Αν η μετατροπή του Βασιλικού Κήπου σε δημόσιο το 1927 αποτέλεσε ένα τολμηρό βήμα για την αστική ανάπτυξη της Αθήνας, τότε η δημιουργία του Πεδίου του Άρεως, ενός χώρου διπλάσιας έκτασης, γεμάτου μπάζα, αυθαίρετα κτίσματα και ίχνη από στρατιωτικές ασκήσεις, ήταν ένα αληθινό θαύμα αστικού σχεδιασμού και περιβαλλοντικής επιμονής.
Η διαμόρφωση του Πεδίου του Άρεως σε αστικό πάρκο πρασίνου, με καθυστέρηση σχεδόν μισού αιώνα από το βασιλικό διάταγμα που προέβλεπε τη δημιουργία του (1887), υπήρξε νίκη ενάντια στη γραφειοκρατία, την αναβλητικότητα, την έλλειψη πόρων, αλλά και τη διαχρονική αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο και το κοινό καλό. Το πάρκο άρχισε να διαμορφώνεται ουσιαστικά το 1934 και μέσα σε μόλις τρία χρόνια μεταμορφώθηκε, χάρη στην αφοσίωση μιας μικρής ομάδας οραματιστών. Όσον αφορά τη φύτευση του Πεδίου του Άρεως ξεχωρίζει ο Νικόλαος Βοσυνιώτης, γεωπόνος, δενδρολόγος, απόφοιτος της Σχολής Βερσαλλιών και της Βοτανικής του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Ως διευθυντής του Άλσους Αθηνών, ανέλαβε το φιλόδοξο έργο με πάθος, τεχνογνωσία και συνέπεια. Το αποτέλεσμα; Μία χέρσα, αδιαμόρφωτη έκταση απέκτησε 47.000 δέντρα και θάμνους, 112 ποικιλίες τριανταφυλλιών, δικό της φυτώριο, θερμοκήπιο και ανθοκομική παραγωγή και πρωτοποριακές λύσεις που υπερέβαιναν την επιμονή στο βρετανικό γκαζόν, το οποίο δεν ευδοκιμούσε στο αττικό κλίμα. Η ιστορία της φύτευσης του Πεδίου του Άρεως είναι η αφήγηση μιας μάχης για τη βιωσιμότητα της πόλης. Μιας μάχης που κάποτε κερδήθηκε σε έναν πόλεμο για τον πράσινο αστικό δημόσιο χώρο που, σε γενικές γραμμές, χάθηκε.
Tο διοικητικό πλαίσιο και οι πρώτες προσπάθειες δημιουργίας δημόσιου κήπου
Με νομοθετικό διάταγμα του 1927 ιδρύθηκε η Επιτροπή Δημοσίων Κήπων και Δεντροστοιχιών Αθηνών ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό την εποπτεία του υπουργείου Γεωργίας. Στην επιτροπή αυτή ανατέθηκε η μετατροπή του Πεδίου του Άρεως σε δημόσιο κήπο. Πρώτος της πρόεδρος ήταν ο Πέτρος Καλλιγάς, ο οποίος φρόντισε καταρχάς να σώσει τον Εθνικό Κήπο, που εκείνη την εποχή κινδύνευε να εγκαταλειφθεί. Με περιορισμένα χρηματικά μέσα που χορηγήθηκαν από το υπουργείο όχι μόνο τον διέσωσε αλλά τον βελτίωσε αισθητικά και λειτουργικά.
Το άλσος σχεδιάστηκε ώστε να προσφέρει συνεχή εναλλαγή χρωμάτων, σχημάτων και φυλλώματος. Σε επιλεγμένα σημεία δημιουργήθηκαν λωρίδες πρασίνου με χαμηλούς θάμνους (κλαδεμένους στα 60-80 εκατοστά) για να μην περιορίζεται η ορατότητα και να αναδεικνύονται οι οπτικές φυγές προς το εσωτερικό και εξωτερικό του άλσους.
