Η γυναίκα της Κω

Η γυναίκα της Κω Facebook Twitter
1

Ευτυχώς, δεν γνωρίζουμε ποιον δρόμο πρέπει να πάρει η νεοελληνική πεζογραφία, κατά συνέπεια πάσα προσπάθεια γίνεται δεκτή μέχρι νεωτέρας αποδόσεως. Το μυθιστόρημα του Νικολή, για παράδειγμα -εντυπωσιακό για την αφηγηματική του αντοχή- διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και με τον φόβο πάντα ότι απειλείται από τον ίδιο τον εαυτό του. Γενικά, η δραματουργία στα καθ’ ημάς παίρνει τα πάνω της, αφού πρώτα περάσει απο τις συμπληγάδες της ηθογραφίας. Το πρόβλημα του «μύθον τινά διηγείσθαι» παραείναι μεγάλο για να περάσει απαρατήρητο. Μάλιστα, από τις πρώτες σελίδες αναρωτιέται κανείς: υπάρχει κάτι στον νεοελληνικό βίο που ν’ αξίζει να μυθιστοριοποιηθεί; Ο Νικολής, καθώς φαίνεται, έχει τους τρόπους για να θέσει ή να ξεφύγει από το πρόβλημα.

Η Διονυσία, κάτοικος της Κω, «είναι μια νέα ακόμα γυναίκα, με καστανή μικρόσωμη φιγούρα. Μαλακό χνούδι, λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, το σώμα της λιγότερο ελκυστικό, γερτοί ώμοι, καμπουριάζει κάπως για να σηκώνει τα μεγάλα στήθη, στομαχάκι επίσης, η λεκάνη όμως και τα πόδια της αδύνατα, σχεδόν αγορίστικα. Αλλά λίγο ο βαθύς κόρφος ανάμεσα στα στήθη, λίγο το κοριτσίστικο πρόσωπο, οι λεπτοί καρποί και τα δάκτυλα, οι αστράγαλοι και τ’ ακροπόδια, όλα αυτά της δίνουν τη χάρη της γλυκιάς μητρικής φιγούρας, που σε συνδυασμό μερικές φορές με τις αφηρημάδες της αφήνουν την υπόνοια μιας ήπιας λαγνείας, ιδίως όσο μοιάζει να μην τη συνειδητοποιεί η ίδια». Είναι παντρεμένη με τον Τόλη, έχει δύο παιδιά τσακαλόπαιδα και ψωμίζεται από τις ενοικιάσεις δωματίων (Apartments-hotel Tolis). Η ίδια είναι μάλλον παραδουλεύτρα παρά σύζυγος. Ο Τόλης είναι η τυπική περίπτωση του συζύγου που έκανε ό,τι έκανε με τη γυναίκα “του” και κατόπιν βγήκε στη γύρα για να συντηρήσει τον ανδρισμό του και όντως έμπλεξε με μιαν μετανάστισσα Γεωργιανή. Όσο για τα δυό παιδιά -τον Γιώργο και τον Μιχάλη- που έχουν μπει στην εφηβεία, πασχίζουν να μοιάσουν στον πατέρα τους. Ανδρας τύραννος, παιδιά τέρατα. Η γειτονιά ήξερε να βλέπει και να της λέει: “Οι γιοι σου, λες και τους έκανε μόνος του ο Τόλης!”. Από κει και πέρα αρχίζει ο “έρωτας”».

Το πρώτο κεφάλαιο -τυραννικά δουλεμένο και ξαναψαγμένο- τιμά τον συγγραφέα για το πεζογραφικό του ένστικτο, την απίθανη εκμετάλλευση της λεπτομέρειας κι ένα είδος ανθρωπογνωσίας που χαρίζει θαλπωρή στην όλη σκηνοθεσία. Είναι προφανές ότι η οικογένεια πάσχει από ανολοκλήρωτα αισθήματα που αργά ή γρήγορα θα την τινάξουν στον άερα. Τα παιδιά ξεσπούν πάνω στην άβουλη μάνα και εκδικούνται ό,τι αφήνει η τυραννική παρουσία του Τόλη. Εδώ -από τις πρώτες σελίδες δηλαδή- ο Νικολής θα πάρει και τη μεγάλη απόφαση. Η οικογένεια «πρέπει» να διαλυθεί, η ηθογραφική εντέλεια να στραφεί προς άλλο δρόμο που θα προσφέρει άφθονο υλικό στην αφήγηση. Γενικά, όσο η Διονυσία παραδέρνει, η διήγηση ευεργετείται παντοιοτρόπως γιατι πετάει κλώνους.

