Πιο πολύ κι από μια ακόμα ωδή στη Νέα Υόρκη, ο Νόα Μπάουμπαχ προσφέρει ένα εγκάρδιο δώρο στην πρωταγωνίστρια (και συν-σεναριογράφο) Γκρέτα Γκέρβιγκ, μια νεότερη εκδοχή της Annie Hall του Γούντι Άλεν, ένα αξιαγάπητο «γυναικορίτσι», ιδανικό κράμα αντιθέσεων: συμπαθής και εκνευριστική, γεμάτη διάθεση για ζωή αλλά κωμικά άτυχη, άτσαλη και ψαγμένη, σαχλή μα γενναιόδωρη, ματαιόδοξη και επώδυνα ειλικρινής, άκυρη γκόμενα, όπως τη «βαφτίζει» ο ένας από τους δυο συγκατοίκους της, αλλά γήινα ρομαντική, στην προσπάθειά της να συλλάβει εκείνη την σπάνια, μαγική στιγμή όπου δυο βλέμματα συναντιούνται και συνεννοούνται σιωπηλά στον δικό τους χωροχρόνο, μακριά από τους παρείσακτους και τους αδιάκριτους.

Η Φράνσις φιλοδοξεί να γίνει χορεύτρια, αλλά βασικά δοκιμάζεται από την ανεργία και τα έξοδα. Ο γκόμενος την παρατάει, η κολλητή της μετακομίζει, οι γονείς της τσοντάρουν και τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά, ωστόσο το ηθικό της δεν κάμπτεται εύκολα, χάρη στην αισιοδοξία της. Ως άλλο Bande a Part (κλείσιμο του ματιού στον Γκοντάρ και το γαλλικό Νέο Κύμα), βρίσκει κατάλυμα και καταφύγιο σε δυο νέα αγόρια. Οι στιγμές της καθημερινότητάς τους με αστεία, ανία και αυτό το σκότωμα χρόνου που είναι ίδιον της νεότητας γίνεται το κεντρικό μοτίβο της ταινίας. Ο Μπάουμπαχ απογυμνώνει την καθημερινότητα της Φράνσις Χα από το χρώμα της πόλης, δίνοντας έμφαση στη διαδοχή των καταστάσεων που της συμβαίνουν σαν τυχαία ενσταντανέ διαφορετικών ταχυτήτων: εκεί που βουλιάζει στον καναπέ βλέποντας ότι να ’ναι, τρέχει στον δρόμο κάνοντας πιρουέτες, κι ενώ αποφασίζει, σε πείσμα των περιορισμένων οικονομικών της, να πεταχτεί στο Παρίσι για ένα Σαββατοκύριακο, το ταξίδι καταλήγει σε μια σειρά μοναχικών περιπάτων, με τη Φράνσις έρμαιο του τζετ-λαγκ και της κακής περιαγωγής στο κινητό.

Η διαφορά του Μπάουμπαχ από τον Γούντι Άλεν είναι πως το δικό του Μανχάταν δεν είναι μια εξιδανικευμένη μητρόπολη βγαλμένη από το παλιό σινεμά, όπου μπορείς να συναντήσεις από γκάνγκστερ και μοιραίες γυναίκες μέχρι τον Μάρσαλ Μακλούαν. Όσο κι αν η Φράνσις την αγαπάει σαν το σπίτι της (τους παλιούς ουρανοξύστες, όπως αναφέρει), δεν παύει να είναι μια μόνιμη πηγή άγχους και απογοήτευσης, όπως όλες οι σύγχρονες πόλεις. Η μόνη προοπτική της είναι η καλή της καρδιά και, παρά τις down στιγμές της, η διάθεση να μείνει ζωντανή στο παιχνίδι και να προσπαθήσει για κάτι καλύτερο. Απέναντι στα πρότυπα των σέξι σταρ και των νέων κοριτσιών του Χόλιγουντ όπως η Τζένιφερ Λόρενς, η Γκρέτα Γκέρβιγκ ίσως δεν γίνει ποτέ μια κλασική πρωταγωνίστρια (όπως διαπιστώσαμε από το κακορίζικο remake του Άρθουρ), αλλά με αυτό το φιλμ, όπως και στην προηγούμενη συνεργασία της με τον Μπάουμπαχ στο Greenberg, φαίνεται ικανή να συνδυάσει μια παλιομοδίτικη ευαισθησία με την αντίληψη μιας σύγχρονης αντι-ηρωίδας. Άλλωστε, και η Νταϊάν Κίτον στα χαρτιά δεν γέμιζε το μάτι, ώσπου της δόθηκαν οι κατάλληλες ευκαιρίες.