Σπύρος Μεϊμάρης: «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής»

Σπύρος Μεϊμάρης: «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής» Facebook Twitter
Τρέφω, ξέρεις, μια ιδιαίτερη αγάπη στο κίνημα του ρομαντισμού, είτε αφορά την ποίηση, είτε την τέχνη, είτε τη μουσική. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO
0

Ας το πάρουμε από την αρχή: Γεννηθήκατε και μεγαλώσατε μέσα στην Κατοχή και τον Εμφύλιο. Διατηρείτε καθόλου μνήμες από τότε;
Βέβαια, και μία από τις πρώτες είναι η κατάληψη του Πύργου από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ τον Σεπτέμβριο του ’44. Ζούσαμε λίγο έξω από την πόλη κι ο πατέρας μου πηγαινοερχόταν από τη «ζώνη προστασίας» της Χωροφυλακής, που έφτανε μέχρι τον σταθμό του τρένου, στην ελεγχόμενη από τους αντάρτες περιοχή – εκεί βρισκόταν το Ινστιτούτο Σταφίδας του ΑΣΟ που διηύθυνε τότε. Έγιναν πολλές ακρότητες, από αυτές που συχνά έκαναν και οι δύο πλευρές, τα είδε και μας τα αφηγούνταν. Θυμάμαι επίσης τον ήχο των όλμων που εκτοξεύονταν στη μάχη που προηγήθηκε, όντας όμως μικρό παιδί αυτό με διασκέδαζε, δεν συνειδητοποιούσα τη φρίκη του πολέμου. Δεν είχα, έπειτα, καθόλου παρέες, καθώς δεν υπήρχαν άλλα παιδιά εκεί γύρω − ο αδελφός μου γεννήθηκε το ’49. Μετά το 1953 μετακομίσαμε στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής –σύμπτωση;− και όπως πολλοί έφηβοι τότε, έτσι κι εγώ γοητευόμουν από την αμερικανική κουλτούρα και το ροκ εν ρολ, και την τζαζ επίσης, που την άκουγα στο ραδιόφωνο της αμερικανικής βάσης στη Νέα Μάκρη.

— Όλα αυτά σε μια εποχή όπου κυρίαρχη κουλτούρα ήταν το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», με το αντίπαλο δέος να είναι η «ηρωϊκή και πένθιμη» κουλτούρα της ηττημένης αριστεράς.  
Ναι, ήταν χωρισμένα τότε τα πράγματα και αν βρισκόσουν έξω από το δίπολο αυτό σε αντιμετώπιζαν καχύποπτα και οι δύο πλευρές. Δεν μου άρεσε, επιπλέον, καθόλου το σχολείο, βαριόμουν, κι όσο για φίλους, προτιμούσα μεν τους αριστερούς, καθώς είχαμε περισσότερα κοινά, δεν μπορούσα όμως την «πλύση εγκεφάλου» που συνήθιζαν να κάνουν. Όλα αυτά αλλάζουν θεαματικά το 1959-60, όταν στα 17 μου βρίσκομαι στο Menlo Park, στην περιφέρεια του Σαν Φρανσίσκο, χάρη σε μια υποτροφία της American Field Service – πρόκειται για έναν οργανισμό που δημιούργησαν τραυματιοφορείς του Α’ Παγκοσμίου με στόχο την ανταλλαγή φοιτητών με άλλες χώρες για την προώθηση της παγκόσμιας ειρήνης.  

Ο Σελίν έλεγε ότι η μεγαλύτερη απάτη είναι το κυνήγι της ευτυχίας, ότι δεν υπάρχουν παρά μικρές και μεγάλες δυστυχίες. Βλέπω μια αλήθεια σε αυτό κι αν θέλω να φέρω κατά νου μια κατάσταση ευτυχίας, είναι αυτή των παιδικών χρόνων. Διότι και τότε μπορεί να υφίστασαι άσχημα πράγματα, αλλά όντας παιδί δεν παύεις να είσαι η ευτυχία προσωποποιημένη, ένα μπουμπούκι που ανθίζει.

