Δύο από τα σημαντικότερα ροκ συγκροτήματα των τελευταίων ετών έρχονται στην Αθήνα ως headliners του φετινού Release Festival. Οι Idles ανοίγουν το φεστιβάλ στις 18 Ιουνίου μαζί με τους Αυστραλούς Glass Beams και τους Ιρλανδούς Sprints, ενώ ακολουθούν, μερικές ημέρες μετά, στις 27 Ιουνίου, οι Fontaines D.C. μαζί με τους Boy Harsher και τους Shame. Οι φαν και των δυο συγκροτημάτων θα μπορέσουν να προμηθευτούν ένα εισιτήριο και για τις δύο συναυλίες, παρότι θα γίνουν σε διαφορετικές ημερομηνίες.
Είναι η πρώτη φορά που το Release ποντάρει σε τόσο νέα ονόματα ως headliners, αν και αυτό είναι σχετικό στην περίπτωση των Idles, που είναι ενεργοί για περίπου μια δεκαπενταετία και έχουν πέντε άλμπουμ στο ενεργητικό τους. Αν δεν κυκλοφορούσαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους, «Brutalism», με αρκετή καθυστέρηση, το 2017, θα τους έλεγες άνετα και βετεράνους στη σύγχρονη post-punk σκηνή. Μέχρι τότε ήταν το κοινό συναυλιακό μυστικό της Βρετανίας. Αντιθέτως, οι Fontaines D.C. από το Δουβλίνο είναι ένα πραγματικά φρέσκο όνομα που στην Ελλάδα έτυχε να μάθουμε απ’ όταν ήταν στα σπάργανα. Το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο «Dogrel» βγήκε το 2019, αλλά πριν ακόμη βγει είχαν έρθει στην Ελλάδα το 2018 για την παρθενική τους εμφάνιση.
«Πρόκειται για δύο μπάντες που τουλάχιστον μπορούν να επικαλεστούν σε κάποιον βαθμό τα alternative ιερά και όσια. Πράγμα που φτάνει και περισσεύει για το κοινό».
Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, επομένως, αν τα δυο αυτά γκρουπ είναι άξιοι απόγονοι των ροκ ονομάτων που έγραψαν ιστορία στο συναυλιακό τοπίο της Ελλάδας. Θα κάνουν τον ίδιο χαμό στο Release φέτος όπως συνέβαινε παλιότερα με τα μεγάλα ροκ ονόματα; Και γιατί έχουν τόση απήχηση στο ελληνικό κοινό; Ζητήσαμε τη γνώμη τριών ειδικών και φαν των συγκροτημάτων:
IDLES - NEVER FIGHT A MAN WITH A PERM (Official Video)
Μιχάλης Καμάκας
ραδιοφωνικός παραγωγός, Kosmos 93,6
«Με μια Ελλάδα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια να είναι ένα διαρκές roller coaster κρίσεων, ανασφάλειας και θυμού, το ακροατήριο έχει γίνει εξαιρετικά δεκτικό σε μουσικές που βράζουν από πολιτική ή υπαρξιακή ένταση. Οι Idles, με την πανκ αύρα τους να σπάει κόκαλα και στίχους που παίζουν με τον φεμινισμό, την τοξική αρρενωπότητα και την ταξική πάλη, σε παροτρύνουν να φωνάξεις, να ιδρώσεις και να υπάρξεις ελεύθερα μέσα σε μια κοινότητα. Από την άλλη, οι Fontaines D.C., πιο υπόγειοι, πιο ποιητικοί, με την αδιόρατη αστική μελαγχολία τους, δημιουργούν ένα κράμα πανκ ενέργειας με ψυχική εξάντληση και φιλοσοφική αγωνία, το οποίο μοιάζει να συντονίζεται απόλυτα με μια γενιά που παλεύει με την αβεβαιότητα, την ταυτότητά της και τον ανήσυχο αστικό παλμό.