Η επιτροπή αποφάσισε το 1933 να ξεκινήσει τις εργασίες φύτευσης του Πεδίου του Άρεως βάσει σχεδίου του ίδιου του Πέτρου Καλλιγά. Η πρόθεση όμως αντιμετώπισε ανυπέρβλητα διοικητικά εμπόδια και έλλειψη πόρων. Παρά την ένθερμη υποστήριξη από τον Τύπο της εποχής, και ιδιαίτερα από την εφημερίδα «Έθνος», της οποίας ο διευθυντής και ιδιοκτήτης Σπύρος Νικολόπουλος ήταν και αντιπρόεδρος της Επιτροπής, το έργο παρέμενε στα χαρτιά.


Η πιο σοβαρή απειλή ήρθε το 1933-34, όταν το υπουργείο Πρόνοιας αποφάσισε να ανεγείρει μόνιμες προσφυγικές πολυκατοικίες σε μεγάλο μέρος της έκτασης του Πεδίου του Άρεως. Αν η απόφαση αυτή εφαρμοζόταν, το όραμα για δημιουργία άλσους θα ναυαγούσε οριστικά. Την περίοδο εκείνη, η περιοχή είχε μετατραπεί σε ένα παρατημένο οικόπεδο, όπου ο καθένας μπορούσε να καταλάβει αυθαίρετα μια έκταση και να χτίσει οτιδήποτε, ενώ οι στρατιωτικές υπηρεσίες τη χρησιμοποιούσαν ως πεδίο γυμνασίων, εμποδίζοντας κάθε αστική διαμόρφωση.
H κρίσιμη παρέμβαση της δεκαετίας του 1930
Την κρίσιμη στιγμή, το 1934, ο Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, διευθυντής του Σχεδίου Πόλεως στο υπουργείο Συγκοινωνιών και μέλος της Επιτροπής Δημοσίων Κήπων, εισηγήθηκε στον τότε υπουργό Συγκοινωνίας, Πέτρο Ράλλη, να αναλάβει το υπουργείο την πλήρη διαχείριση του ζητήματος. Σκοπός ήταν να εξασφαλιστούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι για τη δημιουργία άλσους και να ξεπεραστούν τα διοικητικά εμπόδια που επί χρόνια καθυστερούσαν την υλοποίηση του σχεδίου. Το υπουργείο αναγνώρισε τη σημασία του έργου, εκτίμησε τις προσπάθειες της επιτροπής και με τον νόμο 6171 αποφάσισε την εμπλοκή του Ειδικού Ταμείου Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών. Το ταμείο ανέλαβε τη χρηματοδότηση των τεχνικών έργων που απαιτούνταν για τη διαμόρφωση του χώρου αλλά και τη συνολική επίβλεψη της υλοποίησης του σχεδίου.
Παράλληλα, συγκροτήθηκε ειδική επιτροπή με αντικείμενο τη μεταφορά του Πανελληνίου Γυμναστηρίου σε άλλη θέση εντός του Πεδίου του Άρεως και τον καθορισμό των γενικών αρχών πάνω στις οποίες θα βασιζόταν η διαμόρφωση του άλσους. Τα μέλη της επιτροπής προέρχονταν από διάφορους επιστημονικούς και τεχνικούς φορείς: ο Πέτρος Καλλιγάς, οι αρχιτέκτονες Αναστάσιος Μεταξάς και Αριστείδης Ζάχος, ο καθηγητής του ΕΜΠ, Εμμανουήλ Κριεζής, ο διευθυντής του υπουργείου Δημοσίων Έργων, Ανάργυρος Δημητρακόπουλος, ο καθηγητής της Ανωτάτης Γεωπονικής Σχολής, Π. Αναγνωστόπουλος, ο Ηλίας Κριμπάς, ο καλλιτέχνης Γιώργος Κεφαλληνός και ο γεωπόνος Π. Οικονόμου. Η σύσταση αυτής της επιτροπής και η συνεργασία του υπουργείου με την Επιτροπή Δημοσίων Κήπων σήμανε την έναρξη της υλοποίησης του μεγαλύτερου πάρκου της Αθήνας, με σχέδιο διαμορφωμένο από ειδικούς και προσαρμοσμένο στις ιδιαίτερες ανάγκες του αττικού τοπίου.
