Xριστίνα Τσίγκου: Mια βαθιά ποιητική ζωή

Xριστίνα Τσίγκου (1920-1973) Facebook Twitter
Τελειομανής, ξέροντας ότι διέθετε τη στόφα μεγάλης καλλιτέχνιδας, αποζητούσε αποκλειστικά σημαντικές προτάσεις.
0

Άραγε το ήξερε, το διαισθανόταν; Αλλιώς πώς, γιατί το έκανε; Λίγο πριν φύγει για διακοπές στις Σπέτσες πέρασε από τους τρεις πιο αγαπημένους και έμπιστους φίλους της στην Αθήνα και άφησε στον καθένα από μια τσάντα. Αυτοί οι φίλοι ήταν η Μαρίνα Καραγάτση, ο Κωστής Σκαλιόρας και ο Παντελής Βούλγαρης. Κάθε τσάντα περιείχε πολύτιμα γραπτά και πολύ προσωπικά αντικείμενα που θα αποδεικνύονταν κάτι σαν πνευματική διαθήκη.

Από το νησί δεν επέστρεψε ποτέ ζωντανή. Άφησε την τελευταία της πνοή στην ταράτσα του σπιτιού του φίλου που την φιλοξενούσε. 

Αν πει κανείς το κλισέ ότι πέρασε σαν κομήτης από το ελληνικό θέατρο, αλλά και από τη ζωή γενικότερα, δεν θα έχει καθόλου άδικο. Μια σύντομη ζωή, βαθιά ποιητική, αφοσιωμένη στο θέατρο, συγκεκριμένα στο μεταπολεμικό πρωτοποριακό θέατρο της ευρωπαϊκής δραματουργίας, έζησε μόνο γι’ αυτό, κάνοντας θυσίες, χάνοντας την περιουσία της και αποχαιρετώντας την επίγεια ζωή μόλις στα πενήντα τρία της χρόνια, έχοντας αφήσει το στίγμα της ως ηθοποιός και σκηνοθέτις σε μετρημένες σε αριθμό παραστάσεις αλλά και ως αξιοσημείωτη παρουσία σε κάποιες πολύ ξεχωριστές ταινίες.

Αυτές αποτελούν τη μοναδική μαρτυρία ότι η Χριστίνα Τσίγκου, αυτή η τόσο ταλαντούχα ηθοποιός και πνευματική προσωπικότητα, ένα «ξωτικό», όπως πολλοί τη χαρακτήριζαν, πέρασε κάποτε από αυτόν τον τόπο, καταθέτοντας στιγμές μεγάλης θεατρικής μυσταγωγίας και μαγείας. 

Στην περίπτωση της Τσίγκου ως Γουίνι, εφόσον αρνιόταν και να φωτογραφηθεί κατά τη διάρκεια της παράστασης, μπορούμε να βασιστούμε αποκλειστικά στη μαρτυρία όσων την είδαν. Δεν είναι λίγοι. Όλοι είχαν να πουν για μια ερμηνεία ανεπανάληπτη, σοκαριστικά μαγική, που δεν ξανάγινε στο ελληνικό θέατρο.

Καθεμία από τις τρεις τσάντες περιείχε μια διαφορετική εκδοχή της μεταφραστικής της εργασίας επάνω στο μνημειώδες έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Ευτυχισμένες Μέρες» και κομμάτια της αμφίεσής της από την παράσταση, όπως το ομπρελίνο και η περούκα. Μια θρυλική παράσταση για όσους είχαν τη μεγάλη τύχη να την παρακολουθήσουν, όπως και για τον ίδιο τον Γαλλο-ιρλανδό συγγραφέα, προσωπικό της φίλο, που ταξίδεψε μέχρι την Αθήνα μαζί με τη γυναίκα του και φιλοξενήθηκε από εκείνη σε ένα από τα ωραιότερα διαμερίσματα της Λουκιανού, στο Κολωνάκι, με θέα τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη, που έφτανε όμως μέχρι την Ελευσίνα και την Αίγινα.

