Ο René Habermacher είναι Ελβετός εικαστικός καλλιτέχνης, σπουδαγμένος στη Γερμανία, που μοιράζει τον χρόνο του μεταξύ Αθήνας και Παρισιού, διατηρώντας βαθιά σχέση με τον ελληνικό πολιτισμό. Το πολυδιάστατο έργο του διερευνά θέματα φύλου, ταυτότητας, κληρονομιάς και μυθοπλασίας. Έχει αναγνωριστεί ως ένας από τους δέκα κορυφαίους φωτογράφους της γενιάς του και το έργο του έχει παρουσιαστεί στην έκθεση «Coming into fashion: A century of photography at Condé Nast». Έχει φωτογραφίσει τη Naomi Campbell ως Αθηνά, τη Marina Abramović ως Μαρία Κάλλας και έχει δημιουργήσει μια σειρά μυθοπλασίας με το HBO Max. Η πρόσφατη έκθεσή του και το βιβλίο NEW DIGS εστιάζουν στις αρχαίες στήλες που λειτουργούσαν ως οδοδείκτες ή σύμβολα ορίων, τις Ερμές, αμφισβητώντας τις ευρωκεντρικές αντιλήψεις περί φυλής και φύλου μέσα από την αρχαιολογία, την τέχνη και την κριτική αφήγηση.
Το περσινό καλοκαίρι γνώρισε στην Ανάφη τον καλλιτέχνη Θεόδωρο Ψυχογιό και ενθουσιάστηκε από το project που ετοίμαζε εκείνος. Έτσι, υλοποιώντας το όραμά του, ο Habermacher και ο Antoine Asseraf στρατολόγησαν εθελοντές μέσα από μια εντελώς ανορθόδοξη διαδικασία κάστινγκ. Η ομάδα που προέκυψε, έξι ναύτες, ένας καπετάνιος και ένας φωτογράφος, ξεκίνησε ένα ταξίδι στη θάλασσα ένα καυτό αυγουστιάτικο πρωινό, υπό τη διοίκηση του καπετάνιου Θεόδωρου. Το The Pleasure Principle καταγράφει αυτό το σουρεαλιστικό και ζωηρό εγχείρημα με φωτογραφίες έγχρωμες αλλά και σε ασπρόμαυρο ντουοτόν. Το βιβλίο περιλαμβάνει επίσης ένα δοκίμιο της ιστορικού τέχνης Savannah Sather Marquardt (Sea Without Shore), αιχμηρό σχολιασμό από τους Hallouminatis (Thus Spoke Zarapoustra!) και τη συμβολή επτά σύγχρονων καλλιτεχνών με τη μορφή «Ιερών της Ηδονής». Το αποτέλεσμα είναι ένας παιχνιδιάρικος, ποιητικός και προκλητικός στοχασμός πάνω στην τελετουργία, την κοινότητα και την απόλαυση.
«Η λογοκρισία δεν είναι κάτι καινούργιο, πάντα απαιτούσε αντίδραση ώστε να δημιουργηθούν χώροι όπου δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Ίσως ήρθε η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι η πλήρης κυριαρχία του mainstream στον ψηφιακό κόσμο είναι προβληματική. Ο έλεγχος του mainstream είναι δύναμη, άρα η ανατροπή του είναι αντίσταση».
«Στην Ανάφη πήγαμε διακοπές με μια παρέα φίλων. Είχα ακούσει πολλά για το νησί − είχε αποκτήσει μυθικές διαστάσεις μέσα σε έναν κλειστό κύκλο ανθρώπων» λέει ο René Habermacher, μιλώντας με ενθουσιασμό για το βιβλίο. «Τη μέρα που έφτασα με το πλοίο, μετά τα μεσάνυχτα, ανεβήκαμε στην πλατεία, όπως κάνει όλος ο κόσμος που φτάνει στο νησί ή που φεύγει, κι εκεί συνάντησα τον Θεόδωρο Ψυχογιό. Μου είπε ότι επισκεύαζε ένα παλιό καΐκι και ήθελε να φτιάξει έναν όμιλο κωπηλασίας για τους επισκέπτες. “Υπάρχει τεράστια ανάγκη για άσκηση και πειθαρχία σ’ αυτό το νησί, και ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη για τις αρχαίες πρακτικές”, είπε. “Φαντάζομαι έναν τύπο κάτω από τον καυτό ήλιο. Να τον βάζω στη σειρά μαζί με άλλους και να πληρώνουν για το προνόμιο να κακοποιούνται για τη δική τους ευχαρίστηση”. Η ιδέα υπήρχε πριν πάω στο νησί − τα λόγια του Τεό δημιούργησαν μια εικόνα στο μυαλό μου, κάτι σαν σκηνή βγαλμένη από το Satyricon του Φελίνι: ωμή, τολμηρή, προκλητική και βέβαια μυθική. Ενθουσιάστηκα αμέσως και, μαζί με τον Antoine Asseraf, αποφασίσαμε να συμμετέχουμε στο παρθενικό ταξίδι της βάρκας και να στρατολογήσουμε ναύτες από τους επισκέπτες του νησιού. Από την αρχή το είδαμε ως ένα έργο-performance.