η σύνθεση της επιτροπής και το σχέδιο διαμόρφωσης του άλσους
Το γενικό σχέδιο του άλσους εκπονήθηκε από τον ίδιο τον Ανάργυρο Δημητρακόπουλο και εγκρίθηκε από την επιτροπή. Η μελέτη φύτευσης ανατέθηκε στον γεωπόνο Νικόλαο Βοσυνιώτη, ενώ την οικονομική διαχείριση των έργων ανέλαβε ο Ηρακλής Παπαθεοδώρου. Η χάραξη του γενικού σχεδίου ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 1934 από συνεργείο της Τοπογραφικής Υπηρεσίας του υπουργείου Συγκοινωνιών, με επικεφαλής τον αρχιτοπογράφο Στέλιο Αλβανό. Από τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους άρχισε η εκτέλεση των έργων με εντατικούς ρυθμούς. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και τότε υπήρχαν αντιρρήσεις για τη διαμόρφωση του χώρου. Για να αντιμετωπιστούν οι καθυστερήσεις και οι διάφορες διεκδικήσεις, σε ορισμένες περιπτώσεις η φύτευση πραγματοποιήθηκε αιφνιδιαστικά, ώστε να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα. Η τακτική αυτή αποδείχθηκε κρίσιμη για την πρόοδο του έργου, το οποίο μετουσιωνόταν σταδιακά σε μια πραγματικότητα που δεν μπορούσε εύκολα να ανατραπεί.

H μελέτη φύτευσης και η υλοποίηση του σχεδίου
Η μελέτη φύτευσης του Πεδίου του Άρεως υπό την επίβλεψη του Νικόλαου Βοσυνιώτη βασίστηκε σε μια βαθιά κατανόηση της γεωμορφολογίας του χώρου, του αττικού μικροκλίματος και των αναγκών ενός μεγάλου δημόσιου πάρκου μέσα σε πυκνοδομημένη περιοχή. Έμφαση δόθηκε στην οργάνωση του χώρου ώστε να εξυπηρετεί τόσο αισθητικές όσο και πρακτικές ανάγκες: προστασία από τη ζέστη, άνοιγμα στη θέα, φυσικές σκιάσεις και λειτουργική διαφοροποίηση των διαδρομών. Η τοποθεσία του πάρκου είναι επίπεδη, με μικρή κλίση, και περιβάλλεται από κτίσματα. Γι’ αυτό, στα περιφερειακά τμήματα φυτεύτηκαν ψηλά αειθαλή δέντρα όπως κυπαρίσσια, ευκάλυπτοι και πεύκα, ώστε να δημιουργηθεί ένα πράσινο παραπέτασμα που θα έκρυβε τις αντιαισθητικές αστικές όψεις. Ταυτόχρονα, φρόντισαν η θέα προς την Ακρόπολη και τον Λυκαβηττό να παραμείνει ανεμπόδιστη από συγκεκριμένα σημεία περιπάτου. Λήφθηκαν επίσης υπόψη οι ανάγκες των χρηστών κατά τη διάρκεια του χρόνου. Το πάρκο θα έμενε ανοιχτό τις νυχτερινές ώρες του καλοκαιριού, γι’ αυτό σχεδιάστηκαν ανοιχτοί χώροι χωρίς σκίαση, ενώ κατά τους θερινούς μήνες κρίθηκε απαραίτητη η παρουσία πυκνής σκιάς. Αντίστοιχα, τον χειμώνα προβλέφθηκε επαρκής απουσία σκιάσεων για την αποφυγή υγρασίας. Έγινε σαφής επιλογή για τη χρήση φυλλοβόλων δέντρων στις διαδρομές και τις πλατείες: λεύκες αργυρόλευκες, πλατάνια, ψευδοακακίες και βρουσονέτιες, όλα με έντονη καλοκαιρινή σκίαση και φιλικά στον χειμερινό ήλιο.