Ο ίδιος τη χαρακτήρισε «μια αξέχαστη Γουίνι» (άλλωστε, λέγεται είτε ότι το είχε γράψει για εκείνη είτε ότι εκείνη αποτέλεσε την πηγή της έμπνευσής του) μέσα στο εκπληκτικό σκηνικό του Γιάννη Τσαρούχη. Ωστόσο, καθώς δεν ήξερε ελληνικά, δεν του ήταν δυνατό να καταλάβει σε βάθος το μέγεθος της ερμηνείας της. Γιατί, καθώς τα ελληνικά της ήταν ανεπεξέργαστα ‒τα μιλούσε σχεδόν σαν ξένη γλώσσα, έχοντας μεγαλώσει στην Αίγυπτο και έχοντας λάβει κυρίως γαλλική παιδεία‒, τα λόγια, οι λέξεις, ακόμα και οι ανάσες αρθρώνονταν με κόπο, η προσπάθεια να ακουστούν ήταν επίπονη.

Προσπάθεια να τις ακούσουν κατέβαλλαν και οι θεατές, καθώς ψιθύριζε κάθε λέξη ξεχωριστά, σαν κραυγή που την κατάπινε το ίδιο της το λαρύγγι, ένας «ρόγχος», όπως λέει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, που την είχε περιγράψει ως εξής: «Μ’ αυτή την προφορική ηχοποιία ερμήνευσε το κείμενο του Μπέκετ και εξαιτίας της υπήρξε συνταρακτική. Πώς; Τραυλίζοντας, τρενάροντας, διαλύοντας τον χρόνο με το να διαλύει τις λέξεις σε συλλαβές, σε φωνήεντα και σύμφωνα, συλλαβίζοντας». 

tsiggou beckett tsarouchis Facebook Twitter
Ο Σάμιουελ Μπέκετ με την ηθοποιό Χριστίνα Τσίγκου και τον Γιάννη Τσαρούχη, πρωταγωνίστρια και σκηνογράφο αντίστοιχα στο έργο του «Ευτυχισμένες Μέρες», που ανέβηκε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του 1970, στο Παρίσι, στο πλαίσιο παραστάσεων ενός κύκλου Μπέκετ (πάλι με σκηνικά και κοστούμια του Τσαρούχη). Η Τσίγκου ήταν προσωπική φίλη του Μπέκετ και μετέφρασε για πρώτη φορά το έργο στα ελληνικά, ερμηνεύοντας η ίδια τον ρόλο της Γουίνι. Ο Μπέκετ είχε χαρακτηρίσει την ερμηνεία της αξέχαστη, ενώ της έγραψε επίσης: «Σας θαυμάζω και σας ευχαριστώ πολύ που θελήσατε να παίξετε τη Γουίνι». Φωτ.: Φίλιππος Τάρλοου

Μπορεί μια σπουδαία ερμηνεία να πάρει διαστάσεις θρύλου; Ναι, αν και εφόσον είναι κάτι το αναπάντεχο, το μοναδικό και το ανεπανάληπτο. Στον κινηματογράφο θρυλικές έχουν χαρακτηριστεί συνταρακτικές ερμηνείες ηθοποιών που για τον έναν ή τον άλλον λόγο εξαφανίστηκαν. Λόγου χάρη, της Φαλκονέτι στα «Πάθη της Ζαν ντ’ Αρκ» του Ντράγιερ ή, στα καθ’ ημάς, της Μαρίας Βασιλείου στην «Ευδοκία» του Δαμιανού. Αλλά για τις θεατρικές ερμηνείες μπορούμε να βασιστούμε μόνο σε όσους ήταν παρόντες όταν συνέβησαν, ίσως και σε οπτικό υλικό, αν υπάρχει, αν ο φακός κατάφερε να συλλάβει τη μαγεία της στιγμής και του συνολικού επιτεύγματος. Και πάλι, όμως, δεν συγκρίνεται με τη ζωντανή εμπειρία.

Έτσι, στην περίπτωση της Τσίγκου ως Γουίνι, εφόσον αρνιόταν και να φωτογραφηθεί κατά τη διάρκεια της παράστασης, μπορούμε να βασιστούμε αποκλειστικά στη μαρτυρία όσων την είδαν. Δεν είναι λίγοι. Καταρχάς ο ίδιος ο Μπέκετ, ύστερα ο Γιάννης Τσαρούχης, που φιλοτέχνησε και το σκηνικό, ο Παντελής Βούλγαρης, με τον οποίον ήταν να συνεργαστούν, φίλοι της, όπως η Νίκη και η Μαρίνα Καραγάτση, ο Φίλιππος Τάρλοου, ο Τσίρκας, η Συνοδινού, ο Σκαλιόρας, η Βεργή, στο θέατρο της οποίας παρουσιάστηκε πρώτη φορά το 1966, ο Χρήστος Τσάγκας, που έπαιζε τον βουβό ρόλο, οι νεαροί τότε ηθοποιοί του Ελεύθερου Θεάτρου, κριτικοί εφημερίδων που την ύμνησαν και άλλοι. Όλοι είχαν να πουν για μια ερμηνεία ανεπανάληπτη, σοκαριστικά μαγική, που δεν ξανάγινε στο ελληνικό θέατρο.

