H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Αν συναντούσαμε την Αξιώτη, όπως την πρωτοαντίκρισε ο Μένης Κουμανταρέας στην Αθήνα, το φθινόπωρο του '68, θα βλέπαμε μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα, με την ευγένεια παλιάς αρχόντισσας και την κοκεταρία Παριζιάνας.
0

«Συγγραφέας, σου λέει ο άλλος! Που δεν είχες γράμματα από προσωπικότητες να σου λένε το ένα και τ' άλλο, επαίνους φυσικά. Δεν είχες τα λεγόμενα "κατάλοιπα", δεν έχεις κληρονόμους, να σε τυπώνουν μετά θάνατον. Δηλαδή φύλακες πιστοί της μνήμης σου, των θησαυρών του μυαλού σου. Και τα λοιπά. Δεν είχες τίποτα. Τι θα μπορείς να γίνεις όταν δεν θα είσαι πια άνθρωπος; Τίποτα το εγκόσμιο. Ένα μικρό μαμουνάτο στην ακρογιαλιά, απολιθωμένο, που θα το βρει τυχαία κανένα παιδί...».

Ο παραπάνω καημός ξεχύνεται από την «Κάδμω», το κύκνειο άσμα της Μέλπως Αξιώτη, και είναι απ' αυτούς που συμμερίζονται, είτε το παραδέχονται είτε όχι, πολλοί συγγραφείς. Θα μνημονεύεται το έργο τους όταν δεν θα υπάρχουν; Θα δώσει καρπούς η κληρονομιά τους ή θα ξεχαστεί; Ταυτισμένη με τις περιπέτειες της Αριστεράς, η Αξιώτη πέθανε στα 70 της, το 1973, πριν αρχίσουν να πολλαπλασιάζονται εκείνοι που τη συγκρίνουν με τη Βιρτζίνια Γουλφ. Κηδεύτηκε με έξοδα της εκδότριάς της, της Νανάς Καλλιανέση, και στις εφημερίδες της εποχής η είδηση του θανάτου της δεν πέρασε ούτε στα ψιλά. Κι όμως, οι «Δύσκολες Νύχτες», το πρώτο της μυθιστόρημα, η βράβευση του οποίου έβγαλε από τα ρούχα της την Πηνελόπη Δέλτα, συνεχίζει να βρίσκει αναγνώστες. Οι θησαυροί του μυαλού της τροφοδοτούν έργα ζωής για φιλολόγους και ιστορικούς. Στο Facebook, τις προάλλες, μια νέα πεζογράφος, η Μάρτυ Λάμπρου, αναρτούσε: «Η Αξιώτη μου μεταδίδει ελευθερία. Όταν τη διαβάζω, συναντώ τον άνθρωπο που έχουμε ξεχάσει να είμαστε». Και τώρα, τη στιγμή που ο Κέδρος επανεκδίδει την «Κάδμω» σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση από τη Μαρία Κακαβούλια, ένας τόμος της Άγρας, επιμελημένος από τη Μαίρη Μικέ, με τα γράμματα που αντάλλαξε η ίδια με τον Ρίτσο στις αρχές της δεκαετίας του '60, στρέφει και πάλι την προσοχή μας πάνω της.

Στις αρχές της δεκαετίας του '30 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο και ανοίγει έναν οίκο ραπτικής που αποδείχτηκε βραχύβιος, συναναστρέφεται ανθρώπους όπως ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Νίκος Καββαδίας, και το '36 προσχωρεί στο ΚΚΕ, απόφαση πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της. Τότε εφορμά και στη λογοτεχνία, χωρίς θεωρητικά θεμέλια, οπλισμένη γερά, όμως, «με την καρδιά, το προσωπικό μου γούστο και το ένστικτο», όπως έλεγε. Ήταν γεννημένη δεξιοτέχνης του εσωτερικού μονολόγου, αλλά η σχέση της με τον μοντερνισμό θα περνούσε από χίλια κύματα.

