ΕΔΩ ΚΑΙ ΠΑΝΩ από τρεις εβδομάδες, η περιοχή γύρω από το σπίτι μου στα Πετράλωνα ξυπνά πολύ νωρίς το πρωί απ’ τα χτυπήματα των οικοδομικών μηχανημάτων: εταιρείες σκάβουν τους δρόμους για να «φυτέψουν» οπτικές ίνες, ιδιοκτήτες ανακαινίζουν τα διαμερίσματά τους, κάποιοι κατεδάφισαν ολόκληρο τον τελευταίο όροφο μιας κοντινής μου πολυκατοικίας. Έπινα τσάι και κοίταζα από το μπαλκόνι τους εργάτες να γκρεμίζουν τους τοίχους, κι ανάμεσά τους, αυτός που κόπιαζε περισσότερο, ήταν ο χειριστής του κομπρεσέρ.
Οι εργασίες ξεκινούν από τις 8 κι έχω την αίσθηση πως ολόκληρη η πόλη ανοικοδομείται σαν να έχει προηγηθεί κάποια τρομερή καταστροφή ή να πλησιάζει ένα σπουδαίο γεγονός, μετά το οποίο τίποτα στην Αθήνα δεν θα είναι πια το ίδιο. Φαντάζομαι πως κάπως έτσι θα έμοιαζε η πόλη τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων ή και νωρίτερα, τα χρόνια της εσωτερικής μετανάστευσης, όταν ο πληθυσμός της πολλαπλασιάστηκε μέσα σε ένα ελάχιστο χρονικό διάστημα.
Το χτίσιμο είναι ταυτισμένο στο κεφάλι μου με την ανάπτυξη, έστω την ανάπτυξη του χειρότερου είδους. Κι ενώ δεν ήμουν εδώ για να ξέρω, φαντάζομαι πως όταν το αστικό τοπίο μεταβαλλόταν και εξαφανίζονταν οι διπλοκατοικίες και οι αυλές, υπήρχε η αίσθηση πως κάποιοι θα έρχονταν να κατοικήσουν στην κολοσσιαία χουντική πολυκατοικία. Και μπορεί να μη μάθαινες ποτέ το όνομά τους, ωστόσο απ’ τις κουζίνες τους θα έβγαινε η μυρωδιά του κρεμμυδιού που ξεφλουδίζεται ή θα τους άκουγες να μιλάνε στα παιδιά τους.
Και αυτή την παράλογη διαδικασία εκδίωξης των κατοίκων ακριβώς μέσω της δημιουργίας νέων κατοικιών, των ανακαινίσεων και των αναπλάσεων φαίνεται πως δεν τη σταματάει τίποτα.
Το 2025, η οικοδομική δραστηριότητα γνωρίζει πάλι έξαρση, αλλά ο πληθυσμός της πόλης διαρκώς φθίνει: ό,τι ανακαινίζεται γύρω μου, γνωρίζω πως θα γίνει Airbnb, όσο περισσότερα διαμερίσματα χτίζονται τόσο λιγότεροι άνθρωποι θα κατοικούν κοντά μου. Είναι μια ενοχλητική αντιστροφή της κανονικότητας, πλέον δεν έχω κανέναν λόγο να υπομένω τον θόρυβο του κομπρεσέρ, που μες στον ύπνο μου θυμίζει ήχο μυδραλιοβόλου και με ξυπνάει τρομοκρατημένο.
Κοιτώντας τις πόλεις από το αεροπλάνο, ανάμεσα στο χωρίς τέλος πράσινο ή καφέ ή γαλάζιο, υποθέτουμε πως αυτές αποτελούν «τον χώρο του ανθρώπου», τον χώρο που εμείς χτίζουμε και γκρεμίζουμε, και είναι το δικό μας, όχι το φυσικό περιβάλλον: ο νόμος είναι το κομπρεσέρ μας και ως εκ τούτου είναι ωραίο που το αστικό τοπίο μεταβάλλεται διαρκώς, γιατί αντικατοπτρίζει τη δική μας αλλαγή. Όταν όμως το σκέφτομαι καλύτερα, συνειδητοποιώ πως οι πόλεις δεν ανήκουν στον άνθρωπο εν γένει: από τα βουλεβάρτα του Haussmann στο Παρίσι, που σχεδιάστηκαν ώστε να μην τα κλείνουν εύκολα τα οδοφράγματα κατά τις εξεγέρσεις, έως τα ονόματα των δρόμων και των πλατειών στην Αθήνα, η πόλη αναδεικνύεται ως ένας χώρος όπου πάντα κάποιος μένει απ’ έξω. Έτσι σφραγίζεται ο δημόσιος χώρος στις πόλεις εδώ και αιώνες και πλέον το ίδιο συμβαίνει και με τα σπίτια μας που αγοράζονται από επενδυτές, οι οποίοι δεν σκοπεύουν καν να τα επισκεφτούν.
Επιστρέφοντας τώρα στο δικό μου στενό, πρέπει να πω πως τον μεγαλύτερο θόρυβο τους τελευταίους μήνες τον προκάλεσαν οι εργασίες κατεδάφισης δυο μονώροφων σπιτιών του μεσοπολέμου. Ήταν κτίρια «ανάξια προστασίας», μικρά και χωρίς τον παραμικρό διάκοσμο, ό,τι πρέπει για να αντικατασταθούν με αυτές της νέας γενιάς πολυκατοικίες που σήμερα έχουν γίνει όλες γκρι με λευκές λεπτομέρειες, αποστειρωμένες σαν εταιρικά γραφεία.
Και αυτή την παράλογη διαδικασία εκδίωξης των κατοίκων ακριβώς μέσω της δημιουργίας νέων κατοικιών, των ανακαινίσεων και των αναπλάσεων φαίνεται πως δεν τη σταματάει τίποτα. Οπότε δεν μπορώ καν να φανταστώ πότε θα σταματήσει να ξυπνάει το κομπρεσέρ των διπλανών. Πιθανότατα θα συνεχίσει μέχρι που δεν θα μένει κανένας δίπλα μου –και μάλλον δεν θα μένω ούτε εγώ πια εδώ–, αλλά τουλάχιστον τότε θα σταματήσει γιατί δεν θα έχει απομείνει και κανείς για να το βάλει μπρος και να σκάψει.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη ΚΟΚΕΤΑ της LiFO.