Ο Κυριάκος: Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα που σχεδόν καταστράφηκε επειδή αγάπησε μια Τουρκάλα

Ο Κυριάκος: Η αληθινή ιστορία ενός Έλληνα που σχεδόν καταστράφηκε επειδή αγάπησε μια Τουρκάλα Facebook Twitter
9

ΤΟΥ FARUK TUNCAY

Ο Κυριάκος στο τέλος της δεκαετίας του ‘80 ερχόταν μια φορά την εβδομάδα για ένα δίωρο μάθημα. Όταν δεν έπινε διάβαζε Τουρκικά κυρίως για να μαθαίνει φράσεις όπως «δεν μπορώ να σε ξεχάσω», «κατέστρεψα τη ζωή μου», «είμαι δυστυχισμένος» κ.ά. τέτοια. Συνήθως έκλαιγε γοερά ολόκληρη τη δεύτερη ώρα, δείχνοντάς μου ξανά και ξανά εκείνη την ξεθωριασμένη φωτογραφία όπου ποζάριζε καμαρωτός αγκαλιά με την παλιό του έρωτα, την τουρκάλα Εμπρού. Στο τέλος έφευγε με πεσμένους ώμους για το κοντινότερο μπαρ. 


Αν και δε ρωτώ ποτέ τους μαθητές μου για ποιο λόγο μαθαίνουν Τουρκικά και ποιο είναι το επώνυμό ή η καταγωγή τους, ο Κυριάκος, από την πρώτη στιγμή μου τα είπε όλα μόνος του. Με είχε βρει από την αγγελία που τότε εμφανιζόταν κάθε δεκαπέντε μέρες στο ΑΝΤΙ και κάθε Παρασκευή στο Ποντίκι. Τα πρώτα χρόνια της διδακτικής μου πορείας οι περισσότεροι μαθητές με έβρισκαν από αυτά τα δύο έντυπα όπως και από τον Σχολιαστή που τότε κυκλοφορούσε ακόμα. 


Ο Κυριάκος είχε σπουδάσει Νομική στη Γαλλία. Μοναχοπαίδι εύπορης οικογένειας της Μάνης, είχε μεγαλώσει ανάμεσα σε μια ορδή γυναικών που τον φρόντιζαν με αγάπη και αφοσίωση. Έφυγε για το Παρίσι όπου γωνρίστηκε και έκανε παρέα με Έλληνες, κυρίως, και κάποιους Τούρκους φοιτητές. Όλοι τους παιδιά καλών οικογενειών με μεσογειακό ταμπεραμέντο, τακίμιασαν και γρήγορα έγιναν στενοί φίλοι. Ένα από τα κορίτσια των Τούρκων ήταν και η Εμπρού. Ο Κυριάκος, γρήγορα παραχώρησε τη γαρσονιέρα του σ’ έναν συμφοιτητή του που δυσκολευόταν να πληρώνει το νοίκι του, και μετακόμισε στο άνετο ιδιόκτητο σπίτι της Εμπρού που της το είχε αγοράσει ο βιομήχανος πατέρας της. 