Αν συναντούσαμε την Αξιώτη προς το τέλος της ζωής της, όπως την πρωτοαντίκρισε ο Μένης Κουμανταρέας στην Αθήνα, το φθινόπωρο του '68, θα βλέπαμε μια ψηλή, γεροδεμένη γυναίκα, με την ευγένεια παλιάς αρχόντισσας και την κοκεταρία Παριζιάνας, με μάτια σκούρα, γεμάτα περιέργεια, καταχωνιασμένα στις κόγχες τους, και με λόγο στακάτο, «που δεν χαρίζει κάστανα, τα λέει χύμα». Τα χρόνια της προσφυγιάς, μετά τον Εμφύλιο, και της αναγκαστικής περιπλάνησης στις χώρες του Ανατολικού Μπλοκ ήταν πια πίσω της. Ζούσε ολομόναχη, με τη φροντίδα λίγων φίλων, σε μια πανσιόν στην οδό Ηρακλείτου, μεταφράζοντας διηγήματα του αγαπημένου της Τσέχοφ. Ωστόσο, μέχρι να τσακιστούν τα νεύρα της και να αρχίσει η μνήμη της να την εγκαταλείπει, υπό τη συνεχή παρότρυνση του Ρίτσου θα ολοκλήρωνε ένα πεζό ακόμα, την «Κάδμω», προβάλλοντας τα του βίου της πάνω σ' ένα ονειρικό πλάσμα που της έμοιαζε σαν μια σταγόνα νερό.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Η Μέλπω Αξιώτη

«Τα ελληνικά της είναι άψογα, από τα καλύτερα που έχω διαβάσει, αλλά έχουν εκείνο το βαθύ ένστικτο και τη σοφία της λαϊκής γλώσσας» σημείωνε αργότερα ο Κουμανταρέας στο κείμενο που της αφιέρωσε στον «Πλανόδιο Σαλπιγκτή»: «Σκέφτομαι πως μόνο οι παλιοί λογοτέχνες κατόρθωσαν να πιάνουν τη γλώσσα σε βάθος, κι ότι εμείς οι νεότεροι αγωνιζόμαστε να την κερδίσουμε μέσα από τα μπαλώματα της γυμνασιακής μας μόρφωσης και του αστικού πολιτισμού. Πολλές φορές μας φαίνεται ότι αυτό που έχουμε να πούμε είναι σημαντικότερο από το πώς θα το πούμε, ξεχνώντας ίσως πως όλο το πρόβλημα του περιεχομένου είναι σε άμεση συνάρτηση με το παίδεμα της έκφρασης».

Αυτό η Αξιώτη δεν το ξεχνούσε ποτέ. Οι εμπειρίες, οι ιδέες, οι αναμνήσεις, οι ονειροπολήσεις, τα συναισθήματά της, όλα τους δένονταν άρρηκτα με το γλωσσικό της ιδίωμα. Σήμερα, όσοι ενδιαφέρονται γι' αυτό που λέμε νεοελληνική λογοτεχνία ξέρουν πως η αυθόρμητη, προφορική, συνειρμική γραφή της, μια γραφή που ήρθε σε ρήξη με το κατεστημένο της Γενιάς του '30, άνοιξε δρόμους. Μέσα απ' τη δική της γλώσσα άντλησε ο Ταχτσής την αμεσότητα που χρειαζόταν για το «Τρίτο Στεφάνι» κι αυτήν κρατούσε για πυξίδα της η Μάρω Δούκα όταν ξεκινούσε την «Αρχαία Σκουριά». Η Αξιώτη, πάντως, δουλεύοντας την «Κάδμω», καθώς ανακαλούσε σαν ταινία τα περασμένα κι έβλεπε τις ηρωίδες των βιβλίων της να ζωντανεύουν και να την τριγυρίζουν, έγραφε: «Όλα γεννιούνται, ζουν, κι έπειτα εξαφανίζονται. Ευτυχώς που υπάρχουν κι αυτοί που γράφουν, κι έτσι οι επόμενες γενεές τα μαθαίνουν... Όταν θα είμαι νεκρή, θα μιλούν ίσως για μένα. Αλλά τι να το κάμεις όταν θα είσαι μες στη γη, τυφλή, κουφή, αναίσθητη, χωρίς αναπνοή»...