Να ξεκινήσω από τους… παλιούς γνώριμους, τους Fontaines D.C. Η μπάντα από το Δουβλίνο επιστρέφει σε λίγες μέρες για τέταρτη φορά σε ελληνικό έδαφος. Και, ναι, με κίνδυνο να φανώ γραφικός, δεν γίνεται να μη γυρίσω στο 2018, στην πρώτη τους εμφάνιση στην Death Disco, μπροστά σε διψήφιο αριθμό κοινού. Εκείνο το live επτά χρόνια μετά μοιάζει με προφητεία. Οι Fontaines D.C. είναι πλέον “η νέα Μέκκα” του κιθαριστικού ήχου, διανύοντας μια διαδρομή για την οποία συνήθως απαιτούνται δεκαετίες – ή που απλά δεν συμβαίνει ποτέ. Όσο για τους Idles, οι αναμνήσεις από την εμφάνισή τους στο Θέατρο Βράχων είναι ακόμη νωπές. Δυο νύχτες γεμάτες ιδρώτα, ηλεκτρισμό και φως. Κάτω από τους επιβλητικούς βράχους του Βύρωνα, τα σώματά τους έριχναν σκιές γιγάντων πάνω στο πέτρινο σκηνικό. Ο σπαραγμός, η πολιτική τους οργή, η σωματικότητα της μουσικής τους, η τρυφερότητα που ξεπετάγεται εκεί που δεν την περιμένεις, όλα αυτά αναμετρήθηκαν με το τοπίο και νίκησαν. Ήταν δύο βραδιές που όρισαν τη σχέση τους με το ελληνικό κοινό.
Οι Grian Chatten (Fontaines D.C.) και Joe Talbot (Idles) αντιπροσωπεύουν δύο διαφορετικά προφίλ frontmen. Αμφότεροι δεν έχουν καμιά πρόθεση να σε διασκεδάσουν και αυτό τους καθιστά χαρισματικούς. Από τη μία, ο Grian Chatten περιφέρεται στη σκηνή σαν εγκλωβισμένος αφηγητής που παλεύει να αρθρώσει κάτι που δεν χωράει σε τραγούδι. Κάθε του κίνηση μοιάζει με εσωτερικό σπασμό. Μικρόφωνο σφιγμένο στα χέρια σαν ξόρκι, μάτια στυλωμένα στο κενό ή στο κοινό, μια μετεμψύχωση θαρρείς του Ian Curtis. Καμία διάθεση να είναι ο larger-than-life καλλιτέχνης. Αλλά ποιος είπε πως αυτό δεν έχει και τη γοητεία του; Από την άλλη, τον Joe Talbot η σκηνή δεν τον χωράει. Κραυγάζει, χτυπιέται, σκύβει μπροστά στο κοινό με βλέμμα που απαιτεί σύνδεση. Ένας σύγχρονος ιεροκήρυκας του πανκ που δεν έχει τίποτα συγκρατημένο στην παρουσία του.
Και τα δύο γκρουπ ανεβαίνουν φέτος ως headliners στη σκηνή του Release Athens, κουβαλώντας στις αποσκευές τους δύο από τα πιο πολυσυζητημένα άλμπουμ της περασμένης χρονιάς. Οι Idles, με το “Tangk”, “μαλακώνουν” τον ήχο τους χωρίς να χάνουν την έντασή τους, κάνοντας ένα ξεκάθαρο άνοιγμα προς νέες ηχητικές κατευθύνσεις. Όσο για το “Romance” των Fontaines D.C., δεν θυμάμαι προσωπικά τόσο προσεγμένη και πολυεπίπεδη καμπάνια προώθησης άλμπουμ από alternative μπάντα. Από το εξώφυλλο και τα visuals στα social media μέχρι τις εμφανίσεις των μελών, όλα λειτουργούν υπό ενιαία αισθητική και αφηγηματική ταυτότητα. Το “Romance” είναι ένα case study για το πώς ένα συγκρότημα μετατρέπεται σε πλήρως διαμορφωμένο πολιτιστικό brand. Και κάτι τελευταίο – μα ίσως και το ουσιωδέστερο. Και τα δύο συγκροτήματα, σε κάθε τους εμφάνιση (πιο πρόσφατα στο Primavera), δεν διστάζουν να διατρανώσουν το αίτημα για τον τερματισμό της σφαγής στην Παλαιστίνη. Και αυτό, σε εποχές σύγχυσης και κυνισμού, ίσως είναι και το σημαντικότερο».
Fontaines D.C. - Boys In The Better Land (Official Audio)
Χάρης Συμβουλίδης
μουσικοκριτικός, συγγραφέας
«Αν δύο μπάντες με εύκολη πρόσβαση στην κορυφή των τσαρτ της σύγχρονης Βρετανίας δεν κάνουν χαμό στο λαοφιλέστερο καλοκαιρινό φεστιβάλ της χώρας μας, τότε ποιος θα κάνει; Ωστόσο, η δική μου θέση είναι πιο επιφυλακτική. Θεωρώ, δηλαδή, ότι στις πιο ειδικές συνθήκες των ελληνικών συναυλιών –όπου, αν ακολουθούνται τάσεις, πλέον ακολουθούνται περισσότερο αυτές της κεντρικής Ευρώπης και λιγότερο οι αγγλοαμερικανικές– ο «χαμός» μένει να αποδειχθεί, δεν είναι ήδη αποδεδειγμένος.

