Μια πολύ παράξενη, μακρινή και αντίστροφη διασταύρωση του η Ζωή είναι ωραία με το Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ, το Τζότζο, που διεκδικεί 6 Όσκαρ (μεταξύ άλλων, αυτά της καλύτερης ταινίας και σεναρίου), ξεκινά από την αναπάντεχη προσγείωση της πατριωτικής φαντασίας ενός 10χρονου ναζί στην εμπόλεμη Γερμανία, στη σκληρή αποδοχή της προσωπικής και συλλογικής ήττας που διαφαίνεται, χωρίς να χάνει την ελπίδα, το χιούμορ και την τραγικότητά του.

 

Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης ενισχύει συνεχώς την αφήγησή του με περιστατικά, επιδιώκοντας συχνά το ανακουφιστικό χιούμορ μετά από μια τραγική στροφή (για να μην ξεχνάμε πού βρισκόμαστε και σε ποια περίοδο), και οι ηθοποιοί του τον ακολουθούν με έμπνευση.

 

Η ιστορία του μικρού Τζότζο, που, επειδή δεν τόλμησε να σκοτώσει ένα κουνελάκι μπροστά στους αιμοδιψείς και ευπειθείς συνομηλίκους του στη μιλιταριστική κατασκήνωση, του κόλλησε το κοροϊδευτικό παρατσούκλι «Τζότζο Κούνελος», ανακαλύπτει πως η μητέρα του κρύβει στο σπίτι μια έφηβη Εβραία, την Έλσα Κορ. Η συνάντησή του μαζί της τον σοκάρει: η πίστη του στο δόγμα του Χίτλερ είναι τόσο ακλόνητη ώστε ο καλύτερός του φίλος είναι ο επινοημένος Αδόλφος αυτοπροσώπως, που εμφανίζεται σε καίριες στιγμές, σε ελαφρώς φαιδρή εκδοχή, τον συμβουλεύει, τον επαινεί και τον μαλώνει.

 

Η προβολή του ηγέτη από το μυαλό ενός μικρού παιδιού φοράει ανάλογη συμπεριφορά και η ταινία του Τάικα Γουαϊτίτι, που υποδύεται τον Χίτλερ κεφάτα και εξωφρενικά, μοιάζει να οδηγείται από τα χέρια ενός έφηβου, προβληματισμένου και απλοϊκού ταυτόχρονα, που διαπιστώνει απρόθυμα την αφύπνιση του ερωτισμού και της ανθρωπιάς.

 

Η αποδόμηση των στερεοτύπων μέσα από τον διάλογο του Τζότζο με την οικόσιτη αντίπαλο αλλά και τη σπλαχνική και συχνά τεταμένη μητέρα του (Σκάρλετ Τζοχάνσον) διαρκεί τόσο ώστε να δημιουργηθεί στενή σχέση, μια σταδιακά εγκάρδια τριβή με διαστάσεις και συνέπειες που θα αλλάξουν τη ζωή του πιτσιρικά ριζικά, και όχι πάντα αναμενόμενα.

 

Ο Νεοζηλανδός σκηνοθέτης ενισχύει συνεχώς την αφήγησή του με περιστατικά, επιδιώκοντας συχνά το ανακουφιστικό χιούμορ μετά από μια τραγική στροφή (για να μην ξεχνάμε πού βρισκόμαστε και σε ποια περίοδο), και οι ηθοποιοί του τον ακολουθούν με έμπνευση, ειδικά η Τζοχάνσον, ο υπέροχος Σαμ Ρόκγουελ σε έναν πολύ σύνθετο και αστείο ρόλο, με αποχρώσεις που ο ίδιος δεν αφήνει από την αρχή να διαφανούν, και ο Ρόμαν Γκρίφιν Ντέιβις που τιμήθηκε από τα βραβεία SAG ως ο καλύτερος πρωτοεμφανιζόμενος της χρονιάς και μαζί με τη δεσποινίδα Τζούλια Μπάτερς από το Κάποτε στο Χόλιγουντ μας έκαναν να πιστέψουμε το αγέραστο ευφυολόγημα της Κάθριν Χέμπορν, πως δηλαδή οι ηθοποιοί δεν αξίζουν δα και Νόμπελ από τη στιγμή που κι ένα παιδί «μπορεί να το κάνει καταπληκτικά»!