ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

Η γυναίκα της Κω

Η γυναίκα της Κω Facebook Twitter
1

Ευτυχώς, δεν γνωρίζουμε ποιον δρόμο πρέπει να πάρει η νεοελληνική πεζογραφία, κατά συνέπεια πάσα προσπάθεια γίνεται δεκτή μέχρι νεωτέρας αποδόσεως. Το μυθιστόρημα του Νικολή, για παράδειγμα -εντυπωσιακό για την αφηγηματική του αντοχή- διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και με τον φόβο πάντα ότι απειλείται από τον ίδιο τον εαυτό του. Γενικά, η δραματουργία στα καθ’ ημάς παίρνει τα πάνω της, αφού πρώτα περάσει απο τις συμπληγάδες της ηθογραφίας. Το πρόβλημα του «μύθον τινά διηγείσθαι» παραείναι μεγάλο για να περάσει απαρατήρητο. Μάλιστα, από τις πρώτες σελίδες αναρωτιέται κανείς: υπάρχει κάτι στον νεοελληνικό βίο που ν’ αξίζει να μυθιστοριοποιηθεί; Ο Νικολής, καθώς φαίνεται, έχει τους τρόπους για να θέσει ή να ξεφύγει από το πρόβλημα.

Η Διονυσία, κάτοικος της Κω, «είναι μια νέα ακόμα γυναίκα, με καστανή μικρόσωμη φιγούρα. Μαλακό χνούδι, λεπτά χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, το σώμα της λιγότερο ελκυστικό, γερτοί ώμοι, καμπουριάζει κάπως για να σηκώνει τα μεγάλα στήθη, στομαχάκι επίσης, η λεκάνη όμως και τα πόδια της αδύνατα, σχεδόν αγορίστικα. Αλλά λίγο ο βαθύς κόρφος ανάμεσα στα στήθη, λίγο το κοριτσίστικο πρόσωπο, οι λεπτοί καρποί και τα δάκτυλα, οι αστράγαλοι και τ’ ακροπόδια, όλα αυτά της δίνουν τη χάρη της γλυκιάς μητρικής φιγούρας, που σε συνδυασμό μερικές φορές με τις αφηρημάδες της αφήνουν την υπόνοια μιας ήπιας λαγνείας, ιδίως όσο μοιάζει να μην τη συνειδητοποιεί η ίδια». Είναι παντρεμένη με τον Τόλη, έχει δύο παιδιά τσακαλόπαιδα και ψωμίζεται από τις ενοικιάσεις δωματίων (Apartments-hotel Tolis). Η ίδια είναι μάλλον παραδουλεύτρα παρά σύζυγος. Ο Τόλης είναι η τυπική περίπτωση του συζύγου που έκανε ό,τι έκανε με τη γυναίκα “του” και κατόπιν βγήκε στη γύρα για να συντηρήσει τον ανδρισμό του και όντως έμπλεξε με μιαν μετανάστισσα Γεωργιανή. Όσο για τα δυό παιδιά -τον Γιώργο και τον Μιχάλη- που έχουν μπει στην εφηβεία, πασχίζουν να μοιάσουν στον πατέρα τους. Ανδρας τύραννος, παιδιά τέρατα. Η γειτονιά ήξερε να βλέπει και να της λέει: “Οι γιοι σου, λες και τους έκανε μόνος του ο Τόλης!”. Από κει και πέρα αρχίζει ο “έρωτας”».

Το πρώτο κεφάλαιο -τυραννικά δουλεμένο και ξαναψαγμένο- τιμά τον συγγραφέα για το πεζογραφικό του ένστικτο, την απίθανη εκμετάλλευση της λεπτομέρειας κι ένα είδος ανθρωπογνωσίας που χαρίζει θαλπωρή στην όλη σκηνοθεσία. Είναι προφανές ότι η οικογένεια πάσχει από ανολοκλήρωτα αισθήματα που αργά ή γρήγορα θα την τινάξουν στον άερα. Τα παιδιά ξεσπούν πάνω στην άβουλη μάνα και εκδικούνται ό,τι αφήνει η τυραννική παρουσία του Τόλη. Εδώ -από τις πρώτες σελίδες δηλαδή- ο Νικολής θα πάρει και τη μεγάλη απόφαση. Η οικογένεια «πρέπει» να διαλυθεί, η ηθογραφική εντέλεια να στραφεί προς άλλο δρόμο που θα προσφέρει άφθονο υλικό στην αφήγηση. Γενικά, όσο η Διονυσία παραδέρνει, η διήγηση ευεργετείται παντοιοτρόπως γιατι πετάει κλώνους.

