Η παραθαλάσσια πόλη της Γιάφα (Jaffa), στα αραβικά Ιάφα (Yafa), ήταν κάποτε ένα από τα πιο σημαντικά πολιτισμικά και οικονομικά κέντρα της Παλαιστίνης με έναν αραβικό πληθυσμό που, πριν από το 1948, ανερχόταν στους 75.000 κατοίκους. Κατά τη Νάκμπα, η παραστρατιωτική Λέχι ανατίναξε με παγιδευμένο φορτηγό την περίφημη Seraya –το «Μεγάλο Σαράι» της τοπικής διοίκησης του Αραβικού Συμβουλίου– και λίγους μήνες αργότερα η ακροδεξιά Ιργκούν του Μεναχέμ Μπέγκιν (που μετά το ’48 ενσωματώθηκε στον IDF) εξαπέλυσε ευρεία βομβιστική επίθεση επί των άμαχων Αράβων της πόλης.
Ο φόβος για μια ενδεχόμενη επανάληψη της σφαγής του Ντέιρ Γιασίν που είχε συμβεί μόλις δύο εβδομάδες νωρίτερα (πάλι από την Ιργκούν) οδήγησε σε πανικό και ομαδική φυγή. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα οι μισοί κάτοικοι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους με ό,τι μπορούσαν να κουβαλήσουν σε τρεις βαλίτσες, ενώ το αμέσως επόμενο διάστημα, άλλοι 20.000 έφυγαν με βάρκες και καΐκια – κατά τραγικά ειρωνικό τρόπο, το συγκεκριμένο κομμάτι του πληθυσμού κατέπλευσε στη Λωρίδα της Γάζας, αποτελώντας τους προγόνους κάποιων από τους σημερινούς μαρτυρικούς κατοίκους της.
Η δεκαετία του ’60 βλέπει τη Γιάφα να γίνεται ένα από τα ξέγνοιαστα διασκεδαστήρια του Τελ Αβίβ. Τα χαμηλά νοίκια έχουν φέρει φοιτητές και νεαρούς μποέμ και η πρόσφατη τραυματική ιστορία κρύβεται κάτω απ’ την απολιτίκ μοκέτα και τις ποπ αφίσες μιας νέας τουριστικής ανάπτυξης.
Στις 14 Μαΐου 1948 η πόλη πέφτει στα χέρια της ισραηλινής Χαγκάνα που επί μέρες ληστεύει και βανδαλίζει τα χιλιάδες άδεια σπίτα και δημόσια κτίρια της Γιάφα. Οι 3.800 Άραβες που παρέμειναν στην πόλη συγκεντρώθηκαν διά της βίας στη γειτονιά-γκέτο του Ατζάμι όπου και έζησαν υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου και αυστηρού διαχωρισμού πίσω από συρματοπλέγματα. Βάσει, δε, του διαβόητου Absentee Property Law (που αποτελεί θεμέλιο λίθο της εποικιστικής πολιτικής του νεοσύστατου τότε κράτους του Ισραήλ) σε κάθε σπίτι που έμεινε «άδειο» μετεγκαταστάθηκε σταδιακά κάποια εβραϊκή οικογένεια. Τα αραβικά και οθωμανικά κτίσματα της πόλης, τα θέατρα και οι κινηματογράφοι της είτε καταστράφηκαν είτε άλλαξαν ολοκληρωτικά χρήση, οι δρόμοι και οι πλατείες μετονομάστηκαν, οι μεγάλοι κήποι με τις περίφημες πορτοκαλιές αφέθηκαν στην τύχη τους. Μέχρι τα μέσα της επόμενης δεκαετίας, η Γιάφα είχε προσαρτηθεί πολεοδομικά στο ευρύτερο Τελ Αβίβ και είχε γίνει το λιμάνι και η παραλία του, με τις πρώην αραβικές της γειτονιές να έχουν πλέον φήμη φτωχικής και επικίνδυνης περιοχής.


Η δεκαετία του ’60 βλέπει τη Γιάφα να γίνεται ένα από τα ξέγνοιαστα διασκεδαστήρια του Τελ Αβίβ. Τα χαμηλά νοίκια έχουν φέρει φοιτητές και νεαρούς μποέμ, και η πρόσφατη τραυματική ιστορία κρύβεται κάτω απ’ την απολιτίκ μοκέτα και τις ποπ αφίσες μιας νέας τουριστικής ανάπτυξης. Το «παλιό λιμάνι», κάποτε πνεύμονας της παλαιστινιακής εμπορικής δραστηριότητας, μετατρέπεται σε αναβαθμισμένο αξιοθέατο, το ιστορικό τζαμί της Μαχμουντίγια και ο Πύργος του Ρολογιού γίνονται τα καλοδιατηρημένα δείγματα κάποιου απροσδιόριστου εξωτικού παρελθόντος χωρίς καμία οργανική επαφή με τις κοινότητες που μέχρι πρόσφατα ζούσαν γύρω τους και τα χρησιμοποιούσαν, τα παμπάλαια εσπεριδοειδή ξεριζώνονται μαζικά ώστε να γίνει χώρος για πολυτελή ξενοδοχεία. Η Γιάφα προσλαμβάνει το λευκό αφηγηματικό χρώμα της ισραηλινής ριβιέρας, έξω από πολέμους, διωγμούς, τραγωδίες – και προσμείξεις.

