Ο Κιάνου Ριβς είναι ένας εισπράκτορας διοδίων που μπλέκει άθελά του σε μια ληστεία τράπεζας και καταδικάζεται γιατί αρνείται να κατονομάσει τα μέλη της σπείρας, και ειδικά έναν τύπο που, απ’ ότι φαίνεται, γνωρίζει απ’ το γυμνάσιο και τον εκφοβίζει από τα εφηβικά τους χρόνια. Χωρίς κανένα πλάνο, ο Χένρι αποφυλακίζεται, η πρώην μνηστή του περιμένει παιδί από ένα άλλο μέλος της συμμορίας που επιχείρησε τη ληστεία κι η τύχη του αλλάζει όταν μια φουριόζα, νευρωτική ηθοποιός, τον τρακάρει με το αυτοκίνητό της καθοδόν προς το τοπικό θέατρο, όπου πρωταγωνιστεί στον κεντρικό ρόλο της Τζούλια στον Βυσσινόκηπο του Τσέχωφ.

Ο Χένρι βλέπει σ’ ένα ουρητήριο έναν παλιό χάρτη του Μεσοπολέμου που απεικονίζει ένα ξεχασμένο τούνελ στον χώρο του θεάτρου, που οδηγεί στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας. Του έρχεται η ιδέα να επιχειρήσει τη ληστεία που ποτέ δεν έκανε στην πραγματικότητα, πείθοντας τον συγκάτοικό του στο κελί της φυλακής, τον βετεράνο Μαξ που ποτέ δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει τη σιγουριά της «στενής», να κάνει αίτηση αποφυλάκισης για να τον βοηθήσει. Στο μεταξύ, έχει ερωτευθεί την Τζούλια και καταφέρνει, ενώ δεν έχει καμία σχετική παιδεία, να υποδυθεί τον Λοπάχιν, τον άνδρα που υπενθυμίζει στην ηρωίδα Ρανέφσκαγια πως ο κήπος της παιδικής της ηλικίας πρόκειται να βγει σε πλειστηριασμό οσονούπω.

Το έργο του Βένβιλ απορρίπτει, προφανώς για ευκολία στο σενάριο και πιθανώς για οικονομία, όλες τις κοινωνικό-πολιτικές προεκτάσεις του Βυσσινόκηπου (και μαζί τις ταξικές επισημάνσεις), εξισώνοντας τους πρωταγωνιστές σ’ ένα εργατικό περιβάλλον. Είναι έξυπνη η ιδέα ν’ αναλάβει τον κεντρικό ρόλο ο Κιάνου Ριβς, ένας ιδιαίτερα ανέκφραστος ηθοποιός, που θα μπορούσε ν’ αποδώσει πειστικά την ασχετοσύνη ενός ερασιτέχνη μπροστά στην πολυπλοκότητα ενός χαρακτήρα σαν τον Λοπάχιν. Ο Ριβς, ωστόσο, ήταν και παραμένει απλά ένας ανεπαρκής ηθοποιός, προικισμένος με δυναμική σωματική παρουσία και υποβλητική φωτογένεια που λειτουργούν περίφημα σε λακωνικές περιπέτειες, όπως το Matrix και το Speed - και να μην παραλείψουμε τους ρόλους του βλάκα στο Bill and Ted’s excellent adventure, στο πρωτότυπο και τη συνέχεια.

Στο Δικό μου Αϊντάχο του Γκας Βαν Σαντ σκότωσε τον Σαίξπηρ, όπως εκτέλεσε τον Μπραμ Στόουκερ με την παράφωνη ερμηνεία του στον Δράκουλα του Κόπολα, κι εδώ φαίνεται καθαρά πως δεν κατέχει το σπορ της σκηνής, ούτε καν στο κοντινό. Παρά, λοιπόν, τις φιλότιμες προσπάθειες του Βένβιλ και των σεναριογράφων Τζερβάσι και Γουάιτ να ενσωματώσουν ένα κλασικό έργο σε μια σύγχρονη ιστορία αγάπης κι εγκλήματος, με πολλές λεπτομέρειες να διανθίζουν τη διαδρομή προς τη ληστεία (όπως, για παράδειγμα, το παιχνίδι που γίνεται με τη χρήση του όπλου), το κέντρο είναι λειψό και αβαθές, ένα ανθρώπινο στοιχείο χωρίς παρελθόν και σπίθα, παρά την παθιασμένη προσπάθεια της Βέρα Φαρμίγκα στον διπλό ρόλο της Τζούλια και την δεξιοτεχνία του ικανού Τζέιμς Κάαν.