Μοναχοκόρη κι εκείνη όπως κι αυτός, το πρώτο καλοκαίρι που πήγαν μαζί διακοπές στην Πόλη τον παρουσίασε κιόλας στην οικογένειά της. Πέρασαν αξέχαστα σ’ εκείνο το πρώτο ταξίδι• βόλτες στον Βόσπορο και στην Προποντίδα, γνωριμία με ανθρώπους, τόπους, μνημεία, έγιναν για τον Κυριάκο οι δρόμοι, η κουζίνα και η καθημερινότητα της Πόλης πράγματα οικεία. Πριν επιστρέψει στο Παρίσι πέρασε λίγο από τη Μάνη να δει τους δικούς του. Και του έγινε συνήθεια πια η διαδρομή Παρίσι, Πόλη, Μάνη και πίσω στο Παρίσι σε κάθε γιορτές και διακοπές. Στην Κωνσταντινούπολη τον Κυριάκο φιλοξενούσε η κοπέλα στο διαμέρισμά της που ήταν στην ίδια πολυκατοικία με αυτό της οικογένειάς της. Ο πατέρας και η μητέρα της τον συμπάθησαν πολύ και χαίρονταν που η κόρη τους αγαπούσε έναν αντάξιό της σύντροφο. Εξαιρετικοί φοιτητές, και με το που πήραν το πτυχίο τους, με άριστα και οι δύο, ο Κυριάκος έκανε πρόταση γάμου στην Εμπρού, ζητώντας, για τυπικούς λόγους, να μιλήσει και με την πατέρα της. Όταν ο άλλος άκουσε τη φράση «Ζητώ το χέρι της κόρης σας!» έσκασε από τα γέλια. «Εδώ την έχεις πάρει ολόκληρη και τώρα ζητάς το χέρι της; Αν κάπου το έχασες, να ψάξω να στο βρω!» του λέει. Ξαφνικά όμως σοβάρεψε και στο δείπνο -οι τέσσερίς τους, γονείς και τα δυο παιδιά- στο τραπέζι της βεράντας που μπροστά της απλωνόταν ολόκληρη η Πόλη και ο Βόσπορος ο πατέρας της μίλησε για το μέλλον. «Είμαι εξήντα χρονών. Δέκα χρόνια σκοπεύω να δουλέψω ακόμα. Σας προτείνω λοιπόν να μην ξεκινήσετε αμέσως τη δουλειά. Δόξα τω Θεώ, λεφτά έχουμε. Πηγαίνετε να δείτε λίγο τον κόσμο, ζήστε τα νιάτα σας, ταξιδέψτε, κι ελάτε μετά να δούμε τι θα γίνει. Αν προτιμάτε ν’ αναλάβετε το εργοστάσιο, θα σας το μεταβιβάσω. Αν έχετε σκοπό να εργαστείτε σε άλλον τομέα μπορούμε να πουλήσουμε τις μετοχές και να ξεκινήσετε ό,τι θέλετε, όπου θέλετε, εδώ, στην Ελλάδα ή κάπου αλλού. Αν πάλι προτιμάτε κάτι άλλο, είμαστε έτοιμοι να σας ακούσουμε. Εγώ κι η μητέρα σας αυτά προτείνουμε.» 


Την άλλη κιόλας μέρα ο Κυριάκος μπήκε στο αεροπλάνο για Αθήνα. Η κοπέλα δεν είχε πατήσει πόδι στη Μάνη, δεν ήξερε τίποτα για την οικογένεια του αγαπημένου της. Πολλές φορές βρέθηκαν σε ελληνικά νησιά τα καλοκαίρια αλλά ούτε ο Κυριάκος άνοιξε κουβέντα για τη Μάνη, ούτε η Εμπρού λησμόνησε την αστική της αγωγή που της επέβαλλε υπακοή στους κανόνες της διακριτικότητας. 


Πριν ακόμα φτάσει στο χωριό το νοικιασμένο αμάξι του Κυριάκου το μανιάτικο γλέντι για την αποφοίτηση του κανακάρη είχε στηθεί. Έφαγαν, ήπιαν, γιόρτασαν με την ψυχή τους και την άλλη μέρα ο Κυριάκος συγκάλεσε οικογενειακό συμβούλιο για να ανακοινώσει στους δικούς του τα ευχάριστα με τον γάμο του. Όλοι, με το που το κατάλαβαν, χάρηκαν περισσότερο απ’ ό,τι με το πτυχίο. 