Στο αμέσως προηγούμενο έργο της, το «Σπίτι μου», που το 'χε γράψει εκπατρισμένη ακόμα, η Αξιώτη ονειρευόταν τον τόπο της και το μυκονιάτικο πατρικό της, ανύποπτη για τη θλίψη που θα την έζωνε επιστρέφοντας. Όπως επισημαίνει η Κακαβούλια στο επίμετρο της «Κάδμως», ο γυρισμός έδωσε στη συγγραφέα άλλο ένα πλήγμα, την αίσθηση πως γύρισε σε μια πατρίδα άγνωστη. Χωρίς στενούς συγγενείς, χωρίς ιδιοκτησία και σκληραγωγημένη από τη μοναξιά του ανθρώπου που «πρέπει να τα συλλογίζεται όλα μόνος του χωρίς αντίλαλο», η Αξιώτη είναι καταδικασμένη να νιώθει διαρκώς εξόριστη. Στις «Δύσκολες Νύχτες» και στο «Θέλετε να χορέψομε, Μαρία;», που είχαν δημοσιευτεί πριν από τον πόλεμο, μιλούσε για την αθωότητα και την επώδυνη ωρίμανση, για τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα, για το μεγάλο ταξίδι της ζωής που ανοιγόταν μπροστά της. Στις εξομολογητικές σελίδες της «Κάδμως», όμως, μιλά κυρίως για την εγκατάλειψη, τη φθορά, τον θάνατο. Τον τόνο, εδώ, δίνει η πίκρα.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Ένας τόμος των εκδόσεων Άγρα, επιμελημένος από τη Μαίρη Μικέ, με τα γράμματα που αντάλλαξε η ίδια με τον Ρίτσο στις αρχές της δεκαετίας του '60, στρέφει και πάλι την προσοχή μας πάνω της.
H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Η «Κάδμω», το κύκνειο άσμα της Μέλπως Αξιώτη, επανεκδίδεται από τον Κέδρο σε μια πολύ φροντισμένη έκδοση από τη Μαρία Κακαβούλια.

Παιδί χωρισμένων γονιών, μεγαλωμένο χωρίς μητέρα, η Αξιώτη έζησε για λίγο σαν αρχοντοπούλα στη Μύκονο –ο πατέρας της υπήρξε διευθυντής του Ωδείου Πειραιώς–, φοίτησε εσωτερική στις Ουρσουλίνες της Τήνου και μετά το τέλος ενός σύντομου γάμου, σαν φτερό στον άνεμο, χωρίς υπάρχοντα, πήγε να ζήσει και να γράψει στην Αθήνα. Στις αρχές της δεκαετίας του '30 παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο και ανοίγει έναν οίκο ραπτικής που αποδείχτηκε βραχύβιος, συναναστρέφεται ανθρώπους όπως ο Εγγονόπουλος, ο Θεοτοκάς, ο Νίκος Καββαδίας, και το '36 προσχωρεί στο ΚΚΕ, απόφαση πολύ καθοριστική για τη μετέπειτα πορεία της. Τότε εφορμά και στη λογοτεχνία, χωρίς θεωρητικά θεμέλια, οπλισμένη γερά, όμως, «με την καρδιά, το προσωπικό μου γούστο και το ένστικτο», όπως έλεγε. Ήταν γεννημένη δεξιοτέχνης του εσωτερικού μονολόγου, αλλά η σχέση της με τον μοντερνισμό θα περνούσε από χίλια κύματα.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
Ταυτισμένη με τις περιπέτειες της Αριστεράς, η Αξιώτη πέθανε στα 70 της, το 1973.