Ο βασικός κλωνος αφορά τον Μάκη, αντιπρόσωπο εταιρείας καλλυντικών. Είναι ο «ξένος» που, όπως ξέρουμε από την αναγνωστική μας πείρα, κουβαλάει πάντα μαζί του μεγάλες αφηγηματικές βαλίτσες. «Κάποτε η παρουσία ενός ανθρώπου πέφτει σαν τη σταγόνα του λαδιού στο νερό, σταγόνα που απλώνεται και γαληνεύει την υδάτινη επιφάνεια. Το ρολόι παύει να χτυπάει μηχανικά, καθετί γύρω αναλάμπει. Το έπιπλο της ρεσεψιόν -τώρα δα δίπλα της-, τα καδράκια με τις καρτ ποστάλ του Αιγαίου στους τοίχους, η αναρριχώμενη αράχνη και τα διπλανά γλαστράκια με τους τηλέγραφους και τις μπιγκόνιες, όλα ζωντανεύουν, φωτίζονται». Η Διονυσία θα του παραδοθεί και θα ακολουθήσει μια τρομερή οικογενειακή σκηνή, μόλις αποκαλυφθούν τα καμώματα της μάνας και συζύγου.

Εδώ αρχίζουν και κάποιες υποψίες του αναγνώστη για την πειστικότητα των καταστάσεων. Δεν μας εντυπωσιάζει το γεγονός ότι η Διονυσία παραδίδεται ανεπιστρεπτί στον Μάκη, αλλά ότι από τη δεύτερη επαφή τους ο Μάκης φέρνει μαζί του κι έναν φίλο, στον οποίο η Διονυσία παραδίδεται χωρίς καμιά αντίσταση. Το δικαίωμα του αφηγητή να διαμορφώνει κατά το κέφι του τις καταστάσεις είναι «ιερό», όπως ιερή ή ανίερη είναι και η δεκτικότητα του αναγνώστη. Αν η Διονυσία ήταν Διόνυσος, η τριπλέτα θα γινόταν αποδεκτή χωρίς συζήτηση. Αλλά μια πολύπαθη σύζυγος που ερωτεύεται και από την πρώτη στιγμή εφαρμόζει το «μπάτε φίλοι, αλέστε» μάλλον υποκρύπτει άλλους υπολογισμούς. Δεν παραδίδουμε μαθήματα ανθρωπογνωσίας στον Νικολή, απλώς παρατηρούμε κάποιες διαστρεβλώσεις στη γυναικεία ψυχολογία. Ποσο μάλλον όταν έχουμε έναν συγγραφέα που ενίοτε γράφει σαν να μιλάει η ίδια η ζωή.

Άλλωστε, το βιβλίο μόλις άρχισε. Η μικροκοινωνία της Κω θα ξεράσει τη γυναίκα που πάτησε το στεφάνι της και του λοιπού θα παρακολουθήσουμε το μαρτυρολόγιο της Διονυσίας μέσα στην αμαρτωλή Αθήνα, όπου φτάνει έχοντας στη μνήμη της το συζυγικό «απολυτήριο» του Τόλη: «Παλιοπουτάνα, βρομιάρα, ξεσκισμένη, ξεκωλιάρα, να μου γαμιέσαι με τις πούστρες, βρόμα, τους γιους σου, άντρες της παντρειάς, δεν τους ντράπηκες, μωρή τσούλα; Ε τσούλα! Πώς θα καθίσεις δίπλα στις νύφες σου, μωρή; Να τους μάθεις τι; Πώς να τον παίρνουν από τον κώλο, μωρή; Από τις αδερφές; Ε; Δεν μιλάς;». Φερμένη στην Αθήνα, η Διονυσία πατάει σε άλλο κόσμο. «Υπήρχε, όμως, και κάτι που τη συνάρπαζε: η πολυκοσμία ή, πιο σωστά, η πληθώρα και ο χαρακτήρας των διασταυρούμενων βλεμμάτων στους δρόμους, στα μαγαζιά, στα καφενεία, παντού. Συνέβαινε και στο νησί, όταν κοιτάζονταν ένας ντόπιος μ’ έναν ξένο, όταν ανταλλάσσονταν ματιές ανάμεσα σε αγνώστους, αλλά αυτό δεν κράταγε πολύ, δεν προλάβαινε το μάτι να χαλαρώσει πραγματικά. Εδώ, αντίθετα, πολύ γρήγορα συνήθισε ν’ απολαμβάνει μια πρωτόγνωρη ελευθεριότητα. Η Διονυσία το χαιρόταν».