— Βρίσκεστε λοιπόν στη Δυτική Ακτή ακριβώς στο ξεκίνημα μιας σημαδιακής δεκαετίας.
Πράγματι, και σε αυτό στάθηκα πολύ τυχερός. Ένιωσα αμέσως ότι γύρω μου συντελούνταν μια πραγματική κοσμογονία και, όπως γράφω και στην εισαγωγή του βιβλίου, ένα από τα πρώτα μου στέκια ήταν το βιβλιοπωλείο Kepler’s Books, σημείο αναφοράς για τους μπίτνικ και τους πρώιμους ρόκερ. Στο «τριπ» της ποίησης μπήκα διαβάζοντας το «Howl» του Γκίνσμπεργκ και το «On the Road» του Κέρουακ – πραγματική αποκάλυψη τότε για μένα! Είχα κιόλας συμμαθητή σε άλλη τάξη τον Τζέρι Γκαρσία των Grateful Dead, από τις αγαπημένες μου μπάντες αργότερα.

Σπύρος Μεϊμάρης: «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής» Facebook Twitter
Από λογοτεχνία προτιμώ να ανατρέχω σε εμβληματικά διαβάσματα της νιότης μου για να τα εμπεδώσω καλύτερα και με μια ωριμότερη ματιά. Εξακολουθώ όμως να ακούω πολλή μουσική, από κλασική μέχρι τζαζ και ροκ. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Τι σας εντυπωσίασε περισσότερο κατά τη διαμονή σας εκεί; 
Το πόσο κοινωνικοί και ανοικτοί στο καινούργιο και το διαφορετικό ήταν οι άνθρωποι, κάτι που διαπίστωσα ξανά σχεδόν μισό αιώνα μετά, το 2007, όταν βρέθηκα και πάλι στη Δυτική Ακτή ως μεταφραστής στην τότε Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών στο ελληνικό προξενείο του Λος Άντζελες. Γι’ αυτό ευδοκιμούν εκεί τόσα cults και σέχτες. Ήταν λοιπόν μια εμπειρία ζωής η παραμονή μου εκεί, αυτό όμως είχε το «κακό» ότι, γυρνώντας την επόμενη χρονιά στην Ελλάδα, ένιωσα σαν ψάρι έξω από το νερό. Δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με κανέναν, χώρια το πολιτισμικό χάσμα. Ενώ στην Αμερική κυκλοφορούσαν έντυπα όπως η «Village Voice», το «It», το «Oz», εδώ είχαμε, ας πούμε, την «Επιθεώρηση Τέχνης» που, όσο προοδευτική κι αν έμοιαζε, ξεφυλλίζοντάς τη σήμερα καταλαβαίνεις πόσο «αρχαιολογία» ήταν!

— Η διαφορά θα ήταν, φαντάζομαι, χαώδης σε όλα τα επίπεδα. 
Εντελώς. Δεν είχα κάνει μόνο ένα ταξίδι στον χώρο αλλά και στον χρόνο, κάτι που μετέβαλε πολύ το μέσα μου. Φοίτησα για λίγο στο Πάντειο, δεν άντεξα, οι περισσότεροι φοιτητές τότε ήτανε παπάδες και χωροφύλακες που θέλανε απλώς ένα πτυχίο – εφιάλτης! Κοίταζα πώς να ξαναφύγω Αμερική αλλά ούτε χρήματα είχα, ούτε βαθμούς για να κυνηγήσω πάλι κάποια υποτροφία. Κατάφερα εν τέλει να γίνω δεκτός στο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο της Βηρυτού, μιας πόλης πιο μοντέρνας από την Αθήνα τότε, διαπίστωσα όμως γρήγορα ότι αυτά που με ενδιέφεραν πραγματικά, τη λογοτεχνία και την ποίηση, δεν θα τα έβρισκα εκεί. Μπάρκαρα για Μασσαλία μήπως μπορέσω να ξαναπάω Αμερική μέσω Γαλλίας. Έφτασα στο Παρίσι, έμεινα κάμποσο στο σπίτι ενός ζωγράφου, έμεινα επίσης στο Beat Hotel, όπου συνάντησα προσωπικότητες όπως οι Ουίλιαμ Μπάροουζ, Κέι Τζόνσον, Ναζίλ Νουρ και Σινκλέρ Μπέιλς. Όντας νεότερός τους, τους κοίταγα με μεγάλη συστολή και θαυμασμό μαζί, κάτι που φαίνεται πως εκτιμούσαν! Αμερική δεν μπόρεσα να πάω, επισκέφθηκα όμως άλλες ευρωπαϊκές πόλεις. Κατέληξα με μια συντροφιά μπίτνικ και χίπηδες στην Ταγγέρη, όπου μέσω του Χάρολντ Νορς, τον οποίο ήξερα από την Αθήνα – είχε μείνει εδώ ένα διάστημα−, γνωρίστηκα με το ζεύγος Πολ και Τζέιν Μπόουλς. 

