου, εκεί όπου η αφήγηση γίνεται πιο ασθματική, σαν τη μουσική που επιταχύνει τον ρυθμό προεξαγγέλλοντας το επερχόμενο τέλος.

Όλα αυτά δεν θα είχαν καμία σημασία αν το μυθιστόρημα δεν είχε δουλευτεί στις λεπτομέρειές του, αν κάθε κεφάλαιο δεν συνομιλούσε εσωτερικά με το επόμενο, ακόμα και αν μοιάζει αυτόνομο, ενώνοντας στο τέλος όλους τους αρμούς της ιστορίας και αποκαλύπτοντας τα κρυμμένα μυστικά, διαμορφώνοντας ένα σύγχρονο ελληνικό έπος που μας αφορά όλους. Σάμπως τα προηγούμενα μυθιστορήματα του Τζαμιώτη, για την Αθήνα της κρίσης με ήρωα έναν ταξιτζή, για την περιπέτεια των προσφύγων, για το αδιέξοδο των σχέσεων και του έρωτα, να προετοίμαζαν ουσιαστικά το καλύτερο, μέχρι στιγμής μυθιστόρημά του, το «Θα πέσει η νύχτα» (από τις εκδόσεις Μεταίχμιο), που έρχεται, ύστερα από επτά χρόνια εκδοτικής απουσίας, σε μια καίρια στιγμή της ελληνικής ιστορίας. Κάθε ελάχιστη αναφορά στο μυθιστόρημα και κάθε φαινομενικά άσχετη πληροφορία, ακόμα και αν μοιάζει για κάποιους απαίδευτους αναγνώστες κουραστική, είναι κρίσιμη, καθώς διαδραματίζει καίριο ρόλο κατά την αποκωδικοποίηση του περίτεχνου παζλ που λέγεται σύγχρονη Ελλάδα· τέτοιες είναι οι αναφορές σε μουσικές, βιβλία αλλά και σε εικαστικά έργα, όπως οι φωτογραφίες του Τάκη Τλούπα, ο «Βραχνός Προφήτης» του Θανάση Παπακωνσταντίνου, ο «Ουρανός» του Τάκη Κανελλόπουλου που επανέρχεται για να μας θυμίσει αυτό το αντιπολεμικό έργο που ανέτρεψε τις κυρίαρχες εθνικές αφηγήσεις.

Όπως γράφει ένα από τα καίρια αποσπάσματα από το «Ισχύς και Απόφαση» του Κονδύλη, το οποίο παρατίθεται στην αρχή κιόλας του μυθιστορήματος: «Ο εχθρός είναι λοιπόν το πεπρωμένο, δηλαδή καθορίζει αρνητικά εκείνον ο οποίος παίρνει την απόφασή του σε αναφορά μ’ αυτόν· γιατί η απόφαση πρέπει να επιδιώκει και να ενσαρκώνει το αντίθετο όσων εκπροσωπεί ο εχθρός. Οι εχθροί, να ένα αναγκαίο κακό για να μάθει κανείς αν ανήκει στο φως ή στο έρεβος». Πέρα, δηλαδή, από το παιχνίδι με το σκοτάδι και το φως, το πιο καίριο παιχνίδι της εξουσίας καταδεικνύει ότι ο εχθρός είναι αυτός που κινητοποιεί ή απελευθερώνει τις δυνάμεις που έχουμε μέσα μας και που εν τέλει προβάλλεται πάνω μας σαν ένας τεράστιος μεγεθυντικός καθρέφτης. Γιατί, σε τελική ανάλυση, οι χειρότεροι εχθροί του εαυτού μας και της πολύπαθης Ελλάδας είμαστε εμείς οι ίδιοι − αυτή είναι η κατακλείδα ενός βιβλίου που θα μείνει στις γενιές που έρχονται ως παρακαταθήκη των καιρών που ζούμε και του τι σημαίνει ελληνικό μυθιστόρημα και ελληνική γλώσσα.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ

Βιβλίο
0

ΦΩΤΙΕΣ ΤΩΡΑ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Γνώριζαν ή όχι οι Γερμανοί για τα εγκλήματα του Χίτλερ;

Βιβλίο / Γνώριζαν ή όχι οι Γερμανοί για τα εγκλήματα του Χίτλερ;

Πότε ακριβώς χάθηκε ο πόλεμος για τον Άξονα; Ποια ήταν η πιο σημαντική μάχη του πολέμου; Πόσο «συμμέτοχος» ήταν ο Γερμανικός λαός στο ολοκαύτωμα; Σ’ αυτά τα ερωτήματα επιχειρεί να απαντήσει μια νέα ογκώδης έκδοση με τίτλο «Η συνολική ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου».
THE LIFO TEAM
Αudiobooks: Αντί να διαβάσεις το νέο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ, το ακούς

Βιβλίο / Αudiobooks: Αντί να διαβάσεις το νέο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ, το ακούς

Είναι νωρίς να πούμε πως αυτά τα ηχητικά λογοτεχνικά αρχεία μπορούν να αντικαταστήσουν το βιβλίο. Είναι όμως μια υπέροχη λύση για όσους θέλουν να διαβάσουν αλλά δεν έχουν χρόνο ή έχουν μπλοκάρει με το κανονικό διάβασμα.
ΙΩΑΝΝΑ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
«Στα τέσσερα»: Το πιο καυτό και αμφιλεγόμενο βιβλίο του φετινού καλοκαιριού

Βιβλίο / «Στα τέσσερα»: Το πιο καυτό και αμφιλεγόμενο βιβλίο του φετινού καλοκαιριού

«Κάποιες το λάτρεψαν, άλλες το σιχάθηκαν»: Το βιβλίο της Miranda July για την ερωτική περιπλάνηση μιας γυναίκας στη μέση ηλικία που χαρακτηρίστηκε ως «το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα για την περιεμμηνόπαυση», είναι η λογοτεχνική επιτυχία της χρονιάς.
THE LIFO TEAM
Πατρίτσια Χάισμιθ: «Ο κόσμος και τα μαρτίνι του είναι δικά μου!»

Βιβλίο / Πατρίτσια Χάισμιθ: «Ο κόσμος και τα μαρτίνι του είναι δικά μου!»

Τα πολυσυζητημένα ημερολόγια της Χάισμιθ αποκαλύπτουν κρυφές σκέψεις της συγγραφέως του «Ταλαντούχου κύριου Ρίπλεϊ», τους άγνωστους έρωτες και την εξάρτησή της από τη γραφή και το αλκοόλ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Μπεν Γουίλσον: «Η χαοτική εικόνα της Αθήνας είναι το μυστικό της αντοχής και της επιτυχίας της»

Βιβλίο / Μπεν Γουίλσον: «Η χαοτική εικόνα της Αθήνας είναι το μυστικό της αντοχής της»

Από τη Βαβυλώνα ως την Αθήνα, ο διάσημος ιστορικός και συγγραφέας βλέπει τις πόλεις ως ζωντανούς οργανισμούς, όπου η ιστορία γράφεται από τους ανθρώπους και όχι από τα κτίρια – με δημόσιες διεκδικήσεις και αντιστάσεις στο gentrification.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
10 βιβλία που διαπνέονται από 10 ελληνικά νησιά και τόπους - από τις Σπέτσες και την Άνδρο ως την Κρήτη και τη Μύκονο

Βιβλίο / 10 βιβλία για 10 ελληνικά νησιά και τόπους - από τις Σπέτσες και την Άνδρο ως την Κρήτη και τη Μύκονο

Δεν είναι λίγα τα βιβλία που ξεδίπλωσαν και ενίοτε αποθέωσαν κρυφές ή φανερές μεριές της Ελλάδας και κατέληξαν να γίνουν συνώνυμα συγκεκριμένων τόπων. Από τις ονειρικές, σχεδόν ψυχεδελικές Σπέτσες στον Μάγο του Φόουλς μέχρι τη Μάνη του Φέρμορ.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