Ο Σταμάτης Φασουλής έγραψε σχετικά: «… μέσα από κάθε ανάσα, κάθε χαραμάδα αυτού του ισχνού σε ένταση λόγου ανοιγόταν ένα παράθυρο που έβλεπε κατάφατσα την ερημιά του κόσμου». 

Αλλά ποιο ήταν αυτό το μαγικό ον που ονομαζόταν Χριστίνα Τσίγκου; Γεννήθηκε το 1920 στο Κάιρο, κόρη βαθύπλουτου, Σμυρνιού στην καταγωγή, με το όνομα Μαυροειδής. Μεγάλωσε πριγκιπικά, όπως λίγα παιδιά της εποχής της ‒ ένα υπέροχο πορτρέτο της από τη σπουδαία Θάλεια Φλωρά-Καραβία το προδίδει. Πολύ νωρίς στάλθηκε στη Γαλλία, στα καλύτερα σχολεία, και ακριβώς την εποχή που ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπήκε στην περίφημη σχολή του Σαρλ Ντιλέν για να σπουδάσει υποκριτική. Αποφοίτησε πέντε χρόνια μετά.

Την περίοδο της μαθητείας της, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής στο Παρίσι, συμμετείχε σε παραστάσεις, παίζοντας μικρούς ρόλους. Μάλιστα, είναι βέβαιο ότι, μαζί με τον Γιώργο Βιτσώρη, έπαιξε και σε κάποια ελληνικά έργα, π.χ. στο «Ψυχοσάββατο» του Ξενόπουλου, κάνοντας περιοδεία σε πόλεις της Γαλλίας και του Βελγίου και ψυχαγωγώντας Έλληνες εργάτες.

Το 1943 ανήκε στη διανομή της παγκόσμιας πρεμιέρας των «Μυγών» του Ζαν-Πολ Σαρτρ στο θέατρο Σάρα Μπερνάρ, σε σκηνοθεσία του Ντιλέν. Τον επόμενο σημαντικό ρόλο τον πήρε χάρη στον Σαρτρ και ήταν στο έργο του «Νεκροί χωρίς τάφο» που ανέβασε ο θίασος του Αντουάν το 1947. Δύο χρόνια μετά γνώρισε και παντρεύτηκε τον ζωγράφο Θάνο Τσίγκο. 

Xριστίνα Τσίγκου (1920-1973) Facebook Twitter
Ο πρόωρος θάνατος του Τσίγκου στα πενήντα ένα από κίρρωση του ήπατος, το 1965, τη βρίσκει να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα.

Ο μετέπειτα και κατά δέκα χρόνια νεότερος εραστής της, ο ελληνιστής Γκι Μισέλ Σονιέ, διηγείται μια χαρακτηριστική ιστορία για το πώς κατάφερε να φυγαδεύσει λεφτά από την Αίγυπτο. Όταν επέστρεψε στο Κάιρο για να περισώσει ό, τι προλάβαινε από την οικογενειακή περιουσία, δηλαδή το κομμάτι που της αναλογούσε μετά τον θάνατο του πατέρα της, ρευστοποίησε ό,τι μπόρεσε σε δολάρια. Για να καταφέρει να τα πάρει μαζί της στη Γαλλία τα τύλιξε σε μαντίλια και γέμισε ,ε αυτά μπαούλα.

Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια, ο τελώνης αγανάκτησε με την τόση πραμάτεια, άνοιξε ένα από τα μπαούλα και άρχισε να σκορπάει τα μαντίλια στον αέρα. Ευτυχώς, τα χρήματα δεν φανερώθηκαν και εν τέλει εκείνη πήρε μαζί της τα περισσότερα. Όταν έφτασε στο Παρίσι, με αυτά τα χρήματα αγόρασε ένα παλιό θέατρο στην Μονμάρτη κι έτσι ίδρυσε το Γκαιτέ Μονπαρνάς.