Άλμα στον χρόνο: 1978. Μια ηττημένη στο Βιετνάμ λευκή Αμερική κινείται σε παθολογικό mode νοσταλγίας για τα χρυσά ’50s, βλέποντας «Happy Days» και «Grease», μια εξιδανίκευση της αθώας εποχής πριν από «όλα αυτά», δηλαδή πριν από το ’68, πριν από την Κούβα και τα κινήματα του Τρίτου Κόσμου, πριν από το Civil Rights Movement και τον Μάλκολμ και το οριστικό τέλος του φυλετικού διαχωρισμού. Κλείνει τα αυτιά της και φωνάζει «λαλαλα» παρακολουθώντας Φόνζι, κι αυτός της αρκεί όσο περιμένει τον ριγκανισμό. Ο τελευταίος θα φέρει τη μετεξέλιξη του συγκεκριμένου είδους «teen movie» που θέλει τους εφήβους αιώνια κολλημένους στο 1956 και στον Έλβις Πρίσλεϊ και στα ντόνατς, προς ένα ακόμη πιο προβληματικό υπο-είδος επιτρεπτής μικροαστικής παρέκκλισης: την teen «σεξοκωμωδία».
Και τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη Γιάφα; Έχουν. Γιατί το 1978, τρία ολόκληρα χρόνια πριν από το πρώτο «Porky’s» (που εξιστορεί, ακριβώς, τις σεξο-περιπέτειες κάποιων λυκειακών all-american λούζερς που ψάχνουν να φασωθούν κάποτε στο 1954), η νέα Ριβιέρα του Τελ Αβίβ γίνεται το ντεκόρ της ταινίας-φαινόμενο του ισραηλινού σινεμά, της μεγαλύτερής του εμπορικής επιτυχίας όλων των εποχών, της «Γρανίτας από λεμόνι» («Lemon Popsicle»). Στην αφίσα διαβάζουμε ακριβώς αυτό: «I was only 17, she was only 16. It was summer, we were on the beach listening to Elvis and the moon was full. It was 1958…». Και ήταν στην ακτογραμμή της Γιάφα.
Παρακαλώ, κανένα πρόβλημα με το σεξ, κανένα πρόβλημα με την κωμωδία, με τη σεξοκωμωδία, τα «teen movies», τις παραλίες και τις γρανίτες. Θέλετε και Έλβις; Άντε, και τον Έλβις. Το θέμα είναι προφανώς η Γιάφα, η Παλαιστίνη, η εθνοκάθαρση και το σύστημα ιδεολογικών αναπαραστάσεων που την καθιστούν ταυτόχρονα προφανή και αόρατη. Δηλαδή χωνέψιμη. Ας τις δούμε λίγο.

Η ευρωκεντρική νοσταλγία του σκηνοθέτη Μπόαζ Ντάβιντσον είναι ήδη αξιοπερίεργη ΕΝΤΟΣ των εβραϊκών κοινοτήτων του Ισραήλ, καθώς η παρέα των τριών αγοριών (των Μπέντζι, Μπόμπι και Χιούι) είναι αποκλειστικά ασκεναζίτικη, δηλαδή ευρωπαϊκή – το μη ευρωπαϊκό εβραϊκό στοιχείο (Μισραχίτες, Σεφαραδίτες κ.ά.) απουσιάζει απ’ τo σενάριο, είτε στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, είτε στους δεύτερους, είτε ενδυματολογικά, είτε συμπεριφορικά, είτε στο Τελ Αβίβ, είτε στην παραλία, είτε οπουδήποτε. Οι ρίζες των πρωταγωνιστών δεν αναφέρονται ποτέ ρητά, όμως η κλασική smart Sabra προφορά τους προδίδει τον κανονιστικό Ασκεναζίτη έφηβο της εποχής. Το σύμπαν της «Γρανίτας» είναι ομογενοποιημένα λευκό και «ξέγνοιαστο» ΩΣ λευκό κατά τα πρότυπα ακριβώς των «Happy Days», «Grease» και λοιπών υπερατλαντικών υποδειγμάτων. Τα κορίτσια που κυνηγάνε οι τρεις φίλοι είναι όλα καστανόξανθα, ο παγωτατζής, η ναυαγοσώστρια, οι πάντες· η δε μουσική της ταινίας κινείται σε συχνότητες Μπιλ Χάλεϊ / Πολ Άνκα / Μπόμπι Βίντον, παραβλέποντας τελείως τα μισραχίτικα «λαϊκά» που βασίλευαν τότε ως συλλογικό άκουσμα.