Θα το χαρεί βέβαια, με τη διαφορά ότι, μη έχοντας στον ήλιο μοίρα και αναπτύσσοντας το μόνο που της απέμεινε, την ερωτική παθητικότητα, θα ανακαλύψει απίθανες ψυχικές της ιδιότητες. «Προσπάθησε να μιλήσει στη Μεταξία για τα περίεργα που της συνέβαιναν, αυτό, να γλιστράει μέσα σε άλλους, οποιουσδήποτε αλλους, να γίνεται ο εαυτός τους, αλλά και το άλλο, ότι σταδιακά ξεκολλάγανε τα πράγματα από τα χέρια της, της έπεφταν ή ξεκολλάγανε τα χέρια της από αυτά σαν από κλαδιά δεντρου, και έπεφτε εκείνη». Ούτε λίγο ούτε πολύ, περνώντας του λιναριού τα πάθη, η Διονυσία θ’ αναδειχτεί άθελά της σε ηρωίδα των βασάνων, σε άκακο σκουπίδι άνευ αντιστάσεως, κυριολεκτικά σε αγία της οδύνης και της ταπείνωσης.

Όταν ο Νικολής προσγειώνει το αφηγηματικό του σύστημα στα περίχωρα των Εξαρχείων, όπου ομοφυλόφιλοι, εϊτζιλήδες, πρεζάκια, ηρωονομανείς, κλέφτες και ναυάγια κάνουν παιχνίδι, εξού κι ένα «αεράκι αμεριμνησίας που φύσαγε μέσα στο κεφάλι της», είμαστε βέβαιοι πια ότι η αρχική μας Διονυσία έχει ψιλο-χαθεί κι εκείνο που κάνει παιχνίδι είναι το αξίωμα: «Όλοι ξεπέφτουμε, κι εδώ που τα λέμε ποιον δεν ξεφτίλισε η καύλα...», επίσης το συμπλήρωμά του: «Ο Θεός δεν λογαριάζει την καύλα στις αμαρτίες» και το παραπλήρωμα : «Τυχερές οι μάνες που οι γιοι της είναι γκέι». Λογαριάζει, όμως, ο αφηγητής τα άλματα της αφήγησης, τις παραπειστικές μεταμορφώσεις των προσώπων και, κυρίως, τις μικροαστικές ασημαντότητες απο τις οποίες -πώς δεν το πρόσεξε ο Νικολής;- είναι ξέχειλο το βιβλίο;

Περιέργως πώς, όσο η Διονυσία αποσαθρώνεται και πνευματοποιείται, χάνοντας την αρχική της πειστικότητα, τα πρεζάκια ολόγυρά της χαλάνε τον κόσμο, οι ομοφυλόφιλοι γίνονται ολοένα και περισσότερο αυτό που είναι, καθώς η πόλη αποτελεί πια σκηνικό εχθρότητας και παρακμής. Η σελίδα 313 ισχύει για όλα τα αθηναϊκά πρόσωπα του βιβλίου: «Το αμέσως επόμενο διάστημα θα βίωνε μια έξαρση της λαγνείας της, λιγότερο για την ηδονή, περισσότερο για μια τυφλή και βίαιη κοινωνικότητα, ένα σπάταλο σκόρπισμα στην πόλη. Όσο λιγότερο λογάριαζε τις αναστολές της, τόσο περισσότερο βούλιαζε στον εαυτό της. Παιρνόταν όλο και με πιο εγκαταλελειμμένους, πιο παρίες. Σε αυτοκίνητα, σε πάρκα, σε τουαλέτες, σε γιαπιά. Όσο για τη φιληδονία της, αυτή πάρσιμο στο πάρσιμο λιγόστευε σαν πρέζα όλο και πιο πακέτο. Κάποτε σηκώθηκε από τα σκέλη ενός, από την περιτομή υπέθετε μετανάστη, δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν, πηδιόντουσαν ξαπλωμένοι σε χαρτόνια πίσω από τους θάμνους στο Πεδίον του Άρεως, κάθισε στις φτέρνες της λίγο παραπέρα, άδειαζε υγρά από το απευθυσμένο».