Ο βασικός κλωνος αφορά τον Μάκη, αντιπρόσωπο εταιρείας καλλυντικών. Είναι ο «ξένος» που, όπως ξέρουμε από την αναγνωστική μας πείρα, κουβαλάει πάντα μαζί του μεγάλες αφηγηματικές βαλίτσες. «Κάποτε η παρουσία ενός ανθρώπου πέφτει σαν τη σταγόνα του λαδιού στο νερό, σταγόνα που απλώνεται και γαληνεύει την υδάτινη επιφάνεια. Το ρολόι παύει να χτυπάει μηχανικά, καθετί γύρω αναλάμπει. Το έπιπλο της ρεσεψιόν -τώρα δα δίπλα της-, τα καδράκια με τις καρτ ποστάλ του Αιγαίου στους τοίχους, η αναρριχώμενη αράχνη και τα διπλανά γλαστράκια με τους τηλέγραφους και τις μπιγκόνιες, όλα ζωντανεύουν, φωτίζονται». Η Διονυσία θα του παραδοθεί και θα ακολουθήσει μια τρομερή οικογενειακή σκηνή, μόλις αποκαλυφθούν τα καμώματα της μάνας και συζύγου.

Εδώ αρχίζουν και κάποιες υποψίες του αναγνώστη για την πειστικότητα των καταστάσεων. Δεν μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η Διονυσία παραδίδεται ανεπιστρεπτί στον Μάκη, αλλά ότι από τη δεύτερη επαφή τους ο Μάκης φέρνει μαζί του κι έναν φίλο, στον οποίο η Διονυσία παραδίδεται χωρίς καμιά αντίσταση. Το δικαίωμα του αφηγητή να διαμορφώνει κατά το κέφι του τις καταστάσεις είναι «ιερό», όπως ιερή ή ανίερη είναι και η δεκτικότητα του αναγνώστη. Αν η Διονυσία ήταν Διόνυσος, η τριπλέτα θα γινόταν αποδεκτή χωρίς συζήτηση. Αλλά μια πολύπαθη σύζυγος που ερωτεύεται και από την πρώτη στιγμή εφαρμόζει το «μπάτε φίλοι, αλέστε» μάλλον υποκρύπτει άλλους υπολογισμούς. Δεν παραδίδουμε μαθήματα ανθρωπογνωσίας στον Νικολή, απλώς παρατηρούμε κάποιες διαστρεβλώσεις στη γυναικεία ψυχολογία. Ποσο μάλλον όταν έχουμε έναν συγγραφέα που ενίοτε γράφει σαν να μιλάει η ίδια η ζωή.

Άλλωστε, το βιβλίο μόλις άρχισε. Η μικροκοινωνία της Κω θα ξεράσει τη γυναίκα που πάτησε το στεφάνι της και του λοιπού θα παρακολουθήσουμε το μαρτυρολόγιο της Διονυσίας μέσα στην αμαρτωλή Αθήνα, όπου φτάνει έχοντας στη μνήμη της το συζυγικό «απολυτήριο» του Τόλη: «Παλιοπουτάνα, βρομιάρα, ξεσκισμένη, ξεκωλιάρα, να μου γαμιέσαι με τις πούστρες, βρόμα, τους γιους σου, άντρες της παντρειάς, δεν τους ντράπηκες, μωρή τσούλα; Ε τσούλα! Πώς θα καθίσεις δίπλα στις νύφες σου, μωρή; Να τους μάθεις τι; Πώς να τον παίρνουν από τον κώλο, μωρή; Από τις αδερφές; Ε; Δεν μιλάς;». Φερμένη στην Αθήνα, η Διονυσία πατάει σε άλλο κόσμο. «Υπήρχε, όμως, και κάτι που τη συνάρπαζε: η πολυκοσμία ή, πιο σωστά, η πληθώρα και ο χαρακτήρας των διασταυρούμενων βλεμμάτων στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα καφενεία, παντού. Συνέβαινε και στο νησί, όταν κοιτάζονταν ένας ντόπιος μ’ έναν ξένο, όταν ανταλλάσσονταν ματιές ανάμεσα σε αγνώστους, αλλά αυτό δεν κράταγε πολύ, δεν προλάβαινε το μάτι να χαλαρώσει πραγματικά. Εδώ, αντίθετα, πολύ γρήγορα συνήθισε ν’ απολαμβάνει μια πρωτόγνωρη ελευθεριότητα. Η Διονυσία το χαιρόταν».

