ΚΑΘΕ ΧΡΟΝΙΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ κάποια «καυτά» βιβλία που εμφανίζονται σε όλα τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναφέρονται σε αμέτρητες λίστες και κυριαρχούν στις «καλοκαιρινές» προτιμήσεις των αναγνωστών. Είναι σπάνια όμως η περίπτωση ενός μυθιστορήματος που όχι μόνο υπερβαίνει το λογοτεχνικό σύμπαν για να κυριαρχήσει στην ευρύτερη πολιτισμική συζήτηση, αλλά εξακολουθεί να κάνει θραύση ένα χρόνο μετά την πρώτη του κυκλοφορία. Αυτή είναι η περίπτωση του «All Fours» (Στα τέσσερα) της συγγραφέως, σκηνοθέτριας, ηθοποιού και εικαστικού Μιράντα Τζουλάι, ενός παράξενου, σέξι και απροσδόκητου βιβλίου για μια γυναίκα που λίγο πριν τα πενήντα διαλύει η ίδια τη ζωή της και αφήνεται να χαθεί σε μια ερωτική δίνη. Με το που κυκλοφόρησε σχεδόν, έγινε αμέσως γνωστό από στόμα σε στόμα, και έκτοτε ο θόρυβος έχει γίνει όλο και πιο δυνατός. Το περιοδικό TIME ανακήρυξε την συγγραφέα του ως έναν από τους 100 «πιο επιδραστικούς» ανθρώπους του 2025 ενώ το βιβλίο έχει κερδίσει υποψηφιότητες για πολλά βραβεία και ήδη έχει πάρει το δρόμο της μεταφοράς του σε τηλεοπτική σειρά.
Εκτός από την ερωτική επιθυμία, η αφηγήτρια και το βιβλίο εξετάζουν θέματα όπως η γήρανση, η φιλοδοξία, η δημιουργικότητα, η θνησιμότητα, η μητρότητα και ο γάμος, θέτοντας πάντα υπό αμφισβήτηση την προκαθορισμένη πορεία των γυναικών στο δεύτερο μισό της ζωής τους.
Αναμφισβήτητα ωστόσο, ο μεγαλύτερος αντίκτυπος του μυθιστορήματος έχει να κάνει με τις συζητήσεις που ξεκίνησε, ειδικά ανάμεσα στις γυναίκες. Το βιβλίο περνάει από χέρι σε χέρι, καθώς πολλές αναγνώστριες πιέζουν ανυπόμονα τις φίλες, τις αδελφές, τις μητέρες, τις συγγενείς τους να το διαβάσουν. Πολλές το χαρακτήρισαν ως το βιβλίο που άλλαξε τη ζωή τους. Κάποιες το μίσησαν. Όλοι όμως όσοι διαβάζουν αυτό το βιβλίο έχουν κάτι να πουν γι' αυτό. Στο μυθιστόρημα, μια ανώνυμη αφηγήτρια – μια 45χρονη ημι-διάσημη καλλιτέχνιδα (όπως η ίδια η Τζουλάι) και παντρεμένη μητέρα ενός παιδιού – ξεκινάει ένα οδοιπορικό από το Λος Άντζελες στη Νέα Υόρκη, ένα δώρο στον εαυτό της, αφού μια εταιρεία ουίσκι της κατάβαλε 20.000 δολάρια για να χρησιμοποιήσει μια φράση της σε μια διαφήμιση. Η ίδια ελπίζει ότι το ταξίδι θα την μετατρέψει «στο είδος της χαλαρής, προσγειωμένης γυναίκας που πάντα ήθελα να είμαι». Μόνο που δεν καταφέρνει να φτάσει στο Μανχάταν. Με το ζόρι βγαίνει από το Λος Άντζελες και σταματάει για βενζίνη σε μια μικρή πόλη που ονομάζεται Μονρόβια. Εκεί, μια συνάντηση με έναν νεαρότερο άντρα, τον Ντέιβι, την οδηγεί σε ένα μοτέλ για τη νύχτα, όπου καταλήγει να περάσει τις επόμενες τρεις εβδομάδες (και να ξοδέψει όλο το ποσό που κέρδισε για να ανακαινίσει το δωμάτιο του μοτέλ σε στυλ παριζιάνικου ξενοδοχείου).

