ΑΡΧΕΣ ΜΑΪΟΥ και η επίσημη έναρξη της «σκληρής» τουριστικής περιόδου βρίσκεται προ των πυλών, αν και πλέον αυτή μοιάζει σα να μη λήγει ποτέ. Όλοι οι προορισμοί έχουν γίνει πια «prime» και καμιά εποχή του χρόνου δεν είναι αρκετά ψυχρή για να κρατήσει τους τουρίστες μακριά. Και που ‘σαι ακόμα…
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του υπουργείου Τουρισμού, το 2028 αναμένονται πάνω από 40 εκατομμύρια επισκέπτες ως αποτέλεσμα και των γεωμετρικά αυξανόμενων αφίξεων από χώρες / αγορές όπως η Κίνα και η Ινδία. Ίσως θα πρέπει να κλείσουμε από τώρα κανένα υπερτιμημένο δωμάτιο για το καλοκαίρι εκείνο, γιατί έξι μήνες πριν, όπως έχει γίνει πλέον το σύνηθες (και αν βρεις), δεν θα είναι πια αρκετοί.
Τα καλοκαίρια μας δεν είναι αυτά που ήταν κάποτε, όπως επιβεβαιώνουν και δύο δυσοίωνες ανταποκρίσεις από την Αθήνα που δημοσιεύτηκαν προχθές Δευτέρα, η μία στον Guardian και η άλλη στους Financial Times.
Η Αθήνα, μαζί με άλλες μητροπόλεις του πλανήτη όπως το Ντάλας, η Λισαβόνα, το Σίδνεϊ και το Κέιπ Τάουν, αποτελούν αυτό που ορισμένοι επιστήμονες αποκαλούν «καθιστές πάπιες», δηλαδή εύκολη λεία για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που πλέον μόνο ακραία δεν είναι.
Στο πρώτο άρθρο το κεντρικό ζήτημα είναι οι ελλείψεις στο τουριστικό προσωπικό, οι οποίες είναι τόσο μεγάλες ώστε λίγες εβδομάδες μόλις πριν από την μεγάλη εισβολή, εκτιμάται ότι 80.000 θέσεις εργασίας δεν έχουν ακόμη καλυφθεί στον τομέα της εστίασης και των ξενοδοχείων.
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας σημειώνεται επίσης ότι κάποιες από τις θέσεις αυτές πρόκειται να καλύψουν οι αιτούντες άσυλο, οι οποίοι μέχρι πρότινος βολόδερναν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, αναλαμβάνοντας εργασία στη βόρεια Ελλάδα αργότερα αυτό το μήνα, αφού εκπαιδευτούν από την Πανελλήνια Ένωση Ξενοδόχων – «ένα πρωτοποριακό βήμα», όπως σημειώνει, μάλλον σαρκαστικά, το άρθρο, «σε μια χώρα όπου η ακτοφυλακή και άλλοι αξιωματούχοι έχουν κατηγορηθεί για παράνομες επιχειρήσεις απώθησης μεταναστών και προσφύγων» και όπου ο νέος υπουργός Μετανάστευσης, «ο πρώην ακροδεξιός ακτιβιστής Μάκης Βορίδης, έχει ορκιστεί να απελάσει όλους τους ‘παράνομους μετανάστες’».
Ακόμα πιο δυστοπικό, ειδικά για τους ήδη αλαφροΐσκιωτους κατοίκους της πρωτεύουσας, είναι το προχθεσινό άρθρο των Financial Times με τίτλο “Sitting Ducks” και υπότιτλο «Οι πόλεις που είναι πιο ευάλωτες στις κλιματικές καταστροφές». Στην κατηγορία αυτή βρίσκεται η Αθήνα, που μαζί με άλλες μητροπόλεις του πλανήτη όπως το Ντάλας, η Λισαβόνα, το Σίδνεϊ και το Κέιπ Τάουν, αποτελούν αυτό που ορισμένοι επιστήμονες αποκαλούν «καθιστές πάπιες», δηλαδή εύκολη λεία για τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που πλέον μόνο ακραία δεν είναι.
«Οι κλιματικές και γεωγραφικές συνθήκες καθιστούν αυτές τις πόλεις εξαιρετικά ευάλωτες σε καταστροφές – πυρκαγιές και πλημμύρες – που σχετίζονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη», σημειώνει το άρθρο. Και το γεγονός ότι δεν έχει συμβεί κάποια πολύ μεγάλη καταστροφή σε κάποια από αυτές τις πόλεις, είναι απλά τυχαίο ή θέμα χρόνου, σύμφωνα με την Έριν Κόκλαν ντε Πέρεζ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Tufts, και ειδική σε θέματα κλιματικού κινδύνου.
Ίσως όμως το πιο δυσοίωνο στοιχείο του άρθρου προκύπτει από την ανησυχία του Διευθυντή ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, Κώστα Λαγουβάρδου, ο οποίος είδε πέρσι τη φωτιά να κυκλώνει το ίδρυμα, και σε κάποια στιγμή της συνέντευξής του «δείχνει ένα βουνό στον ορίζοντα», ως την επόμενη πιθανή εστία μιας μεγάλης πυρκαγιάς που θα απειλήσει σοβαρά την Αθήνα. Είναι ο Υμηττός, που στο μυαλό μας παραμένει ξερός, οικείος και υπεράνω πάσης υποψίας. Βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταξα καχύποπτα το γκρίζο βουνό. Μόνο αυτό μας έλειπε…