Διαλέξαμε τον Μάριο ως τον πρώτο μας Αργοναύτη – το πρότυπο για τα μέλη του πληρώματος. Το νησί είναι τόσο μικρό που δεν υπάρχει ούτε φωτοτυπικό ούτε εκτυπωτής, οπότε σχεδίασα μια αφίσα για το κάλεσμα και ένα έντυπο για κάθε ναύτη που στρατολογούσαμε από την παραλία, τον δρόμο, μια ταβέρνα ή ένα πάρτι − πραγματικά από παντού. Περιλάμβανε μια φωτογραφία ολόσωμη και στοιχεία όπως ύψος, βάρος, ζώδιο, καταγωγή, αλλά μετρούσαμε επίσης και την απόσταση ανάμεσα στις θηλές τους. Για να αξιολογήσουμε τις ικανότητές τους στον συντονισμό, χορεύαμε μαζί τους τη “Macarena” και καταγράφαμε τη διαδικασία σε φιλμ με τη φωτογραφική. Ήταν πάρα πολύ διασκεδαστικό και γρήγορα καταλαβαίναμε ποιος μπορούσε να ταιριάξει στο πλήρωμα. Ακόμα και πριν μπούμε στο καΐκι εκείνο το καυτό αυγουστιάτικο πρωινό όλη η διαδικασία αφορούσε το χτίσιμο της ομάδας – ο Τεό τους μύησε στα μυστικά της κωπηλασίας. Μέχρι να βρεθούμε στη βάρκα, όλοι είχαν ήδη δεθεί μεταξύ τους και έτσι δημιουργήθηκε αυτό το πλήρωμα, μια μικρή κοινότητα μέσα στη μικρο-κοινότητα του νησιού.
Η αναζήτηση της απόλαυσης, της άμεσης ικανοποίησης, μοιάζει ήδη να είναι το modus operandi του νησιού. Ο τίτλος The Pleasure Principle προέκυψε ως ορισμός και προέκταση αυτής της ιδέας. Βασίζεται στη θεωρία του Σίγκμουντ Φρόιντ, την οποία αργότερα συμπλήρωσε με την έννοια της ορμής του θανάτου. Και νομίζω πως είναι ακριβώς αυτό το κενό ανάμεσα στην απόλαυση και την ορμή του θανάτου που καταλαμβάνει το πνεύμα του νησιού – μια πολύ υπαρξιστική στάση, που εκφράζεται σ’ αυτόν τον ξερό βράχο στη Μεσόγειο, εκεί όπου οι ακτές της πραγματικότητας μοιάζουν τόσο μακρινές. Όταν τα παιδιά από το Arsenale Anafi είδαν τις εικόνες που είχα τραβήξει εκείνη τη μέρα, σκέφτηκαν πως έπρεπε να φτιάξουμε ένα βιβλίο. Ένιωθα ότι οι φωτογραφίες προέρχονταν πραγματικά από μια κοινότητα και ήθελα να επεκτείνω αυτή την προοπτική ώστε να μην είναι μόνο δική μου αλλά να περιλαμβάνει κι άλλες φωνές. Επίσης, ήθελα το βιβλίο να δίνει τη δυνατότητα για διαφορετικές αναγνώσεις, να είναι για κάθε αναγνώστη μια διαφορετική εμπειρία, ακριβώς όπως συνέβη και για τον καθένα πάνω στη βάρκα.