Tα επόμενα χρόνια, δηλαδή από το 1949 μέχρι το 1955, ανέβασε μαζί του μια σειρά από έργα ιδιαίτερα απαιτητικού ρεπερτορίου, κάποια εκ των οποίων σκηνοθέτησε η ίδια, ενθουσιάζοντας το μεταπολεμικό διανοούμενο Παρίσι: «Σονάτα των φαντασμάτων» του Στρίντμπεργκ (άφησε εποχή στον ρόλο της μούμιας), «Βόιτσεκ» του Μπίχνερ, «Η σύζυγος που την υποπτεύονταν συνεχώς» του Κοκτό, «Ο Ανδροκλής και το λιοντάρι» του Μπέρναρντ Σο, «Θα φάμε;» του Ουγκό, «Κρινολίνα και λαιμητόμος» σε δική της διασκευή από το βιβλίο του Ανρί Μονιέ. Από το Γκαιτέ Μονπαρνάς πέρασαν αρκετοί νέοι ηθοποιοί, ανάμεσα στους οποίους ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό και ο Μισέλ Πικολί, που έκαναν το ντεμπούτο τους.

Ο ίδιος ο Τσίγκος επιμελούνταν τα σκηνικά και τα κοστούμια, ενώ, όσο η φήμη του ως εικαστικού έπαιρνε ανοδική πορεία, η σχέση του με το αλκοόλ γιγαντωνόταν – ήταν αυτοκαταστροφικός, όπως και ο πατέρας της, θα πει χρόνια μετά ο Σονιέ. Στο ίδιο θέατρο σκηνοθέτησαν παράλληλα κορυφαίοι πρωτοποριακοί σκηνοθέτες, όπως ο Σασά Πιτοέφ και ο Ζαν Μερκίρ. Καθώς ούτε εκείνη ούτε ο Τσίγκος είχαν γαλλική υπηκοότητα, ως επιχειρηματίας εμφανιζόταν ο φίλος της, ηθοποιός και σκηνοθέτης της αβανγκάρντ, Ροζέ Μπλεν.

Το 1957 συμμετείχε στην παγκόσμια πρώτη του «Τέλους του παιχνιδιού» του Μπέκετ, που σκηνοθέτησε ο Μπλεν στο Λονδίνο, στο Royal Court Theatre. Στο μεταξύ, είχε χάσει το θέατρό της λόγω κακής διαχείρισης, τόσο δικής της όσο και του οικονομικού διευθυντή που είχε τοποθετήσει ο Μπλεν. Ο Τσαρούχης έλεγε χαρακτηριστικά πως το έχασε από την «τραγική αδεξιότητα μιας υπογραφής». Τα τελευταία κοσμήματα που είχε φέρει από το Κάιρο έγιναν καπνός, ενώ ο γάμος της με τον Τσίγκο είχε διαλυθεί. Εξακολούθησε, παρ’ όλα αυτά, να νοικιάζει το περίφημο διαμέρισμα-ατελιέ της οδού Ανρί Μπαρμπίς, όπου η ζωή της βυθιζόταν σε όλο και μεγαλύτερη ένδεια, με μόνο στήριγμα τον Σονιέ. 

Xριστίνα Τσίγκου (1920-1973) Facebook Twitter
Ευτυχισμένες Μέρες

Ο πρόωρος θάνατος του Τσίγκου στα πενήντα ένα από κίρρωση του ήπατος το 1965 τη βρίσκει να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα. Ανεβάζει τις «Ευτυχισμένες Μέρες» το 1966 στο θέατρο Βεργή, παράσταση που επανέλαβε στη Θεσσαλονίκη το 1967, στο Στρατιωτικό Θέατρο, ενώ παράλληλα σκηνοθέτησε για λογαριασμό του ΚΘΒΕ το «Τέλος του παιχνιδιού» με τον Αλέκο Πέτσο και σκηνικά-κοστούμια επίσης του Τσαρούχη. Ο τελευταίος, που είχε φιλοξενηθεί ένα διάστημα στο σπίτι της στο Παρίσι, τη θαύμαζε απεριόριστα και εκτιμούσε ότι η δισκοθήκη της περιλάμβανε, εκτός από Μότσαρτ, κυρίως ρεμπέτικα και δημοτικά. Φυσικά, με την επιβολή της χούντας η παράσταση κατέβηκε αμέσως. 

