«Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα»: Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Στο περίφημο αυτοβιογραφικό έργο του Ευγένιου Ο’Νιλ κατοικούν, μέσα στην ίδια στιγμή, η επείγουσα επιθυμία για αγάπη και η πλημμυρίδα του θυμού. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα
0

Πάνω από τα κεφάλια τους περπατάει όλη μέρα, όλη νύχτα, ακούραστη, πυρακτωμένη. Έχει διανύσει τόσες χιλιάδες φορές την απόσταση από την κρεβατοκάμαρά της στο δωμάτιο των ξένων, ώστε θα μπορούσε κανείς να ψηλαφίσει ένα αδιόρατο χαντάκι σκαμμένο στο πάτωμα από το βάρος των βημάτων της.

Προτιμά τις πρώτες πρωινές ώρες, αλλά παραμένει γενικότερα ευέλικτη, εφόσον ανά πάσα ώρα και στιγμή –το αβάσταχτο δεν προγραμματίζεται– μπορεί να χρειαστεί να σκαρφαλώσει συννεφιασμένη τα σκαλοπάτια, να σπεύσει στα κρυμμένα σύνεργά της και να ποτίσει τις φλέβες της με λίγη λευκή αγαλλίαση. 

Πάνω από τα κεφάλια τους περπατάει, κι εκείνοι στήνουν αυτί, ανήσυχοι για κάθε της κίνηση, για κάθε λαθραίο ήχο. Αν και τώρα πια, μετά από τόσα χρόνια, έχουν αποστηθίσει την κάθε ανάσα που συνοδεύει τη δυσοίωνη τελετουργία του εθισμού της, το «πριν» και το «μετά», το πώς χλωμιάζει το πρόσωπό της και λάμπουν σαν πετράδια τα μάτια της κάθε φορά που το «δηλητήριο» γλείφει τα τοιχώματα των αρτηριών της, πνίγει φευγαλέα τον πόνο και διασφαλίζει την πολυπόθητη διαφυγή σε μια άλλη διάσταση, στο άσπιλο παρελθόν, όταν ήταν ακόμη μια όμορφη κοπέλα που ζούσε σε μοναστήρι κι ονειρευόταν να γίνει καλόγρια.

Προτού αρχίσει τον έγγαμο βίο της, προτού γίνει μητέρα, προτού καταλήξει μορφινομανής, προτού χάσει το ένα της παιδί, προτού την καταπιεί η οδύνη, ο εθισμός, η μοναξιά, οι τύψεις, η αγωνία για το μέλλον των γιων της.

Η ουσιαστική συνάντηση πατέρα - γιου στην τελευταία πράξη άπλωσε ενώπιόν μας όλες τις μύχιες αποχρώσεις αυτής της τόσο βασανισμένης σχέσης, βυθίζοντάς μας σε ένα κλίμα σπάνιας οικειότητας και τρυφερότητας που γεννάται μόνον όταν δύο άνθρωποι φανερώνονται ειλικρινά και ανεπιτήδευτα ο ένας στον άλλον.

«Είναι σαν να ορθώνει ένα ανάχωμα ομίχλης και να χάνεται πίσω του», λέει ο μικρότερος από τους δύο, ο Έντμουντ. «Και το κάνει επίτηδες, αυτό είναι το πιο τρομερό. Για να μην μπορούμε να τη φτάσουμε, να μας ξεφορτωθεί, να ξεχάσει ότι είμαστε ζωντανοί! Είναι σαν, παρόλο που μας αγαπάει, να μας μισεί!».

Αυτή η σπαρακτική αμφιθυμία υφαίνει όλο τον ιστό του περίφημου αυτοβιογραφικού έργου του Ευγένιου Ο’Νιλ: μέσα στην ίδια στιγμή κατοικούν η επείγουσα επιθυμία για αγάπη και η πλημμυρίδα του θυμού∙ η αποδοχή και η απόρριψη∙ η ανάληψη ευθύνης και η δήλωση απόλυτης άγνοιας∙ η καθήλωση του εθισμού και το όνειρο μιας άπιαστης, αδιανόητης ελευθερίας∙ το ξύπνημα των νεκρών και ο λήθαργος των ζωντανών∙ η οικογένεια ως φυλακή, ως τόπος αέναης εκδραμάτισης των ίδιων και των ίδιων τραυματικών επεισοδίων και σχέσεων και η οικογένεια ως τόπος αντιμετώπισης των δαιμόνων και λύσης των δεσμών που μπορεί να ανοίξει τον δρόμο προς την πολυπόθητη κάθαρση («να αντιμετωπίσω τους νεκρούς και [...] να γράψω αυτό το έργο με βαθύ αίσθημα οίκτου και κατανόησης και συγχώρεσης για τους τέσσερις στοιχειωμένους Ταϊρόν», σημειώνει ο Ο’Νιλ στην αφιέρωση προς τη σύζυγό του, Καρλότα). 