Ο μοναδικός χαρακτήρας που παρουσιάζει ίσως μη ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, κάπως μεσανατολικά, ενδεχομένως μισραχίτικα με υπερβολικό μέικαπ και σπαστά εβραϊκά (η μητρική γλώσσα των Μισραχίμ είναι τα αραβικά), είναι η νυμφομανής sex worker Στέλλα (στο σενάριο: «Stella the whore») που αποπλανεί και τους τρεις φίλους – ένας χαρακτήρας-ορισμός των κατά Έντουαρντ Σαΐντ οριενταλιστικών στερεοτύπων περί σαγηνευτικών και ανήθικων γυναικών της Ανατολής. Κατά τα άλλα, όλα, τα έπιπλα, τα φαγητά, τα κουρέματα, τα πάρτι, οι γαλάζιες σχολικές στολές, είναι Δύση. Για «Άραβες» (δηλαδή για Παλαιστίνιους), προφανώς ούτε λόγος. Δεν υπάρχουν κι ούτε υπήρξαν ποτέ. Η περιγραφική ευρω-νοσταλγία της «Γρανίτας» δεν είναι ούτε ρομαντική ούτε τυχαία: είναι σκληροπυρηνικά αντιδραστική και εντάσσεται πλήρως στο νεο-αποικιακό αφήγημα του πολιτισμένου «προκεχωρημένου θύλακα». Και η αναφορά στα ισραηλινά ’50s ως μια εποχή αθωότητας (δηλαδή μια απλή ξεπατικωτούρα των αμερικανικών ’50s) δεν έχει τίποτα το ανώδυνο. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι οι ΗΠΑ πριν από το Βιετνάμ ήταν όντως μια πιο «αθώα» κοινωνία στην εικονογραφία της οποίας αυτές μπορούν να ανατρέχουν συμβολικά από καιρό σε καιρό ως έναν χαμένο παράδεισο, το αμαρτωλό «Βιετνάμ» του Ισραήλ είναι ακριβώς η Νάκμπα –η ίδια του η γενεσιουργός πράξη–, πράγμα που καθιστά κάθε αναπαράσταση του έτους 1958 σαν εποχή «ξεγνοιασιάς» μια καραμπινάτη έκφραση ιστορικού ρεβιζιονισμού.
«Lemon Popsicle» (1978) Trailer
Η Εβραιο-ιρακινή ιστορικός μετα-αποικιακών σπουδών Έλα Σοχάτ (Ella Shohat), στο εξαιρετικό της «Ο Σιωνισμός από την οπτική γωνία των εβραϊκών θυμάτων του» (1988), αφιερώνει μεγάλο μέρος της μελέτης της στη συντριβή του ανατολίτικου χαρακτήρα των γηγενών πληθυσμών της Παλαιστίνης μετά το ’48 –τόσο των Αράβων όσο και των Μισραχιτών Εβραίων– στις αναπαραστάσεις του λαϊκού ισραηλινού κινηματογράφου. Από το μιλιταριστικό «Hill 24 doesn’t answer» (1955) μέχρι την κλασική κωμωδία «Sallah Shabati» (1964), το ανατολίτικο στοιχείο σκιαγραφείται ως κάτι το αποκλειστικά προβληματικό, ιστορικά στάσιμο, μη αναμορφώσιμο και πολλές φορές βρόμικο ή συμβολικά μιαρό. Και πες ότι είναι «παλιά» αυτά. Σαν να λέμε παλιό καλό αντιδραστικό σινεμά τύπου Τζον Γουέιν. Το ’78 όμως δεν είναι «παλιό», αντιθέτως είναι πάρα πάρα πολύ μοντέρνο και αιρετικό στις αναπαραστάσεις του, αν αναλογιστεί κανείς την ασύλληπτη κινηματογραφική σοδειά του 1975-1980 τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και η νοσταλγική «καθαρότητα» του Ντάβιντσον λειτουργεί σαν υποδόριος ιδεολογικός αναχρονισμός.

Η τρομερή εμπορική επιτυχία της «Γρανίτας» καταμαρτυρά μια συλλογική βούληση μυθοποίησης της πρώτης δεκαετίας του ισραηλινού κράτους ως μιας εποχής πολιτισμικής ενότητας και συνοχής. Αποφεύγοντας να περιγράψει έστω και ακροθιγώς τους Άραβες ή τους Μισραχίτες, όχι μόνο δεν αντιπαρέρχεται το ιστορικό πρόβλημα των διωγμών, αλλά άθελά της στοιχειοθετεί με έμφαση τον συστημικό ρατσισμό της εποχής στην οποία διαδραματίζεται (1958) και ταυτόχρονα τον θεωρεί απολύτως δικαιολογημένο κατά την εποχή που γυρίζεται (1978). Τα αποστειρωμένα και χαζοσέξι ’50s δεν είναι παρά ένα βαρύτατο cool-washing, με τη νοσταλγία ως πλυντήριο σκληρής και καταγεγραμμένης ιστορικής βίας.
Κι είναι αυτή ίσως η βουβή εκδίκηση της καταπατημένης Γιάφα. Ότι οι Παλαιστίνιοι είναι που ήπιαν την τελευταία κανονική λεμονάδα απ’ τα λεμόνια των δικών τους κήπων μια μέρα του ’48, πριν τους αφήσουν στους Ευρωπαίους που από γούστο προτίμησαν τις κατεψυγμένες γρανίτες.