Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις υπερφυσικές δυνάμεις των θεών και των ηρώων της ελληνικής μυθολογίας: μεταμόρφωναν θνητούς σε ζώα, φυτά ή και καιρικά φαινόμενα, όπως η βροχή ή η ομίχλη, είχαν την ικανότητα να αλλάζουν την έκβαση των πολέμων ή τη δύναμη να ανασταίνουν τους νεκρούς, ξεσήκωναν καταιγίδες και σεισμούς, κάποιοι από αυτούς μάλιστα γέννησαν από το κεφάλι. Μια ματιά στις διατροφικές τους συνήθειες αποκαλύπτει πως οι επιλογές των μυθικών αυτών πλασμάτων έκρυβαν αρκετές εκπλήξεις.
Εν αντιθέσει προς τα αρχαιολογικά τεκμήρια, τα οποία έχουν αναδείξει την ποικιλία των τροφίμων που κατανάλωναν οι αρχαίοι Έλληνες σε διάφορες περιστάσεις (όπως, για παράδειγμα, τα εξωτικά παστά ψάρια που βρέθηκαν στο Κτίριο των Καρχηδονιακών Αμφορέων στην Αγορά της Κορίνθου ή ακόμα και τα κρεατικά που καταναλώνονταν κατά τις θυσίες στους θεούς), τόσο οι γραπτές πηγές όσο και η εικονογραφία της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας αποκαλύπτουν ότι οι θεοί και οι ήρωες ήταν μάλλον εκλεκτικότεροι των θνητών ως προς τη διατροφή τους. Το φαγητό και το ποτό στη μυθολογία περιστρέφονται γύρω από γλυκές, παραισθησιογόνες ή θεραπευτικές ουσίες, οι οποίες συνήθως έχουν ρευστή μορφή ή είναι φρούτα.
Σύμφωνα με τις περισσότερες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί, η αμβροσία δεν ήταν άλλο από ένα σιρόπι που θύμιζε μέλι και, εκτός των άλλων, είχε θεραπευτικές και καλλωπιστικές ιδιότητες, εάν χρησιμοποιούνταν ως αλοιφή.
ΑΜΒΡΟΣΙΑ
Η αμβροσία και το νέκταρ ήταν, καθώς λέγεται, οι βασικές τροφές που προτιμούσαν οι θεοί. Η αμβροσία, η οποία ετυμολογικά σημαίνει «αθανασία», έρεε διαρκώς από το κέρας της Αμάλθειας, της θετής μητέρας του Δία, η οποία συχνά εμφανίζεται ως ιερή κατσίκα. «Καί μ’ οὐδόκει ἡ θεὸς αὐτὴ ἐκ πόλεως ἐλθεῖν καὶ γλαῦξ αὐτῇ “πικαθῆσθαι· εἶτα κατασπένδειν κατὰ τῆς κεφαλῆς ἀρυβάλλῳ ἀμβροσίαν κατὰ σοῦ, κατὰ τούτου δὲ σκοροδάλμην» αναφωνεί ο Αλλαντοπώλης στους Ιππής του Αριστοφάνη (1082-1096) και οι στίχοι μαρτυρούν πως κατά την αρχαιότητα η σύσταση της αμβροσίας θεωρούνταν ρευστή. Σύμφωνα με τις περισσότερες θεωρίες που έχουν διατυπωθεί, η αμβροσία δεν ήταν άλλο από ένα σιρόπι που θύμιζε μέλι και, εκτός των άλλων, είχε θεραπευτικές και καλλωπιστικές ιδιότητες, εάν χρησιμοποιούνταν ως αλοιφή. Οι θεοί τη λάτρευαν: την έτρωγαν, την έπιναν και αλείφονταν με αυτήν, και επειδή, όπως και το νέκταρ, ήταν ουσία αρωματική, χρησιμοποιούνταν και ως άρωμα. Στην τέταρτη ραψωδία της Οδύσσειας, για παράδειγμα, ο Μενέλαος και οι σύντροφοί του μεταμφιέζονται σε φώκιες τυλιγμένοι με δύσοσμα τομάρια και η θεά «ἐσάωσε καὶ ἐφράσατο μέγ᾽ ὄνειαρ: ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνα ἑκάστῳ θῆκε φέρουσα ἡδὺ μάλα πνείουσαν, ὄλεσσε δὲ κήτεος ὀδμήν», δηλαδή έβαλε αμβροσία με πολύ γλυκό άρωμα κάτω από τη μύτη καθενός τους και διέλυσε τη δυσωδία του θηρίου (Οδ. 4445).
ΛΩΤΟΣ

