Για όσους μεγαλώσαμε μπροστά από μια ασπρόμαυρη τηλεόραση στα πολύ μακρινά ’70s, η Κατερίνα Γιουλάκη αποτελούσε μια εξωφρενικά οικεία φιγούρα. Όχι μόνο λόγω της συμμετοχής της σε μεγάλες επιτυχίες της εποχής, αλλά γιατί –και ελπίζω να μην εκφράζω μια εσφαλμένη εντύπωση− ήταν η προσωποποίηση της μέσης Ελληνίδας της διπλανής πόρτας, σαν την ευγενική ψιλικατζού της γειτονιάς, τη φουρνάρισσα, την καλοπροαίρετη υπάλληλο δημόσιας υπηρεσίας που θα κάνει και καμιά μικρο-μπαγαποντιά για να σε βοηθήσει.
Κοντολογίς, ήταν η απόλυτη προσωποποίηση της καλής θείας μιας μικρομεσαίας Ελλάδας, στην κατανόηση της οποίας πάντα ποντάρεις για να σε στηρίξει ψυχολογικά και ίσως πρακτικά. Εκείνη που θα της εκμυστηρευτείς πράγματα και θα την κάνεις σύμμαχο σε μια ανομολόγητη παρασπονδία σου. Η θεία των Ελλήνων, όπως τη χαρακτήρισα μιλώντας σε κάποιον που ήταν όντως θεία του, στον ανιψιό της και γνωστό παρουσιαστή Φώτη Σεργουλόπουλο, όταν του ζήτησα να μου μιλήσει για εκείνη.
Η Κατερίνα Γιουλάκη ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως μαθήτρια του Εθνικού Θεάτρου, συμμετέχοντας το 1958 ως μέλος του Χορού στη «Λυσιστράτη» με τη Μαίρη Αρώνη. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση μετά την αποφοίτησή της ήταν με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου το 1959 στο έργο «Η κυρία του κυρίου».
Μου είπε λοιπόν: «Αυτό που έβλεπα εγώ σε εκείνη ήταν μια απίστευτη φρεσκάδα και αυτό που έχω δεχτεί από αυτήν είναι φροντίδα. Γενικότερα, στη νεότητά της ήταν ένας πάρα πολύ χαρούμενος άνθρωπος. Είχε πάρα πολύ ωραίες παρέες, καθαρά μέσα από το θέατρο. Στην κατοικία μας στο Παγκράτι, στο ισόγειο κατοικούσαν ο παππούς μου και η γιαγιά μου, εμείς μέναμε από πάνω, και η θεία μου, πριν παντρευτεί, έμενε μαζί τους. Στα παιδικά μου μάτια τότε ήταν ένας λαμπερός άνθρωπος. Θυμάμαι να με παίρνει μαζί της στον Παπασπύρου στο Κολωνάκι και να βρίσκομαι ανάμεσα στον Βουτσά, τον Μουστάκα, τον Πολ Βασιλειάδη, τον Γιάννη Μιχαλόπουλο, που ήταν πολύ φίλος της.

Ήταν μια πραγματική σταρ, χωρίς να είναι ενζενί αλλά καρατερίστα. Καθώς οι καρατερίστες τότε δεν ήταν συνήθως πρωταγωνίστριες, νομίζω ότι η Κατερίνα πήρε πρωταγωνιστικούς ρόλους επειδή ακριβώς ήταν αυτός ο λαμπερός άνθρωπος. Στους ρόλους της στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση, στους οποίους την αγαπήσαμε, ήταν πάντα θεία. Δεν είχε σχεδόν ποτέ παιδιά, ποτέ δεν ήταν μάνα στις ταινίες και στα σίριαλ. Ας πούμε, στο “Ρετιρέ” η Τζόυς, παρόλο που ζούσαν στο ίδιο σπίτι, δεν ήταν κόρη της αλλά ανιψιά της».
Ένα χαρακτηριστικό που επιβεβαιώνει την «αμόλυντη» και «αγνή» διάσταση μιας αγαπημένης θείας είναι η απουσία σεξαπίλ. Στο «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη» −που την έκανε ιδιαίτερα γνωστή στο κοινό ως συντηρητική αδελφή του Αλέκου Αλεξανδράκη, η οποία απαιτεί να παντρευτεί εκείνος ξένη και επ’ ουδενί Ελληνίδα−, σε αντίθεση με την υπερσεξουαλική Μάρω Κοντού, εκείνη είναι μια αστή μέγαιρα που έχει υποτάξει τον σύζυγό της, Γιάννη Βογιατζή.