Χάρη στη σπουδαία σκηνογράφο και φίλη της Λίλα ντε Νόμπιλι πήρε τον ρόλο της κορυφαίας του Χορού στη «Μήδεια» του Πιερ-Πάολο Παζολίνι δίπλα στην Κάλλας, όπου δίνει μια σύντομη, αλλά εκπληκτική ερμηνεία, και χάρη σε συστατική επιστολή του Μπέκετ στον Φελίνι κράτησε έναν μικρό ρόλο στο «Σατυρικόν». Αν και έμοιαζε να υπάρχουν προοπτικές για εργασία στον ιταλικό κινηματογράφο, οι συνθήκες διαβίωσης στη Ρώμη του 1969 δεν ήταν ιδανικές.

Αρχικά, έμεινε για σύντομο διάστημα στην αριστοκρατική πανσιόν Toscana, αλλά, εν τέλει, χρειάστηκε να μετακομίσει στον Στρατό της Σωτηρίας για να αντεπεξέλθει. Παράλληλα, έστελνε επιστολές σε φίλους της στην Αθήνα, π.χ. στη Νίκη Καραγάτση, ζητώντας να τη διευκολύνουν να κρατήσει το υπέροχο ρετιρέ της Λουκιανού στην Αθήνα, για να νιώθει ότι, όταν πρόβαρε τα λόγια της, βρίσκεται «κοντά στον ουρανό και συνάμα στο κέντρο». Το χρόνιο άσθμα που την τυραννούσε όμως δεν την άφηνε να ελπίζει σε καλύτερες επαγγελματικές επιλογές. 

Xριστίνα Τσίγκου (1920-1973) Facebook Twitter
Kατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με τον Φελίνι.
Xριστίνα Τσίγκου (1920-1973) Facebook Twitter
Προετοιμασία για τις «Ευτυχισμένες Μέρες».

Όταν αποφάσισε να ξανανεβάσει τις «Ευτυχισμένες Μέρες», ξεκίνησε έναν μαραθώνιο, δουλεύοντας σχολαστικά τη μετάφραση εκ νέου, έχοντας τη βοήθεια φίλων της διανοουμένων, όπως ο Κωστής Σκαλιόρας, με τον οποίον γνωριζόταν από την εποχή που ο τελευταίος σπούδαζε στο Παρίσι. Παράλληλα, συνεργαζόταν με τον Σονιέ γράφοντας ένα σενάριο πάνω στη «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη. Ήλπιζε να πείσει τον Παντελή Βούλγαρη να το σκηνοθετήσει και προχώρησαν σε δοκιμαστικά screen-tests.

Αναζητώντας χρήματα από πλούσιους φίλους της, που έτσι κι αλλιώς την απογοήτευαν όποτε ζητούσε δανεικά, και έχοντας χάσει το περίφημο σπίτι της Λουκιανού, δεν θα προλάβαινε να ολοκληρώσει το έργο αλλά ούτε και να παίξει στο «Εγώ ο Κλαύδιος» του Ρίτσαρντσον ‒ είχε κάνει δοκιμαστικά για τον ρόλο της Σίβυλλας. Έπαιξε, όμως, υποδειγματικά στο φιλμ «Quelque part, qulqu’un» της Γιανίκ Μπελόν, η οποία την ήθελε για πρωταγωνίστρια στην επόμενη ταινία της, όπως και ο Πατρίκ Σερό για μία από τις παραστάσεις του, ενώ εκείνη επιδεικτικά τον απέφευγε, παρόλο τον θαυμασμό που της έδειχνε.

Όταν έπαιξε στο θέατρο Ρεκαμιέ των Ζαν-Λουί Μπαρό και Μαντλέν Ρενό σε ένα Φεστιβάλ Μπέκετ τις «Ευτυχισμένες Μέρες» στα ελληνικά και πήγε όλο το πρωτοποριακό Παρίσι να τη δει και να θαυμάσει το σκηνικό του Τσαρούχη, ο Σερό, που οι πάντες δήλωναν εκστασιασμένοι μαζί του, έδωσε κι εκείνος το «παρών». Σε κείμενο-μαρτυρία του στην «Οδό Πανός», ο Γιώργος Ορφανός, που έπαιζε τον βουβό ρόλο, λέει: «Κατενθουσιασμένος, παρέα με τον μόνιμο σκηνογράφο του Ριχάρδο Πεντούτσι ‒δεν τη βοήθησε ο ίδιος ν’ αλλάξει και να ντυθεί, να την πάρουν μαζί να φύγουν;‒, τη θαύμαζε σαν ηθοποιό. Κι όμως, αρνήθηκε, μ’ ένα υβριστικότατο γράμμα, να λάβει μέρος στην πρώτη (τηλεοπτική) ταινία του. Επρόκειτο, η αλήθεια, για κάποιον πολύ μικρό ρόλο, ελλείψει άλλου, από αγάπη να την έχει κοντά του, προετοιμάζοντας εν τω μεταξύ για το θέατρο έναν ρόλο αντάξιο της». 