Θα το χαρεί βέβαια, με τη διαφορά ότι, μη έχοντας στον ήλιο μοίρα και αναπτύσσοντας το μόνο που της απέμεινε, την ερωτική παθητικότητα, θα ανακαλύψει απίθανες ψυχικές της ιδιότητες. «Προσπάθησε να μιλήσει στη Μεταξία για τα περίεργα που της συνέβαιναν, αυτό, να γλιστράει μέσα σε άλλους, οποιουσδήποτε αλλους, να γίνεται ο εαυτός τους, αλλά και το άλλο, ότι σταδιακά ξεκολλάγανε τα πράγματα από τα χέρια της, της έπεφταν ή ξεκολλάγανε τα χέρια της από αυτά σαν από κλαδιά δεντρου, και έπεφτε εκείνη». Ούτε λίγο ούτε πολύ, περνώντας του λιναριού τα πάθη, η Διονυσία θ’ αναδειχτεί άθελά της σε ηρωίδα των βασάνων, σε άκακο σκουπίδι άνευ αντιστάσεως, κυριολεκτικά σε αγία της οδύνης και της ταπείνωσης.

Όταν ο Νικολής προσγειώνει το αφηγηματικό του σύστημα στα περίχωρα των Εξαρχείων, όπου ομοφυλόφιλοι, εϊτζιλήδες, πρεζάκια, ηρωονομανείς, κλέφτες και ναυάγια κάνουν παιχνίδι, εξού κι ένα «αεράκι αμεριμνησίας που φύσαγε μέσα στο κεφάλι της», είμαστε βέβαιοι πια ότι η αρχική μας Διονυσία έχει ψιλο-χαθεί κι εκείνο που κάνει παιχνίδι είναι το αξίωμα: «Όλοι ξεπέφτουμε, κι εδώ που τα λέμε ποιον δεν ξεφτίλισε η καύλα...», επίσης το συμπλήρωμά του: «Ο Θεός δεν λογαριάζει την καύλα στις αμαρτίες» και το παραπλήρωμα : «Τυχερές οι μάνες που οι γιοι της είναι γκέι». Λογαριάζει, όμως, ο αφηγητής τα άλματα της αφήγησης, τις παραπειστικές μεταμορφώσεις των προσώπων και, κυρίως, τις μικροαστικές ασημαντότητες απο τις οποίες -πώς δεν το πρόσεξε ο Νικολής;- είναι ξέχειλο το βιβλίο;

Περιέργως πώς, όσο η Διονυσία αποσαθρώνεται και πνευματοποιείται, χάνοντας την αρχική της πειστικότητα, τα πρεζάκια ολόγυρά της χαλάνε τον κόσμο, οι ομοφυλόφιλοι γίνονται ολοένα και περισσότερο αυτό που είναι, καθώς η πόλη αποτελεί πια σκηνικό εχθρότητας και παρακμής. Η σελίδα 313 ισχύει για όλα τα αθηναϊκά πρόσωπα του βιβλίου: «Το αμέσως επόμενο διάστημα θα βίωνε μια έξαρση της λαγνείας της, λιγότερο για την ηδονή, περισσότερο για μια τυφλή και βίαιη κοινωνικότητα, ένα σπάταλο σκόρπισμα στην πόλη. Όσο λιγότερο λογάριαζε τις αναστολές της, τόσο περισσότερο βούλιαζε στον εαυτό της. Παιρνόταν όλο και με πιο εγκαταλελειμμένους, πιο παρίες. Σε αυτοκίνητα, σε πάρκα, σε τουαλέτες, σε γιαπιά. Όσο για τη φιληδονία της, αυτή πάρσιμο στο πάρσιμο λιγόστευε σαν πρέζα όλο και πιο πακέτο. Κάποτε σηκώθηκε από τα σκέλη ενός, από την περιτομή υπέθετε μετανάστη, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν, πηδιόντουσαν ξαπλωμένοι σε χαρτόνια πίσω από τους θάμνους στο Πεδίον του Άρεως, κάθισε στις φτέρνες της λίγο παραπέρα, άδειαζε υγρά από το απευθυσμένο».