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Η Μπέττυ Αρβανίτη, έχοντας κατακτήσει, πολλά χρόνια τώρα, μια αξιοζήλευτη υποκριτική ωριμότητα και δεξιοτεχνία, εδώ δυστυχώς παραήταν «καλή μαθήτρια»: έπαιξε by the book, τα έκανε όλα «σωστά» και ίσως γι’ αυτό αισθανθήκαμε στερημένοι από την ηδονή που μόνο η εντελώς προσωπική επιλογή και έκπληξη μπορούν να μας χαρίσουν. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Και θα μπορούσε το έργο αυτό να ιδωθεί (όπως και έχει ιδωθεί) ως ένας θρήνος για την απώλεια της μητέρας. Μιας μητέρας αποτραβηγμένης, απούσας, μιας μητέρας-φάντασμα που τριγυρνά στη σοφίτα, επιμένοντας να αναζητά τη δική της ιστορία, που ανατρέχει διαρκώς στην «αρχή», τότε που ήταν ακόμη σε επαφή με την επιθυμία της, και, ενώ βρίσκεται σε αυτήν τη διαδικασία, αρνείται να παίξει τον ρόλο της μητέρας, αρνείται να συνδεθεί με την πραγματικότητα του συζύγου και των γιων της, αφήνοντάς τους έκθετους, χωρίς «σπιτικό», ορφανούς, να θαλασσοδέρνουν κυριολεκτικά και μεταφορικά, αλκοολικούς, ανίκανους να συνάψουν ερωτικές σχέσεις, να αυτονομηθούν, να ενηλικιωθούν, να δημιουργήσουν μια ζωή με νόημα και χαρά.  

Αν οι τρεις άνδρες της οικογένειας μιλούν με λόγια δανεικά και στίχους «ξένους», η Μαίρη Ταϊρόν είναι η μόνη που αρθρώνει τον απόλυτα δικό της λόγο: όσο παραληρηματικός, παράξενος και σχεδόν παρανοϊκός μπορεί να ακούγεται, είναι όμως πρωτότυπος. Η «τρελή» Μαίρη είναι η πραγματική καλλιτέχνις του έργου¹ και η θέαση αυτή συνιστά μια σπουδαία πράξη ανασκευής του παρελθόντος, μια μετουσιωτική κίνηση αναπαράστασης κι ένα λυτρωτικό άλμα αγάπης και συγχώρεσης από έναν γιο προς μια μητέρα. 

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ενώνονται εδώ σε ένα αρμονικό, αξεδιάλυτο όλον, βαρύ, μελαγχολικό και αθεράπευτα φθαρμένο. Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Πιστεύω πως δύο πράγματα θα μου μείνουν περισσότερο στη μνήμη από την παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Καραντζάς. Το πρώτο είναι η ατμόσφαιρα: η αίσθηση ότι έχουμε βρεθεί κάτω από την επιφάνεια της γης, σε ένα ξεχασμένο ορυχείο, σε κάποιο ασυνήθιστο εργοτάξιο, όπου διαμένουν τέσσερις άνθρωποι, με λειψό οξυγόνο κι έναν γλόμπο να τους φωτίζει.

Τέσσερις άνθρωποι που δεν φεύγουν ποτέ, ακόμη κι όταν ισχυρίζονται ότι πάνε κάπου αλλού, τέσσερις άνθρωποι φυτεμένοι στο χώμα, σαν ήρωες του Μπέκετ, που όχι μόνο δεν καταφέρνουν –όσα λαγούμια κι αν σκάψουν στο πέρασμα των χρόνων– να φτάσουν στην «αρχή», στην πρωταρχική αιτία του «κακού», να το δουν και να το ξορκίσουν, αλλά αναδύονται πάντοτε στο ίδιο σημείο ενοχής, αγανάκτησης και μεταμέλειας, εκτελώντας αδιαλείπτως το ίδιο μακρύ ταξίδι της μέρας μέσα στη νύχτα, αγνοώντας αν θα ξανάρθει η μέρα ή αν θα τελειώσει η νύχτα.