Αλλά η Τσίγκου δεν μπορούσε πια να συμβιβαστεί. Τελειομανής, ξέροντας ότι διέθετε τη στόφα μεγάλης καλλιτέχνιδας, αποζητούσε αποκλειστικά σημαντικές προτάσεις. Έτσι έγινε και δέχτηκε να παίξει στην παράσταση «ΧΧ» του Λούκα Ρονκόνι στο Φεστιβάλ των Εθνών, μια μεταγραφή του «Ορλάντο Φουριόζο» από τον Ροντόλφο Χουάν Βίκοκ.

Αποδώ και πέρα ευελπιστούσε ότι την περίμεναν μόνο τέτοιου ύψους παραστάσεις και προτάσεις. Ζούσε σαν τσιγγάνα αποδώ και αποκεί, σε σπίτια φίλων όπου αποθήκευε τα λιγοστά πια υπάρχοντά της, ενώ προσπαθούσε να κερδίσει χρήματα από στίχους τραγουδιών που έγραφε.

Μια άλλη απογοήτευση ήταν η ακύρωση μιας ταινίας που της είχαν προτείνει και θα γυριζόταν στο Νεπάλ. Έτσι, επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου την άνοιξη του 1973 επανέλαβε τις «Ευτυχισμένες Μέρες», ελπίζοντας παράλληλα ότι ο Βούλγαρης θα γύριζε τη «Φόνισσα», όπως και ότι θα έκανε έναν δίσκο με απαγγελία ποιημάτων του Καβάφη. Τότε δέχτηκε την πρόταση του φίλου της Μισέλ Ντεόν για διακοπές στο σπίτι του στις Σπέτσες. Θα συναντούσε εκεί και την καλή της φίλη Νάτα Μελά.

Στις 25 Μαΐου βρέθηκε νεκρή στην ταράτσα του σπιτιού, μετά από σοβαρή κρίση χρόνιου άσθματος, ενώ έκανε την ηλιοθεραπεία της κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο. 

Θέατρο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Η καθημερινή ζωή μου με τον Τσαρούχη. Από τον Γιώργο Ορφανό.

Πρόσωπα / Η καθημερινή ζωή μου με τον Τσαρούχη. Από τον Γιώργο Ορφανό.

28 χρόνια μετά το θάνατό του, ο μεγάλος δάσκαλος παραμένει ένα γοητευτικό αίνιγμα. Σε αυτήν την σπάνια, αποκλειστική μαρτυρία που μας επέδωσε το 2000 ο πιστός φίλος και μαθητής του, Γιώργος Ορφανός, σκιαγραφεί με χαρισματική ενάργεια την καθημερινή του ζωή δίπλα στον μεγάλο στοχαστή και καλλιτέχνη
καραγάτση τάρλοου

Βιβλίο / «Το ευχαριστημένο»: Το σπονδυλωτό μυθιστόρημα της Μαρίνας Καραγάτση για τα οικογενειακά της βιώματα

Πέρα από εξαιρετική διαχειρίστρια των πνευματικών δικαιωμάτων του, η Μαρίνα Καραγάτση, που πέθανε σήμερα στα 88 της, στάθηκε ικανή ν’ αναπλάσει πειστικά τα βιώματα και τους κρυφούς συλλογισμούς του πατέρα της, τοποθετώντας τον ως ήρωα στο οικογενειακό τους σύμπαν.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μπομπ Γουίλσον

Απώλειες / Μπομπ Γουίλσον (1941-2025): Το προκλητικό του σύμπαν ήταν ένα και μοναδικό

Μεγάλωσε σε μια κοινότητα όπου το θέατρο θεωρούνταν ανήθικο. Κι όμως, με το ριζοσπαστικό του έργο σφράγισε τη σύγχρονη τέχνη του 20ού αιώνα, σε παγκόσμιο επίπεδο. Υποκλίθηκε πολλές φορές στο αθηναϊκό κοινό – και εκείνο, κάθε φορά, του ανταπέδιδε την τιμή.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
H ανάληψη του Οιδίποδα αναβάλλεται επ’ αόριστον