Λίγο μελό δεν κάνει κακό, αντίθετα βοηθάει την αφηγηματική υγεία. Λίγο λούμπεν, επίσης, προσδίδει γραφικότητα όπου χρειάζεται, με τη διαφορά βέβαια ότι τα είδη, για να αναμειχθούν, απαιτείται μεγάλη ικανότητα, και κυρίως βαθύτατη ανάγκη. Δεν συγχωρείται, δηλαδή, ο Νικολής όταν επιτρέπει στον εαυτό του να θυμίζει Νότη Περγιάλη... Μια παρατήρηση για τον ψυχισμό της Διονυσίας ισχύει για πολλά χάσματα του βιβλίου: «Κάποιος έκοβε τις στιγμές και τις πραξεις σε μικρά κομμάτια, εκείνη ζούσε το κάθε κομμάτι χώρια, απομονωμένο, δεν το συνέδεε με το προηγούμενό του». Συχνά στην αφήγηση έχουμε καλοκρυμμένες ασυνεχειες, μεταμορφώσεις που δεν παρακολουθούνται από τις ανάλογες αιτίες, ωριμάνσεις των καταστάσεων χωρίς τις ανάλογες μετατροπές. Η αλήθεια είναι ότι η επιστασία του Νικολή πουθενά, μα πουθενά δεν τα κάνει θάλασσα. Η αδυναμία του, όμως, να υποστηρίξει τον κορμό του βιβλίου με ανώτερη σύνθεση αποκαλύπτει και ένα όριο στη δημιουργικότητα. Γράφει εύστοχα για τη Διονυσία: «Αν γινόταν, θα φορούσε ανάποδα το δέρμα της, το έξω μέσα, να κλεινόταν εντός της, να βουβαινόταν». Το ίδιο, όμως, δεν ισχύει για την αφήγηση που υποχρεούται να δείχνει ταυτότητα σε κάθε σελίδα και να υπογράφει με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να μεταβούμε στα τέλη του βιβλίου για να ξαναβρούμε τη Διονυσία που έχει μεταμορφωθεί σε αγία.

Όσο για την υπόλοιπη οικογένεια στην Κω, πήγε καλειά της με τον θάνατο που της άξιζε. «Ε, μια μέρα - και ποια μέρα; Της Παναγίας: δυο εικοσιτετράωρα αφότου, απ’ ό,τι μου λέτε, πέθανε ετούτη, τσακωνόντουσαν στο αυτοκίνητο αυτός με τους γιους τους, έτρεχε -όσοι τον είδανε- δαιμονισμένα, μέχρι που τα ‘δωσε από ‘να γκρεμό έξω από την πόλη. Κοντά στα Θερμά, μια περιοχή με ιαματικά νερά. Τους θάψανε μισοκαμένους».

                              

Πέρα από τις επιφυλάξεις μας και τις επιμέρους παρατηρήσεις, πιστεύουμε ότι ο Νικολής κατέχει τάλαντο που θα τον οδηγήσει έστω και με κλειστά τα μάτια. Το βιβλίο του δείχνει -εκτός των άλλων- ένα όριο που δεν αφορά μόνο την περίπτωσή του αλλά και τον ορίζοντα της ντόπιας πραγματικότητας, που μοιάζει με την μπάλα μέσα στο νερό: όσο κι αν τη βαπτίζουμε στα ύδατα της εγχώριας εμπειρίας, αργά ή γρήγορα ανέρχεται στην επιφάνεια. Η πρόζα του, πάντως, αυτό το κράμα σκληρότητας και αλάνθαστης εκφραστικότητας, είναι κάτι αδίδαχτο και απολύτως προσωπικό.