Έτσι, το άλλο απόγευμα, γιαγιά, θείοι, θείες, ξαδέρφες, μάνα και πατέρας κάθισαν γύρω γύρω στο μεγάλο σαλόνι του σπιτιού και περίμεναν ν’ ανοίξει το στόμα του ο Κυριάκος. Αυτός πάλι, έναν γλωσσοδέτη τον είχε, αφού ναι μεν ήταν σίγουρος πως θα τους πείσει πως η ευτυχία του εξαρτάται από τη συγκεκριμένη κοπέλα, γνώριζε όμως καλά και τις επαρχιώτικες προκαταλήψεις τους. ΄Ωσπου ξαφνικά, «στο κάτω κάτω της γραφής ας πουν ό,τι θέλουν. Την Εμπρού θα την πάρω ο κόσμος να χαλάσει!» σκέφτηκε και παίρνοντας βαθιά ανάσα το ξεκίνησε.


«Ξέρετε, στο Παρίσι όλα αυτά χρόνια ήμουν με μια κοπέλα.»
«Το καταλάβαμε, το καταλάβαμε» είπαν όλοι μαζί περιμένοντας με αγωνία τα υπόλοιπα. 
«Η κοπέλα δεν είναι απ΄τα μέρη μας» είπε χαμηλώνοντας ασυναίσθητα τη φωνή του. 
«Μωρέ, καλό κορίτσι να’ναι κι ας είναι κι Αθηναία!» είπε ο πατέρας του με μεγάλη άνεση.
Ψιλοκόμπιασε ο Κυριάκος μα δεν πτοήθηκε.
«Δεν είναι καν Ελληνίδα!»
«Γαλλίδα είναι;» ρώτησε η μάνα.
«Όχι» ήρθε κοφτή η απάντηση του Κυριάκου. Έτσι οι παρεβρισκόμενοι άρχισαν τις προβλέψεις. 
«Τότε είναι Ιταλίδα!» 
«Όχι!»
«Γερμανίδα μήπως;» 
«Ούτε!»


Τέλειωσαν οι ευρωπαϊκές χώρες, πέρασαν κι από τον παγκόσμιο χάρτη, ρωτώντας μήπως η υποψήφια νύφη είναι από την Αμερική, την Αυστραλία ή τον Καναδά, ώσπου κατέληξαν στα Βαλκάνια με λιγότερο ενθουσιασμό πλέον. Ρωτούσαν για Βουλγαρία, Ρουμανία και άλλες γείτονες χώρες κάθε φορά και πιο σκεφτικοί, ώσπου ο Κυριάκος ψιθύρισε πως η αγαπημένη του είναι από την Κωνσταντινούπολη. 


«Έ, καλά, αφού είναι Ρωμιά δικιά μας είναι, μωρέ!» αναπήδησε στην πολυθρόνα του ο πατέρας με πλατύ χαμόγελο. 
Με την τελευταία δύναμη που του είχε απομείνει ο Κυριάκος απάντησε πως δεν είναι Ρωμιά. Τότε η γιαγιά, σαν η καρέκλα να είχε ελατήριο και την πέταξε ψηλά, σηκώθηκε φουριόζα, πήγε στην κάμαρά της, και γύρισε με την καραμπίνα του παππού, κρεμασμένη δίπλα στο κρεβάτι από τότε που ο Κυριάκος θυμόταν τον εαυτό του και τώρα προτεταμένη προς τον εγγονό της. Πλησίασε, την ακούμπησε στο στήθος του και του είπε με κείνο τον κοφτό τρόπο που μιλούσε πάντα: «Αν τολμήσεις να πάρεις Τουρκάλα, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στη Μάνη. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Πάρε τώρα τηλέφωνο την Τουρκάλα και πες της πως τελειώσατε. Αλλιώς σήκω και φύγε από δω!» Ακολούθησαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους μέχρι να δουν τι θα κάνει ο Κυριάκος. Με βήματα βαριά ο δυστυχής πλησίασε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της Εμπρού που περίμενε με χαρούμενη αναστάτωση να την πάρει να της πει τα ευχάριστα! Είχε φανταστεί, η καημένη, μια υπέροχη παραδοσιακή οικογένεια της επαρχίας σαν κι αυτές που έβλεπε στον κινηματογράφο με την τόσο διαφορετική νοοτροπία, βέβαια, απ’ αυτήν των αστών γονιών της, έτοιμη όμως να αποδεχτεί στο τέλος τα πάντα βάζοντας πάνω απ’ όλα το καλό του γιου.