Στη διάρκεια της Κατοχής οργανώνεται στο ΕΑΜ, δουλεύει σκληρά στον παράνομο Τύπο με την Έλλη Παππά, την Έλλη Αλεξίου, τη Διδώ Σωτηρίου, την Ηλέκτρα Αποστόλου –όλες φίλες της–, και μπαίνει στο πετσί του στρατευμένου συγγραφέα, δημοσιεύοντας κείμενα με αγωνιστικό περιεχόμενο που γίνονται ανάρπαστα και για τα οποία η ίδια θα είναι πάντα περήφανη. Την άνοιξη του '47, με τον φόβο ότι θα υποστεί διώξεις, βρίσκει καταφύγιο στο Παρίσι, όπου θα λάμψει στρέφοντας το διεθνές ενδιαφέρον προς την Ελλάδα, θα συγχρωτιστεί με μορφές όπως ο Νερούδα, ο Αραγκόν και ο Ελιάρ, θα δει το μυθιστόρημά της «Εικοστός Αιώνας» να μεταφράζεται και να συζητιέται, ενώ, ανάμεσα σε άλλα, θα γράψει στα γαλλικά το αυτοβιογραφικό «Republique-Bastille», που, μεταφρασμένο από την Τιτίκα Δημητρούλια, μόλις πρόσφατα εκδόθηκε στη χώρα μας.

 

Ο ελληνικός Εμφύλιος τελειώνει, αλλά στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου η Αξιώτη απελαύνεται από τη Γαλλία και μεταφέρεται απροειδοποίητα στην πρώην Ανατολική Γερμανία. Από το '50 ως τον επαναπατρισμό της, το '65, θα αλλάζει συνεχώς τόπους διαμονής –στη Βαρσοβία, στη Σόφια, ξανά στο Ανατολικό Βερολίνο– μετακινούμενη, έπειτα από κομματικές διαπραγματεύσεις, ως αριστερή εμιγκρές λογοτέχνις στις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού. Τώρα, πέρα από την έγνοια να κρατήσει ζωντανά τα ελληνικά της, πέρα απ' την αποξένωση και τη μοναξιά, θα 'χει να αντιμετωπίσει και τον «μαρξιστικό έλεγχο» πάνω στα γραπτά της, που θα την αποκαρδιώνει όλο και περισσότερο.

Σε αυτήν τη φάση πιάνει επαφή με τον παλιό της φίλο Γιάννη Ρίτσο, παρακαλώντας τον να τη βοηθήσει ώστε να εκδοθεί στην Ελλάδα το «Κοντραμπάντο», η πρώτη ποιητική της σύνθεση μετά την προπολεμική «Σύμπτωση». Κι εκείνος, όχι μόνο θα αναλάβει όλα τα πρακτικά ζητήματα για την κυκλοφορία της συλλογής της αλλά θα γίνει αποδέκτης όσων γράφει η Αξιώτη από δω και πέρα και θα φροντίζει να τονώνει συνεχώς το ηθικό της με ισχυρές δόσεις αγάπης, αισιοδοξίας και εκτίμησης. Όπως φαίνεται ξεκάθαρα από την αλληλογραφία τους («Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά»), στην αρχή η ίδια είναι πολύ κουμπωμένη. Τόσα χρόνια στην εξορία, έχει ξεμάθει ν' ανοίγεται και το στεγνό της ύφος προκαλεί στον ποιητή από αμηχανία μέχρι οργή. Σιγά-σιγά, όμως, υποχωρούν οι άμυνές της και ο διάλογός τους γίνεται όλο και πιο άμεσος, όλο και πιο ουσιαστικός.