Το γεωγραφικό ταξίδι ανταλλάσσεται με ένα συναισθηματικό. Μια ολοκληρωτική επιθυμία για τον Ντέιβι ξεκινάει όχι μόνο μια σεξουαλική αφύπνιση αλλά και μια πλήρη επανεκτίμηση της ζωής στο μέσο της διαδρομής της. Επιστρέφοντας σπίτι, ο γιατρός της λέει ότι βρίσκεται στην περιεμμηνόπαυση, τη μεταβατική φάση πριν από την εμμηνόπαυση, όπου τα κυμαινόμενα επίπεδα ορμονών μπορούν να προκαλέσουν πλήθος σωματικών και συναισθηματικών αλλαγών. Όταν μαθαίνει ότι, σύμφωνα με τη βιολογία, η λίμπιντο της πρόκειται να «πέσει από τον γκρεμό», αυτό την ωθεί να κυνηγήσει με μανία τις επιθυμίες της, συνειδητοποιώντας ότι πρέπει να επιλέξει ανάμεσα σε «μια ζωή που περνούσε με λαχτάρα και προσμονή και σε μια ζωή που είναι διαρκώς απρόβλεπτη».
Εκτός από την ερωτική επιθυμία, η αφηγήτρια και το βιβλίο εξετάζουν θέματα όπως η γήρανση, η φιλοδοξία, η δημιουργικότητα, η θνησιμότητα, η μητρότητα και ο γάμος, θέτοντας πάντα υπό αμφισβήτηση την προκαθορισμένη πορεία των γυναικών στο δεύτερο μισό της ζωής τους. Κατά την κυκλοφορία του, το «All Fours» έλαβε σε μεγάλο βαθμό διθυραμβικές κριτικές. Οι New York Times το χαρακτήρισαν «το πρώτο μεγάλο μυθιστόρημα για την περιεμμηνόπαυση». Το New York Magazine το χαρακτήρισε «μια εντυπωσιακά ερεθιστική ιστορία για την αναζήτηση της σεξουαλικής και δημιουργικής ελευθερίας». Η κριτική της Washington Post υπήρξε προφητική, λέγοντας: «υπάρχει κάτι στο All Fours –η εξωφρενική σεξουαλικότητά του, το ιδιόρρυθμο χιούμορ του, η ειλικρινής αναζήτηση της αλλαγής– που θα μπορούσε να συσπειρώσει μια ολόκληρη γενιά γυναικών». Σχετικά με τα κίνητρά της για τη συγγραφή του βιβλίου, η Τζουλάι μίλησε για το έλλειμμα αφηγηματικής τέχνης για αυτή τη φάση της ζωής. «Αν συνέβαινε στους άνδρες αυτή η τεράστια αλλαγή, θα ήταν κάτι το μνημειώδες! Θα υπήρχαν τελετουργίες. Θα υπήρχαν γιορτές. Θα υπήρχαν δικαιώματα και θρησκείες», δήλωσε στον Guardian.
Ενώ όμως για πολλές αναγνώστριες το βιβλίο υπήρξε υπερβατικό, για άλλες η εμπειρία ήταν αρνητική, γεγονός που έχει οδηγήσει σε μερικές πολύ έντονες και διχαστικές συζητήσεις στις απανταχού λέσχες βιβλίου σχετικά με την αξία του. Πέρα από τις «αμφιλεγόμενες» επιλογές της αφηγήτριας –η σχέση με έναν νεαρό άνδρα ή η απόφασή της αργότερα να κάνει «ανοικτό» τον γάμο της– τριβές προκάλεσε και η προνομιούχα κατάστασή της (δεν έχουν πολλοί τον χρόνο ή τα χρήματα για να φύγουν για ένα ερωτικό road trip τριών εβδομάδων). Και ορισμένοι αναγνώστες απλώς δεν μπορούν να χωνέψουν τον χαρακτήρα της, χαρακτηρίζοντάς την ναρκισσίστρια, ανώριμη και αντιπαθητική.
Είτε πρόκειται όμως για ένα ριζοσπαστικό δείγμα «λογοτεχνίας της κρίσης της μέσης ηλικίας» είτε όχι, ο αντίκτυπος του βιβλίου δείχνει ότι υπάρχει μια δίψα για τέχνη που αποκαλύπτει πραγματικά τη μεταμορφωτική, ακατάστατη και μερικές φορές μαγική γυναικεία εμπειρία της μέσης ηλικίας. Ένα από τα αγαπημένα αποφθέγματα της συγγραφέως προέρχεται από τον Αλμπέρ Καμύ: «Η μυθοπλασία είναι το ψέμα μέσω του οποίου λέμε την αλήθεια».
Με στοιχεία από BBC Culture