Ο Φώτης εξηγεί: «Και στους “Κληρονόμους” υπάρχει η υπόνοια ενός έρωτα με τον Ηλιόπουλο, αλλά σε όλη την ταινία παίζει μια στριφνή γυναίκα που νομίζουν ότι θέλει να τους δηλητηριάσει. Στον “Ποπολάρο” ήταν η καλή θεία Ιζαμπέλα Μαρινέρι του Πρέκα/ Ζέππου Πεμπονάρη γιατί ακριβώς είναι η θεία στην οποία πάμε όλοι μας να της πούμε τα μυστικά μας, αυτή που θα μας κανακέψει, που δεν θα τη φοβηθούμε ποτέ όπως τη μάνα μας. Ήταν η θεία όλων».
Η πρώτη της μεγάλη προσωπική επιτυχία ήταν στη νεοσύστατη τηλεόραση, στο στρατιωτικό κανάλι ΥΕΝΕΔ, με την κωμωδία «Η κοκορόμυαλη», σε σενάριο του Κώστα Πρετεντέρη. Ήταν μια ελληνική εκδοχή του αμερικανικού «I love Lucy» της Λουσίλ Μπολ, η οποία προβλήθηκε μεταξύ 1971 και 1973. Ήταν φτιαγμένη σχεδόν στο πόδι, αφού κανένας ακόμα δεν είχε σπουδάσει, ούτε ήξερε από τηλεόραση, αλλά η Ελλάδα (σε εποχές που όλη η γειτονιά μαζευόταν στο μοναδικό σπίτι που είχε τηλεόραση για να δει εκεί την αγαπημένη της εκπομπή) κατέβαζε ρολά για να τρέξει να τη δει. Η Κοκορόμυαλη ως ρόλος αποτύπωνε μια λαϊκή, καθημερινή γυναίκα, αρκετά αφελή και γκαφατζού, που δεν είχε παιδιά.


Κάποια στιγμή όμως η Κατερίνα Γιουλάκη έμεινε έγκυος στην πραγματική ζωή. Παρόλο που ζήτησε από τον Πρετεντέρη να σταματήσουν τη σειρά, αφού δεν προβλεπόταν να έχει παιδιά η ηρωίδα της, εκείνος την έπεισε να συνεχίσει. Ο κόσμος παρακολουθούσε την εγκυμοσύνη της Κοκορόμυαλης από επεισόδιο σε επεισόδιο και όταν γέννησε, συνέβη το εξής: καθώς το κοινό αδυνατούσε ακόμα να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη μυθοπλασία, πολύς κόσμος έσπευσε στο μαιευτήριο «Έλενα» για να ευχηθεί για τα γεννητούρια και να φέρει λουλούδια στην Κοκορόμυαλη του σίριαλ. Η σειρά, εν τέλει, ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1973, με 202 επεισόδια δεκαπέντε λεπτών. Φυσικά δεν έχει σωθεί κανένα, παρά μόνο ελάχιστα λεπτά.
Η Κατερίνα Γιουλάκη ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως μαθήτρια του Εθνικού Θεάτρου, συμμετέχοντας το 1958 ως μέλος του Χορού στη «Λυσιστράτη» με τη Μαίρη Αρώνη. Η πρώτη της θεατρική εμφάνιση μετά την αποφοίτησή της ήταν με τον θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου το 1959 στο έργο «Η κυρία του κυρίου». Εντυπωσιακό είναι πόσο γρήγορα πέρασε στον κινηματογράφο, όπου έπαιξε σε κλασικές ταινίες σημαντικών σκηνοθετών της δεκαετίας του 1960, όπως ο Σωκράτης Καψάσκης («Οι γαμπροί της ευτυχίας»), ο Ντίνος Δημόπουλος («Οι κυρίες της αυλής», «Μια Ιταλίδα από την Κυψέλη»), ο Αλέκος Σακελλάριος («Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Πολυτεχνίτης και ερημοσπίτης»), ο Γιάννης Δαλιανίδης («Οι κληρονόμοι», «Ο κατεργάρης», «Επαναστάτης ποπολάρος»), ο Ντίνος Κατσουρίδης («Ο Θανάσης», «Η Ιουλιέτα και τα λουκάνικα», «Ο άνθρωπος που έτρεχε πολύ» με πρωταγωνιστή τον Θανάση Βέγγο), και νεότερων όπως ο Βασίλης Βαφέας («Το ρεπό»). Ωστόσο, όταν ο κινηματογράφος έπεσε σε παρακμή, κατέληξε και εκείνη να παίζει σε βιντεοκασέτες. Άλλωστε, όπως όλοι και όλες της γενιάς της, δεν μπορούσε να διανοηθεί να πάψει να εργάζεται. Παράλληλα, είχε μακρά θητεία και στο τηλεοπτικό θέατρο.