Νομίζω ότι το πνεύμα του νησιού αποκαλύφθηκε σε όλο το έργο: από το πώς να διαχειριστούμε την ιδέα ή ακόμα και να τη συλλάβουμε, μέχρι τον καπετάνιο, το πλήρωμα και φυσικά τις εικόνες. Η λέξη Ανάφη βγαίνει από το “αναφαίνω”, που σημαίνει κυριολεκτικά “αποκαλύπτομαι”, καθώς, σύμφωνα με τον μύθο, την εμφάνισε ο Απόλλωνας μέσα από τη θάλασσα για να σώσει τους χαμένους Αργοναύτες. Έτσι ακριβώς και η δική μας ιδέα εμφανίστηκε τυχαία από ένα καλοκαιρινό καπρίτσιο, μέσα σε μια παρέα ανθρώπων που γιόρταζαν κάποιου είδους μικρή ουτοπία. Αυτό μου θυμίζει άλλους τόπους με παρόμοια χαρακτηριστικά, που φιλοξένησαν ανθρώπους και ιδέες, όπως η Ίμπιζα τη δεκαετία του ’50, ή η Μύκονος σε παλιότερες εποχές, ή πιο πρόσφατα το Provincetown. Μου φαίνεται ενδιαφέρον ότι συνήθως υπάρχει ένα νησιωτικό πλαίσιο. Α, και φυσικά είναι πολύ queer.
Για πλήρωμα στη βάρκα είχαμε “στρατολογήσει” επίσης έναν twink προς θυσία και τον μαστιγωτή, αλλά εκείνο το πρωί αποχώρησαν από την ομάδα, “ανήμποροι” να συμμετέχουν… Έτσι καταλήξαμε με τους μεγαλόσωμους τύπους, όλους καλά εκπαιδευμένους, που όμως ζορίζονταν στα κουπιά. Αυτό που δείχνει πανεύκολο δεν είναι καθόλου! Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, τεχνική και συντονισμός για να χειριστείς τη βάρκα. Αυτό που δεν είχαμε υπολογίσει ήταν ότι θα είχαμε διαρροή. Έτσι, το σκαρί άρχισε να γεμίζει νερό. Ο twink που σκοπεύαμε να θυσιάσουμε στον Ποσειδώνα τελικά φάνηκε χρήσιμος – ίσως με αυτή την πράξη να είχαμε τη χάρη του θεού. Ούτε κι αυτό όμως απέδωσε. Η βάρκα βυθιζόταν ολοένα πιο βαθιά και με το ζόρι καταφέραμε να γυρίσουμε στην ακτή. Σήμερα, έναν χρόνο μετά, βρίσκεται βυθισμένη στον βυθό της θάλασσας.

Η αρχική ιδέα ήταν να δημιουργηθεί κάτι σαν scrapbook, μια ανοιχτή πρόταση προς τον αναγνώστη, ερμηνεύσιμη, ίσως και ανολοκλήρωτη. Με τον τίτλο να εστιάζει στην αρχή της ηδονής αλλά και στην αντίθεσή της, την ορμή του θανάτου, οριοθετούνται δύο παράμετροι: η μία από μια ηδονιστική οπτική και η άλλη πιο αυστηρή και στοχαστική. Κάθισα μαζί με τον Βασίλη Π. Γεωργίου, τον σχεδιαστή του βιβλίου και, κατά τη γνώμη μου, έναν από τους πιο παραγωγικούς σύγχρονους τυπογράφους, για να συζητήσουμε τη μορφή του. Θέλαμε να οπτικοποιήσουμε αυτήν τη σκέψη και έτσι αποφασίσαμε να χρησιμοποιήσουμε διαφορετικά χαρτιά και τεχνικές εκτύπωσης, ώστε να αναδειχθεί η πτυχή του camp και του βέβηλου, σε αντιπαράθεση με την πιο εκλεπτυσμένη και εννοιολογική πλευρά. Αυτή η διαδικασία ήταν καθοριστική για τον σχεδιασμό και αποτέλεσμα έντονου διαλόγου ανάμεσα σε μένα και τον Βασίλη. Εκείνος σχεδίασε και μια γραμματοσειρά για τον τίτλο, βασισμένη στη γραφιστική των παλιών ελληνικών κινηματογραφικών αφισών. Νομίζω ότι δίνει στο βιβλίο τη διακριτή του ταυτότητα, με τοπικό χαρακτήρα αλλά και ως σημείο αναφοράς μιας συγκεκριμένης εποχής. Χρησιμοποιήσαμε τραχύ χαρτί με ασπρόμαυρο ντουοτόν σε μαύρο και ασημί για κάποια φύλλα, και ματ χαρτί με υψηλής ποιότητας τετραχρωμία CMYK για τα υπόλοιπα.