1

ΑΠΕΡΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Βιβλίο / Ο ιερός και βλάσφημος συγγραφέας Πέδρο Αλμοδόβαρ

Για πρώτη φορά κυκλοφορούν ιστορίες από το αρχείο του Πέδρο Αλμοδόβαρ με τον τίτλο «Το τελευταίο όνειρο», από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μέχρι σήμερα, συνδέοντας το ιερό με το βέβηλο, το φανταστικό με το πραγματικό και τον κόσμο της καταγωγής του με τη λάμψη της κινηματογραφίας.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ

σχόλια

1 σχόλια
Ἡ Διονυσία ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτό της στὴ βασανιστική του ἀποδυνάμωση. Διχασμένη στὸ βαθμὸ ποὺ οἱ ἐσωτερικὲς φωνές της τήν κατευθύνουν νὰ γευθεῖ ὁπωσδήποτε τὰ δῶρα τῆς ζωῆς, ἐνῶ τὴν ἴδια στιγμὴ βρίσκεται ἀντιμέτωπη μὲ ὑποχρεώσεις πού ἐπιβάλλουν οἱ ἄλλοι μὲ ἐπίμονη βία. Ἡ βία ἐναντίον της κυριαρχεῖ: λεκτική, σωματική, ψυχολογικὴ ἀπό διογκωμένα, ἰσχυρὰ πάθη καὶ ἐγωκεντρισμοὺς πού μόνο κραυγάζουν καὶ βιαιοπραγοῦν αὐτάρεσκα καὶ ἀσύδοτα. Ἡ ἄμυνά της εἶναι ἐλάχιστη καὶ στοιχειώδης. Ὁ Νικολὴς δίνει μιὰ Διονυσία ἀρκετὰ ἀπορημένη ἀλλὰ ἀθώα, μὲ τὴν ὑπεράσπισή της νὰ παραμένει σὲ διαρκὴ ἐκκρεμότητα. Ἡ πορεία της σημαδεύεται ἀπὸ κρίσεις καὶ κορυφώσεις ποὺ στὴν ἀφηγηματικὴ δομὴ βρίσκουν τὴν ἔκφρασή τους στὴ σταδιακὴ ἀποκάλυψη σκέψεων καὶ συναισθημάτων. Αὐτὴ εἶναι μιὰ βασικὴ ὁδὸς ὅπου βαδίζει ὁ Νικολὴς γιὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὸ ἕνα στάδιο τῆς ζωῆς τῆς Διονυσίας σ᾽ ἕνα ἄλλο, εἴτε ἀπὸ μία κατάσταση, σχέση, γνωριμία, φάση σὲ μία ἄλλη. Ἡ αἴσθηση ποὺ ἀποκομίζει ὁ ἀναγνώστης εἶναι ἡ ἰλιγγιώδης καὶ στενόχωρη κατηφόρα. Ὅσο κι ἄν ἁγιοποιείται ἡ Διονυσία (αὐτὴ εἶναι ἡ βασικὴ ἐπιδίωξη τοῦ Νικολὴ – ἡ ἁγιοποίηση) τὸ κυρίαρχο συναίσθημα εἶναι ἡ ἄδικη κάθοδος ἑνὸς ἄκακου πλάσματος καὶ ὄχι ἡ τελικὴ ἁγιοποίηση-δικαίωση. Ἄλλωστε γιατί ἡ ἁγιοποίηση νὰ συνιστᾶ δικαίωση;Ὁ ἀναγνώστης αἰσθάνεται ἔντονα ὅτι ὁ ἀφηγητὴς μεροληπτεῖ ὑπὲρ τῆς ἡρωίδας. Σκιαγραφεῖ μιὰ σειρὰ ἀπὸ ζοφερὰ καὶ ἐχθρικὰ περιβάλλοντα ὅπου εἰσέρχεται καὶ ἐξέρχεται ἐκείνη βγαίνοντας πάντοτε λαβωμένη: παρουσιάζει πρόσωπα καὶ χαρακτῆρες δίνοντας ἔμφαση στὰ ἀρνητικὰ χαρακτηριστικά τους, συχνὰ μὲ στερεότυπα πού μαρτυροῦν καὶ προκαλοῦν