Θέατρο / H ανάληψη του Οιδίποδα αναβάλλεται επ’ αόριστον

Ο «Οιδίποδας» του Γιάννη Χουβαρδά συνενώνει τον «Τύραννο» και τον «Επί Κολωνώ» σε μια παράσταση, παίρνοντας τη μορφή μιας πυρετώδους ανασκαφής στο πεδίο του ασυνείδητου - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Ζιλιέτ Μπινός: Η Ιουλιέτα των Πνευμάτων στην Επίδαυρο

Θέατρο / Ζιλιέτ Μπινός: Η Ιουλιέτα των Πνευμάτων στην Επίδαυρο

Η βραβευμένη με Όσκαρ ηθοποιός προσπαθεί να παραμείνει συγκεντρωμένη μέχρι την κάθοδό της στο αργολικό θέατρο. Παρ’ όλα αυτά, βρήκε τον χρόνο να μας μιλήσει για τους γυναικείους ρόλους που τη συνδέουν με την Ελλάδα και για τη σημασία της σιωπής.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΚΟΥΤΣΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
Όλα όσα ζήσαμε στο 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν: από το «La Distance» του Ροντρίγκες έως τη μεγάλη επιτυχία του Μπανούσι

Θέατρο / Όλα όσα ζήσαμε στο 79ο Φεστιβάλ της Αβινιόν

Οι θερμές κριτικές της «Liberation» και της «Le Monde» για το «ΜΑΜΙ» του Μπανούσι σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση είναι απλώς μια λεπτομέρεια μέσα στις απανωτές εκπλήξεις που έκρυβε το πιο γνωστό θεατρικό φεστιβάλ στον κόσμο.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κωνσταντίνος Ζωγράφος: Ο «Ορέστης» του Τερζόπουλου

Θέατρο / Κωνσταντίνος Ζωγράφος: «Ο Τερζόπουλος σου βγάζει τον καλύτερό σου εαυτό»

Ο νεαρός ηθοποιός που πέρυσι ενσάρκωσε τον Πυλάδη επιστρέφει φέτος ως Ορέστης. Με μια ήδη πλούσια διαδρομή στο θέατρο δίπλα σε σημαντικούς δημιουργούς, ετοιμάζει ένα νέο έργο εμπνευσμένο από το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

The Review / «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα»: Αξίζει η παράσταση για τον «μάγκα» του ελληνικού πενταγράμμου;

Με αφορμή την παράσταση γι’ αυτόν τον αυθεντικό δημιουργό που τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 μεσουρανούσε, ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου σχολιάζουν τον αντίκτυπό του στο κοινό σήμερα.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, πτώση και η αποθέωση

Αρχαίο Δράμα Explained / «Οιδίπους Τύραννος» και «Οιδίπους επί Κολωνώ» του Σοφοκλή: Η άνοδος, η πτώση και η αποθέωση

Τι μας μαθαίνει η ιστορία του Οιδίποδα, ενός ανθρώπου που έχει τα πάντα και τα χάνει εν ριπή οφθαλμού; Η κριτικός θεάτρου Λουίζα Αρκουμανέα επιχειρεί μια θεωρητική ανάλυση του έργου του Σοφοκλή.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Αλίκη Βουγιουκλάκη: Στη ζωή έσπαγε τα ταμπού, στο θέατρο τα ταμεία

Θέατρο / Αλίκη Βουγιουκλάκη: Πώς έσπαγε τα ταμεία στο θέατρο επί 35 χρόνια

Για δεκαετίες έχτισε, με το αλάνθαστο επιχειρηματικό της ένστικτο, μια σχέση με το θεατρικό κοινό που ακολουθούσε υπνωτισμένο τον μύθο της εθνικής σταρ. Η πορεία της ως θιασάρχισσας μέσα από παραστάσεις-σταθμούς και τις μαρτυρίες συνεργατών της.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Νίκος Καραθάνος: «Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι»

Θέατρο / Νίκος Καραθάνος: «Εμείς είμαστε οι χώρες, τα κείμενα, οι πόλεις, εμείς είμαστε οι μύθοι»