Εκτός από τον σχεδιασμό του βιβλίου, που είναι αποτέλεσμα διαλόγου και όχι απλώς της δικής μου οπτικής, δημιουργήσαμε και μια σειρά από κάρτες, μια σειρά από ένθετα διάσπαρτα στο βιβλίο, καθένα από τα οποία είναι μια προσπάθεια για “ευχαρίστηση” που γεννήθηκε μέσα από τη συνεργασία με έναν καλλιτέχνη. Οι περισσότεροι είναι φίλοι και προηγούμενοι συνεργάτες. Οι εικόνες προέκυψαν ως φυσική προέκταση της προσωπικής και καλλιτεχνικής μας σχέσης. Αν θέλετε, αποτελούν κομμάτι ενός συνεχιζόμενου διαλόγου. Μου αρέσει πραγματικά να ανταλλάσσω ιδέες με άλλους ανθρώπους, γιατί το αποτέλεσμα συχνά είναι απρόσμενο και κάτι που κανείς μας δεν θα είχε σκεφτεί μόνος του. Ο τόνος αλλάζει. Σκεφτείτε μόνο πόσο διαφορετικά μιλάτε στη μητέρα σας και στον εραστή σας.
Το Pleasure Principle δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την εμπειρία της δημιουργίας του New Digs, που ήταν προέκταση της έκθεσης με τον ίδιο τίτλο. Το βιβλίο ήταν για μένα περισσότερο ένα “έργο” από μόνο του, μία ακόμη δουλειά με τη μορφή βιβλίου, όπου ήθελα να επεκτείνω τη συζήτηση για το έργο μου σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Συμπεριέλαβα διαφορετικές απόψεις και οπτικές για το ίδιο θέμα. Επίσης, συνδύαζε ακαδημαϊκές οπτικές με “απόψεις του δρόμου” – όπως και το Pleasure Principle. Τυπικά υπάρχει επίσης μια ομοιότητα ανάμεσα στα δύο βιβλία: η ιαπωνική ραφή και τα έντονα τυπογραφικά γράμματα στο εξώφυλλο. Και τα δύο έγιναν φυσικά με τον Βασίλη Π. Γεωργίου και η εμπειρία του New Digs με οδήγησε να σκεφτώ πως μπορώ να προσεγγίσω τη δημιουργία ενός φωτογραφικού βιβλίου με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Στο Pleasure Principle ήθελα πραγματικά να αφαιρέσω κάθε “πολύτιμο” χαρακτήρα από την αντιμετώπιση της φωτογραφίας και να δω το project συνολικά, ως έργο από μόνο του.


Όταν ήμουν παιδί, με μάγευε η ελληνική μυθολογία και το μόνο που ήθελα ήταν να γίνω αρχαιολόγος. Η αφήγηση και το storytelling αποδείχθηκαν κεντρικός άξονας της δουλειάς μου σε όλα τα διαφορετικά μέσα με τα οποία πειραματίστηκα. Πάντα επέστρεφα σε αυτά που καταλαβαίνω ως αρχαϊκά μοτίβα, τα οποία κατά τη γνώμη μου τροφοδοτούν την ελληνική μυθολογία. Μου φαίνονται καθολικά στο πλαίσιο του συλλογικού ασυνείδητου. Έτσι, όταν ο Πιερ Πάολο Παζολίνι μεταφέρει την Ορέστεια στην Αφρική, αυτό μου φάνηκε απολύτως λογικό και φυσικό. Η συγχώνευση της αρχαίας μυθολογίας με το σύγχρονο πλαίσιο είναι κάτι που βρίσκω εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η αναθεώρηση επίσημων αφηγήσεων, που θεωρούνται γενικά δεδομένες, μας δίνει την ευκαιρία και το καθήκον να εξετάσουμε άλλες πλευρές και παράγοντες που είχαν διαστρεβλωθεί ή υποεκπροσωπηθεί, και έτσι να επαναξιολογήσουμε τη σημερινή μας θέση. Για το βιβλίο είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε όχι μόνο την ιστορία του Ιάσονα και των μυθικών του ναυτών, των Αργοναυτών –το αντίστοιχο του ανδροκρατούμενου πληρώματός μας στη βάρκα–, αλλά και την οπτική της Μήδειας, όπως έκανε η Savannah Sather Marquardt στο δοκίμιό της Θάλασσα χωρίς ακτή. Φυσικά, έπρεπε να αντιπαραθέσουμε και αποσπάσματα του Οβίδιου και του Ιουβενάλη σε έναν πιο σκωπτικό τόνο. Ε, η Ανάφη είναι άλλωστε!