— Τι εντύπωση σας έκαναν οι Μπόουλς; 
Ο Πολ ήταν πολύ εντυπωσιακός άντρας, σε μαγνήτιζε κυριολεκτικά, ήταν βέβαια και μεγάλος συγγραφέας. Η Τζέιν ήταν επίσης γοητευτική και ισχυρή προσωπικότητα αλλά ταυτόχρονα μυστήρια και περίεργη, είχε, δε, δυστυχώς, άσχημο τέλος. Επιστρέφοντας από Μαρόκο έκανα κάποιες συνεργασίες για το περιοδικό «Πάλι» του Νάνου Βαλαωρίτη, αλλά τον Απρίλιο του ’67 κι ενώ είχα ήδη παντρευτεί την πρώτη μου γυναίκα, μια Γαλλίδα, ήρθε η δικτατορία. Τον ίδιο χρόνο έληξε η αναβολή μου λόγω σπουδών και κλήθηκα να υπηρετήσω, κάτι που δεν ήθελα επ’ ουδενί. Έκανα διάφορα «νούμερα», με πήγαν σε ψυχίατρο, έφαγα και ξύλο, αλλά τελικά το πήρα το τρελόχαρτο! 

— Είπατε πριν ότι χάρη στο πρώτο σας ταξίδι στην Αμερική αγαπήσατε την ποίηση.
Όντως, και καταρχάς την ποίηση των μπιτ. Η οποία ξεχώριζε γιατί ήταν γραμμένη στη γλώσσα της καθημερινότητας, αντίθετα, π.χ., με την εξεζητημένη, νεοκλασικιστική γραφή του Τ.Σ. Έλιοτ ή του Έζρα Πάουντ. Σπουδαίοι ποιητές αυτοί, δεν λέω, όμως στένεψαν πολύ την ποίηση, την έφεραν στα όρια του textbook. Τα πρώτα μου ποιήματα τα έγραψα στα αγγλικά, αλλά όταν το ’61 γνώρισα τον Γκρέγκορι Κόρσο στο πρώτο ταξίδι του στην Ελλάδα, με παρότρυνε να γράψω στη δική μου γλώσσα, τα ελληνικά. Ο Κόρσο ήταν πολύ εντάξει άνθρωπος, αλλά τους τρέλαινε όλους καθότι τζάνκι, ακόμα και το City Lights, το βιβλιοπωλείο του Φερλινγκέτι στο Σαν Φρανσίσκο, είχε διαρρήξει αναζητώντας χρήματα για τη δόση του! Με τον Φερλινγκέτι επίσης αλληλογραφούσαμε, δημοσίευσε μάλιστα ένα ποίημά μου στο περιοδικό «Interim Pad» το 1963. Ο ίδιος, εντούτοις, δεν έγραψε κάτι ιδιαίτερο, περισσότερο μνημονεύεται για το βιβλιοπωλείο και τις εκδόσεις του. Την ίδια εποχή γνώρισα και τον Άλεν Γκίνσμπεργκ την πρώτη φορά που βρέθηκε στην Αθήνα, καθ’ οδόν προς την Ινδία. Με τον Γκίνσμπεργκ ξανασυναντηθήκαμε όταν ήρθε πάλι στην Αθήνα το 1993, αλληλογραφούσαμε δε ως τον θάνατό του το 1997.