H Μέλπω Αξιώτη στο προσκήνιο ξανά Facebook Twitter
«Καταραμένα και ευλογημένα χαρτιά» από την αλληλογραφία του Γιάννη Ρίτσου με τη Μέλπω Αξιώτη,

«Δεν μας μένει πια παρά μόνο η δουλειά μας. Αν δεν μπορούμε να σωθούμε μ' αυτήν, τίποτα δεν μας σώζει» τη διαβεβαιώνει ο Ρίτσος. «Αυτός που έγραψε το "Κοντραμπάντο" δεν έχει φόβο – γλυτώνει απ' το ναυάγιο, γλυτώνει και τους ναυαγούς, αν όχι σήμερα, αύριο-μεθαύριο. Απ' τον καιρό που διάβασα αυτό το ποίημά σου δεν ανησυχώ πια για σένα και για την αντοχή σου. Ξέρεις να μεταβάλλεις την οδύνη, την παρεξήγηση, τη μόνωση, σε κατανόηση, σε δύναμη αποδοχής και σε ομορφιά, θα 'λεγα – δηλαδή σε ουσία ζωής. Άσ' τη την καημένη τη Γουλφ μες στο ποτάμι. Η Μέλπω θα μείνει όρθια πάνω στο γεφύρι που έχτισε με την τέχνη της για να περνοδιαβαίνει ανεμπόδιστα απ' το χτες στο σήμερα, απ' το σήμερα στο αύριο – όλο σε ένα μακρινότερο αύριο, ενώνοντας φιλικά τις εποχές, τους ανθρώπους, τα έργα τους, τα πράγματα». Έτσι ακριβώς!

0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τι ήξερε ο Παζολίνι;

Βιβλίο / Τι ήξερε ο Παζολίνι;

Πενήντα χρόνια μετά την άγρια δολοφονία του, οι προγνώσεις του για τον φασισμό είναι πιο επείγουσες από ποτέ, σημειώνει η Βρετανίδα συγγραφέας Ολίβια Λέινγκ, το νέο βιβλίο της οποίας περιστρέφεται γύρω από τη δημιουργία του «Σαλό (120 Μέρες στα Σόδομα)».
THE LIFO TEAM
Μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια, καρκινοπαθής

Βιβλίο / Μαύρη, λεσβία, μητέρα, πολεμίστρια, ποιήτρια, καρκινοπαθής

Η διάσημη συγγραφέας Όντρι Λορντ αντιμετώπισε τη διάγνωσή της με το θάρρος και το ακτιβιστικό πνεύμα που πάντα τη διέκρινε: Τα «Ημερολόγια Καρκίνου» δεν είναι μια «καταγραφή δακρύων μόνο» αλλά και μια κραυγή οργής εναντίον της καταπίεσης που βιώνουν οι γυναίκες.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Βιβλίο / Η Μάργκαρετ Άτγουντ στο μονοπάτι του πένθους

Σ’ ένα απόσπασμα από τα απομνημονεύματά της με τίτλο «Book of Lives: A Memoir of Sorts», που προδημοσιεύει η «Guardian», η διάσημη συγγραφέας περιγράφει τον τρόπο που βίωσε την απώλεια του επί μισό αιώνα συντρόφου της Γκρέαμ Γκίμπσον το 2019.
THE LIFO TEAM
«Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Βιβλίο / «Intermezzo»: Το βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ που έσπασε όλα τα αναγνωστικά ρεκόρ

Σε λίγες μέρες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη το πολυαναμενόμενο νέο βιβλίο της Ιρλανδής συγγραφέως, που έχει κάνει ρεκόρ πωλήσεων και αναγνωσιμότητας. Καταγράφουμε τις πρώτες εντυπώσεις από την ανάγνωσή του.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Άμιτι Γκέιτζ «Ο καλός πατέρας»