Η Οδύσσεια του Ομήρου ευθύνεται για τη φήμη του άνθους του λωτού ως ενός τροφίμου το οποίο προκαλούσε τη λήθη και την ξεγνοιασιά σε όποιον το κατανάλωνε. Οι Λωτοφάγοι ήταν μια νησιωτική φυλή που κατοικούσε (κατά τον Όμηρο) είτε στη Βόρεια Ελλάδα είτε (κατά τους Ηρόδοτο, Πολύβιο, Στράβωνα, Απολλόδωρο αλλά και άλλες μεταγενέστερες πηγές) στις βόρειες ακτές της Αφρικής. Μπορεί οι γνώμες σχετικά με την ακριβή τοποθεσία του νησιού των Λωτοφάγων να ποικίλλουν, ο λωτός όμως περιγράφεται ομόφωνα ως ναρκωτικό το οποίο επέφερε τον ύπνο και τη λήθη. Σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση ευφορίας αναφέρονται διάφοροι συγγραφείς της αρχαιότητας, όπως ο Ευριπίδης. Στις Τρωάδες η καταραμένη μάντισσα Κασσάνδρα προφητεύει πώς ο καραβοτσακισμένος Οδυσσέας θα λαχταρήσει να φάει τον λωτό για να ανακουφιστεί. Όπως συμβαίνει συχνά στη μυθολογία, το πραγματικό σχήμα και η πραγματική γεύση του φρούτου ή του άνθους του λωτού μάς διαφεύγουν και είναι μάλλον απίθανο να ήταν αυτό που γνωρίζουμε σήμερα. Για παράδειγμα, ο Ηρόδοτος υποστηρίζει πως «πολλά νούφαρα, τα οποία οι Αιγύπτιοι αποκαλούν λωτούς, ευδοκιμούν στο νερό», ενώ η πραγματική όψη και γεύση του φρούτου επιδέχεται πολλές ερμηνείες ακόμη και σήμερα.
ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΗΛΑ ΤΩΝ ΕΣΠΕΡΙΔΩΝ

Στον ενδέκατο άθλο του ο Ηρακλής εκλήθη να κλέψει τα περίφημα μήλα από τον Κήπο των Εσπερίδων. Οι νύμφες Εσπερίδες, κόρες του Άτλαντα και της Εσπερίδας, ήταν υπεύθυνες για τη φύλαξη των χρυσών, γυαλιστερών μήλων που χάριζαν την αθανασία σε όσους κατόρθωναν να τα φάνε. Σύμφωνα με διάφορους συγγραφείς, ο μεν Κήπος των Εσπερίδων βρισκόταν στις ακτές της Βόρειας Αφρικής, περιοχή εξωτική και δυσπρόσιτη στους αρχαίους Έλληνες, τα δε μήλα είχαν μια ιδιαίτερα γλυκιά γεύση. Ο άθλος αυτός του Ηρακλή και η προσπάθειά του να φέρει τα μήλα της αθανασίας στους θνητούς έχουν αποτελέσει αστείρευτη πηγή έμπνευσης ποιητών και συγγραφέων. Ο Σαίξπηρ αναφέρει τα μήλα των Εσπερίδων στο έργο του Περικλής, ο πρίγκιπας της Τύρου αλλά και στο Αγάπης Αγώνας Άγονος, όπου γράφει «Κι από την γενναιότητα – ω, ο Έρωτας είναι Ηρακλής που ακόμα σκαρφαλώνει στις μηλιές των Εσπερίδων».
Τα χρυσά μήλα επανέρχονται ως μοτίβο τόσο στον Τρωικό Πόλεμο όσο και στην Κρίση του Πάρι. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών του γάμου του Πηλέα με τη Θέτιδα, ο Δίας ζήτησε από τον νεαρό Πάρι, τον πρίγκιπα της Τροίας, να προσφέρει ένα χρυσό μήλο σε όποια από τις τρεις θεές, Αθηνά, Ήρα ή Αφροδίτη, θεωρούσε ομορφότερη. Γοητευμένος από την Αφροδίτη και την υπόσχεσή της να του εξασφαλίσει την αγάπη της ωραιότερης θνητής, της Ελένης από τη Σπάρτη, ο Πάρις πρόσφερε το μήλο σε αυτήν, δίνοντας τη συμβολική αφορμή για τον μεγάλο πόλεμο μεταξύ Τρώων και Ελλήνων.
ΡΟΔΙ

