Επίμονα και βασανιστικά τρομακτική εμπειρία και ανελέητη επίθεση στο συναίσθημα, η Διαδοχή καταλαμβάνει αυτόματα εξέχουσα θέση στο είδος του horror, και πιο συγκεκριμένα στο μεταφυσικό θρίλερ, για πολλούς λόγους.

 

Ο κυριότερος: ο σκηνοθέτης Άρι Άστερ, που εδώ κάνει το ντεμπούτο του στις ταινίες μεγάλου μήκους, αλλά έχει μακρά θητεία στις μικρού (δείτε στο διαδίκτυο το θεματικά ενοχλητικότατο The Strange Thing about the Johnsons), δεν διαπράττει το υφολογικό λάθος να τοποθετήσει την άψογα ελεγχόμενη, συμπαγή αισθητική του πάνω από τους χαρακτήρες, όπως συμβαίνει συνήθως με ορμητικούς filmmakers που θέλουν να αποδείξουν με το «καλημέρα» τι μπορούν να κάνουν ‒ και πόσα κόλπα χωράνε στο meta φάσμα που επιδιώκουν να πετύχουν.

 

Η Διαδοχή είναι το πορτρέτο μιας οικογένειας στο χείλος του γκρεμού. Η μητέρα της Άνι Γκρέιαμ μόλις έχει πεθάνει και η σχεδιάστρια κουκλόσπιτων βγάζει έναν αμήχανο επικήδειο, καθώς αναρωτιέται φωναχτά πώς και συνέρρευσαν τόσο πολλοί άνθρωποι στην κηδεία μιας μυστικοπαθούς, ακοινώνητης γυναίκας.

 

Ο Άστερ παίρνει μια απόσταση από την πνευματική διάσταση της πίστης και ενδιαφέρεται κινηματογραφικά για τα δύο πρόσωπα της απώλειας και του πένθους, το πραγματικό και το υπερφυσικό

Ο σύζυγός της, ο Στιβ, προσπαθεί πάντα να διατηρήσει τις ισορροπίες και την ψυχραιμία του: ο γιος τους, ο έφηβος Πίτερ, δεν τα πάει καλά με τη μητέρα του (ίσα ίσα που μιλάνε και όποτε επικοινωνούν, μοιάζουν έτοιμοι να αρπαχτούν για θαμμένα μυστικά του παρελθόντος) και η μικρότερη κόρη τους, η Τσάρλι, ζει κυρίως στον δικό της κόσμο, ζωγραφίζει μανιωδώς σε ένα σημειωματάριο και κρύβεται, όταν δεν κόβει το κεφάλι ενός περιστεριού ή δεν βγάζει περίεργους ήχους.

 

Η καρδιά της ταινίας, η Τόνι Κολέτ στην ερμηνεία της ζωής της, κουβαλάει έναν παλιό σταυρό σε κάθε της κίνηση, με κάθε εκφραστική σύσπαση του βασανισμένου προσώπου της, σε αντίθεση με την ψυχραιμία και το κοντρόλ που απαιτεί η λεπτόλογη εργασία της.

 

Αυτή και η οικογένειά της μοιάζουν μοιραία αποκλεισμένοι σε μία από τις μινιατούρες που ετοιμάζει για μια επερχόμενη έκθεση και ο Άστερ σκηνοθετεί με γεωμετρική απόσταση κάθε πλάνο που διαδραματίζεται στο σπίτι, χωρίς ούτε στιγμή να χρειαστεί να ενοχοποιήσει τον οίκο των Γκρέιαμ, όπως συνήθως συμβαίνει με τα «σπιτικά» θρίλερ που δαιμονοποιούν τα ντουβάρια και τα αντικείμενα.

 

Ενώ λοιπόν νομίζουμε πως το επίκεντρο του βαρύτατου δράματος είναι μια ψυχική ασθένεια κληρονομικής φύσης, άλυτη και αδιέξοδη, η παρέμβαση, τυχαία όπως τουλάχιστον φαίνεται, μιας συμπαθέστατης κυρίας που η Άνι γνωρίζει σε μια ομάδα υποστήριξης αλλάζει τη ρότα της ταινίας, χωρίς να αλλοιώσει τον ψυχρό τόνο της.