Σχεδιαστική ποικιλία και προοπτικές: μια αισθητική εμπειρία
Το άλσος σχεδιάστηκε ώστε να προσφέρει συνεχή εναλλαγή χρωμάτων, σχημάτων και φυλλώματος. Σε επιλεγμένα σημεία δημιουργήθηκαν λωρίδες πρασίνου με χαμηλούς θάμνους (κλαδεμένους στα 60-80 εκατοστά) για να μην περιορίζεται η ορατότητα και να αναδεικνύονται οι οπτικές φυγές προς το εσωτερικό και εξωτερικό του άλσους. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν ποώδη φυτά κάλυψης όπως το χιλιόφυλλο και το μεσημβριάνθεμο, τα οποία λειτουργούσαν τόσο διακοσμητικά όσο και λειτουργικά.
Η προοπτική σχεδιάστηκε ως βασικό στοιχείο του πάρκου, με σημεία θέας, ευθείες και καμπύλες διαδρομές, και συστάδες που εναλλάσσονται δημιουργώντας ρυθμό και βάθος στον χώρο. Η προσέγγιση αυτή διαμόρφωνε ένα πάρκο όχι απλώς ως λειτουργικό περιβάλλον περιπάτου αλλά και ως εμπειρία για όλες τις αισθήσεις.
χρωματικοί και εποχικοί συνδυασμοί στη φύτευση.




Η αρχιτεκτονική των κήπων, όπως εφαρμόστηκε στο Πεδίον του Άρεως, βασίστηκε σε συνδυασμούς φυτών που δημιουργούν έντονες χρωματικές εναλλαγές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Οι φυτεύσεις οργανώθηκαν σε συστάδες με προσεκτική επιλογή θάμνων και δέντρων που ανθίζουν σε διαφορετικές περιόδους. Έτσι, διασφαλίστηκε η συνεχής παρουσία χρώματος στο τοπίο του πάρκου.
Στην ανθοφορία κυριάρχησαν τρία βασικά χρώματα που θεωρούνται τα πιο ευχάριστα στον σχεδιασμό κήπων: το κόκκινο, το κίτρινο και το μπλε. Ο συνδυασμός επιτεύχθηκε με ροδόδεντρα και πικροδάφνες κόκκινου χρώματος, βουκαμβίλιες (μπλε ή μοβ αποχρώσεις) και κασσίες (φωτεινό κίτρινο). Με αυτά τα είδη εξασφαλίστηκε παρατεταμένη ανθοφορία από τον Ιούνιο έως τα μέσα Οκτωβρίου. Παράλληλα, καλλωπιστικοί θάμνοι όπως οι κιλρευτέριες (κίτρινο) και η μιμηλίφυλλος (μοβ) συνέβαλαν στην εποχική μετάβαση. Η εναλλαγή συνεχίστηκε και με το φύλλωμα: η δαμασκηνιά του Πισσαρδίου προσέφερε σκούρο βυσσινί, ενώ ο αμερικανικός σφένδαμος έδινε λευκοκίτρινες αποχρώσεις. Στο επίπεδο των θάμνων συνδυάστηκαν τα κιτρινοπράσινα λιγούστρα με τα αργυρόχρωα τεύκρινα. Ακόμη και στις δενδροστοιχίες εφαρμόστηκε σχεδιασμένη αντίθεση: κουτσουπιές με μοβ άνθη φυτεύτηκαν δίπλα σε ακακίες με κίτρινα άνθη. Η επιλογή των ειδών έγινε με τέτοιο τρόπο ώστε να υπάρχει συνεχής ανθοφορία, διαφορετική σε κάθε εποχή, δημιουργώντας έναν δυναμικό διάλογο μεταξύ του επισκέπτη και του φυσικού περιβάλλοντος.
Πράσινοι τάπητες και οι εναλλακτικές στο κλασικό γκαζόν


Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που κλήθηκε να αντιμετωπίσει η ομάδα φύτευσης του πάρκου ήταν η ακαταλληλότητα του αγγλικού γκαζόν (raygrass) για το αθηναϊκό κλίμα. Το γρασίδι αυτό, αν και αισθητικά εντυπωσιακό, δεν μπορούσε να επιβιώσει τους καλοκαιρινούς μήνες, παρά το νυχτερινό πότισμα. Αποξηραινόταν γρήγορα, καθιστώντας τον χώρο αντιαισθητικό και απαιτητικό στη συντήρηση.