Σπύρος Μεϊμάρης: «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής» Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Εσείς ωστόσο αποφεύγετε τον χαρακτηρισμό «μπιτ», παρότι σάς κατατάσσουν στους επιγόνους τους. 
Ναι, διότι ο όρος αυτός αφορά ένα βορειοαμερικανικό λογοτεχνικό κίνημα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που άνθισε σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον και εποχή, είχε μάλιστα περιορισμένη απήχηση στο ξεκίνημά του – φήμη, επιδραστικότητα και κοινό απέκτησε αργότερα.   

— Ήταν σίγουρα μεγάλη η επίδραση της μπιτ και της χίπικης κουλτούρας στην Αμερική και παγκόσμια. Θα μπορούσαν στις μέρες μας να αναδειχθούν ανάλογα κινήματα; 
Φυσικά και ήταν μεγάλη. Θα σας πω αυτό, όταν στην τελευταία μου παραμονή στην Αμερική διαγνώστηκα με καρκίνο και χρειάστηκα εγχείρηση, ξεκίνησα να πηγαίνω σε ένα support group για καρκινοπαθείς στη Σάντα Μόνικα. Οι άνθρωποι που συναντούσα εκεί, κοντά στην ηλικία μου οι περισσότεροι, διέπονταν από τέτοιες ιδέες και είχαν κάνει πολλά ταξίδια, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Και μιλάμε για καθημερινούς, συνηθισμένους ανθρώπους. Πήγαινες έπειτα σε καταστήματα που πουλάνε κάνναβη για φαρμακευτική αλλά και ψυχαγωγική χρήση, νόμιμη πια εκεί, και έβλεπες ακόμα και γιαγιάδες να ψωνίζουν. Και μιλάμε για μια κοινωνία που πριν από τα ‘60s ήταν πολύ πουριτανή όσο και ρατσιστική. Όχι ότι εξαφανίστηκαν όλοι αυτοί, βλέπεις τι έγινε με τον Τραμπ − πάντα υπήρχε αυτός ο διχασμός, απλώς παλιότερα ήταν πιο υπόγειος. Το καλό ήταν ότι η αντικουλτούρα πέρασε στην εκπαίδευση, στα πανεπιστήμια και στη συλλογική συνείδηση. Μόνο για το έργο του Κέρουακ, ας πούμε, υπάρχουν πάνω από χίλιες μελέτες! Θα λέγαμε, κοντολογίς, ότι το σύστημα «καταβρόχθισε» την αντικουλτούρα ώστε να την αναγνωρίσει. Είναι κιόλας ιδιότροποι οι Αμερικανοί, αφενός παραμένουν ανοικτοί και καλόπιστοι μέχρις αφέλειας, αφετέρου έχουν γίνει υπερβολικοί τόσο με τους τύπους όσο και με την πολιτική ορθότητα. Όσο για τον «δρόμο» σήμερα, φαντάσου ότι μια μέρα ήρθαν αστυνομικοί και ζήτησαν τα στοιχεία μου επειδή περπατούσα πλάι σε μια κεντρική λεωφόρο, καθώς αν δεν κινείσαι με αμάξι στην πόλη θεωρείσαι ύποπτος! Αν θα μπορούσαν, τώρα, να ξεπηδήσουν σήμερα ανάλογα κινήματα δεν ξέρω, αν και πάντα η ιστορία επιφυλάσσει εκπλήξεις. Προς ώρας ωστόσο υπάρχει ένα κατακάθισμα, μια αναβίωση απολυταρχικών ιδεών και πρακτικών.