κόπωση: ἄνδρες μὲ λευκὴ φανέλα καὶ σλὶπ, βρώμικα νύχια, ἄπλυτοι, μὲ χυδαίους προσβλητικοὺς τρόπους. Ὁ ὠμὸς ρεαλισμὸς ἐξεγείρει τὸ θυμικό, ὅμως ἡ στερεότυπη ἐπανάληψή του ὑπονομεύει τὸ στόχο του. Ὅπως καὶ τὸ μοτίβο τῆς τσιγγάνας ποὺ “βλέπει” κάτι στὴ μικρὴ Διονυσία, ἢ ἡ μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες Νεκταρία ποὺ ἠρεμεῖ στὴν παρουσία της (ὄχι ὅμως ὅταν προηγουμένως ἡ Διονυσία ἔχει κάνει σέξ), ἢ ἄλλοι ἐλάσσονες χαρακτῆρες ποὺ κι αὐτοὶ “βλέπουν” “κάτι” ἀπροσδιόριστο καὶ τὸ ὁποῖο ὁ ἀφηγητὴς μᾶς τονίζει μὲ τρόπο ὅμως ποὺ κινεῖται στὰ ὅρια τῆς ἀφέλειας. Ἡ Διονυσία λοιπὸν ἁγιοποιείται ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν ἄλλων; Ὄχι ἀκριβῶς: εἶναι γεννημένη ἁγία. Μοιάζει μὲ θηλυκὸ Ἰησοῦ χωρὶς ἡ ἴδια νὰ τὸ γνωρίζει. Τὸ βλέπουν οἱ ἄλλοι…Κορυφαῖες στὴν ἀφήγηση εἶναι οἱ στιγμὲς κρίσης μὲ τὶς ἀκραῖες σκηνὲς βίας καὶ ἐρωτισμοῦ καὶ ἔντονο, ἁδρὸ ρεαλισμό: ἡ πρώτη σεξουαλικὴ ἐπαφὴ μὲ τὸν Μάκη, ἡ παρτούζα Μάκη-Στελάκη-Διονυσίας, ἡ ἀποκάλυψη τῆς παρτούζας ἀπὸ τὰ παιδιὰ καὶ τὸν σύζυγο: πρῶτος ἐξευτελισμός, ὁ ξυλοδαρμός-κακοποίηση-βιασμὸς ἀπὸ τὸν σύζυγο, ἡ παθιασμένη παρτούζα μὲ Νίκο-Μάκη-Διονυσία, ἡ ἀπόρριψη ἀπὸ τὸν Μάκη λόγω ναρκωτικῶν, ὁ διωγμὸς ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα ἀπὸ τὴν παρτούζα Νίκου-Στράτου-Διονυσίας.Ἡ σκηνὴ τῆς κακοποίησης καὶ ξυλοδαρμοῦ ἀπὸ τὸν ἐκδικητικὸ σύζυγο δημιουργεῖ ρίγος. Ἀπὸ τὴν πρώτη φράση κιόλας δημιουργεῖ ἕνα φοβικὸ αἴσθημα σαδιστικῆς ἀναμονῆς ἑνὸς ἐπερχόμενου καταστροφικοῦ συμβάντος: “ Ἦταν μιὰ Τρίτη μὲ συννεφιά, 21 Ὀκτωβρίου: ἡ ἀποφράδα μέρα, καὶ ἡ ὥρα περασμένες δώδεκα τὸ μεσημέρι…” Ἡ ἀφήγηση προχωράει ἀργά, χωρὶς βιασύνη, περιγραφικά. Παρακολουθοῦμε τὸ θύμα στὰ χέρια τοῦ θύτη, ἐγκλωβισμένο, βέβαιοι ὅτι ἀνίσχυρο μπορεῖ νὰ γίνει πανεύκολη λεία γιὰ ἐκεῖνον. Ἀπὸ τὰ ὅσα εἶχε περιγράψει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ μυθιστορήματος ὁ συγγραφέας, γνωρίζουμε τὸ ποιὸν τοῦ συζύγου, ἐπομένως γνωρίζουμε ἀπόλυτα ποῦ μπορεῖ νὰ φτάσει. Καὶ προχωρῶντας τόσο ἀργὰ στὸ κείμενο, λέξη μὲ λέξη, φράση μὲ φράση, ἡ ἀγωνία μας γιὰ τὴν τύχη τῆς Διονυσίας γίνεται πυρετικὴ καὶ καθηλωτική. Καὶ σὰν γροθιὰ ξαφνικὴ βλέπουμε τὴν ἐπίθεση ἐναντίον της σὲ μιὰ δραστικὴ ἐναλλαγὴ τῆς εἰκόνας ἀπὸ διάλογο σὲ πράξεις φρικαλεότητας.