Όταν ο Κυριάκος της ανακοίνωσε την απόφαση της οικογένειάς του συμπληρώνοντας αμήχανα πως δεν μπορεί να τους αψηφήσει, σίγουρα θα κάθησε για να μην πέσει από την ταραχή της έδειξε όμως πως της φάνηκε φυσιολογικό. Έκλεισαν το τηλέφωνο φιλικά και αλληλοευχήθηκαν τα καλύτερα για το μέλλον. 

Πλησίασε, ακούμπησε την καραμπίνα στο στήθος του και του είπε με κείνο τον κοφτό τρόπο που μιλούσε πάντα: «Αν τολμήσεις να πάρεις Τουρκάλα, δε θα ξαναπατήσεις το πόδι σου στη Μάνη. Θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια! Πάρε τώρα τηλέφωνο την Τουρκάλα και πες της πως τελειώσατε. Αλλιώς σήκω και φύγε από δω!»


Η Εμπρού μετά από δυο χρόνια παντρεύτηκε κάποιον της σειράς της και έστελνε στον Κυριάκο επί χρόνια στα γενέθλιά του τις ευχές της με τη μοναδική ελληνική φράση που είχε μάθει• «χρόνια πολλά». Ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση και ασχολήθηκε παράλληλα με την ανατροφή των δυο παιδιών της. 


Παντρεύτηκε και ο Κυριάκος μια κοπέλα από τη Μάνη που επέλεξε η γιαγιά του. Καλό κορίτσι, γέννησε τρία παιδιά και τα μεγάλωνε αγόγγυστα. Εκτός από τις Τετάρτες που ο Κυριάκος ανέβαινε στην Αθήνα μόνο και μόνο για το μάθημα, όλες τις άλλες μέρες της εβδομάδας τις περνούσε πίνοντας. Ξυπνούσε μετά τις 12 το μεσημέρι, έκανε ένα μπάνιο κι έψαχνε τη γιαγιά του. Μόλις την έβρισκε της έδινε ένα μπερντάχι ξύλο και μετά έδερνε τη μάνα του. Η γυναίκα του εργαζόταν την ώρα εκείνη και τα παιδιά τα έκρυβαν μόλις ξυπνούσε ο πατέρας τους. Μόνο δέρνοντας μάνα και γιαγιά ηρεμούσε λίγο ο Κυριάκος και μετά πήγαινε στο καφενείο όπου ξεκινούσε τα τσίπουρα. Το απόγευμα άλλαζε στέκι περνώντας στο μοναδικό καφέ-μπαρ του χωριού ώπου συνέχιζε με ουίσκι ως αργά το βράδυ που τον γυρνούσαν σπίτι σηκωτό ο καφετζής με το γιο του. Ευτυχώς όταν έπινε δε μιλούσε, δε φώναζε, δεν ενοχλούσε. Διάβαζε μόνο. Δεν ξέρω με τι μυαλό, μα διάβαζε• Τουρκικά κυρίως, έχοντας το αναγνωστικό και το τετράδιο στο ένα χέρι και στο άλλο το ποτήρι. Επίσης ξεφύλλιζε ξανά και ξανά κάτι παλιά βιβλία της νομικής που είχε φέρει από το Παρίσι και όλες τις παλιές εργασίες που είχαν κάνει μαζί με την Εμπρού τις τρυφερές ώρες διαβάσματος στο διαμέρισμά της. 