— Γυρνώντας στα «δικά μας», από  Έλληνες ποιητές ποιοι σας συγκινούν;
Οι μόνοι που με άγγιζαν ήταν ο Κώστας Καρυωτάκης και ο Γιάννης Ρίτσος γιατί έγραφαν, επιπλέον, σε απλή γλώσσα – έχω, μάλιστα, συγγενική σχέση με την οικογένειά του Ρίτσου, ενώ ο στενότερος φίλος μου ήταν ανιψιός του. Και ενώ υπήρξε πολιτικοποιημένος, «κομματικός ποιητής», αν τον διαβάσεις σε βάθος διακρίνεις έντονα το μεταφυσικό, το ρομαντικό όπως και το ομοερωτικό στοιχείο. Τρέφω, ξέρεις, μια ιδιαίτερη αγάπη στο κίνημα του ρομαντισμού, είτε αφορά την ποίηση, είτε την τέχνη, είτε τη μουσική. Και τον Καβάφη ξεχώριζα, τον θεωρούσα όμως μια ειδική περίπτωση που δεν με πολυαφορούσε. Προτιμώ, για παράδειγμα, σαφώς τον Σικελιανό από τον Σεφέρη ή τον Ελύτη, κι ας μην ταυτίζομαι τόσο με την ποίησή του. Τους άλλους δύο τους βρίσκω υπερβολικά διανοητικούς και ουδέποτε κατάλαβα την ιδέα τους περί ελληνικότητας. Οι μπιτ ήταν τρόπον τινά μια αναβίωση των ρομαντικών, πίστευαν δε ότι η ποίηση έπρεπε να απαγγέλλεται, όπως συνέβαινε στην αρχαιότητα και στις παραδοσιακές κοινωνίες. 

— Είναι, λέτε, προτιμότερη η απαγγελία από την ανάγνωση;
Πολλές φορές ναι, αν π.χ. απαγγείλεις μεγαλόφωνα ποιήματα του Πέρσι Σέλεϊ ή του Ουίλιαμ Μπλέικ, όχι μόνο τα καταλαβαίνεις καλύτερα, αλλά στο τέλος νιώθεις να σε παρασέρνει ένας άνεμος, να βλέπεις πράγματα! Το ίδιο και με τους μπιτ, αν και αυτοί είναι πιο εύληπτοι. Αυτό συμβαίνει διότι η ακοή υπήρξε η πιο πρώιμη ανθρώπινη αίσθηση. Ακόμα και το ποιόν ενός ανθρώπου φανερώνεται στον ήχο της φωνής του. 

Σπύρος Μεϊμάρης: «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής» Facebook Twitter
Εμένα ο βουδισμός μού φαίνεται λίγο κρύος, ο ορθόδοξος χριστιανισμός με τον οποίο γαλουχήθηκα επίσης δεν με ικανοποιεί. Από το Ισλάμ, πάλι, εκτιμώ τους σούφι. Δεν πιστεύω σε κάποιο συγκεκριμένο δόγμα, ούτε όμως δηλώνω άθεος. Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Είναι, νομίζω, και θέμα προσωπικού γούστου η τέχνη και η συγγραφή.
Ακριβώς. Μπορεί να αναγνωρίζεις την αξία ενός δημιουργού, αλλά εσένα να μη σου κάνει. Αυτό συμβαίνει και στις ανθρώπινες σχέσεις, ακόμα και αντίστροφα. Μπορεί, ας πούμε, να έχεις φίλο και να εκτιμάς έναν άνθρωπο που σου έχει φερθεί έως πολύ άσχημα, όπως είχα εγώ τον Αλέξη Ακριθάκη, με τον οποίο βγάλαμε μαζί κι ένα βιβλίο-λεύκωμα το ’71, όντας όμως κοινωνιοπαθής και επιρρεπής στις καταχρήσεις, μου έπαιζε διάφορα παιχνίδια δύναμης, κάτι που συνήθιζε γενικότερα!