Ως λύση, επιλέχθηκαν φυτά εδαφοκάλυψης που ανταποκρίνονται καλύτερα στο ξηρό και θερμό περιβάλλον. Κυριότερα ανάμεσά τους ήταν:
• Η αχίλλεια (χιλιόφυλλο), η οποία παρέχει συμπαγή, καταπράσινο τάπητα όλο τον χρόνο, με ελάχιστες απαιτήσεις συντήρησης.
• Το λευκό τριφύλλι (έρπον), που χρησιμοποιήθηκε ως παροδική λύση για 2 έως 3 έτη.
• Το μεσημβριάνθεμο σε ποικιλίες: ακινακόφυλλο, βρώσιμο, κρυστάλλινο, καρδιόσχημο – για χρήση σε στενές λωρίδες και ξηρά εδάφη.
• Ο κισσός, για σκιερές περιοχές κάτω από τα δέντρα, που προσέφερε βαθύ πράσινο και κάλυψη σε σημεία με μειωμένη πρόσβαση στο φως.
Σε ορισμένα τμήματα χρησιμοποιήθηκαν και αειθαλείς θάμνοι όπως η σμυρτιά, ο ράμνος και το πιττόσπορο. Όταν αυτοί φυτεύονται πυκνά και κλαδεύονται στα 60-80 εκατοστά σχηματίζουν συμπαγείς πράσινους τάπητες που δεν περιορίζουν τη θέα και προσφέρουν διαρκή κάλυψη.
Καταγραφή φυτεύσεων από το 1935 έως το 1940
Η φύτευση του Πεδίου του Άρεως οργανώθηκε και υλοποιήθηκε συστηματικά, με ετήσια παρακολούθηση και καταγραφή. Κατά τα έξι πρώτα έτη της δημιουργίας του άλσους, οι εργασίες πραγματοποιήθηκαν με εντατικούς ρυθμούς και με αυξανόμενο βαθμό αυτάρκειας, χάρη στο φυτώριο που αναπτύχθηκε εντός του πάρκου. Τα επίσημα στοιχεία των φυτεύσεων είναι αποκαλυπτικά:
• Από 6 Φεβρουαρίου έως 14 Απριλίου 1935 φυτεύτηκαν 17.196 δέντρα και θάμνοι.
• Από 27 Δεκεμβρίου 1935 έως 7 Απριλίου 1936, 11.157.
• Από 11 Ιανουαρίου έως 15 Απριλίου 1937, 4.923.
• Από 15 Δεκεμβρίου 1937 έως 27 Απριλίου 1938, 5.878.
• Από 28 Νοεμβρίου 1938 έως 2 Μαΐου 1939, 4.559.
• Από 28 Οκτωβρίου 1939 έως 14 Απριλίου 1940, 3.076.
Το συνολικό σύνολο των φυτεύσεων αυτής της εξαετίας ανήλθε σε 46.789 δέντρα και θάμνους.

Αξιοσημείωτο είναι ότι κατά τα τελευταία δύο έτη (1938-40), οι περισσότερες νέες φυτεύσεις, περίπου 6.577 φυτά, δεν προήλθαν από εξωτερικές προμήθειες αλλά από την αραίωση υφιστάμενων συστάδων εντός του πάρκου και από το φυτώριο που είχε ήδη δημιουργηθεί. Αυτό δείχνει την πρόνοια για βιώσιμη διαχείριση του φυτικού υλικού και την ικανότητα του άλσους να λειτουργεί ως αύταρκες σύστημα παραγωγής και συντήρησης. Παράλληλα με τις φυτεύσεις, συνεχίστηκε και η εφαρμογή εποχικής ανθοκομικής πολιτικής. Ειδικά καλάθια και υπερυψωμένα παρτέρια φιλοξενούσαν ετήσια και πολυετή ανθοκομικά φυτά, επιλεγμένα με βάση την περίοδο άνθισής τους. Οι φυτεύσεις γίνονταν τρεις φορές τον χρόνο:
• Φθινόπωρο (Οκτώβριος - Δεκέμβριος), για άνθιση από τα τέλη του χειμώνα ως την άνοιξη.