Προσπαθούσε να γεμίσει το τεράστιο κενό που είχε αφήσει μέσα του η Εμπρού, χαϊδεύοντας καθημερινά τα αντικείμενα της περασμένης ευτυχίας τους. Η σχέση του ειδικά με την τουρκική γλώσσα ήταν πραγματικά ερωτική. Χάιδευε τις λέξεις, γευόταν τους φθόγγους σαν να ήταν φαγώσιμοι, στην εκφορά των φθόγγων άκουγε τη φωνή εκείνης. Το μυαλό του βέβαια δεν συγκρατούσε τίποτα. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε, αποστήθιζε με μανία μα ύστερα από λίγο οι λέξεις, οι φράσεις, τα γραμματικά φαινόμενα γλιστρούσαν απ’ το μυαλό του και χάνονταν. Εκτός από έναν αθεράπευτο πόνο δεν του είχε απομείνει τίποτα. Όσο κι αν προσπάθησα να μοιραστώ αυτόν τον πόνο δεν τα κατάφερα. 


Μια μέρα δεν ήρθε στο κανονισμένο μάθημά μας κι από τότε δεν άκουσα τίποτα γι’ αυτόν ώσπου -θα ’χαν περάσει πέντε χρόνια- πήρα μια κάρτα από την πιο μακρινή πόλη της Τουρκίας. 


«Δεν μπορούσα να ζήσω άλλο σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, δάσκαλε κι αποφάσισα ν’ αντιγράψω το παράδειγμά σου. Απαρνήθηκα έθνος, ταυτότητα, οικογένεια, πατρίδα για να γλυτώσω από τον πόνο που με τρέλαινε. Δεν πίνω πια. Ήρθα εδώ, στο Καρς, γιατί μιλούσες πάντα τρυφερά για την γενέτειρά σου. Μιλάω πια καλά τα Τουρκικά και ζω με μια χαριτωμένη κοπέλα που εργάζεται στην ρεσεψιόν του μεγαλύτερου ξενοδεοχείου της πόλης. Εγώ δουλεύω σ’ έναν ξυλουργό και κάθε μέρα γίνομαι καλύτερος στην τέχνη αυτή που πάντα μου άρεσε, θυμάσαι. Τα δίδακτρα που σου χρωστούσα τα έδωσα σ’ έναν πρόσφυγα που μόλις είχε έρθει απ’ το Ιράκ και κυκλοφορούσε μ’ ένα ελαφρύ σακάκι χειμωνιάτικα. Φαντάζομαι πως κι εσύ το ίδιο θα έκανες. 
Σ’ ευχαριστώ για όλα και πρώτα απ’ όλα για την υπομονή σου.»


Στη θέση της υπογραφής, το όνομα Habip (Χαμπίμπ) που στα αραβικά σημαίνει «αγαπημένος».

Το αγαπημένο τραγούδι του:

 

Ο Faruk Tuncay είναι από την Τουρκία και ήρθε στην Ελλάδα το 1982 ως πολιτικός πρόσφυγας. Ίδρυσε στην Αθήνα το Κέντρο Ανατολικών Γλωσσών και Πολιτισμού όπου διδάσκει τουρκικά. Αρθρογραφεί επί χρόνια σε ελληνικά και τουρκικά έντυπα.

Η μαρτυρία αυτή γράφτηκε αρχικά στο fb του και αναδημοσιεύεται με την άδειά του.

 

Βιβλίο
9

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε σε μια εποχή βαθιάς μοναξιάς, μέσα σε μια θάλασσα διαδικτυακών “φίλων”».

