Αυτό που βλέπει κανείς στα έργα της Μαρίας Χαραλάμπους δεν είναι απλώς τοπία, αλλά ονειρικοί κόσμοι, κατοικημένοι από αέρινες φιγούρες και αόρατες αναπνοές. Τα έργα της μοιάζουν να αιωρούνται ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό, δημιουργώντας μια αίσθηση αλλόκοσμης ηρεμίας. Η Μαρία, αξιοποιώντας την τεχνική της γκουάς και της ακουαρέλας, χειρίζεται το υλικό της με τρόπο που επιτρέπει στο νερό να γίνει φορέας νοήματος και την ύλη με τρόπο που μιμείται τις αισθήσεις. Οι φόρμες της ρευστές, παραμένουν σε κίνηση, ανασαίνουν, κυλούν απαλά, σαν να γλιστρούν μέσα στο φως, αρνούμενες να αποκρυσταλλωθούν.
Κι όμως, αυτή η ρευστότητα δεν μένει άυλη. Το υδάτινο στοιχείο συναντά τη γη με τρόπο που θυμίζει λάσπη ή χώμα, ίσως και την πάχνη που αφήνει η πρωινή δροσιά μετά την καταιγίδα. Η ζωγραφική της δεν είναι μόνο συνειρμική, είναι και απτή. Δύο στοιχεία, νερό και γη, συνυπάρχουν παραδόξως, δημιουργώντας έναν τόπο τόσο υλικό όσο και συναισθηματικό μαζί, έναν κόσμο όπου η ύλη γίνεται εμπειρία, και η εμπειρία αφήνει σημάδι. Σαν την εικόνα μιας λίμνης που καθρεφτίζει τον ουρανό και ταυτόχρονα κρύβει μέσα της τη γη, συγκεντρώνοντας ακριβώς αυτά τα συστατικά της ύπαρξης, το ουράνιο, το υδάτινο αλλά και τον αιθέρα, σε μια εύθραυστη, ευθυγραμμισμένη και συνάμα γαλήνια ισορροπία.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, το κυπαρίσσι επανέρχεται σαν μοτίβο, σχεδόν σαν προσευχή. Στην πράξη λειτουργεί ως σημείο αναφοράς και έμπνευσης. Ένας κάθετος άξονας που συνδέει τη γη με τον ουρανό. Συχνά, το δέντρο αυτό με την κόμη του τρυπά τα σύννεφα, σαν να αναζητά την ένωση με το θείο, άλλοτε λικνίζεται σαν να λοξοδρομεί, ή να χορεύει τον χορό του Ζαλόγγου. Το αιώνιο μεταναστευτικό και οι πόλεμοι είναι θεματικές που απασχολούν έντονα την ίδια και διαφαίνονται μέσα στα έργα της, καθώς οι μορφές της μοιάζουν εγκλωβισμένες σε μια απόκοσμη, διαρκή μετακίνηση. Η παρουσία του δέντρου, λοιπόν, υποδηλώνει αυτόν τον διττό συμβολισμό· μια πνευματική ανάταση, μια αναπνοή ελπίδας μέσα στη μελαγχολία των τοπίων αλλά και ένα μνήμα, μια ανάμνηση των θανούντων.
Οι φόρμες και οι χειρονομίες της είναι κυκλικές και προμηνύουν γέννηση. Σαν μια αργή κυοφορία που εξελίσσεται μέσα στην επιφάνεια του έργου. Μορφές που θυμίζουν έμβρυα κρύβονται σε διαφανείς, αμνιακούς κόσμους, έτοιμες να εκκολαφθούν. Αυτή η αίσθηση γένεσης δεν είναι τυχαία, μα αποτελεί οργανικό στοιχείο της σύνθεσής της, η οποία στηρίζεται σε ρυθμικές στριφογυριστές επαναλήψεις και ήπιες μεταβάσεις και μετατονισμούς. Ο ρυθμός της ζωγραφικής της είναι αργός, στοχαστικός, με μια σχεδόν τελετουργική πειθαρχία. Θυμίζει ηπειρώτικο μακρόσυρτο χορό, επαναληπτικό, βαθύ, γεμάτο σιωπηλή συγκίνηση.
