Περίπου το 83% των πόλεων της Βραζιλίας υπέστησαν κάποιας μορφής καταστροφή εξαιτίας καταρρακτωδών βροχοπτώσεων μεταξύ των αρχών του 2020 και του τέλους του 2023, ποσοστό υπερτριπλάσιο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δεδομένα της δεκαετίας του 1990, σύμφωνα με μελέτη που δόθηκε στη δημοσιότητα την Τρίτη - κάτι που αποδίδεται ευθέως στην κλιματική αλλαγή.
Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, η άνοδος της θερμοκρασίας αυξάνει την ποσότητα υδρατμών στην ατμόσφαιρα -κατά περίπου 7% για κάθε επιπλέον βαθμό Κελσίου-, γεγονός που οδηγεί σε πιο έντονες βροχοπτώσεις σε πολλές περιοχές του πλανήτη, μεταξύ των οποίων και η Λατινική Αμερική.
Στη Βραζιλία, ο αριθμός των περιστατικών πλημμυρών και κατολισθήσεων που προκλήθηκαν από έντονες βροχές αυξήθηκε δραματικά: από 2.335 καταγεγραμμένα περιστατικά τη δεκαετία του 1990 σε 7.539 την τετραετία 2020–2023, σύμφωνα με την Έκθεση της Βραζιλιάνικης Συμμαχίας για τον Ωκεάνιο Πολιτισμό. Σημειώνεται ότι η έκθεση δεν περιλαμβάνει στοιχεία για το 2024 - έτος κατά το οποίο το νότιο τμήμα της χώρας επλήγη από πλημμύρες χωρίς προηγούμενο.
Κατά μέσο όρο, περίπου 3,2 εκατομμύρια άνθρωποι επηρεάστηκαν ετησίως από τα ακραία αυτά φαινόμενα την περίοδο 2020-2023, όταν το αντίστοιχο μέσος όρος τη δεκαετία του 1990 ήταν μόλις 43.000.
«Η αύξηση αυτή δεν δείχνει μόνο τη συχνότητα των κλιματικών καταστροφών που σχετίζονται με τις βροχοπτώσεις, αλλά και την αυξημένη έντασή τους», τόνισε σε ανακοίνωσή του ο Ρονάλντο Κριστοφολέτι από το Ινστιτούτο Θάλασσας του Ομοσπονδιακού Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο, που συμμετείχε στην έρευνα.
Τα νέα δεδομένα, πρόσθεσε, «υπογραμμίζουν την επείγουσα ανάγκη λήψης μέτρων πρόληψης και προσαρμογής, ώστε να προστατευθούν οι πιο ευάλωτες κοινότητες και να περιοριστούν οι επιπτώσεις αυτών των ακραίων φαινομένων».
Ο αγροτικός τομέας της Βραζιλίας έχει πληγεί ιδιαίτερα, με τις οικονομικές ζημιές από τις πλημμύρες να αγγίζουν το 47% των συνολικών απωλειών, όπως σημειώνεται στην έκθεση.
Οι καταστροφικές πλημμύρες του 2024, σε συνδυασμό με μια παρατεταμένη και εξίσου ακραία ξηρασία, προκάλεσαν απότομη αύξηση των τιμών στα τρόφιμα. Ως αποτέλεσμα, η κυβέρνηση του προέδρου Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα αναγκάστηκε να προχωρήσει σε παρεμβάσεις για την αναχαίτιση του πληθωρισμού.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ - ΜΠΕ