Βιβλίο / Μιχάλης Μακρόπουλος: «Ζούμε στη βαθιά μοναξιά των διαδικτυακών μας “φίλων”»

Ο συγγραφέας και μεταφραστής μιλά για τη δύναμη της λογοτεχνίας, για τα βιβλία που διαβάζει και απέχουν απ’ όσα σήμερα «συζητιούνται», για τη ζωή στην επαρχία αλλά και για το πόσο τον ενοχλεί η «αυτοπροσωπολατρία στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης».
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Βιβλίο / To «παράνομο» σεξ στην Αθήνα του Μεσοπολέμου σε μια νέα μελέτη

Κόντρα στα κυρίαρχα ήθη, ο Μεσοπόλεμος υπήρξε διεθνώς μια εποχή σεξουαλικής ελευθεριότητας. Μια πρωτότυπη έκδοση από τους Τάσο Θεοφίλου και Εύα Γανίδου εστιάζει στις επιδόσεις των Αθηναίων στο «παράνομο» σεξ, μέσα από δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, με τα ευρήματα να είναι εντυπωσιακά, ενίοτε και σπαρταριστά.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Εύα Στεφανή: «Με συγκινεί ακόμα ο «Πεισίστρατος» του Γιώργου Χειμωνά»

The Book Lovers / Εύα Στεφανή: «Βρίσκω θεραπευτικά τα μυθιστορήματα της Άγκαθα Κρίστι»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Εύα Στεφανή, σκηνοθέτιδα και καθηγήτρια Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, για τη διαδρομή της από την Δάφνη ντι Μοριέ στον Ε.Χ. Γονατά κι από τον Τσβάιχ στον Γιώργο Χειμωνά.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Βιβλίο / Το συναρπαστικό ντεμπούτο της Ρένας Λούνα είναι καλή λογοτεχνία

Οι «Αλεπούδες του Περ-Λασαίζ» είναι ένα μυθιστόρημα άριστα δομημένο, με πυκνό λόγο και πλήθος πραγματολογικών στοιχείων, που αναπλάθει τη γαλλική επαρχία των ’50s μέσα από μια απελπισμένη ερωτική ιστορία με φεμινιστική χροιά. 
M. HULOT
Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Βιβλίο / Η σημασία του Le Corbusier σήμερα

Ο σπουδαίος αρχιτέκτονας και στοχαστής, που έβαλε ποίηση στο σκυρόδερμα και συνέδεσε τα οράματα ενός σύγχρονου «Blade Runner» με τον Παρθενώνα, μοιάζει σήμερα να έχει μεγαλύτερο αντίκτυπο και σημασία όσο ποτέ. Η «Συζήτηση με τους φοιτητές της αρχιτεκτονικής» από εκδόσεις ΠΕΚ αποδεικνύει γιατί.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Βιβλίο / Οι δεσποινίδες της Αβινιόν ήταν από το Τσανάκ Καλέ

Τα κεραμικά των Δαρδανελλίων, ο συσχετισμός τους με την ταυτότητα, με το συναίσθημα. Ένα γοητευτικό βιβλίο δείχνει πώς τα «λαϊκά», «αγροτικά» κεραμικά συνδέονται με το κίνημα Arts & Crafts, με τον ιαπωνισμό, με τις διακοσμητικές τέχνες και το ντιζάιν στο τέλος του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ

σχόλια

6 σχόλια
Κάτι δεν πάει καλά με το συγκεκριμένο άρθρο, οι Τούρκοι είναι πολιτισμένοι, γενναιόδωροι. Οι Έλληνες είναι αγροίκοι μέθυσοι, που βγαίνουν με τα δικανα και βαράνε γιαγιάδες και μανάδες. Δεν ξέρω για την αλήθεια του άρθρου, το γράψε και Τούρκος....
Τυχερή η Εμπρού.Αντε, εντάξει οτι δεν αψήφησε την οικογένεια του, αλλα εκεί με το μπερντάκι ξύλο, τα έχασε.Τυχερή η Εμπρού, γλυτωσε απο έναν χέστη, βιαίο και μεθύστακα.
Ωραίο παραμύθι. Ο πατέρας της κοπέλας ήταν διατεθειμένος να δώσει στα παιδιά πλούτη αμύθητα αλλά ο Κυριάκος επέλεξε να μείνει στα κατσάβραχα λόγω της βάβως Σώμαινας.