— Γνωρίσατε επίσης ανθρώπους όπως ο Νάνος Βαλαωρίτης και ο Λεωνίδας Χρηστάκης.
Με τον Νάνο δεν είχαμε πολλά κοινά, διέθετε μεν μια ευρυμάθεια, αλλά ο σουρεαλισμός που πρέσβευε είχε προ πολλού ξεπεραστεί. Μια φορά, μάλιστα, μιλούσε για τον σουρεαλισμό στο Βρετανικό Συμβούλιο και πετάγεται ο Σεφέρης και του λέει «αμάν, βρε Νάνο, αυτοί είναι η καινούργια Ακαδημία!». Άσε που, εκτός από τον Αντονέν Αρτό, που μάλιστα αργότερα τον διέγραψε ο πολύ κατώτερός του Μπρετόν από το κίνημα, άλλον αξιόλογο ποιητή δεν έβγαλαν. Ο Λεωνίδας, πάλι, ήταν λιγάκι απωθητικός ως χαρακτήρας, υπήρξε όμως ιδιαίτερη προσωπικότητα με σημαντική εκδοτική δραστηριότητα, στα δε Εξάρχεια είχε γίνει «γκουρού»! Έλεγε και παραδοξότητες, έλεγε όμως κι αλήθειες. Για μένα, πάντως, κακό λόγο δεν είχε πει ποτέ και δεν ήταν κάτι που το συνήθιζε! Πάντα, ξέρεις, υπήρχε ένα αλληλοφάγωμα σε αυτούς τους κύκλους και μια αλλεργία στην κριτική, την οποία προσωπικά πάντα επιζητούσα όταν ήταν καλόπιστη. Αρκετοί πέθαναν στο μεταξύ, αλλά κι όσοι μείνανε πίσω συνέχισαν τον ίδιο χαβά.  Ήταν από τους λόγους που εδώ και αρκετά χρόνια ξέκοψα από όλους και διάγω έκτοτε έναν βίο σχεδόν μοναστικό.   

ποιηματα
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟ ΑΓΟΡΑΣΕΤΕ: Σπύρος Μεϊμάρης, Επίλεκτα ποιήματα και άλλα κείμενα (2012-2022), εκδόσεις Opportuna

— Είχατε ωστόσο και με τη ζωγραφική «έρωτα», έχω διαβάσει. Έργο σας μάλιστα κοσμεί το εξώφυλλο του τελευταίου σας βιβλίου.
Λατρεύω όντως τη ζωγραφική και ειδικά τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, Πόλοκ, Ντε Κούνινγκ, Ρόθκο και λοιποί. Μάλιστα, στην Αμερική προτού αρχίσω με την ποίηση, ζωγράφιζα. Εν τέλει συνειδητοποίησα ότι δεν «το ’χα» κι έτσι επιχείρησα να μεταφέρω τη ζωγραφική τεχνική στην ποίηση. Τόσο οι εικαστικές μου αναζητήσεις όσο και οι μουσικές μου επιρροές είναι εμφανείς στα γραπτά μου. Νεότερος, ξέρεις, ήμουν δυστυχισμένος, καθώς δεν «χωρούσα» πουθενά. Μόνο όταν έγραφα ένιωθα στ’ αλήθεια ευτυχισμένος, και γι’ αυτό συνεχίζω! Για μένα καταρχάς, δεν με ενδιαφέρει πια μήτε να εκδώσω κι αν οι εκδόσεις Opportuna δεν επέμεναν, ούτε αυτό το βιβλίο θα κυκλοφορούσα.

— Εκτός από τα βιβλία που εκδώσατε και τις μεταφράσεις μπιτ κυρίως συγγραφέων, διατηρούσατε κι ένα βιβλιοπωλείο, το Avant Garde.
Ναι, ήταν στην οδό Λάμψα κοντά στο Γηροκομείο. Το ανοίξαμε με τη δεύτερη γυναίκα μου το 1980 και το κράτησα μέχρι το 1992. Πέρα από τις εμπορικές φιλοξενούσαμε και πολλές ιδιαίτερες εκδόσεις. Έπρεπε, βλέπεις, κάπως να βιοποριστώ, αλλά αφότου εκείνη πέθανε δεν μπόρεσα να το κρατήσω. Εξασφάλισα και μια μικρή σύνταξη από τη θητεία μου στη Γενική Γραμματεία Τύπου και Πληροφοριών, αλλιώς δύσκολα θα τα έφερνα βόλτα σήμερα. 