Το πίσω ράφι / Έχουν και οι ψεύτες τη χάρη τους. Στα μυθιστορήματα τουλάχιστον

Ο «Καλός πατέρας» της Άμιτι Γκέιτζ πραγματεύεται την κατασκευή της ανθρώπινης ταυτότητας, τον άρρηκτο δεσμό γονιού και παιδιού και τη μεταναστευτική εμπειρία, θίγοντας όψεις του αμερικανικού ονείρου.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
«Σπίτι από ζάχαρη»: Το δίκτυο των ανθρώπινων σχέσεων στο μυθιστόρημα της Τζένιφερ Ίγκαν

Βιβλίο / Πώς θα ήταν αν μπορούσαμε να βιώσουμε ξανά όσα ζήσαμε στο παρελθόν;

Το «Σπίτι από ζάχαρη» είναι ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα με στοιχεία επιστημονικής φαντασίας που διερευνά τους κινδύνους της ψηφιακής εποχής, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την αξία της μνήμης και της σύνδεσης.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Θανάσης Βαλτινός: Η νουβέλα «Η Κάθοδος των Εννιά» του διακεκριμένου συγγραφέα

Οθόνες / «Η Κάθοδος των Εννιά»: Η διάσημη νουβέλα του Θανάση Βαλτινού

Πεθαίνει σαν σήμερα ο διακεκριμένος Έλληνας συγγραφέας. Αυτή είναι η ιστορία ενός από τα εμβληματικότερα βιβλία του και η βραβευμένη μεταφορά της στον κινηματογράφο, το 1984, από τον Χρίστο Σιοπαχά.
ΦΩΝΤΑΣ ΤΡΟΥΣΑΣ
Καρολίνα Μέρμηγκα: «Οι συγγραφείς προχωράμε με αναμμένη δάδα στη σκοτεινή σπηλιά της λογοτεχνίας»

Βιβλίο / Καρολίνα Μέρμηγκα: «Όταν γράφουμε για αληθινούς ανθρώπους, πρέπει να σεβόμαστε τη μνήμη τους»

Η καταξιωμένη συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων Καρολίνα Μέρμηγκα μάς μιλάει για τη δύναμη της τέχνης, για το λογοτεχνικό της εργαστήρι αλλά και για τη χαρά της να μεταφράζει Χίλαρι Μαντέλ, τα βιβλία της οποίας επανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ψυχογιός.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Βιβλία και Συγγραφείς / Πόσο διαβάζεται σήμερα ο Νίκος Καζαντζάκης;

Πεθαίνει σαν σήμερα ο συγγραφέας Νίκος Καζαντζάκης. Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με την Έρη Σταυροπούλου, ομότιμη καθηγήτρια Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, για τον συγγραφέα του «Αλέξη Ζορμπά» και την αντοχή του έργου του.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Στέφαν Τσβάιχ

Το πίσω ράφι / Σε πείσμα όσων περιφρόνησαν τα έργα του Τσβάιχ, η απήχησή τους ακόμα να κοπάσει

Οι ήρωες του Αυστριακού συγγραφέα ταλανίζονται συνήθως από μια αβάσταχτη εσωτερική πίεση, αντικατοπτρίζοντας τη δική του πεισιθάνατη διάθεση. Αυτήν ακριβώς την αίσθηση αποπνέει η συλλογή διηγημάτων του «Αμόκ».
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Marwan Kaabur: «Αγωνιζόμαστε και στον αραβικό κόσμο για δικαιώματα κι ελευθερίες, αλλά προκρίνουμε τον δικό μας τρόπο, στο πλαίσιο της δικής μας κουλτούρας»

Lgbtqi+ / Κι όμως υπάρχουν και «αραβικά καλιαρντά»!

