Έμπειρος στον χειρισμό γυναικών με ιδιαίτερη προσωπικότητα που αναδεικνύονται μέσα από κρίσεις (Η Βασίλισσα) ή από τη μεγαλόθυμη απλότητά τους (Φιλομίνα), ο Στίβεν Φρίαρς καταπιάνεται με τη διαβόητη Φλόρενς Φόστερ Τζένκινς, μια πλουσία της καλής κοινωνίας της δεκαετίας του '40 στις ΗΠΑ, μια γυναίκα που αποφάσισε να δοκιμαστεί στην όπερα και το μόνο που κατάφερε ήταν να στιγματιστεί για πάντα: η μοναδική της ηχογράφηση, με δικά της έξοδα, και η εμφάνισή της στο Κάρνεγκι Χολ λίγο πριν από τον θάνατό της τής εξασφάλισαν τον αστικό θρύλο και μέχρι σήμερα την υστεροφημία της χειρότερης, πιο φάλτσης και ανυπόφορα κακόφωνης «σοβαρής» τραγουδίστριας όλων των εποχών. Η Μαργκερίτ του Ξαβιέ Ζανολί με την υπέροχη Κατρίν Φρο που είδαμε πέρσι πραγματευόταν ακριβώς την ίδια περίπτωση, με τη δράση μεταφερμένη στη Γαλλία και αλλαγμένα τα ονόματα, αλλά ο τόνος εδώ είναι διαφορετικός, συνολικά λιγότερο μελαγχολικός, προσανατολισμένος στη μείξη κομεντί και δράματος, παρόμοιος με του Mrs. Henderson Presents (και πάλι του Φρίαρς, με τη Τζούντι Ντεντς), που ωστόσο δεν παρακάμπτει τη διάχυτη θλίψη της πρωταγωνίστριας. Ο Βρετανός σκηνοθέτης θίγει, με τον ήπιο τρόπο που συνηθίζει, ένα βαθύτερο θέμα από το ίδιο το γεγονός της κυριολεκτικής και μεταφορικής εκτέλεσης κλασικών αριών, που δεν είναι άλλο από την ουσία της Τέχνης και την καλοπροαίρετη, αλλά εντελώς στρεβλή αντιμετώπισή της από ευγενικές, ατάλαντες υπάρξεις. Η πρόθυμη Τζένκινς, με δική της ομολογία, άργησε να ασχοληθεί σοβαρά με τη μουσική, αλλά όταν το επέτρεψαν οι περιστάσεις, δεν το έβαλε κάτω και δεν άφησε κανέναν ατάραχο από τις ανησυχίες και κυρίως τη φιλοδοξία της – χωρίς να είναι η κλασική αριβίστρια που επιβάλλεται με δόλια επιθετικότητα. Οι εποχές ήταν άλλες και, ενδεχομένως, μια σύγχρονη εκδοχή της Τζένκινς να αγόραζε ολόκληρο τηλεοπτικό σταθμό για να αναδειχθεί και να κάνει πλύση εγκεφάλου. Επειδή όμως το είδος στο οποίο επιδόθηκε δεν ήταν καθόλου ελαφρύ (κατά τη διάρκεια του πολέμου υπήρχε μια κάποια ποπ μουσική), τα όρια ήταν θολά και ο κύκλος περιορισμένος, και οικονομικά στριμωγμένος, όπως φαίνεται από την ελεημοσύνη που όντως ζητούσε ο πολύς Αρτούρο Τοσκανίνι από την αοιδό, αποφεύγοντας ευγενικά να σχετισθεί επαγγελματικά μαζί της, παρά τις οχλήσεις που δεχόταν για το αντίθετο. Σε έναν υποκριτικό κύκλο φιλανθρωπίας που απαρτιζόταν από άσχετες κοσμικές κυρίες και χασομέρηδες της προσκολλήσεως, σημαντικό ρόλο έπαιξε ο σύζυγός της, που στο φιλμ του Φρίαρς παίζει σημαντικό ρόλο σε σχέση με εκείνον του Ζανολί. Κι ενώ η ταινία δικαιωματικά ανήκει στη Μέριλ Στριπ και στην ικανότητά της να ξεχάσει πόσο καλή φωνή διαθέτει στην πραγματικότητα και να κρώζει δεξιοτεχνικά, βγάζοντας ταυτόχρονα την τρυφερή πλευρά μιας απελπισμένης, αυταπατώμενης γυναίκας, ο Χιου Γκραντ βρίσκει τον ρόλο της καριέρας του, καθώς στέκεται στο ύψος της απαιτητικής συμπρωταγωνίστριάς του. Ο Γκραντ, επί χρόνια εγκλωβισμένος στην επαναλαμβανόμενη μανιέρα του αμήχανου man-boy, αποτυπώνει το αυθεντικό συναίσθημα ενός αποτυχημένου ηθοποιού που αγαπάει γνήσια τη γυναίκα του και τη στηρίζει σε ένα ουτοπικό σχέδιο, σαν ένα θεατρικό στο οποίο κρατάει τον ρόλο του σημαντικού κομπάρσου.