Λίγο μελό δεν κάνει κακό, αντίθετα βοηθάει την αφηγηματική υγεία. Λίγο λούμπεν, επίσης, προσδίδει γραφικότητα όπου χρειάζεται, με τη διαφορά βέβαια ότι τα είδη, για να αναμειχθούν, απαιτείται μεγάλη ικανότητα, και κυρίως βαθύτατη ανάγκη. Δεν συγχωρείται, δηλαδή, ο Νικολής όταν επιτρέπει στον εαυτό του να θυμίζει Νότη Περγιάλη... Μια παρατήρηση για τον ψυχισμό της Διονυσίας ισχύει για πολλά χάσματα του βιβλίου: «Κάποιος έκοβε τις στιγμές και τις πραξεις σε μικρά κομμάτια, εκείνη ζούσε το κάθε κομμάτι χώρια, απομονωμένο, δεν το συνέδεε με το προηγούμενό του». Συχνά στην αφήγηση έχουμε καλοκρυμμένες ασυνεχειες, μεταμορφώσεις που δεν παρακολουθούνται από τις ανάλογες αιτίες, ωριμάνσεις των καταστάσεων χωρίς τις ανάλογες μετατροπές. Η αλήθεια είναι ότι η επιστασία του Νικολή πουθενά, μα πουθενά δεν τα κάνει θάλασσα. Η αδυναμία του, όμως, να υποστηρίξει τον κορμό του βιβλίου με ανώτερη σύνθεση αποκαλύπτει και ένα όριο στη δημιουργικότητα. Γράφει εύστοχα για τη Διονυσία: «Αν γινόταν, θα φορούσε ανάποδα το δέρμα της, το έξω μέσα, να κλεινόταν εντός της, να βουβαινόταν». Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει για την αφήγηση που υποχρεούται να δείχνει ταυτότητα σε κάθε σελίδα και να υπογράφει με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μεταβούμε στα τέλη του βιβλίου για να ξαναβρούμε τη Διονυσία που έχει μεταμορφωθεί σε αγία.

Όσο για την υπόλοιπη οικογένεια στην Κω, πήγε καλειά της με τον θάνατο που της άξιζε. «Ε, μια μέρα - και ποια μέρα; Της Παναγίας: δυο εικοσιτετράωρα αφότου, απ’ ό,τι μου λέτε, πέθανε ετούτη, τσακωνόντουσαν στο αυτοκίνητο αυτός με τους γιους τους, έτρεχε -όσοι τον είδανε- δαιμονισμένα, μέχρι που τα ‘δωσε από ‘να γκρεμό έξω από την πόλη. Κοντά στα Θερμά, μια περιοχή με ιαματικά νερά. Τους θάψανε μισοκαμένους».

                              

Πέρα από τις επιφυλάξεις μας και τις επιμέρους παρατηρήσεις, πιστεύουμε ότι ο Νικολής κατέχει τάλαντο που θα τον οδηγήσει έστω και με κλειστά τα μάτια. Το βιβλίο του δείχνει -εκτός των άλλων- ένα όριο που δεν αφορά μόνο την περίπτωσή του αλλά και τον ορίζοντα της ντόπιας πραγματικότητας, που μοιάζει με την μπάλα μέσα στο νερό: όσο κι αν τη βαπτίζουμε στα ύδατα της εγχώριας εμπειρίας, αργά ή γρήγορα ανέρχεται στην επιφάνεια. Η πρόζα του, πάντως, αυτό το κράμα σκληρότητας και αλάνθαστης εκφραστικότητας, είναι κάτι αδίδαχτο και απολύτως προσωπικό.

1

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

ΕΠΕΞ Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Βιβλίο / Φάνη, ψηλά το κεφάλι!

Το πρώτο βιβλίο του Φάνη Παπαδημητρίου είναι μια συγκινητική εξομολόγηση για το ατύχημα στα 19 του που τον καθήλωσε σε αμαξίδιο, την πάλη του με τον τζόγο και τον αγώνα που έδωσε να ξαναφτιάξει τη ζωή του «μετά το τσουνάμι που ήρθε και τα σάρωσε όλα».
M. HULOT
«Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Το πίσω ράφι  / «Τι ωραίο πλιάτσικο!»: Όταν η «αργόσχολη» τάξη εργάζεται σκληρά για το Κακό

Πιστή στην κλασική μορφή του μυθιστορήματος, αλλά ταυτόχρονα ανατρεπτική και μεταμοντέρνα, η καυστική σάτιρα του Τζόναθαν Κόου για τη βρετανική άρχουσα τάξη των αρχών της δεκαετίας του ’90 διαβάζεται μονορούφι.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
ΕΠΕΞ Γυναικείες φωνές από διαφορετικά μέρη του κόσμου

