Φαν των Άμπα δεν είμαι, αλλά ομολογώ ότι το θεατρικό Mamma Mia, με την απλή λογική της σεναριακής ανάπτυξης, την εκρηκτική παρέμβαση των ποπ τραγουδιών του σουηδικού συγκροτήματος και το λιτό σκηνικό που αφαιρετικά παρέπεμπε στο απαρασάλευτο ελληνικό καλοκαίρι είχε ψυχαγωγική επίδραση πάνω μου και δεν κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα. Βοήθησε βέβαια και η συμμετοχή του κοινού, κάτι που εκ των πραγμάτων δεν είναι εφικτό σε μια σκοτεινή αίθουσα. Αλλά ακόμη και αν το κοινό είχε όλη τη καλή διάθεση να σηκωθεί και να χορέψει, το καταιγιστικό μοντάζ, η σκόρπια σκηνοθεσία και οι μπερδεμένες ερμηνείες θα του έκοβαν την μπουκιά από το στόμα.

Αποφασισμένη πως μπορεί να μετατρέψει ένα μίνιμαλ μιούζικαλ σε μια φορτωμένη παραγωγή με μεγάλους σταρ και διαρκείς εναλλαγές, η Φίλιντα Λόιντ αφαιρεί από το Mamma Miaτο προνόμιο της αμεσότητας και της πηγαίας δύναμης των ωμών συναισθημάτων. Η υπόθεση φέρνει τρεις υποψήφιους μπαμπάδες μιας μελλόνυμφης νεαράς σε ένα μικρό ελληνικό νησί. Η 20χρονη Σόφι έχει διαβάσει το ημερολόγιο της ξενοδόχου μάνας και έχει ανακαλύψει πως «εκείνο το καλοκαίρι» μια από τις τρεις θερινές της σχέσεις μπορεί και να την έφερε στη ζωή. Δυο κολλητές της έρχονται στο νησί, μαζί με δυο παλιές φίλες της μαμάς, της Ντόνα, οι οποίες τραγουδούσαν με αυτήν κομμάτια των Άμπα στην τρελή τους νιότη - το φωνητικό τους γκρουπάκι λεγόταν Dynamos. Ένα συνεχές πινγκ πονγκ παρεξηγήσεων και διαλόγων με απωθημένα και αναμνησιολογία ξεφυτρώνει κάθε στιγμή, όπως άλλωστε και τα τραγούδια της δισκογραφίας των Άμπα, γύρω από τα οποία υφάνθηκε το σενάριο.

Η ταινία θα σας θυμίσει τα πάντα, από τις καλοκαιρινές μουσικές περιπετειούλες με τον Κλιφ Ρίτσαρντ και τον Έλβις Πρίσλεϊ μέχρι το Grease. Όλοι παίζουν τραβηγμένα, σαν να πρωταγωνιστούν σε ένα ελάχιστα αστείο slapstick με τούμπες και σεισμούς και χορούς και γλέντια. Η Μέριλ Στριπ έχει υπέροχη φωνή και βάζει τα δυνατά της να πείσει πως μια μάνα δεν μπορεί εύκολα να αποχωριστεί το παιδί της και παράλληλα να αντιμετωπίσει το ξεχασμένο παρελθόν της και τις ευθύνες που συσσωρεύονται από τη δουλειά και τη μοναξιά. Με τη φόρμα και τα αθλητικά της, η Στριπ περπατάει σαν χωριάτισσα, μια λαϊκή Αμερικανίδα που έχει ξεσηκώσει τις αδρές συνήθειες μιας νησιώτισσας, αλλά δεν ισορροπεί πουθενά στην πραγματικότητα.

Όπως συνήθως συμβαίνει στα μιούζικαλ, το ένα σκηνικό μετά το άλλο φιλοξενούν τα μουσικοχορευτικά νούμερα, αλλά ροή και συνέπεια απουσιάζουν. Μοιάζουν ατάκτως εριμμένα και εμφανώς δανεισμένα από τη σκηνική λογική, εκεί όπου το κιτς έχει ενότητα και περιέχεται σε ένα συγκεκριμένο κάδρο χωρίς φυσικό ντεκόρ, έτσι ώστε η αισιόδοξη υφή των τραγουδιών να φέρεται από τους ανθρώπους που τα ερμηνεύουν. Με τόση θάλασσα και μαγευτική θέα, το μάτι χάνεται, όπως χάνεται η αυτοσυγκέντρωση αλλά και ο βαθμός αληθοφάνειας μιας ούτως ή άλλως πουπουλένιας πλοκής.

Γνωρίζω πως τοMamma Miaδεν λογίζεται ως σοβαρό έργο - δεν είναι το West Side Story, δεν είναι καν ο Sweeney Todd. Τολμώ όμως να πω πως κάποιες από τις ταινίες του Δαλιανίδη είναι πιο σοβαρές στη σύλληψη και την εκτέλεσή τους, κι ας ξεχείλιζαν από δάνεια και υπεραπλουστεύσεις στην τυπολογία τους. Μόνο η Ελλάδα επωφελείται σε καθαρά τουριστικό επίπεδο (ας μη μιλήσουμε για τα απανωτά, σαν εγκεφαλικά, φολκλόρ) από την απίστευτη θέα και τα χρώματα που αποτύπωσε ο διευθυντής φωτογραφίας Χάρης Ζαμπαρλούκος. Και η ατρόμητη Μέριλ Στριπ, που διεύρυνε το πλουσιότατο βιογραφικό της με σχετική αξιοπρέπεια. Είναι εμφανώς γηραιότερη από το ρόλο, αλλά εδώ έχει σώσει άλλα κι άλλα, εκεί θα κόλωνε;