Ασφαλώς, ένα φεστιβάλ με τη θέση και το βεληνεκές του Release Athens οφείλει να βρει ποιοι θα είναι “επόμενοι headliners”, γιατί διανύουμε την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, οπότε φτάνουμε πια σε έναν αναπόφευκτο ορίζοντα για τους “θεούς” του δαφνοστεφανωμένου ποπ/ροκ παρελθόντος. Το ροκ, εν τω μεταξύ, έχει πάψει να πρωταγωνιστεί και τα πράγματα έχουν θαμπώσει αρκετά για το alternative κομμάτι του, εν μέρει γιατί από το πέρας της δεκαετίας του 1990 ξέφτισε η σημασία της έννοιας “εναλλακτικός”, εν μέρει γιατί ο στενός εναγκαλισμός με τη νεο-χίπστερ κουλτούρα έφερε στο προσκήνιο ένα indie rock μεσοβέζικης χλιαρότητας και αφόρητα ομφαλοσκοπικού χαρακτήρα, απέναντι στο οποίο χρειάζεται πλέον μια καινούρια εναλλακτική επανάσταση, που δεν έχει συμβεί.
Mε φεστιβαλικούς όρους, λοιπόν, ενδέχεται οι Idles και οι Fontaines D.C. να μαζέψουν αρκετό κόσμο, αλλά να μη φτάσουν εκείνη την κρίσιμη διαγενεακή προσέλευση που άνετα επιτυγχάνουν παλιότεροι headliners του χώρου τους, όπως, π.χ., ο Nick Cave ή οι Cure. Καλώς ή κακώς, όταν μιλάμε σε τέτοιο πλαίσιο, ο “χαμός” μεταφράζεται πρωτίστως σε νούμερα, δεν έχει να κάνει με το όνομα και την όποια καλλιτεχνική χάρη.

Το πρώτο ερώτημα, πάλι, απαντιέται πιο εύκολα, γιατί τόσο οι Fontaines D.C. όσο και οι Idles πρεσβεύουν έναν κιθαριστικό ήχο με σπουδαίο παρελθόν, που δεν έχει πάψει να γοητεύει, άρα και να βρίσκει φίλους. Ο “χώρος” τους, μάλιστα, κατεξοχήν στελέχωνε –και στελεχώνει– τον μουσικό Τύπο (και διεθνώς και στην Ελλάδα), οπότε τα φώτα των δημοσιογραφικών προβολέων είναι εξασφαλισμένα. Εξασφαλισμένες, βέβαια, είναι και οι υπερβολές που πάντα συνοδεύουν όσους ψάχνουν με αγωνία να βρουν καινούργιους ήρωες, ωθούμενοι πολλές φορές να τους ανακαλύπτουν εκεί όπου δεν υπάρχουν.
Για μένα, δηλαδή, υπάρχει μια έλλειψη ορθής κλίμακας και προοπτικής στην όλη φασαρία, γιατί θεωρώ ότι οι Idles δεν είναι Fontaines D.C. και ότι οι Fontaines D.C., παρά την εξέλιξη που επέδειξαν με τον περσινό δίσκο, δεν θα λογίζονταν παρά ως χρυσή εφεδρεία στα διαμαντένια alternative χρόνια. Ίσως, βέβαια, να φταίνε δικοί μου παράγοντες που δεν “νιώθω”, ίσως όμως και όχι· αυτό θα το κρίνει η ιστορία. Γεγονός είναι, πάντως, ότι πρόκειται για δύο μπάντες που τουλάχιστον μπορούν να επικαλεστούν σε κάποιον βαθμό τα alternative ιερά και όσια. Πράγμα που φτάνει και περισσεύει για το κοινό».
Άγγελος Κλειτσίκας
μουσικοκριτικός, Αvopolis.gr
«Ποιος να το έλεγε πριν από μερικά χρόνια ότι δύο μπάντες που μεσουρανούσαν κυρίως στα εναλλακτικά ακροατήρια του post-punk ήχου θα έπαιζαν ως headliners σε ένα εγχώριο φεστιβάλ που το κοινό του έχει μάθει ως πρωταγωνιστές θρύλους της ροκ ιστορίας όπως ο Iggy Pop, ο Nick Cave και η PJ Harvey, μεταξύ άλλων.