Βιβλίο / Από τη Μαλαισία μέχρι το Μεξικό: 5 νέα βιλία που αξίζει να διαβάσετε

5 συγγραφείς από διαφορετικά σημεία του πλανήτη χαράζουν νέους δρόμους στη λογοτεχνία. Ανάμεσά τους, η Τζόχα Αλχάρθι που κέρδισε το Booker και η βραβευμένη με Πούλιτζερ Κριστίνα Ριβέρα Γκάρσα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Αρχαιολογία / Ποιοι ήταν οι αληθινοί «σκλάβοι» της ηδονής στην Αρχαία Ρώμη;

Η διακεκριμένη ιστορικός Mary Beard στο βιβλίο της «Οι Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Οι ηγεμόνες του αρχαίου ρωμαϊκού κόσμου», παρουσιάζει τη ζωή και το έργο των αυτοκρατόρων μέσα από ανεκδοτολογικές αφηγήσεις και συναρπαστικές λεπτομέρειες, που θυμίζουν απολαυστικό μυθιστόρημα. Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια εστιάζει στον ρόλο των δούλων, τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στη σεξουαλική ζωή των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.
M. HULOT
Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Βιβλίο / Τα μικρά ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία ενώνουν τις δυνάμεις τους

Από την Αμοργό ως την Αλεξανδρούπολη και από την Ξάνθη ως τη Μυτιλήνη, τα μικρά βιβλιοπωλεία αποκτούν για πρώτη φορά συλλογική φωνή. Βιβλιοπώλες και βιβλιοπώλισσες αφηγούνται τις προσωπικές τους ιστορίες, αλλά και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Lifo Videos / «Μικρή μου, ας τους αφήσουμε αυτούς τους κερατάδες τους καλόγερους»

Η Αγλαΐα Παππά διαβάζει ένα απόσπασμα από τις βέβηλες και αμφιλεγόμενες «120 Μέρες των Σοδόμων» του Μαρκησίου ντε Σαντ, ένα βιβλίο αναγνωρισμένο πλέον ως αξεπέραστο λογοτεχνικό αριστούργημα και χαρακτηρισμένο ως «εθνικός θησαυρός» της Γαλλίας.
THE LIFO TEAM
Το «προπατορικό αμάρτημα» του Τζο Μπάιντεν

Βιβλίο / Ποιο ήταν το θανάσιμο σφάλμα του Τζο Μπάιντεν;

Ένα νέο βιβλίο για τον πρώην Πρόεδρο αποτελεί καταπέλτη τόσο για τον ίδιο όσο και για τη δουλοπρεπή κλίκα πιστών και μελών της οικογένειάς του, που έκαναν το παν για να συγκαλύψουν τον ραγδαίο εκφυλισμό της γνωστικής του ικανότητας.
THE LIFO TEAM
ΕΠΕΞ Συγγραφείς/ Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου

Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου / 8 Έλληνες συγγραφείς ξαναγράφουν τους μύθους και τις παραδόσεις

Η Λυσιστράτη ερμηνεύει τις ερωτικές σχέσεις του σήμερα, η Ιφιγένεια διαλογίζεται στην παραλία και μια Τρωαδίτισσα δούλα γίνεται πρωταγωνίστρια: 8 σύγχρονοι δημιουργοί, που συμμετέχουν με τα έργα τους στο φετινό Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, συνομιλούν με τα αρχαία κείμενα και συνδέουν το παρελθόν με επίκαιρα ζητήματα.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Τζούντιθ Μπάτλερ: «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Τζούντιθ Μπάτλερ / «Θέλουμε να ζήσουμε με ανοιχτή ή με κλειστή καρδιά;»

Μια κορυφαία προσωπικότητα της σύγχρονης παγκόσμιας διανόησης μιλά στη LiFO για τo «φάντασμα» της λεγόμενης ιδεολογίας του φύλου, για το όραμα μιας «ανοιχτόκαρδης κοινωνίας» και για τις εμπειρίες ζωής που της έμαθαν να είναι «ένας άνθρωπος ταπεινός και ταυτόχρονα θαρραλέος».
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Ντίνος Κονόμος

Βιβλίο / «Ο κύριος διευθυντής (καλό κουμάσι) έχει αποφασίσει την εξόντωσή μου…»