— Έχετε, νομίζω, και μια κόρη.
Ναι, μια κόρη από τον πρώτο μου γάμο, που τώρα είναι 54 ετών, και δύο εγγόνια. Όλοι τους ζουν στη Γαλλία. Με τη Λένα παιδιά δεν κάναμε γιατί δεν θέλαμε, υπήρξα όμως και πατριός ενός αγοριού που είχε από άλλον άντρα η δεύτερη γυναίκα μου. Μεγάλη ιστορία κι αυτή, σμίξαμε σαν δυο πληγωμένοι άνθρωποι που βρίσκουν παρηγοριά γλείφοντας ο ένας τις πληγές του άλλου. Μπλέξαμε και με τους συγγενείς της με κάτι περιουσιακά, προσπάθησαν να τη βγάλουν τρελή και να την κλείσουν σε άσυλο για να της τα φάνε, εγώ να βρίσκομαι στη μέση, τι να σου λέω. Εν τέλει έφυγε νωρίς και τότε ο γιος της, που είχε ήδη προβλήματα, έμπλεξε με την πρέζα. Δεν προλάβαινα κάθε πρωί να μαζεύω τα χρησιμοποιημένα κουταλάκια από τους καμένους καναπέδες, ξεπούλησε επιπλέον όλη τη δισκοθήκη μου. Όμως δεν πειράχτηκα, του άφησα κιόλας μια γκαρσονιέρα που είχα από τη μάνα μου για να μη μείνει στον δρόμο. 

Σπύρος Μεϊμάρης: «Μόνο όταν γράφω νιώθω ευτυχής» Facebook Twitter
Φωτ.: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

— Εσείς με ουσίες ανακατευτήκατε ποτέ;
Με το «χόρτο» καταρχάς, στο οποίο με μύησε πρώτος ο Άλεν Γκίνσμπεργκ! Είχα επίσης κάποιες ψυχεδελικές εμπειρίες. Σε όλη αυτή την «παρέα», την τόσο ξεκομμένη από την τότε ελληνική πραγματικότητα, Κουτρουμπούσης, Πουλικάκος, Πολύτιμος και λοιποί, μας άρεσαν αυτοί οι πειραματισμοί. Δοκίμασα επίσης μερικές φορές ηρωΐνη με τον Ακριθάκη, προτού τελικά την κόψει και πέσει στο αλκοόλ, δεν μου άρεσε όμως, και ευτυχώς. Εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία απέχω από όλες τις ουσίες, ό,τι είχαν να μου δώσουν μού το έδωσαν. 

— Νέους συγγραφείς διαβάζετε;
Σχεδόν καθόλου, εξόν κάποιους ποιητές. Από λογοτεχνία προτιμώ να ανατρέχω σε εμβληματικά διαβάσματα της νιότης μου για να τα εμπεδώσω καλύτερα και με μια ωριμότερη ματιά. Εξακολουθώ όμως να ακούω πολλή μουσική, από κλασική μέχρι τζαζ και ροκ, παλιότερα και μοντέρνα: Στραβίνσκι, Βέμπερ, Μπάρτοκ, Σένμπεργκ, Μεσιάν, Φάραο Σάντερς, Γουέιν Σόρτερ, Χέρμπι Χάνκοκ αλλά και ambient, bossa nova επίσης. Οι μεγάλοι αυτοί τζαζίστες που αναφέρω ήταν κιόλας βουδιστές οι περισσότεροι − πολλοί Αμερικανοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι ασπάστηκαν τον βουδισμό.   

— Η δική σας σχέση με την πίστη;
Εμένα ο βουδισμός μού φαίνεται λίγο κρύος, ο ορθόδοξος χριστιανισμός με τον οποίο γαλουχήθηκα επίσης δεν με ικανοποιεί. Από το Ισλάμ, πάλι, εκτιμώ τους σούφι. Δεν πιστεύω σε κάποιο συγκεκριμένο δόγμα, ούτε όμως δηλώνω άθεος. Όλη αυτή η αθεϊστική κουλτούρα του Διαφωτισμού και των επιγόνων του, από τον Καντ και τον Βολταίρο μέχρι τον Φουκό, αποτίναξε μεν κάποιες σκοταδιστικές αντιλήψεις, άφησε όμως τον άνθρωπο δίχως έρμα. Ας πούμε ότι διατηρώ μια πίστη στο υπερβατικό, σε ένα απόλυτο ον που είναι ταυτόχρονα σημείο εκκίνησης και τελικός προορισμός. Όχι όμως με τον ιδεαλισμό ενός Χέγκελ που, όπως πολύ σωστά διάβασα κάπου, εύκολα καταλήγει στα γκουλάγκ! Ζούμε, έπειτα, σε μια μεταβατική εποχή, όχι πως δεν υπήρξαν άλλες αντίστοιχες, αλλά αυτή εδώ είναι νομίζω ό,τι οι περισσότερες θρησκευτικές παραδόσεις αποκαλούν «έσχατες ημέρες», στη διάρκεια των οποίων όλες οι αξίες εκπίπτουν ή αντιστρέφονται. Οι ημέρες αυτές μπορεί, εντούτοις, να διαρκέσουν αιώνες, όπως συμβαίνει με την Kali Yunga, την έσχατη εποχή που βιώνει σήμερα ο πλανήτης κατά τους ινδουϊστές.  

