Πέρα από τη ζωγραφική, η ζωή του Τζούλιαν Σνάμπελ δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από εκείνη του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Ο Αμερικανός υπερ-καλλιτέχνης είναι εξωστρεφής και ηθελημένα bigger than life, ένας άνθρωπος του κόσμου, πολυπράγμων, ζωντανή διαφήμιση των πολλών κατορθωμάτων του, πλούσιος και ερωτικά δραστήριος, με την επιχειρηματική συνείδηση να βαδίζει αγκαζέ με τα αναμφισβήτητα ταλέντα του.

 

Ο Ολλανδός μετα-ιμπρεσιονιστής, ένας ανασφαλής αναχωρητής που αποσύρθηκε για να βιώσει το δέος στην Τέχνη και να εμπνευστεί από τη φύση και το φως της, φοβόταν οτιδήποτε εγκόσμιο, επιδίωξε το μαρτύριο και δεν πρόλαβε ποτέ τη χαρά της ηθικής, πόσο μάλλον της υλικής ανταμοιβής των κόπων του. Η ζωή του έχει καταγραφεί πολλές φορές και με διαφορετικούς τρόπους και η έμφαση δινόταν σχεδόν πάντα στην παραζάλη που τον χαρακτήριζε, στην τρελή ιδιοφυΐα του και στα περιστατικά που καθόρισαν το έργο του.

 

Βασισμένη στις επιστολές του ίδιου του ζωγράφου αλλά και στην προφορική ιστορία, η ματιά του Σνάμπελ προσεγγίζει τον Βαν Γκογκ από τη σύγχυση της απόρριψης μέχρι την «άφιξή» του στην Πύλη της Αιωνιότητας, όπως λέει ο τίτλος.

 

Η ταινία του Τζούλιαν Σνάμπελ, πάνω σε σενάριο που συνέγραψε με τον θρυλικό Ζαν-Κλοντ Καριέρ, καταφέρνει να είναι μια ουσιαστική, πλήρης βιογραφία, αποφεύγοντας εσκεμμένα την επιδερμική καταμέτρηση και τη βαρετή αντικειμενικότητα. Βασισμένη στις επιστολές του ίδιου του ζωγράφου αλλά και στην προφορική ιστορία, η ματιά του Σνάμπελ προσεγγίζει τον Βαν Γκογκ από τη σύγχυση της απόρριψης μέχρι την «άφιξή» του στην Πύλη της Αιωνιότητας, όπως λέει ο τίτλος.

 

Οι λεπτομέρειες για τον βίο του δεν είναι αθροιστικές αλλά ποιοτικές και τονίζουν τη διαδικασία συναισθηματικών αντιθέσεων που συνθέτουν την ευφορία και την απογοήτευση, την αγωνία και την έκσταση, με αξιοθαύμαστη και κρουστή εσωτερικότητα. Μαζί με τον οπερατέρ του, τον Μπενουά Ντελόμ, ο Σνάμπελ δεν παρακολουθεί έναν ζωγράφο με τα πινέλα και τα τελάρα του να περιδιαβαίνει σκυφτός και περίπου χαμένος σε δρόμους και μονοπάτια, περιμένοντας τη μούσα και τη στιγμή, αλλά ωθεί τον θεατή να νιώσει ακριβώς ό,τι και ο Βαν Γκογκ: από τον δισταγμό και την αναγνωριστική ενατένιση μέχρι το δώρο της ανακάλυψης της μεγάλης στιγμής, όπως ο δημιουργικός πυρετός που γέννησε 75 πίνακες σε 80 ημέρες στην Άρλ.

 

Η ταινία ραψωδεί την άγια έξαρση και την ανίκητη ενέργεια με έναν τρόπο που μόνο ένας καλλιτέχνης που μιλάει για έναν άλλο καλλιτέχνη (και κατανοεί βαθιά τι σκέφτεται) θα μπορούσε να πετύχει. Χωρίς να γίνεται αποσπασματική ή ελλιπής, η ιδιοσυγκρασιακή βιογραφία αποφεύγει τη γραμμικότητα ακριβώς επειδή πραγματεύεται κάτι ελάχιστα απτό: την υπέρβαση. Όταν ο Γκογκέν μαλώνει τον Βαν Γκογκ γιατί οι πίνακές του είναι τόσο γεμάτοι χρώματα που μοιάζουν γλυπτικοί, εκείνος του απαντά πως ίσως ο Θεός τον έκανε ζωγράφο για ανθρώπους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη.

 

O Γουίλεμ Νταφόου στον καλύτερο ρόλο μιας μεγάλης καριέρας, για τον οποίο τιμήθηκε, με τον πρώτο του βραβείο μάλιστα, στο Φεστιβάλ Βενετίας.

 

Αυτό το (προφητικό) συμπέρασμα είναι μια σπάνια στιγμή υπερτονισμού σε μια ταινία όπου κυριαρχούν η λεπτότητα και το άρρητο. Αυτουργός αυτού του σπάνιου πορτρέτου είναι, χωρίς καμία αμφιβολία, ο Γουίλεμ Νταφόου στον καλύτερο ρόλο μιας μεγάλης καριέρας, για τον οποίο τιμήθηκε, με τον πρώτο του βραβείο μάλιστα, στο Φεστιβάλ Βενετίας.

 

Το πρόσωπο του Αμερικανού ηθοποιού ήταν ανέκαθεν το κύριο όπλο του, μια τρικυμία απειλής και συμπόνοιας που αλλάζει ταχύτατα και κατά βούληση, ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε αποστολής. Ως Βαν Γκογκ αποπνέει αφοπλιστική μοναξιά και απαρασάλευτη προσήλωση, λουσμένος στη χρυσαφιά αχλή της Προβηγκίας (ή στο χειμωνιάτικο μούχρωμά της), αξιοποιώντας τα διάφανα, ασκητικά χαρακτηριστικά του σαν ταπεινός μοναχός που καρτερεί τη θεϊκή εντολή, αλλά δουλεύει εξαντλητικά για να την κερδίσει.

 

Σε αντιδιαστολή με τη '50s σινεμασκόπ καλλιγραφία του Βινσέντε Μινέλι και το ρωμαλέο πορτρέτο του Κερκ Ντάγκλας, το Στην Πύλη της Αιωνιότητας ανεβάζει το επίπεδο και τον διάλογο περί τέχνης, ξεσκονίζοντας έναν μύθο που κινδυνεύει να τακτοποιηθεί σε μια εκπαιδευτική κανονικότητα, να γδυθεί δραματικά και εν τέλει να ιδρυματοποιηθεί.