Ο Ντίνος Κονόμος, λόγιος, ιστοριοδίφης και συγγραφέας, υπήρξε συνεχιστής της ζακυνθινής πνευματικής παράδοσης στον 20ό αιώνα. Ο συγγραφέας Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής παρουσιάζει έργα και ημέρες ενός ανθρώπου που «δεν ήταν του κόσμου τούτου».
ΦΙΛΙΠΠΟΣ Δ. ΔΡΑΚΟΝΤΑΕΙΔΗΣ
Η ζωή του Καζαντζάκη σε graphic novel από τον Αλέν Γκλικός

Βιβλίο / Ο Νίκος Καζαντζάκης όπως δεν τον είχαμε ξαναδεί σε ένα νέο graphic novel

Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Πετρίτης»: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ηχητικά Άρθρα / Πετρίτης: Το πιο γρήγορο πουλί στον κόσμο και η άγρια, αδάμαστη ομορφιά του

Ο Τζoν Άλεκ Μπέικερ αφιέρωσε δέκα χρόνια από τη ζωή του στην παρατήρηση ενός πετρίτη και έγραψε ένα από τα πιο ιδιαίτερα βιβλία της αγγλικής λογοτεχνίας – μια από τις σημαντικότερες καταγραφές της άγριας ζωής που κινδυνεύει να χαθεί για πάντα. Κυκλοφόρησε το 1967 αλλά μόλις τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια οι κριτικοί και το κοινό το ανακάλυψαν ξανά.
M. HULOT
Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Ας μην αφήνουμε τον Θεό στους πιστούς» 

Βιβλίο / Μπενχαμίν Λαμπατούτ: «Αν αξίζει ένα πράγμα στη ζωή, αυτό είναι η ομορφιά»

O Λατινοαμερικανός συγγραφέας-φαινόμενο Μπενχαμίν Λαμπατούτ μιλά στη LiFO για τον ρόλο της τρέλας στη συγγραφή, τη σχέση επιστήμης και λογοτεχνίας και το μεγαλείο της ήττας – και δηλώνει ακόμα φανατικός κηπουρός και εραστής της φύσης.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