Λίγο πριν από την αθηναϊκή παρουσίαση της αγγλόφωνης έκδοσης του «Queer Arab Glossary» μιλήσαμε με τον συγγραφέα του Marwan Kaabur, για τα «αραβικά καλιαρντά», την ομοφυλοφιλία και την queer συνθήκη στον αραβικό κόσμο, το «pink washing», αλλά και τη συχνά παρεξηγημένη πρόσληψή τους από τη Δύση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Βιβλίο / Tα συγκλονιστικά Ημερολόγια Καρκίνου της Όντρι Λορντ και άλλα 4 βιβλία που διαβάζουμε τώρα

Πέντε αποκαλυπτικά βιβλία για τις γυναίκες με καρκίνο, για τον κόσμο, τα σκουπίδια ακόμα και για τη μακρινή Ιαπωνία ξεχωρίζουν ανάμεσα στις εκδόσεις της πρόσφατης βιβλιοπαραγωγής καλύπτοντας ένα μεγάλο εύρος θεμάτων και ενδιαφερόντων.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Βιβλίο / Δύο άγνωστες φωτογραφίες του Ρεμπό από τη γαλλική Κομμούνα

Σαν σήμερα γεννήθηκε το 1854 ο Αρθούρος Ρεμπό. Ο ποιητής, μουσικός και μπλόγκερ Aidan Andrew Dun έπεσε τυχαία σε δύο εντελώς άγνωστες φωτογραφίες, βγαλμένες στην Place Vendôme, και βρέθηκε μπροστά σε μια μεγάλη έκπληξη: ο έφηβος Αρτίρ Ρεμπό, όπως δεν τον έχουμε ξαναδεί.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Θανάσης Τριαρίδης: Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι

Βιβλίο / Θανάσης Τριαρίδης: «Οι μετανάστες θα σώσουν τον κόσμο. Χωρίς αυτούς είμαστε χαμένοι»

Έγινε αντιρρησίας συνείδησης, γιατί πιστεύει ότι ο στρατός είναι μια δοξολογία εκμηδένισης του άλλου. Άφησε τη Θεσσαλονίκη επειδή τον έπνιγε ο εθνοφασισμός της. Στην Αντίς Αμπέμπα υιοθέτησε την κόρη του, Αργκάνε. Ο συγγραφέας της «Τριλογίας της Αφρικής», Θανάσης Τριαρίδης, αφηγείται τη ζωή του στη LiFO.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μια «φόνισσα» εξομολογείται

Το πίσω ράφι / Η Hannah Kent έγραψε τη δική της «Φόνισσα», την Άγκνες που ζούσε στην Ισλανδία τον 19ο αιώνα

Η Αυστραλή συγγραφέας δεν πίστευε ποτέ ότι, χάρη στα «Έθιμα ταφής», οι κριτικοί θα την τοποθετούσαν δίπλα σε λογοτέχνες όπως η Μάργκαρετ Άτγουντ και ο Πίτερ Κάρεϊ.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Χριστίνα Ντουνιά: «Ο Καρυωτάκης μάς δίνει ελπίδα και μας παρηγορεί»

Βιβλίο / «Ο Καρυωτάκης άφησε "το αδέσποτο Τραγούδι" του να μας συντροφεύει»

Στο βιβλίο της «Το όνειρο και το πάθος», η Χριστίνα Ντουνιά, ομότιμη καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας και συγγραφέας αποκαλύπτει αθέατες όψεις του ποιητή και νέα στοιχεία για τη σχέση του με τον Καβάφη μέσα από μια άγνωστη, ως τώρα, επιστολή.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
«Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία»: Η πολιτική ισχύ της άχρονης τέχνης του Κρασναχορκάι

Βιβλίο / «Η Αποκάλυψη είναι μια συνεχής ετυμηγορία»: Η πολιτική ισχύς της άχρονης τέχνης του Κρασναχορκάι

Ο Ούγγρος κάτοχος του φετινού Νόμπελ λογοτεχνίας γράφει με μαγικό τρόπο για τις αποπνικτικές επιπτώσεις της πολιτικής καταπίεσης, περιφρονώντας την προθυμία των ανθρώπων να τις αποδεχτούν.
THE LIFO TEAM