 

Η Τζόαν αγκαλιάζει την Άνι με την ενσυναίσθηση που έχει τόσο ανάγκη και επιχειρεί να μοιραστεί τον πόνο της απώλειας, υπενθυμίζοντάς της πως δεν είναι η μόνη που διανύει μαύρη φάση και προτείνοντας της κάτι που εναντιώνεται στη λογική και τον χαρακτήρα της ‒ η Αν Ντόοντ του «Handmaid's Tale» σε έναν ρόλο που παραπέμπει στη Ρουθ Γκόρντον από το Μωρό της Ρόζμαρι, αλλά χωρίς την υπονοούμενη ειρωνεία, είναι καταπληκτική.

 

Κι ενώ ο Εξορκιστής δείχνει από την αρχή τις επιθετικές του διαθέσεις με τον τρόπο που ο Γουίλιαμ Φρίντκιν αντιπαραθέτει την άρνηση της λογικής να δεχτεί τον διάβολο με τη θρησκεία και την ενοχή, ο Άστερ παίρνει μια απόσταση από την πνευματική διάσταση της πίστης και ενδιαφέρεται κινηματογραφικά για τα δύο πρόσωπα της απώλειας και του πένθους, το πραγματικό και το υπερφυσικό, προτείνοντας σε δεύτερο χρόνο το δεύτερο ως εξιλέωση.

 

Η Διαδοχή σπάει το καλούπι, καθώς ξεκινά με ακραίο ψυχολογικό ρεαλισμό και τον υπονομεύει με βραδυφλεγή μαεστρία προς ένα δαιμονικό αποκορύφωμα που δεν μαντεύεις με τίποτα.

Η Άνι εκπροσωπεί, στιλπνά και κρουστά, μια γυναίκα αποξενωμένη από τον εαυτό της, βαθύτατα φοβισμένη για την ψυχή της, την οποία βλέπει ως επικίνδυνο όπλο που δεν ορίζει, κατηγορώντας τη μητέρα της για πράγματα που ουσιαστικά αγνοεί και οικτίροντας το ρόλο της ως μητέρας.

 

Ο Άστερ εφαρμόζει σχήματα του horror για να μιλήσει για μια τραγική ύπαρξη που δεν ανήκει πουθενά και η οικογένεια από την οποία προήλθε, αλλά και εκείνη που δημιούργησε, αντί να λειτουργεί ως αποκούμπι, είναι ένα συνεχές σινιάλο επικείμενου θανάτου ‒ και όλα αυτά χωρίς να χρησιμοποιεί ιατρικούς όρους ή θρησκευτικές αναφορές, ακριβώς για να μην την εντάξει σε κλισέ κατηγορίες.

 

Με εξαίρεση το Τρέξε, που είναι μια κατηγορία από μόνο του, το είδος της φρίκης έμοιαζε, και συνεχίζει, δεν υπάρχει αμφιβολία, να κινείται στο μονόδρομο του schlock σοκ, με επαναλαμβανόμενα μοτίβα, φτηνές τρομάρες, πίδακες αίματος, μανιώδεις ανατροπές, αναμασήματα του παρελθόντος και «ανασκαφές» σίγουρων συνταγών, ατελείωτα sequels και reboots ‒ η τεράστια επιτυχία του Αυτό επιβεβαιώνει το γούστο του κυρίως νεανικού κοινού για ευδιάκριτα σημάδια του φόβου και της προσωποποίησής του.

 

Η Διαδοχή σπάει το καλούπι, καθώς ξεκινά με ακραίο ψυχολογικό ρεαλισμό και τον υπονομεύει με βραδυφλεγή μαεστρία προς ένα δαιμονικό αποκορύφωμα που δεν μαντεύεις με τίποτα. Ο Άστερ δήλωσε πως είχε πολλά πρότζεκτ στο μυαλό του και από τα περίπου δέκα σενάρια που γυρόφερνε, κατέληξε στο συγκεκριμένο, απλά και κυνικά, διότι είχε τις περισσότερες πιθανότητες να χρηματοδοτηθεί!

 

Αν η Διαδοχή είναι ο φωταγωγός προς το φορμάτ του μεγάλου μήκους, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο που τρελαίνεται για τη φρίκη (άσε που την αγαπά ιδιαίτερα και έχει δει ό,τι κυκλοφορεί) αλλά βρισκόμαστε μπροστά σε έναν μελλοντικό master, ικανό να κάνει ό,τι θέλει, σε οποιοδήποτε είδος.