Κάτι που είναι λιγότερο γνωστό είναι ότι υπήρξε ιδιαίτερα πολιτικοποιημένη. Ο Φώτης Σεργουλόπουλος θυμάται: «Με τον άντρα της μετά το 1972 ζούσαν στην οδό Ερεσού στα Εξάρχεια. Κεντρική εικόνα στο σαλόνι τους ήταν μια αφίσα του Τσε Γκεβάρα και την ημέρα του Πολυτεχνείου το σπίτι της είχε γίνει νοσοκομείο. Είχαν περιθάλψει με τον θείο μου πολύ κόσμο. Εκείνο το διάστημα είχε παίξει και σε μια επιθεώρηση όπου έβγαινε με κράνος και το μουστάκι του Παπαδόπουλου και έλεγε το χουντικό δελτίο ειδήσεων, με αποτέλεσμα η αστυνομία να συλλάβει όλο τον θίασο».
Η Κατερίνα Γιουλάκη δεν έπαψε να παίζει στην τηλεόραση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1980, σε δημοφιλείς κωμικές σειρές όπως «Τα λιονταράκια του κυρ-Ηλία», «Η κυρία μας», «Συγκάτοικοι στην τρέλα» και πολλές άλλες. Το «Ρετιρέ», σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιάννη Δαλιανίδη, ήταν εκείνο που την επανέφερε στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας, καθώς την ανακάλυψε μια νέα γενιά. Μέσα από σύντομα σκετς, η Κατερίνα, μια εργαζόμενη γυναίκα που ζει με την ηλικιωμένη μητέρα της (Κούλα Αγαγιώτου) και την ανιψιά της (Τζόυς Ευείδη), και εργάζεται σε διαφημιστικό γραφείο, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη στη δουλειά και στους δρόμους με τα χούγια των Ελλήνων και τα κακώς κείμενα της Αθήνας.
Ο ρόλος ήταν ουσιαστικά παραλλαγή ενός παλιότερου ρόλου, του γκρινιάρη −λίγο Ανατολίτη− Έλληνα του «Λούνα Παρκ» της δεκαετίας του 1970, του μπαρμπα-Γιώργη, που τον έπαιζε ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Η σειρά του Mega παίχτηκε δύο χρόνια, 1990-1992, και με την ολοκλήρωσή της η Γιουλάκη συμμετείχε και σε άλλες σειρές, ανάμεσά τους και ως γκεστ στο «Κωνσταντίνου και Ελένης» του Χάρη Ρώμα αλλά και στις «Επτά θανάσιμες πεθερές».


Σε όλη της τη ζωή δεν έπαψε, παράλληλα με τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, να παίζει στο θέατρο. Αξίζει να αναφερθούμε στη συμμετοχή της ως Φροϊλάιν Σνάιντερ στο πρώτο ανέβασμα του «Καμπαρέ» στην Ελλάδα το 1972 με τη Μάρθα Καραγιάννη, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού, με τον θίασο Προσκήνιο του οποίου έπαιξε το 1979 και στο «Μπαλκόνι» του Ζαν Ζενέ, με την Άννα Φόνσου και την Όλια Λαζαρίδου. Θέατρο ρεπερτορίου έπαιξε και στο ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη, στο «Όταν οι γυναίκες το γλεντούν» του Κάρλο Γκολντόνι, σε σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη, το 1998. Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στην επιθεώρηση «Ελλάς ολέ... και τσέπες κουρελέ!» σε σκηνοθεσία του Γιώργου Πάντζα.
Πέθανε ανήμερα του Αγίου Πνεύματος, στις 9 Ιουνίου, αλλά η κόρη της, Δέσποινα Δημοπούλου, όπως και η υπόλοιπη οικογένεια, αποφάσισε να ανακοινώσει τον θάνατό της την Παρασκευή 13 Ιουνίου, ημέρα της κηδείας της στο αποτεφρωτήριο της Ριτσώνας. Ο Φώτης Σεργουλόπουλος λέει: «Ήταν ένας πολύ ωραίος αποχαιρετισμός. Ποιος ο λόγος να υπάρχει δημόσια ανακοίνωση όταν πρόκειται για κάτι τόσο προσωπικό; Έφυγε πλήρης ημερών με πολύ μεγάλη αγάπη. Αυτή την τόση αγάπη των συναδέλφων της και του κόσμου δεν την έχω δει πολλές φορές».
Η Κατερίνα Γιουλάκη στα γραφεία της LiFO το 2010.