1 σχόλια
Ἡ Διονυσία ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτό της στὴ βασανιστική του ἀποδυνάμωση. Διχασμένη στὸ βαθμὸ ποὺ οἱ ἐσωτερικὲς φωνές της τήν κατευθύνουν νὰ γευθεῖ ὁπωσδήποτε τὰ δῶρα τῆς ζωῆς, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ ὑποχρεώσεις πού ἐπιβάλλουν οἱ ἄλλοι μὲ ἐπίμονη βία. Ἡ βία ἐναντίον της κυριαρχεῖ: λεκτική, σωματική, ψυχολογικὴ ἀπό διογκωμένα, ἰσχυρὰ πάθη καὶ ἐγωκεντρισμοὺς πού μόνο κραυγάζουν καὶ βιαιοπραγοῦν αὐτάρεσκα καὶ ἀσύδοτα. Ἡ ἄμυνά της εἶναι ἐλάχιστη καὶ στοιχειώδης. Ὁ Νικολὴς δίνει μιὰ Διονυσία ἀρκετὰ ἀπορημένη ἀλλὰ ἀθώα, μὲ τὴν ὑπεράσπισή της νὰ παραμένει σὲ διαρκὴ ἐκκρεμότητα. Ἡ πορεία της σημαδεύεται ἀπὸ κρίσεις καὶ κορυφώσεις ποὺ στὴν ἀφηγηματικὴ δομὴ βρίσκουν τὴν ἔκφρασή τους στὴ σταδιακὴ ἀποκάλυψη σκέψεων καὶ συναισθημάτων. Αὐτὴ εἶναι μιὰ βασικὴ ὁδὸς ὅπου βαδίζει ὁ Νικολὴς γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο τῆς ζωῆς τῆς Διονυσίας σ᾽ ἕνα ἄλλο, εἴτε ἀπὸ μία κατάσταση, σχέση, γνωριμία, φάση σὲ μία ἄλλη. Ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἡ ἰλιγγιώδης καὶ στενόχωρη κατηφόρα. Ὅσο κι ἄν ἁγιοποιείται ἡ Διονυσία (αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Νικολὴ – ἡ ἁγιοποίηση) τὸ κυρίαρχο συναίσθημα εἶναι ἡ ἄδικη κάθοδος ἑνὸς ἄκακου πλάσματος καὶ ὄχι ἡ τελικὴ ἁγιοποίηση-δικαίωση. Ἄλλωστε γιατί ἡ ἁγιοποίηση νὰ συνιστᾶ δικαίωση;Ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται ἔντονα ὅτι ὁ ἀφηγητὴς μεροληπτεῖ ὑπὲρ τῆς ἡρωίδας. Σκιαγραφεῖ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ζοφερὰ καὶ ἐχθρικὰ περιβάλλοντα ὅπου εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται ἐκείνη βγαίνοντας πάντοτε λαβωμένη: παρουσιάζει πρόσωπα καὶ χαρακτῆρες δίνοντας ἔμφαση στὰ ἀρνητικὰ χαρακτηριστικά τους, συχνὰ μὲ στερεότυπα πού μαρτυροῦν καὶ προκαλοῦν κόπωση: ἄνδρες μὲ λευκὴ φανέλα καὶ σλὶπ, βρώμικα νύχια, ἄπλυτοι, μὲ χυδαίους προσβλητικοὺς τρόπους. Ὁ ὠμὸς ρεαλισμὸς ἐξεγείρει τὸ θυμικό, ὅμως ἡ στερεότυπη ἐπανάληψή του ὑπονομεύει τὸ στόχο του. Ὅπως καὶ τὸ μοτίβο τῆς τσιγγάνας ποὺ “βλέπει” κάτι στὴ μικρὴ Διονυσία, ἢ ἡ μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες Νεκταρία ποὺ ἠρεμεῖ στὴν παρουσία της (ὄχι ὅμως ὅταν προηγουμένως ἡ Διονυσία ἔχει κάνει σέξ), ἢ ἄλλοι ἐλάσσονες χαρακτῆρες ποὺ κι αὐτοὶ “βλέπουν” “κάτι” ἀπροσδιόριστο καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἀφηγητὴς μᾶς τονίζει μὲ τρόπο ὅμως ποὺ κινεῖται στὰ ὅρια τῆς ἀφέλειας. Ἡ Διονυσία λοιπὸν ἁγιοποιείται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων; Ὄχι ἀκριβῶς: εἶναι γεννημένη ἁγία. Μοιάζει μὲ θηλυκὸ Ἰησοῦ χωρὶς ἡ ἴδια νὰ τὸ γνωρίζει. Τὸ βλέπουν οἱ ἄλλοι…Κορυφαῖες στὴν ἀφήγηση εἶναι οἱ στιγμὲς κρίσης μὲ τὶς ἀκραῖες σκηνὲς βίας καὶ ἐρωτισμοῦ καὶ ἔντονο, ἁδρὸ ρεαλισμό: ἡ πρώτη σεξουαλικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Μάκη, ἡ παρτούζα Μάκη-Στελάκη-Διονυσίας, ἡ ἀποκάλυψη τῆς παρτούζας ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τὸν σύζυγο: πρῶτος ἐξευτελισμός, ὁ ξυλοδαρμός-κακοποίηση-βιασμὸς ἀπὸ τὸν σύζυγο, ἡ παθιασμένη παρτούζα μὲ Νίκο-Μάκη-Διονυσία, ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸν Μάκη λόγω ναρκωτικῶν, ὁ διωγμὸς ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα ἀπὸ τὴν παρτούζα Νίκου-Στράτου-Διονυσίας.