Στον πολυαναμενόμενο «Οιδίποδα» του Γιάννη Χουβαρδά, ο Νίκος Καραθάνος επιστρέφει, 23 χρόνια μετά, στον ομώνυμο ρόλο, ακολουθώντας την ιστορία από το τέλος προς την αρχή και φωτίζοντας το ανθρώπινο βάθος μιας τραγωδίας πιο οικείας απ’ όσο νομίζουμε.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ένα δώρο που άργησε να φτάσει

Θέατρο / «Κοιτάξτε πώς φέρονταν οι αρχαίοι στους ξένους! Έτσι πρέπει να κάνουμε κι εμείς»

Ένα δώρο που έφτασε καθυστερημένα, μόλις είκοσι λεπτά πριν το τέλος της παράστασης - Κριτική της Λουίζας Αρκουμανέα για το «ζ-η-θ, ο Ξένος» σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ
Η Κασσάνδρα της Έβελυν Ασουάντ σημάδεψε το φετινό καλοκαίρι

Θέατρο / Η Κασσάνδρα της Έβελυν Ασουάντ σημάδεψε την «Ορέστεια»

Η «Ορέστεια» του Θεόδωρου Τερζόπουλου συζητήθηκε όσο λίγες παραστάσεις: ενθουσίασε, προκάλεσε ποικίλα σχόλια και ανέδειξε ερμηνείες υψηλής έντασης και ακρίβειας. Ξεχώρισε εκείνη της Έβελυν Ασουάντ, η οποία, ως Κασσάνδρα, ερμήνευσε ένα αραβικό μοιρολόι που έκανε πολλούς να αναζητήσουν το όνομά της. Το φετινό καλοκαίρι, η παράσταση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, στους Δελφούς και στο αρχαίο θέατρο Φιλίππων.
M. HULOT
Η Λίνα Νικολακοπούλου υπογράφει και σκηνοθετεί τη μουσικοθεατρική παράσταση «Χορικά Ύδατα»

Θέατρο / «Χορικά Ύδατα»: Ο έμμετρος κόσμος της Λίνας Νικολακοπούλου επιστρέφει στη σκηνή

Τραγούδια που αποσπάστηκαν από το θεατρικό τους περιβάλλον επιστρέφουν στην πηγή τους, σε μια σκηνική τελετουργία γεμάτη εκπλήξεις που φωτίζει την τεράστια καλλιτεχνική παρακαταθήκη της στιχουργού.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
«Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

The Review / «Το ημέρωμα της στρίγγλας»: Ήταν ο Σαίξπηρ μισογύνης;

Γιατί εξακολουθεί να κερδίζει το σύγχρονο κοινό η διάσημη κωμωδία του Άγγλου βάρδου κάθε φορά που ανεβαίνει στη σκηνή; Ο Χρήστος Παρίδης και η Βένα Γεωργακοπούλου συζητούν με αφορμή την παράσταση που σκηνοθετεί η Εύα Βλασσοπούλου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Darkest White»: Ένα σύμπαν που εξερευνά την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναίκας 

Θέατρο / «Darkest White»: Ο εμφύλιος από την πλευρά των χαμένων

Το έργο της Δαφίν Αντωνιάδου που θα δούμε στο Φεστιβάλ Αθηνών, εξερευνά μέσω προσωπικών και ιστορικών αναμνήσεων και μέσα από την ανθεκτικότητα και τη δύναμη της γυναικείας παρουσίας, ιστορίες εκτοπισμού και επιβίωσης. 
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσια ένα τραπέζι με φίλους

Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας / Beytna: Μια παράσταση χορού που είναι στην ουσία ένα τραπέζι με φίλους

Ο σπουδαίος λιβανέζος χορευτής και χορογράφος Omar Rajeh, επιστρέφει με την «Beytna», μια ιδιαίτερη περφόρμανς με κοινωνικό όσο και γαστριμαργικό αποτύπωμα, που θα παρουσιαστεί στο πλαίσιο του φετινού 31ου Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Η νύφη και το «Καληνύχτα, Σταχτοπούτα»

Θέατρο / Η Καρολίνα Μπιάνκι παίρνει το ναρκωτικό του βιασμού επί σκηνής. Τι γίνεται μετά;

Μια παράσταση-περφόρμανς που μέσα από έναν εξαιρετικά πυκνό και γοητευτικό λόγο, ένα κολάζ από εικόνες, αναφορές, εξομολογήσεις, όνειρα και εφιάλτες μάς κάνει κοινωνούς μιας ακραίας εμπειρίας, χωρίς να σοκάρει.
ΛΟΥΙΖΑ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