Πέρα από τα εύσημα στο Release, που επενδύει στη γενεαλογική μεταβίβαση της σκυτάλης, η συγκεκριμένη επιλογή μαρτυρά πολλά για το γκελ που έχουν σε ένα ετερόκλητο κοινό στη χώρα μας οι Idles και Fontaines D.C, καθώς, όπως φαντάζεται κανείς, στους μυημένους συναυλιάκηδες της πόλης που ήταν ανάμεσα στους 100 στην πρώτη εμφάνιση των Ιρλανδών στη χώρα μας το 2018 στην Death Disco και στους άλλους τόσους πωρωμένους “ποστ-πανκάδες” που είχαν φάει γερό κόλλημα με το σκληροπυρηνικό ντεμπούτο των Ιdles, το “Brutalism”, έναν χρόνο νωρίτερα, έχουν προστεθεί όλοι εκείνοι που απαρτίζουν το λεγόμενο “φεστιβαλικό κοινό”, αυτό δηλαδή που είναι ικανό να κόψει αρκετά εισιτήρια για να βγει οικονομικά ένα τέτοιο εγχείρημα.
Τι συνέβη; Ό,τι συμβαίνει πάντα: ένας δυσανάλογος συνδυασμός τύχης, άστρου, οράματος, ικανότητας και, κυρίως, επένδυσης αδρού budget από τα labels που εκπροσωπούν τις δύο μπάντες. Και αν το σκαρφάλωμα των Idles στην κορυφή μοιάζει κάπως πιο οργανικό –όχι ότι αυτοί δεν έχουν πουσαριστεί με κάθε απίθανο τρόπο–, δεν μπορώ να πω το ίδιο και για την μπάντα του Grian Chatten: η καμπάνια μάρκετινγκ και image making γύρω από την τελευταία τους κυκλοφορία, “Romance”, πριν από έναν χρόνο είναι μία από τις πιο ακριβές και σχολαστικά μελετημένες που έχουν εφαρμοστεί ποτέ στη μετα-ψηφιακή εποχή της μουσικής βιομηχανίας.
Η επιμέλεια εικόνας που έχουν λάβει και τα δύο συγκροτήματα μοιάζει να έχει προέλθει από briefs σε αίθουσες συνεδριάσεων που κατέληγαν ως εξής: “Λοιπόν, αυτούς πρέπει να τους κάνουμε τους απόλυτους ροκ σταρ της ρευστής εποχής μας”. Και όντως αυτό ακριβώς συμβαίνει τη δεδομένη στιγμή. Και αν τα παραπάνω εξηγούν το μαζικό άνοιγμα σε διεθνές και εγχώριο κοινό, το στοιχείο που συσπειρώνει τις πιο βαθιές τάξεις πιστών είναι η έντονη κοινωνικοπολιτική στάση που έχουν υιοθετήσει μέσα στα χρόνια, όχι μόνο στο ακανθώδες ζήτημα της Παλαιστίνης. Στο σύνολο της δισκογραφίας τους έχουν θίξει, άλλοτε με ποιητικό και άλλοτε με χιουμοριστικό τρόπο, ζητήματα ταξικών ανισοτήτων, έμφυλης και φυλετικής βίας, τοξικής αρρενωπότητας κ.ά., γεγονός που θα λειτουργεί πάντα ως συγκολλητικό υλικό ανάμεσα στα διάφορα στρώματα των fans τους.
Φτάσαμε λοιπόν στο 2025 για να έχουμε headliners δύο ονόματα που εκπροσωπούν στον απόλυτο βαθμό το εδώ και τώρα του εναλλακτικού ροκ ήχου παγκοσμίως. Συντονιστήκαμε επιτέλους με τη συχνότητα του υπόλοιπου πλανήτη; Είναι κάτι που θα κρατήσει ή αυτό είναι το τελευταίο peak πριν από την πτώση; Όσο η μουσική βιομηχανία ψάχνει και επιλέγει τους ήρωές της, σίγουρα θα υπάρχει κοινό εκεί έξω να τους αγκαλιάσει και να τους τιμήσει, γιατί έτσι γινόταν πάντα. Είτε τραγουδούν στα ιρλανδικά είτε βάφουν τα μαλλιά τους ροζ, δεν έχει και τόση σημασία: όσο συνεχίζουν να γεμίζουν αρένες, τα budget θα πέφτουν όλα σε αυτούς και φτου κι απ’ την αρχή».
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την συναυλία των Idles εδώ.
Βρείτε περισσότερες πληροφορίες για την συναυλία των Fontaines D.C. εδώ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.