Η παλέτα της είναι γήινη, αλλά όχι βαριά. Συνδυάζει τις αποχρώσεις του χώματος με χρώματα που παραπέμπουν στο παραμύθι κυρίως ρόδινα και ώριμα κερασί, πρασινωπά, ώχρες αλλά και υποφωτισμένα μπλε με φωτεινά σημεία. Η Μαρία αξιοποιεί το χρώμα όχι μόνο ως αισθητικό εργαλείο, αλλά ως τρόπο συγκίνησης καθώς η κάθε απόχρωση μοιάζει να κρατά μέσα της ένα συναίσθημα. Έτσι, ο θεατής καλείται να αισθανθεί πριν κατανοήσει, να ακολουθήσει τον ρυθμό της όρασης πριν αναζητήσει το νόημα και η αίσθηση αυτή ταιριάζει πολύ με το παραδοσιακό, βουκολικό τοπίο.
Η παραδοξότητα των συνθέσεών της, άλλοτε γλυκιά και άλλοτε γκροτέσκ, συνομιλεί με την ψυχική της τοπογραφία. Είναι μια μεταρομαντική προσέγγιση, όπου η φόρμα διαστέλλεται από το συναίσθημα. Κάθε εικόνα φέρει κάτι από τον εσωτερικό της κόσμο, μια ευγένεια που ακουμπά την πληγή, μια σιωπή που μοιάζει με προσευχή.
Ως εικονογράφος, η Μαρία Χαραλάμπους αντλεί την ευαισθησία της από τον κόσμο του παραμυθιού και την ενσωματώνει με ανιδιοτέλεια στη ζωγραφική της πράξη. Αυτή η διττή της ταυτότητα χαρίζει στα έργα αφηγηματικές και ονειρικές ποιότητες, εικόνες που μεταφέρουν την αθωότητα του παιδικού βλέμματος και την τρυφερότητα μιας εσωτερικής συγκίνησης. Σαν να βλέπουμε τον κόσμο για πρώτη φορά, χωρίς φίλτρα, χωρίς φόβο.
Οι φιγούρες της εξαϋλώνονται μέσα στο τοπίο. Δεν στέκονται, κινούνται. Ακολουθούν το άπλωμα της γης, σαν να θέλουν να ενωθούν με αυτήν ή να διαχυθούν μέσα της για πάντα. Έτσι, τα τοπία της γίνονται κατοικημένες ψυχές και οι ψυχές, με τη σειρά τους, τόποι. Ο κόσμος της είναι παραδεισένιος και παραμυθητικός, ένας τόπος που μιλά για ύπαρξη, ταυτότητα, ηθική και ελπίδα.
Και για μένα, η ζωγραφική της Μαρίας, τόσο ονειρική, τρυφερή και λησμονική, μοιάζει με εκείνες τις μακρόσυρτες νύχτες που αφήνουμε το βλέμμα να χαθεί στα σύννεφα. Στις παύσεις ενός κόσμου που δεν χρειάζεται λόγια.
Μήπως, λοιπόν, η τέχνη της είναι η ίδια η ανάσα μας, μια απαλή ανάμνηση που μας θυμίζει να κοιτάξουμε ψηλά, ανάμεσα στα κυπαρίσσια;
Νιόβη Κρητικού, Ιστορικός Τέχνης | Εικαστικός
«στον δρόμο κυπαρίσσια, το αδύνατο αγκάλιασμα, τα μωρά στον ωκεανό, τα ποιήματα στο πόδι, τα πέλματα που τους απαγορεύεται να πατούν οποιαδήποτε γη, τα βράχια όταν διαβρώνονται, η κοσμική σούπα, το τοπίο που δεν υπάρχει, η θλίψη που δεν επιτρέπεται, η σκέψη που ντρέπεται, ο τόπος που θέλουμε να επιστρέφουμε, ο έρωτας που θεραπεύει, η ανώνυμη ποίηση, το βραχύ κύκλωμα της μοναξιάς, ο κόσμος πίσω από το βουνό, η τρυφερότητα αποκαλύπτει, το σώμα που κουβαλάει, η ζωγραφική με τα σύννεφα, τα δέντρα που μετακινούνται, η μουσική πριν την ησυχία, το μακρύ ταξίδι, οι γυναίκες που κρατιούνται απ΄ τα χέρια, η φύση που δεν είναι αποσπασματική, οι σημασίες που θολώνουν, η σιγουριά του τυχαίου, η μνήμη που δημιουργεί τον χρόνο, ωκεανός αγάπης, εσύ, εσύ, εσύ»
Μαρία Χαραλάμπους
- Facebook
- Twitter
- E-mail
0