Σαν μια ανάσα που διακόπτει τον χρόνο, το έργο της Αριστέας Χαρωνίτη ξετυλίγεται στον ενδιάμεσο χώρο μεταξύ ανάμνησης και φαντασίας. Εκεί όπου δεν έχει μείνει τίποτε άλλο παρά μόνο η μυρωδιά. Μια μυρωδιά της στιγμής, μια γεύση déjà vu που αποπροσανατολίζει την αφήγηση του παρόντος και αναδύεται σαν ένας απόκοσμος απόηχος ενός παλιού συναισθήματος.
Η γραφή της είναι σχεδιακή, διαρκώς υπό διαμόρφωση, σαν μονοκοντυλιές σκέψεις που πλατσουρίζουν με παιδική αφέλεια στους κυκλώνες της μνήμης. Κάθε έργο, γκροτέσκο ή ρομαντικό, λειτουργεί σαν ψυχικό ίχνος, μια σημείωση που βρίσκεται στα περιθώρια της επίγνωσης. Η σχεδιαστική της γλώσσα δεν αποζητά λύσεις αλλά στοργή∙ μια στοργή που αναζητείται ακόμα κι όταν καμουφλάρεται πίσω από ιδιοτελή ελατήρια, εγωισμούς ή άρρητα συναισθηματικά φορτία.
Οι μορφές της εμφανίζονται και εξαφανίζονται, όπως τα ονειρικά επεισόδια που δεν θυμόμαστε πια ξεκάθαρα. Αφήνουν ίχνη, παρόμοια με αυτά του καλλιτεχνικού πατινάζ, λεπτά και αέρινα, που γλιστρούν ανεπαίσθητα στους κάλυκες της γλώσσας άλλοτε πικρά, άλλοτε γλυκά, άλλοτε στυφά ή όξινα. Είναι εικόνες ιδιωτικής σκέψης, ανάμνηση που ξεθωριάζει, ένα συναίσθημα που επιστρέφει με το άρωμα ενός προσώπου, τη ζεστασιά μιας κατάστασης που δεν μπορούμε πια να εντοπίσουμε.
«Ήταν άραγε όνειρο ή συνέβη στα αλήθεια; Ήταν μέρα ή νύχτα;» ερωτάται η ίδια, χωρίς να απαντά. Μονάχα μια μυρωδιά που επιμένει, σαν αυτόνομος επιζών του εφήμερου, την κρατά.
Ο κόσμος της Αριστέας είναι κατοικημένος από δυάδες, σώματα ερωτευμένα ή δεμένα με άλλου είδους δεσμούς, στιγμές τρυφερότητας και ταυτόχρονα αποχωρισμού. Εκεί όπου το κανάλι της όσφρησης μετατρέπεται σε πομπό και δέκτη ψυχικών δεδομένων. Η απώλεια, ο θάνατος, η απουσία, η αμηχανία της μνήμης γίνονται αντικείμενα ψυχικής αναμέτρησης μέσα από τις πιο ταπεινές ή και φαινομενικά ασήμαντες στιγμές. Ένα φαξ προς το υπερπέραν που δεν λειτουργεί, ένα καλώδιο που μπερδεύεται, ένα βλέμμα που δίνεται χωρίς να ανταποδίδεται είναι ο μίτος της συλλογιστικής της.
Κάθε έργο λειτουργεί σαν προσωρινός καθρέφτης ενός εσωτερικού εαυτού που προσπαθεί να συναντήσει την πραγματικότητα, να τη νιώσει, να την ακουμπήσει. Μα πριν τη συλλάβει, αυτή σβήνει. Η φθίνουσα πορεία της εικόνας, η ηθελημένη διαγραφή, οι σκιές και τα αχνά ίχνη στο έργο της, μαρτυρούν αυτό ακριβώς: τη μνήμη ως απουσία εικόνας, ως παρατεταμένη επίγευση, ως ολφαστικό απομεινάρι μιας αλήθειας που ποτέ δεν θα ειπωθεί.
Η δουλειά της Αριστέας δεν περιγράφει μονάχα αφηγηματικά σενάρια αλλά υπαινίσσεται. Δεν εξηγεί, μα δημιουργεί εκείνο το ρίγος, εκείνη τη σταματημένη ανάσα όταν κάτι, που έστω και για μια στιγμή, αναδύει αυτό που δεν θυμόμαστε. Ολισθαίνοντας κρυφά στους συνειρμικούς λογισμούς της θα άκουγε κανείς τριζοβολημένα:
«Σε είδα.
Σε ένα συννεφάκι πάνω.
Ήθελες να στείλεις φαξ και ήταν αστείο γιατί σε έβλεπα που ταλαιπωριόσουν με τη λειτουργία του φαξ και τα καλώδια.
Το φαξ ήταν σίγουρα για μένα.
Δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ άλλη περίπτωση.»
Εκεί ακριβώς, στο ασαφές αλλά συνάμα βαθιά οικείο και τρυφερό, εδρεύει και η εσωτερική της συγκίνηση που γίνεται χρώματα και σχήματα που μπλέκονται, συνομιλούν και εν τέλει αναδύονται ως άμωμες συλλήψεις του παραλόγου, με στοργή παιδικού παραμιλητού. Κι όπως οι μορφές της ξεθωριάζουν, το ίχνος αντί να εξανεμίζεται, γίνεται συνείδηση.
Νιόβη Κρητικού, Ιστορικός Τέχνης – Επιμελήτρια – Εικαστικός
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0