Τα σκηνικά της Ελένης Μανωλοπούλου, τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη και οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ενώνονται εδώ σε ένα αρμονικό, αξεδιάλυτο όλον, βαρύ, μελαγχολικό και αθεράπευτα φθαρμένο: δεν είναι μόνον η οικογένεια που λειτουργεί ως καταστροφικός εθισμός αλλά και ο χρόνος: «Το παρελθόν είναι το παρόν, έτσι δεν είναι; Είναι και το μέλλον, επίσης», λέει η Μαίρη Ταϊρόν.

Βαθιά συγκινητικές, επίσης, αποδείχθηκαν δύο από τις σκηνές της παράστασης: και παρόλο που ήταν οι μόνες, θα έλεγα ότι έδωσαν πολλά και συμπυκνωμένα. Γιατί, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή είχαμε αγγίξει το όριο της απελπισίας –η συμβατική προσέγγιση του κειμένου το έκανε να φαντάζει «παλιό», γερασμένο, κουραστικό, ξεκομμένο από την εποχή μας–, μετά από αυτές τις σκηνές το αισθανθήκαμε να ζωντανεύει και να μας αφορά.

Η ουσιαστική συνάντηση πατέρα - γιου (Αλέξανδρος Μυλωνάς -  Βασίλης Μαγουλιώτης) στην τελευταία πράξη άπλωσε ενώπιόν μας όλες τις μύχιες αποχρώσεις αυτής της τόσο βασανισμένης σχέσης, βυθίζοντάς μας σε ένα κλίμα σπάνιας οικειότητας και τρυφερότητας που γεννάται μόνον όταν δύο άνθρωποι φανερώνονται ειλικρινά και ανεπιτήδευτα ο ένας στον άλλον. 

Η οικογένεια και ο χρόνος ως καταστροφικοί εθισμοί Facebook Twitter
Φωτ.: Γκέλυ Καλαμπάκα

Η επόμενη σκηνή, μεταξύ των δύο αδελφών, ήταν και η πιο ριζοσπαστική: οι βουτιές του Αινεία Τσαμάτη (εξαιρετικός εδώ ο ηθοποιός) μέσα στο σκάμμα του σκηνικού αλλά και της αδελφικής αγάπης γκρέμισαν την εδραιωμένη στατικότητα με τις δονήσεις τους, ενώ ταυτόχρονα αποκάλυψαν τι μπορεί να συμβεί όταν ένας ταλαντούχος σκηνοθέτης αφήνεται ελεύθερος και τολμά: εν προκειμένω να εξερευνήσει τον ασυνείδητο ερωτισμό ανάμεσα στον Τζέιμι και τον Έντμουντ, επιτελώντας έτσι μια απρόσμενη queer στροφή ψυχαναλυτικής ερμηνείας, πέρα από τις συνήθεις αναπαραστάσεις της (και πόσο ενδιαφέρον θα είχε, αν έκανε το ίδιο και με τη σχέση μάνας - γιου!).

Η Μπέττυ Αρβανίτη, τέλος, έχοντας κατακτήσει, πολλά χρόνια τώρα, μια αξιοζήλευτη υποκριτική ωριμότητα και δεξιοτεχνία, εδώ δυστυχώς παραήταν «καλή μαθήτρια»: έπαιξε by the book, τα έκανε όλα «σωστά» και ίσως γι’ αυτό αισθανθήκαμε στερημένοι από την ηδονή που μόνο η εντελώς προσωπική επιλογή και έκπληξη μπορούν να μας χαρίσουν. 

1. «Long day’s journey into night: Modernism, post-modernism and maternal loss» της Gerardine Meaney, 1991

Η Παράσταση ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά με αλλαγές στη διανομή. Δείτε εδώ μέρες και ώρες παραστάσεων

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.

To νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσια ένα τραπέζι με φίλους

Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας / Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσία ένα τραπέζι με φίλους

Ο σπουδαίος λιβανέζος χορευτής και χορογράφος Omar Rajeh, επιστρέφει με την «Beytna», μια ιδιαίτερη περφόρμανς με κοινωνικό όσο και γαστριμαργικό αποτύπωμα, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η νύφη και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»

Θέατρο / Η Καρολίνα Μπιάνκι παίρνει το ναρκωτικό του βιασμού επί σκηνής. Τι γίνεται μετά;

Μια παράσταση-περφόρμανς που μέσα από έναν εξαιρετικά πυκνό και γοητευτικό λόγο, ένα κολάζ από εικόνες, αναφορές, εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες μάς κάνει κοινωνούς μιας ακραίας εμπειρίας, χωρίς να σοκάρει.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ακούγεσαι Λυδία, Ακούγεσαι ίσαμε το στάδιο

Επίδαυρος / «Ακούγεσαι, Λυδία, ίσαμε το στάδιο ακούγεσαι»

Κορυφαίο πρόσωπο του αρχαίου δράματος, συνδεδεμένη με εμβληματικές παραστάσεις, ανατρέχει σε δεκαπέντε σταθμούς της καλλιτεχνικής της ζωής στην Επίδαυρο και αφηγείται προσωπικές ιστορίες, επιτυχίες και ματαιώσεις, εξαιρετικές συναντήσεις και συνεργασίες, σε μια πορεία που αγγίζει τις πέντε δεκαετίες.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Ούρλιχ Ράσε και το παρασκήνιο της ιστορίας της Ισμήνης

Θέατρο / Η σκηνή του Ούρλιχ Ράσε στριφογύριζε - και πέταξε έξω την Ισμήνη

Στην παράσταση που άνοιξε την Επίδαυρο, ο Γερμανός σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει μια Αντιγόνη χωρίς Ισμήνη. Η απομάκρυνση της Κίττυς Παϊταζόγλου φωτίζει τις λεπτές –και άνισες– ισορροπίες εξουσίας στον χώρο του θεάτρου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μέσα στη γοητεία και στον τρόμο του Δράκουλα

Πρώτες Εικόνες / Dracula: Η υπερπαραγωγή που έρχεται το φθινόπωρο στην Αθήνα

Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου μιλά αποκλειστικά στη LiFO για την πιο αναμενόμενη παράσταση της επερχόμενης σεζόν, για τη διαχρονική γοητεία του μύθου που φαντάστηκε ο Μπραμ Στόκερ στα τέλη του 19ου αιώνα, για το απόλυτο και το αιώνιο μιας ιστορίας που, όπως λέει, τον «διαλύει».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ερωτευμένος με τον Κρέοντα

Θέατρο / Ο Rasche αγάπησε τον Κρέοντα περισσότερο από την Αντιγόνη

«Η εκφορά του λόγου παραδίδεται αμαχητί σε μια άκρατη δραματικότητα, σε ένα υπερπαίξιμο, σε μια βεβιασμένη εμφατικότητα, σε έναν στόμφο παλιακό που θα νόμιζε κανείς πως έχει εξαλειφθεί πλέον. Η σοβαροφάνεια σε όλο το (γοερό) μεγαλείο της». Έτσι ξεκίνησε φέτος η Επίδαυρος.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στο ζόφο του πολέμου

Θέατρο / Πολεμικοί Ανταποκριτές: Ψάχνοντας την αλήθεια μέσα στον ζόφο του πολέμου

Σε μια περίοδο που ο πόλεμος αποτελεί βασικό συστατικό της καθημερινότητάς μας, μια παράσταση εξετάζει όσα μεσολαβούν μεταξύ γεγονότος και πληροφορίας και πώς διαμορφώνουν την τελική καταγραφή και την ιστορική μνήμη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Θέατρο / Η τραγική ιστορία και η άγρια δολοφονία μιας θαρραλέας περφόρμερ

Όταν η Πίπα Μπάκα ξεκίνησε να κάνει oτοστόπ από την Ιταλία για να φτάσει στην Ιερουσαλήμ δεν φαντάστηκε ότι αυτό το ταξίδι-μήνυμα ειρήνης θα κατέληγε στον βιασμό και τη δολοφονία της. Mια παράσταση που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών αναφέρεται στην ιστορία της.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Θέατρο / Ο Σίμος Κακάλας ξορκίζει τα χάλια μας με μια κωμωδία γέλιου και αίματος