• Άνοιξη (Φεβρουάριος - Μάιος), για καλοκαιρινή άνθιση
• Σεπτέμβριο, για την ανθοφορία των χρυσανθέμων μέχρι τον Δεκέμβριο
Τα φυτά πολλαπλασιάζονταν με μοσχεύματα σε θερμοκήπια, μεταφέρονταν σε γλάστρες και στη συνέχεια μεταφυτεύονταν στο έδαφος σε επιλεγμένα σημεία. Η συνεχής φροντίδα και η εποχική ανανέωση συνέβαλλαν στο να παραμείνει το πάρκο ζωντανό, φρέσκο και φιλόξενο όλες τις εποχές του χρόνου.Ο
Ο πόλεμος και η παραμέληση του άλσους

Η δημιουργική πορεία του Πεδίου του Άρεως διακόπηκε απότομα με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου στις 28 Οκτωβρίου 1940. Από εκείνη τη στιγμή, η φροντίδα και η επέκταση του άλσους άρχισαν να χαλαρώνουν, καθώς μεγάλο μέρος του εργατικού προσωπικού επιστρατεύθηκε. Η έλλειψη διαθέσιμων χεριών, σε συνδυασμό με τις πιεστικές ανάγκες του πολέμου, περιόρισε σημαντικά τη συντήρηση των φυτεύσεων. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά την περίοδο της Κατοχής (1941-1944), όταν το πάρκο, όπως και όλη η πόλη, βρέθηκε σε κατάσταση εγκατάλειψης. Οι ελλείψεις σε νερό, λιπάσματα και προσωπικό οδήγησαν στην ξήρανση πολλών δέντρων και θάμνων. Οι εργασίες καλλιέργειας υπήρξαν πλημμελείς και περιστασιακές, με το άλσος να επιβιώνει περισσότερο από αδράνεια παρά από οργανωμένη φροντίδα. Παρά τις δυσκολίες, το πάρκο δεν εγκαταλείφθηκε εντελώς. Κάποιες φυτεύσεις παρέμειναν ζωντανές, ενώ η ίδια η δομή του άλσους –με τα φυτεμένα όρια, τις διαδρομές και τα υπερυψωμένα παρτέρια– λειτούργησε ως υπόμνηση ενός έργου που είχε ήδη δώσει πνοή στον αστικό ιστό.
Η μεταπολεμική ανασυγκρότηση και το ζήτημα της άρδευσης
Μετά την Απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, ξεκίνησε σταδιακά η προσπάθεια αποκατάστασης του άλσους. Οι μεταπολεμικές κυβερνήσεις, μέσω του υπουργείου Δημοσίων Έργων, επέδειξαν ενδιαφέρον για την ανασυγκρότηση του Πεδίου του Άρεως, αναγνωρίζοντας τη σημασία του ως πνεύμονα πρασίνου στο κέντρο της Αθήνας.
Καθοριστικό ρόλο στην αποκατάσταση έπαιξε το Ειδικό Ταμείο Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών και ιδιαίτερα ο πρόεδρός του, Ιωάννης Οικονόμου, ο οποίος ήταν και γενικός διευθυντής του υπουργείου. Ένα από τα πρώτα μέτρα που λήφθηκαν ήταν η επίλυση του χρόνιου προβλήματος της άρδευσης. Για τον σκοπό αυτό αξιοποιήθηκαν τα πλεονάζοντα νερά από την οδό Φωκίωνος Νέγρη. Το νερό διοχετεύτηκε με υπόγειες σωληνώσεις σε δεξαμενή που κατασκευάστηκε κοντά στην οδό Μαυρομματαίων, εντός του άλσους. Εκεί τοποθετήθηκε αντλητικό σύστημα, το οποίο μετέφερε το νερό στην κύρια δεξαμενή του πάρκου, απ’ όπου εξασφαλιζόταν η κατάκλιση για την άρδευση των περισσότερων τμημάτων του χώρου. Παράλληλα, κατασκευάστηκε δίκτυο κρουνών που επέτρεπε την άμεση παροχή νερού σε επιλεγμένα σημεία, ενώ έγινε και χρήση του νερού από το παλιό ιδιωτικό υδραγωγείο των αδελφών Παπαχελά, το οποίο απαλλοτριώθηκε για να ενσωματωθεί στο σύστημα παροχής του πάρκου. Η λειτουργική αποκατάσταση της άρδευσης αποτέλεσε τη βάση για την επαναφορά της φύτευσης σε ικανοποιητικά επίπεδα και την επιστροφή του πάρκου στον ρόλο του ως πολύτιμου δημόσιου χώρου για τους κατοίκους της πόλης.