Ἡ ἴδια δυναμικότητα ἰσχύει σὲ ὅλες τὶς σκηνὲς ποὺ χρησιμοποιεῖ ὁ Νικολὴς γιὰ νὰ ἀποδώσει τὴ φορὰ τῆς Διονυσίας στὴν κλίμακα τῆς «καθόδου» της. Ταυτόχρονα χρησιμοποιεῖ ἐμβόλιμα ἀναδρομὲς στὸ παρελθὸν τῆς παιδικῆς ἡλικίας της, ἢ σταματᾶ τὸ χρόνο παρεμβάλλοντας εἰκόνες ποὺ ἀντανακλοῦν τὸν ψυχισμὸ τῆς στιγμῆς προκειμένου νὰ τονίσει καὶ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ἁγιότητά της. Παράλληλα ὅμως τονίζει ὅτι ἡ Διονυσία λειτουργεῖ ἀνθρώπινα καὶ ὅτι ἡ παθητικότητά της ὀφείλεται στὴν ἀπορία καὶ τὴν ἀποστέρηση ποὺ εἶχε βιώσει σὲ βασικὰ ἀγαθά. Ἀγαθὰ ὅπως ἡ ἀναγνώριση, ὁ σεβασμὸς τῆς αὐτονομίας της, τῆς προσωπικότητάς της.Ἡ Διονυσία εἶναι ἡ ἀδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια. Ὁ Νικολὴς εἶναι ἀπόλυτος καὶ συνεπὴς ὡς πρὸς τὴν ἐπιλογή του, ἀπὸ τὸν τίτλο τοῦ ἔργου ἕως τὶς ἀφηγηματικές του μεθόδους καὶ τεχνικές. Τὰ πρόσωπα ποὺ τήν πλαισιώνουν ἔχουν μια ἐλλειπτικότητα ὡς χαρακτῆρες μέσα στὴν ἀφηγηματικὴ δομή. Ἡ δράση τους, οἱ ἐνέργειές τους εἶναι προσανατολισμένες ὥστε νὰ ἔλκουν ἤ νὰ ὠθοῦν τὴ Διονυσία κάπου ἀλλοῦ, πρὸς κάποιο σημεῖο τὸ ὁποῖο δὲν γίνεται ἄμεσα γνωστό, ὄχι τουλάχιστον ἀπὸ τὸ πρῶτο κεφάλαιο. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ οὐσιαστικά μοιράζονται εὐθύνες καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του συγγραφέα ἐπικεντρώνεται στὸ ἀπόσπασμα τῆς ποιότητάς τους, ἐκεῖνο ποὺ ἀσκεῖ τὴν ἐπιρροή του στὴ δράση καὶ ποὺ τελικά θὰ εἶναι αυτὸ πού συγκρατεῖ ὁ ἀναγνώστης καὶ πού θὰ θυμᾶται.Ἡ Διονυσία ὑποφέρει ἀπὸ μεγάλα συγκινησιακά φορτία. Οἱ ἀρτηρίες της σιγοκαίγονται στὰ ὅρια τῆς ἀντοχῆς τους ἀπὸ παλλόμενη, ὁρμητικὴ ζωή. Ἡ ἀφήγηση τυλίγεται ἀπὸ τὴν κυτταρικὴ μεμβράνη συγκρούσεων, κυρίως ἐσωτερικῶν-αὐτὲς κυριαρχοῦν-χωρὶς ὅμως νὰ μολύνεται ἀπὸ τὸ ἀπόλυτο τῆς ὁπτικῆς γωνίας ἑνὸς ψυχογραφήματος. Ὁ στόχος τοῦ Νικολὴ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ διασώζεται ἀπὸ ἐπικίνδυνες παρεκκλίσεις καὶ τὸν βοηθᾶ νὰ μᾶς κρατήσει στὸ γεγονὸς τῆς ὁριστικῆς καταδίκης ἑνὸς πράου καὶ δημιουργικοῦ ἀτόμου ἀπὸ τὸν παράλογο κόσμο τῆς βίας. http://blog.books.gr/kostastapeinos/?p=22