Τα «Κακά σκηνικά» είναι «μια κωμική κόλαση» αφιερωμένη στη ζοφερή ελληνική πραγματικότητα, μια απόδραση από τα χάλια της χώρας, του θεάτρου, του παγκόσμιου γεωπολιτικού γίγνεσθαι, ένα ξόρκι στην κατάθλιψη.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Χρήστος Παπαδόπουλος: «Κάθε μορφή τέχνης χρειάζεται το εσωτερικό βάθος»

Θέατρο / Χρήστος Παπαδόπουλος: «Mε αφορά πολύ το "μαζί"»

Το «τρομερό παιδί» από τη Νεμέα που συμπληρώνει φέτος δέκα χρόνια στη χορογραφία ανοίγει το φετινό 31ο Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας με τους Dance On Ensemble και το «Mellowing», μια παράσταση για τη χάρη και το σθένος της ωριμότητας.  
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Κάνεις χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη σου ανάγκη

Χορός / «Κάνουμε χορό γιατί αυτή είναι η μεγάλη μας ανάγκη»

Με αφορμή την παράσταση EPILOGUE, ο διευθυντής σπουδών της σχολής της Λυρικής Σκηνής Γιώργος Μάτσκαρης και έξι χορευτές/χορεύτριες μιλούν για το δύσκολο στοίχημα τού να ασχολείται κανείς με τον χορό στην Ελλάδα σήμερα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μαρία Κωνσταντάρου: «Ερωτεύτηκα αληθινά στα 58»

Οι Αθηναίοι / Μαρία Κωνσταντάρου: «Δεν παίζω πια γιατί δεν υπάρχουν ρόλοι για την ηλικία μου»

Μεγάλωσε χωρίς τη μάνα της, φώναζε «μαμά» μια θεία της, θυμάται ακόμα τις παιδικές της βόλτες στον βασιλικό κήπο. Όταν είπε πως θέλει να γίνει ηθοποιός, ο πατέρας της είπε «θα σε σφάξω». Η αγαπημένη ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις σημαντικότερες θεατρικές παραστάσεις αλλά και ταινίες της εποχής της είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ο Γιάννος Περλέγκας ανεβάζει τον «Κατσούρμπο» του Χορτάτση

Θέατρο / Γιάννος Περλέγκας: «Ο Κατσούρμπος μας είναι μια απόπειρα να γίνουμε πιο αθώοι»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί το έργο του Χορτάτση στο πλαίσιο του στο πλαίσιο του Κύκλου Ρίζες του Φεστιβάλ Αθηνών. Τον συναντήσαμε στις πρόβες όπου μας μίλησε για την αξία του Κρητικού συγγραφέα και του έργου του και την ανάγκη για περισσότερη λαϊκότητα στο θέατρο. Κάτι που φιλοδοξεί να μας δώσει με αυτό το ανέβασμα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Βασίλης Παπαβασιλείου

Απώλειες / Βασίλης Παπαβασιλείου (1949-2025): Ένας σπουδαίος διανοητής του ελληνικού θεάτρου

«Αυτό, λοιπόν, το οφείλω στο θέατρο: τη σωτηρία από την κακομοιριά μου»: Ο σκηνοθέτης, μεταφραστής, ηθοποιός και δάσκαλος Βασίλης Παπαβασιλείου πέθανε σε ηλικία 76 ετών.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
ΕΠΕΞ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΟΤΣΟΠΟΥΛΟΣ

Θέατρο / Δημήτρης Γκοτσόπουλος: «Ήμουν ένα αγρίμι που είχε κατέβει από τα βουνά»

Ο ταλαντούχος ηθοποιός φέτος ερμηνεύει τον Νεοπτόλεμο στον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή. Πώς κατάφερε από ένα αγροτικό περιβάλλον να πρωταγωνιστήσει σε μεγάλες τηλεοπτικές επιτυχίες και γιατί πέρασε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στην Πολύαιγο, διαβάζοντας «Βάκχες»;
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Θέατρο / Γιάννης Χουβαρδάς: «Το κοινό που έρχεται να σε δει είναι ο καθρέφτης σου»

Ο κορυφαίος Έλληνας σκηνοθέτης διασκευάζει φέτος τις τραγωδίες του Οιδίποδα σε ένα ενιαίο έργο και μιλά στη LiFO, για το πώς η μοίρα είναι μια παρεξηγημένη έννοια, ενώ σχολιάζει το αφήγημα περί «καθαρότητας» της Επιδαύρου, καθώς και τις ακραίες αντιδράσεις που έχει δεχθεί από το κοινό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