Ἡ σκηνὴ τῆς κακοποίησης καὶ ξυλοδαρμοῦ ἀπὸ τὸν ἐκδικητικὸ σύζυγο δημιουργεῖ ρίγος. Ἀπὸ τὴν πρώτη φράση κιόλας δημιουργεῖ ἕνα φοβικὸ αἴσθημα σαδιστικῆς ἀναμονῆς ἑνὸς ἐπερχόμενου καταστροφικοῦ συμβάντος: “ Ἦταν μιὰ Τρίτη μὲ συννεφιά, 21 Ὀκτωβρίου: ἡ ἀποφράδα μέρα, καὶ ἡ ὥρα περασμένες δώδεκα τὸ μεσημέρι…” Ἡ ἀφήγηση προχωράει ἀργά, χωρὶς βιασύνη, περιγραφικά. Παρακολουθοῦμε τὸ θύμα στὰ χέρια τοῦ θύτη, ἐγκλωβισμένο, βέβαιοι ὅτι ἀνίσχυρο μπορεῖ νὰ γίνει πανεύκολη λεία γιὰ ἐκεῖνον. Ἀπὸ τὰ ὅσα εἶχε περιγράψει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ μυθιστορήματος ὁ συγγραφέας, γνωρίζουμε τὸ ποιὸν τοῦ συζύγου, ἐπομένως γνωρίζουμε ἀπόλυτα ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει. Καὶ προχωρῶντας τόσο ἀργὰ στὸ κείμενο, λέξη μὲ λέξη, φράση μὲ φράση, ἡ ἀγωνία μας γιὰ τὴν τύχη τῆς Διονυσίας γίνεται πυρετικὴ καὶ καθηλωτική. Καὶ σὰν γροθιὰ ξαφνικὴ βλέπουμε τὴν ἐπίθεση ἐναντίον της σὲ μιὰ δραστικὴ ἐναλλαγὴ τῆς εἰκόνας ἀπὸ διάλογο σὲ πράξεις φρικαλεότητας.Ἡ ἴδια δυναμικότητα ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς σκηνὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Νικολὴς γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴ φορὰ τῆς Διονυσίας στὴν κλίμακα τῆς «καθόδου» της. Ταυτόχρονα χρησιμοποιεῖ ἐμβόλιμα ἀναδρομὲς στὸ παρελθὸν τῆς παιδικῆς ἡλικίας της, ἢ σταματᾶ τὸ χρόνο παρεμβάλλοντας εἰκόνες ποὺ ἀντανακλοῦν τὸν ψυχισμὸ τῆς στιγμῆς προκειμένου νὰ τονίσει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἁγιότητά της. Παράλληλα ὅμως τονίζει ὅτι ἡ Διονυσία λειτουργεῖ ἀνθρώπινα καὶ ὅτι ἡ παθητικότητά της ὀφείλεται στὴν ἀπορία καὶ τὴν ἀποστέρηση ποὺ εἶχε βιώσει σὲ βασικὰ ἀγαθά. Ἀγαθὰ ὅπως ἡ ἀναγνώριση, ὁ σεβασμὸς τῆς αὐτονομίας της, τῆς προσωπικότητάς της.Ἡ Διονυσία εἶναι ἡ ἀδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια. Ὁ Νικολὴς εἶναι ἀπόλυτος καὶ συνεπὴς ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογή του, ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου ἕως τὶς ἀφηγηματικές του μεθόδους καὶ τεχνικές. Τὰ πρόσωπα ποὺ τήν πλαισιώνουν ἔχουν μια ἐλλειπτικότητα ὡς χαρακτῆρες μέσα στὴν ἀφηγηματικὴ δομή. Ἡ δράση τους, οἱ ἐνέργειές τους εἶναι προσανατολισμένες ὥστε νὰ ἔλκουν ἤ νὰ ὠθοῦν τὴ Διονυσία κάπου ἀλλοῦ, πρὸς κάποιο σημεῖο τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται ἄμεσα γνωστό, ὄχι τουλάχιστον ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ οὐσιαστικά μοιράζονται εὐθύνες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του συγγραφέα ἐπικεντρώνεται στὸ ἀπόσπασμα τῆς ποιότητάς τους, ἐκεῖνο ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἐπιρροή του στὴ δράση καὶ ποὺ τελικά θὰ εἶναι αυτὸ πού συγκρατεῖ ὁ ἀναγνώστης καὶ πού θὰ θυμᾶται.Ἡ Διονυσία ὑποφέρει ἀπὸ μεγάλα συγκινησιακά φορτία. Οἱ ἀρτηρίες της σιγοκαίγονται στὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς τους ἀπὸ παλλόμενη, ὁρμητικὴ ζωή. Ἡ ἀφήγηση τυλίγεται ἀπὸ τὴν κυτταρικὴ μεμβράνη συγκρούσεων, κυρίως ἐσωτερικῶν-αὐτὲς κυριαρχοῦν-χωρὶς ὅμως νὰ μολύνεται ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο τῆς ὁπτικῆς γωνίας ἑνὸς ψυχογραφήματος. Ὁ στόχος τοῦ Νικολὴ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διασώζεται ἀπὸ ἐπικίνδυνες παρεκκλίσεις καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ μᾶς κρατήσει στὸ γεγονὸς τῆς ὁριστικῆς καταδίκης ἑνὸς πράου καὶ δημιουργικοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὸν παράλογο κόσμο τῆς βίας. http://blog.books.gr/kostastapeinos/?p=22