Το να ζω στην Αθήνα είναι συναρπαστικό και μέχρι σήμερα μού δίνει έμπνευση με τρόπο που καμία άλλη ευρωπαϊκή πόλη δεν το έχει κάνει. Την αισθάνομαι σαν εργαστήριο, νιώθω μια αίσθηση αιωνιότητας και ελευθερίας· υπάρχει χάος, που μπορεί να είναι κουραστικό, αλλά πάντα στη γωνία παραμονεύει η ευτυχής συγκυρία. Βιώνω επίσης μεγάλη αλληλεγγύη ανάμεσα στους συναδέλφους μου στον δημιουργικό χώρο, πράγμα που μου έδωσε την ευκαιρία να διευρύνω την πρακτική μου με τρόπους που αλλού δεν θα ήταν δυνατό».
Τον ρωτάω πόσο τολμηρή μπορεί να είναι πλέον η φωτογραφία στις σημερινές συνθήκες, που οι πλατφόρμες των social media λογοκρίνουν συνεχώς εικόνες. «Νομίζω η πρόκληση είναι να βρούμε τρόπους να αντέξουμε αυτή την κατάσταση και να την αντιμετωπίσουμε», λέει. «Η λογοκρισία δεν είναι κάτι καινούργιο, πάντα απαιτούσε αντίδραση ώστε να δημιουργηθούν χώροι όπου δεν μπορούσε να εφαρμοστεί. Ίσως ήρθε η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι η πλήρης κυριαρχία του mainstream στον ψηφιακό κόσμο είναι προβληματική. Ο έλεγχος του mainstream είναι δύναμη, άρα η ανατροπή του είναι αντίσταση».
«Πιστεύεις ότι η φωτογραφία έχει χάσει ένα μέρος της ριζοσπαστικής της δυναμικής λόγω της εποπτείας του αλγορίθμου;» «Νομίζω ότι το κύριο πρόβλημα είναι η υπερέκθεση σε εικόνες που βιώνουμε καθημερινά. Ο κατακλυσμός είναι απολύτως ακατανόητος και, ως αποτέλεσμα, η επίδραση μίας μόνο εικόνας έχει μειωθεί λόγω της αδυναμίας μας να απορροφήσουμε πληροφορίες. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, ωστόσο, ήρθε με την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης, που μας κάνει να αμφισβητούμε την πραγματικότητα: τι είναι αληθινό; Τι δεν είναι; Υπάρχει σίγουρα έλλειψη εμπιστοσύνης στη διαδικασία. Σκέψου: το “British Journal of Photography” υπολόγισε ότι τα GAI έχουν ήδη δημιουργήσει μέσα σε ενάμιση χρόνο τόσες συνθετικές εικόνες όσες δημιούργησαν οι φωτογράφοι σε περισσότερα από 150 χρόνια: περίπου 15 δισεκατομμύρια! Για μένα, το αποτέλεσμα σε βάθος χρόνου θα είναι η ανάγκη για περισσότερη ανθρώπινη εμπειρία».