Η μικρή ανάπλαση εν όψει των ολυμπιακών αγώνων του 2004
Στο πλαίσιο των προετοιμασιών για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας το 2004, το Πεδίον του Άρεως υπέστη μια περιορισμένης κλίμακας ανάπλαση. Οι παρεμβάσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στη βελτίωση της προσβασιμότητας και της αισθητικής του πάρκου, χωρίς να υπάρξει σημαντική ανανέωση της φυτοκάλυψης ή των υποδομών. Η φύτευση περιορίστηκε σε συμπληρωματικές ενέργειες, με στόχο την προσωρινή αναβάθμιση του χώρου για τις ανάγκες της διοργάνωσης.



Η μεγάλη ανάπλαση του 2008-2010
Μια δεκαετία αργότερα, το Πεδίον του Άρεως υπέστη μια εκτεταμένη και ριζική ανάπλαση με στόχο την πλήρη αναβάθμιση του πάρκου. Οι εργασίες ξεκίνησαν τον Απρίλιο του 2008 υπό την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη και ολοκληρώθηκαν (ή, σωστότερα, σταμάτησαν) στις 28 Δεκεμβρίου 2010. Το έργο κόστισε 9.663.990 ευρώ και ήταν χρηματοδοτούμενο από το τρίτο Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και εθνικούς πόρους. Η ανάπλαση περιλάμβανε:
• Φύτευση 1.200 δέντρων, 50.000 λουλουδιών, 7.500 θάμνων και 2.500 τριανταφυλλιών.
• Αντικατάσταση 22.650 τετραγωνικών μέτρων ασφάλτου με ένα εκτάριο χλοοτάπητα και ένα εκτάριο λουλουδιών.
• Εγκατάσταση 8.800 τετραγωνικών μέτρων μαρμάρου και 3.800 τετραγωνικών μέτρων γρανίτη σε μεγάλες τετράγωνες πλάκες.
• Αναβάθμιση των υποδομών, όπως το υπόγειο δίκτυο ύδρευσης, αποχέτευσης, συλλογής ομβρίων και παροχής ηλεκτρικού ρεύματος.
• Βελτίωση και αναβάθμιση του φωτισμού του πάρκου.
Η ανάπλαση βασίστηκε στη λογική της ιστορικής συνέχειας του πάρκου, δυστυχώς όμως αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα στην υλοποίησή της, με εργολάβους να κηρύσσουν πτώχευση, τις εργασίες να σταματούν και να συνεχίζουν διαρκώς, πολλά έργα να μένουν ημιτελή ή να μην «παραλαμβάνονται» από τις αρχές, καθώς ήταν γεμάτα κακοτεχνίες, και να μην υπάρχει καμία πρόβλεψη συντήρησης των έργων και των φυτεύσεων, με αποτέλεσμα πολλά από αυτά τα έργα και τις φυτεύσεις να μην καταφέρουν να επιβιώσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η πρόσφατη παρέμβαση του Ιδρύματος Ωνάση: φύτευση και υποδομές απόλαυσης
Το 2023, το Πεδίον του Άρεως γνώρισε μια νέα σημαντική παρέμβαση, αυτήν τη φορά με πρωτοβουλία και δωρεά του Ιδρύματος Ωνάση. Η παρέμβαση αυτή, συνολικής έκτασης 6.552 τ.μ., είχε στόχο την αναβάθμιση του πάρκου, καθιστώντας το πιο προσβάσιμο, φωτεινό και πράσινο.