Το ρόδι εμφανίζεται στον μύθο της Δήμητρας, θεάς της γης και των δημητριακών, και της κόρης της Περσεφόνης. Μια μέρα, καθώς η νεαρή κοπέλα μάζευε λουλούδια, ο Άδης, θεός του Κάτω Κόσμου, την απήγαγε για να την κάνει γυναίκα του. Η θεά Δήμητρα, εξοργισμένη και πληγωμένη από την απώλεια, αρνήθηκε να επιτρέψει στους καρπούς να ευδοκιμήσουν μέχρι ο Άδης να αφήσει την Περσεφόνη ελεύθερη να επιστρέψει στον κόσμο των ζωντανών. Καθώς η απειλή της Δήμητρας έθετε σε κίνδυνο την ευημερία και τη ζωή των θνητών, ο Δίας αποφάσισε να παρέμβει, διατάζοντας τον Άδη να απελευθερώσει την Περσεφόνη. Ο Άδης συμφώνησε, αλλά, πριν αφήσει την Περσεφόνη να επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, την έπεισε να φάει έξι σπόρους ροδιού, του «φρούτου των νεκρών», δεσμεύοντάς την έτσι να επιστρέφει στον Κάτω Κόσμο, έστω για μερικούς μήνες τον χρόνο. Για την υπόλοιπη ζωή της η Περσεφόνη θα έπρεπε να μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ του Κάτω Κόσμου, των νεκρών, και του Πάνω Κόσμου, των ζωντανών. Ο κύκλος της Περσεφόνης έδωσε στους αρχαίους Έλληνες την εξήγηση για τον ετήσιο κύκλο των φυτών και των καρπών αλλά και την αλλαγή των εποχών.
ΣΥΚΟ

Ακόμα ένα φρούτο που απαντά στην ελληνική μυθολογία είναι το σύκο, το οποίο σχετίζεται με τον Διόνυσο, θεό του κρασιού και της μέθης, αλλά και με τον Πρίαπο, θεό των φυτών, των κήπων, της γονιμότητας και των ανδρικών γεννητικών οργάνων. Κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο το ξύλο της συκιάς χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή αγαλμάτων του Πρίαπου, ο οποίος εμφανίζεται διαρκώς με υπερμεγέθη στύση. Στην Παλατινή Ανθολογία ο Πρίαπος, ως θεός της συκιάς και του καρπού της, αποτελεί αντικείμενο πλήθους αστείων και λογοπαιγνίων που περιλαμβάνουν τον λατινικό όρο «ficus», ο οποίος, εκτός από σύκο, σημαίνει πρωκτός ή και αιμορροΐδα. Στην τελική σκηνή της Ειρήνης του Αριστοφάνη, ο Τρυγέας κηρύσσει την έναρξη των γαμήλιων εορτασμών, χρησιμοποιώντας το απαρέμφατο «συκολογείν», που υπονοεί τη συνουσία. Στους Οβίδιο και Οράτιο, τόσο το σύκο όσο και η συκιά, η οποία θεωρούνταν ξύλο β' κατηγορίας, συνιστούν ένα εξόχως άσεμνο πλέγμα εννοιών.
ΚΡΑΣΙ

Κανείς δεν εκπλήσσεται που θνητοί, θεοί και ήρωες απολαμβάνουν και τιμούν εξίσου το κρασί. Το κρασί, ο αρχαίος οίνος, σχετίζεται με τον θεό Διόνυσο αλλά και με τις Μαινάδες, τις θηλυκές ακολούθους των διονυσιακών οργίων. Το κρασί, μεθυστικό και παραισθησιογόνο, παρέσυρε απαξάπαντες στην έκσταση. Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ο Διόνυσος και οι Μαινάδες απεικονίζονται τόσο συχνά στις διακοσμητικές παραστάσεις της ελληνικής κεραμικής, ειδικά στους κρατήρες, τα αγγεία που χρησιμοποιούνταν για την προσθήκη νερού στο κρασί. Εν αντιθέσει προς τις σύγχρονες συνήθειες, οι αρχαίοι Έλληνες δεν συνόδευαν τα γεύματά τους με κρασί, που απολάμβαναν αποκλειστικά κατά τη διάρκεια συμποσίων, όπου συμμετείχαν μόνο άνδρες και σπανίως γυναίκες. Οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν πως το κρασί τούς έφερνε πιο κοντά στους θεούς τους, στον Διόνυσο, στις Μούσες και στον Έρωτα.