Τον ρωτάω πώς διαχειρίζεται την ένταση μεταξύ καλλιτεχνικής ελευθερίας και περιορισμών που επιβάλλουν οι ψηφιακές πλατφόρμες. «Είναι ενδιαφέρον που με ρωτάς», λέει. «Το επόμενο project στο οποίο δουλεύω θα είναι αδύνατον να μοιραστεί στα social media λόγω των περιορισμών που ισχύουν. Και ακριβώς αυτό με προκάλεσε να το επιχειρήσω. Δεν μπορείς να το βρεις στο Instagram. Δεν μπορείς να το ψάξεις στο Shazam. Δεν είναι αυτό που κάνει κάτι πραγματικά αποκλειστικό; Πρέπει να το αναζητήσεις, αλλά σε ανταμείβει. Όλους αυτούς τους περιορισμούς τους βλέπω πραγματικά σαν μια καλοδεχούμενη πρόκληση σε μια εποχή που όλοι είναι φωτογράφοι και παντού υπάρχει μια κάμερα – είναι δύσκολο να ακολουθήσεις το επάγγελμα της φωτογραφίας μέσα στα συμβατικά όρια. Πρέπει να το ξανασκεφτούμε. Ένας τρόπος είναι να σκηνοθετούμε αυτό που θα απαθανατίσουμε, ώστε να είναι μοναδικό χάρη στην παρουσία της συγκεκριμένης οπτικής γωνίας, της συγκεκριμένης κάμερας. Ένα καλό παράδειγμα είναι η συνεργασία του Tim Walker για το Dirty σχετικά με την queer κοινότητα στην Ινδία ή η πιο πρόσφατη σειρά του Fairyland, αλλά και το έργο του Έλληνα φωτογράφου Πέτρου Ευσταθιάδη».

«Πιστεύεις ότι το επόμενο σύνορο για τη φωτογραφία μπορεί να βρίσκεται έξω από τις mainstream πλατφόρμες – σε βιβλία, γκαλερί ή εναλλακτικούς ψηφιακούς χώρους;» «Πιστεύω απόλυτα ότι η φωτογραφία, και όχι μόνο, πρέπει να καταλάβει άλλους χώρους, πέρα από τον ψηφιακό κόσμο με τις εμπορικά καθοδηγούμενες πλατφόρμες του. Με την παρακμή του έντυπου μέσου, το περιοδικό και το βιβλίο έγιναν εκπρόσωποι μιας εναλλακτικής ματιάς. Έχουν γίνει συλλεκτικά, κάτι απτό, κάτι με το οποίο ζεις στον πραγματικό κόσμο. Είναι ένα αντικείμενο που πιστεύω ότι βρίσκεται στα πρόθυρα της φετιχοποίησης, ειδικά από τις νεότερες γενιές που είναι παθιασμένες με τα vintage αντικείμενα και ρούχα, με την αναλογική φωτογραφία κ.λπ.».
«Τι θα ήθελες να κρατήσουν οι θεατές ή οι αναγνώστες από το Pleasure Principle;» «Προσπαθήσαμε να φτιάξουμε το βιβλίο με τρόπο ώστε ο αναγνώστης να μπορεί να βρει το δικό του μονοπάτι μέσα σε αυτό και να του δώσει το δικό του νόημα. Το Pleasure Principle θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένα διασκεδαστικό σουβενίρ, ένα εικονογραφημένο βιβλίο με σπιρτόζικα σχόλια – αρκεί να διαβάσει κανείς τις λεζάντες των Hallouminatis. Νιώθω ότι το βιβλίο βγάζει πλήρες νόημα μόνο αν το διαβάσεις ολόκληρο, μέχρι και το κείμενο της Savannah Sather Marquardt, που δίνει κλειδιά για πτυχές που ίσως αρχικά φαίνονται κρυμμένες σε κοινή θέα. Για να το κατανοήσεις, ελπίζω να χρειαστεί να το διαβάσεις ολόκληρο, το ξεφύλλισμα δεν αρκεί».






Το «The Pleasure Principle» του René Habermacher κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Arsenale και είναι διαθέσιμο στο Hyper Hypo, όπου εκτίθενται φωτογραφίες και έργα τέχνης από το ίδιο το βιβλίο. Παρουσιάζονται φωτογραφικά έργα των επτά «Ιερών της Ηδονής», τα οποία δημιουργήθηκαν μέσα από διαλόγους μεταξύ του René Habermacher και των καλλιτεχνών Lynsey Peisinger, Diane Alexandre, Niko Rupllem, Victoria Bartlett, Νίκου Υφαντή, Διονύση Χριστοφιλογιάννη και Louis Philippe Scoufaras. Στην έκθεση περιλαμβάνονται επίσης τρία πρωτότυπα έργα των Victoria Bartlett, Διονύση Χριστοφιλογιάννη και Νίκου Υφαντή.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.