Φυτεύσεις με μεσογειακή ταυτότητα
Η φύτευση περιλάμβανε περισσότερα από 3.700 νέα φυτά, μεταξύ των οποίων 28 δέντρα, 2.651 θάμνοι και 1.028 αγρωστώδη. Οι φυτεύσεις πραγματοποιήθηκαν τόσο στο πλάτωμα του Άλσους Οικονομίδη όσο και κατά μήκος της υδάτινης διαδρομής. Στο Άλσος Οικονομίδη δημιουργήθηκαν τρεις διακριτές φυτοκοινωνίες:
• Ξηροφυτικό τοπίο, με κυρίαρχα φυτά την ελιά, τη λυγαριά και τον σχίνο, παραπέμποντας στο τοπίο των Κυκλάδων.
• Δασικό μεσογειακό τοπίο, με φυτά όπως η χαρουπιά, η κουκουναριά και η μυρτιά.
• Ημιορεινό τοπίο, με φυτά όπως ο πλάτανος, η βελανιδιά και το σφενδάμι.
Οι εναλλαγές των φυτών προσφέρουν μια συνολική αίσθηση της Μεσογείου, με διαφορετικές υφές και χρώματα. Η Υδάτινη Διαδρομή του πάρκου εμπλουτίστηκε με νέα, μεγάλα πλατάνια που γρήγορα σχημάτισαν ένα μοναδικό σημείο δροσιάς, ενώ αντικαταστάθηκαν 250 μαρμάρινες πλάκες σε όλη την έκταση του πάρκου, που αποτελούσαν τα καλύμματα των καναλιών εκροής των υδάτων και είχαν καταστραφεί με το πέρασμα του χρόνου. Με την αντικατάστασή τους, αναβαθμίστηκε η εικόνα του πάρκου και η διαδρομή έγινε πιο προσβάσιμη. Επιπλέον, στον χώρο των Αριών σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν καθίσματα και τραπέζια από μέταλλο και ξύλο για να ξεκουράζονται οι περαστικοί κάτω από τη σκιά των δέντρων.
Σύγχρονες προκλήσεις και προοπτικές του Πεδίου του Άρεως
Το Πεδίον του Άρεως, παρά τις ιστορικές και πρόσφατες επεμβάσεις, εξακολουθεί να βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ οράματος και πραγματικότητας. Από τη φύτευση του Βοσυνιώτη μέχρι τις αναπλάσεις του 21ου αιώνα, το πάρκο έχει διανύσει μια πορεία με πολλές μεταμορφώσεις, καθεμία με το δικό της αποτύπωμα στο τοπίο και στη συνείδηση των Αθηναίων.
Σήμερα, οι προκλήσεις είναι άλλου τύπου: η καθημερινή συντήρηση, η επαρκής άρδευση, η φροντίδα του φυτικού υλικού, η βιωσιμότητα των φυσικών πόρων με σύγχρονες πρακτικές διαχείρισης και η εκ νέου νοηματοδότηση του πάρκου ως ζωντανού δημόσιου χώρου. Χρειάζεται διαρκής παρουσία, θεσμική υπευθυνότητα και κοινωνική συμμετοχή για να παραμείνει το Πεδίον του Άρεως ένας χώρος ανοιχτός, λειτουργικός και φιλόξενος.
Οι προοπτικές είναι ενθαρρυντικές: η ενεργοποίηση θεσμών, η κινητοποίηση πολιτών αλλά και το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον δημόσιο χώρο δείχνουν ότι το πάρκο μπορεί να συνεχίσει να μεταμορφώνεται, όχι μόνο αισθητικά αλλά και ουσιαστικά. Να γίνει δηλαδή ένας χώρος όπου το πράσινο δεν είναι διακοσμητικό αλλά πολιτική θέση, ένα πεδίο άσκησης του δικαιώματος στην πόλη.


Ο Δημήτρης Καλαντζής είναι δημοσιογράφος και εκπρόσωπος της οργάνωσης «Πεδίον του Άρεως ΤΟ ΠΑΡΚΟ ΜΑΣ»
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.