Η Βρετανή σκηνοθέτις Σάνια Μπάτον είχε στο μυαλό της ένα ρομαντικό δράμα ανάμεσα σε δύο αδάμαστες ψυχές που πήγαν κόντρα στην εποχή τους, αλλά όταν βρίσκονταν η μία στην αγκαλιά της άλλης ο χρόνος έμοιαζε να σταματά και τα ταμπού να εξαφανίζονται.

 

Ο Έρωτας της Βιρτζίνια Γουλφ ήταν η Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, μια παραγωγική και εμπορικότατη συγγραφέας που θαύμαζε τη γραφή και το πνεύμα της συγγραφέως του Φάρου και επιδίωξε να τη γνωρίσει και να της γνωστοποιήσει τα αισθήματά της. Η πολιορκία μιας sui generis προσωπικότητας σαν τη Γουλφ δεν είναι απλό να απεικονιστεί με πειστικότητα.

 

Η ελαφρότητα της προσέγγισης των δύο γυναικών, το κοντράστ μεταξύ μιας εξωστρεφούς Βίτα και μιας μονοδιάστατα καταθλιπτικής Βιρτζίνια, καθώς και η επιλογή δύο μάλλον σέξι ηθοποιών που ελάχιστα μοιάζουν με την ανδρόγυνη Σάκβιλ και την ελάχιστα ελκυστική Γουλφ αφαιρεί από την ταινία κάθε ουσιαστική επαφή με την πραγματικότητα και την αληθοφάνεια ‒ αν και τα πράγματα μπορεί να ήταν πολύ χειρότερα αν η αδρά χυμώδης Έβα Γκριν αναλάμβανε τον ρόλο της Γουλφ, όπως είχε αρχικά αναγγελθεί.

 

Το αποτέλεσμα δεν διαφέρει από ένα λουσάτο, υπερσκηνογραφημένο, λαμπερά φωτογραφημένο σινε-μελόδραμα που αφήνει το ομοφυλοφιλικό σκάνδαλο του 1920 να μιλήσει από μόνο του, προτιμώντας να φλυαρεί ακατάπαυστα μέσα από τονισμένους, μπανάλ διαλόγους (η Αϊλίν Άτκινς συνέγραψε το σενάριο) και ένα ιλουστρασιόν περίβλημα που συχνά δυναμιτίζεται από πινελιές κομεντί, κυρίως λόγω της υποκριτικής ανεμελιάς της Άρτερτον.