— Στην ευτυχία, αλήθεια, πιστέψατε ποτέ;
Ο Σελίν έλεγε ότι η μεγαλύτερη απάτη είναι το κυνήγι της ευτυχίας, ότι δεν υπάρχουν παρά μικρές και μεγάλες δυστυχίες. Βλέπω μια αλήθεια σε αυτό κι αν θέλω να φέρω κατά νου μια κατάσταση ευτυχίας, είναι αυτή των παιδικών χρόνων. Διότι και τότε μπορεί να υφίστασαι άσχημα πράγματα, αλλά όντας παιδί δεν παύεις να είσαι η ευτυχία προσωποποιημένη, ένα μπουμπούκι που ανθίζει. Μεγαλώνοντας, βέβαια, μαραίνεται σιγά σιγά κι αυτό και μπορεί να καταλήξεις μίζερος, γκρινιάρης κι όλα αυτά! Ούτε τους γκρινιάρηδες μπορώ, ούτε όμως και τους χαζοχαρούμενους. Ίσως έχω γίνει κι εγώ λίγο μισάνθρωπος, τα τελευταία 16-17 χρόνια που ζω στη Σαλαμίνα δεν έχω επαφή σχεδόν με κανέναν εκτός από τη Λένα, τη γυναίκα μου –ο μόνος γάμος που έκανα από πραγματική αγάπη− και την αδελφή της, που ζει κι αυτή στο νησί. Δεν έχουμε μάλιστα καμία σχέση με το μέρος, από μια παραξενιά της μοίρας καταλήξαμε εδώ.

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Δημήτρης Πουλικάκος: «Eίτε προφίλ, είτε ανφάς / ούτως ή άλλως, θα τον φας»»

Συνέντευξη / Δημήτρης Πουλικάκος: «Eίτε προφίλ, είτε ανφάς / ούτως ή άλλως, θα τον φας»»

Μια απολαυστική συζήτηση επί παντός –ή σχεδόν– επιστητού με τον αντιπροσωπευτικότερο εν ζωή «πρέσβη» της εγχώριας αντικουλτούρας, με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του «Φρυκτωρίες ή Πόσο ζουν οι μύγες»
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Λεωνίδας Χρηστάκης: Ο ανήσυχος, πολυτάλαντος εκπρόσωπος του ελληνικού underground

TV & Media / Λεωνίδας Χρηστάκης: Ο ανήσυχος, πολυτάλαντος εκπρόσωπος του ελληνικού underground

Ο επετειακός συλλογικός τόμος που μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις των Συναδέλφων σκιαγραφεί μια από τις πιο ανήσυχες και ενδιαφέρουσες περιπτώσεις ανθρώπων της σύγχρονης Ελλάδας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Βιβλίο / Ο Παπαδιαμάντης και η αυτοκτονία στη λογοτεχνία

Το ημιτελές διήγημα «Ο Αυτοκτόνος», στο οποίο ο συγγραφέας του βάζει τον υπότιτλο «μικρή μελέτη», μας οδηγεί στο τοπίο του Ψυρρή στο τέλος του 19ου αιώνα, κυρίως όμως στο ψυχικό τοπίο ενός απελπισμένου και μελαγχολικού ήρωα.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