Altamont Free Concert
Καλιφόρνια, ΗΠΑ (6 Δεκεμβρίου 1969)
Το Altamont, η open-air συναυλία που διοργάνωσαν χωρίς πολλή προετοιμασία οι Rolling Stones, είχε χαρακτηριστεί ως «η τελευταία μεγάλη νύχτα των ’60s». Αγωνιώντας για την ασφάλεια, οι Stones προσλαμβάνουν τους Hell’s Angels ως security, πληρώνοντάς τους με σουβενίρ και μπίρες. Κατά τη διάρκεια της συναυλίας ξεσπούν σκηνές βίας, ο Marty Balin των Jefferson Airplane πέφτει αναίσθητος και το ντοκιμαντέρ «Gimme Shelter» αποτυπώνει το κλίμα της ασυδοσίας.
Το τραγικό τέλος ήρθε με τη δολοφονία του 18χρονου Meredith Hunter, που κινήθηκε προς τη σκηνή οπλοφορώντας. Ένας Hell’s Angel τον σκότωσε επί τόπου με μαχαίρι. Το υλικό αυτό συμπεριλήφθηκε στο «Gimme Shelter» και μετέτρεψε το Altamont σε σύμβολο κακοποίησης του ονείρου της ελευθερίας. Παρά το γεγονός ότι η δολοφονία καταγράφηκε από τις κάμερες, ο δολοφόνος του Meredith Hunter απαλλάχθηκε με την αιτιολογία της αυτοάμυνας.
Σε κάθε φεστιβάλ από αυτά στα οποία θα ανατρέξουμε, από τις φωτιές του Woodstock ’99 μέχρι την ασφυξία του Astroworld και τη σιωπή του Mawazine, ένα κοινό νήμα διατρέχει τα γεγονότα: η ασφάλεια των ανθρώπων θυσιάστηκε στον βωμό του θεάματος και του κέρδους.
Οι Stones δεν διώχθηκαν νομικά, αν και η υπόθεση επιβάρυνε την ψυχή μιας ολόκληρης γενιάς. Ήταν το τελειωτικό χτύπημα στο όραμα της ειρήνης των ’60s, όταν ο ελεύθερος έρωτας συνάντησε τη βία και τον θάνατο. Οι Stones στο τέλος πήγαν σπίτι τους, αλλά το Altamont έμεινε στην ιστορία ως σημάδι της κατάρρευσης μιας εποχής.

Woodstock ’99
Ρόουμ, Νέα Υόρκη, ΗΠΑ (23-25 Ιουλίου 1999)
Ήταν ένας καυτός Ιούλιος με θερμοκρασίες πάνω από τους 38 °C και στο πρώην στρατιωτικό αεροδρόμιο Griffiss έφτασαν 220.000 θεατές με υποσχέσεις για την αναβίωση του ιστορικού φεστιβάλ και της κοσμοθεωρίας του. Βρέθηκαν όμως σε ένα περιβάλλον χωρίς σκιά, νερό ή κατάλληλες υποδομές. Το lineup συμπεριλάμβανε superstars της εποχής: οι Red Hot Chili Peppers, Limp Bizkit, Korn, Bush, Rage Against the Machine, Metallica, Alanis Morissette αλλά και οι James Brown, Fatboy Slim, Ice Cube, Wyclef Jean κ.ά υπόσχονταν μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Από την πρώτη στιγμή υπήρξαν πολλές μαρτυρίες για την «έντονη ύπαρξη τοξικής αρρενωπότητας», με επιθέσεις και ασύστολη σεξουαλικοποίηση των γυναικών που βρίσκονταν εκεί.
Μέσα στην αφόρητη ζέστη, το κόστος για μια φιάλη νερό ξεκίνησε από τα 4 και έφτασε τα 12 δολάρια πριν εξαντληθούν οι προμήθειες, οι βρύσες στέρεψαν ή έβγαζαν καφέ νερό και οι διοργανωτές κατηγορήθηκαν ότι εγκλώβισαν τους ανθρώπους σε συνθήκες θερμοκηπίου. Η μυρωδιά από τις ακαθαρσίες κυριαρχούσε παντού: σπασμένες σωληνώσεις, βρόμικες τουαλέτες και νερό μολυσμένο με E.coli. Οι θεατές έπιναν από τις λάσπες που είχαν δημιουργηθεί γύρω από τις ξεχειλισμένες τουαλέτες, ερχόμενοι σε επαφή με νερό που τελικά δεν ήταν απλώς βρόμικο. Οι επίσημες πηγές ανέφεραν ότι χημικά υπολείμματα από τις παλιές στρατιωτικές εγκαταστάσεις του αεροδρομίου είχαν περάσει στο υπέδαφος, δηλαδή ολόκληρος ο χώρος ήταν μια υγειονομική βόμβα.

Με το που ανέβηκαν οι Korn στη σκηνή, ο κόσμος έδειξε την ορμή του: πυρπόλησαν ξύλινους φράχτες, κάμερες και κιβώτια με απίστευτη οργή και μίσος, σ’ ένα ήδη φορτισμένο περιβάλλον, έτοιμο να εκραγεί. Οι Limp Bizkit, με μπροστάρη τον Fred Durst, ανέβηκαν στη σκηνή το Σάββατο. Όταν ξεκίνησαν το «Break Stuff», ο Durst φώναξε: «It’s time to let yourself go right now, ’cause there are no motherfucking rules out there». Οι θεατές, εξαντλημένοι από τη ζέστη και οργισμένοι από τη συμπεριφορά των διοργανωτών, άρχισαν να ξεριζώνουν τα μεταλλικά πλαίσια και να αναποδογυρίζουν τα πάντα. Αυτή η στιγμιαία έκρηξη οργής πυροδότησε τη βία. Κατόπιν, οι Red Hot Chili Peppers μοίρασαν στο κοινό κεριά για μια υποτιθέμενη «ειρηνική αγρύπνια για το Columbine», τα οποία μετατράπηκαν σε φλεγόμενα όπλα, που χρησιμοποιήθηκαν για να κάψουν τις εγκαταστάσεις, και σε σύμβολα εκδίκησης.

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε καθώς οι «Peace Patrol», το άπειρο προσωπικό security, που αποτελούνταν αποκλειστικά από άτομα κάτω των 25 ετών, απέτυχαν να ελέγξουν τη βία και να αντιμετωπίσουν τον συνωστισμό. Τρεις ζωές χάθηκαν: ένας 44χρονος πέθανε από καρδιά, ένας 24χρονος από θερμοπληξία στη συναυλία των Metallica και μια 28χρονη πεζή παρασύρθηκε και σκοτώθηκε από αυτοκίνητο. Τουλάχιστον πέντε γυναίκες κατήγγειλαν ότι βιάστηκαν, με τα δεδομένα να δείχνουν ότι σίγουρα ήταν πολύ περισσότερες, και αναφέρονται εκατοντάδες θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Η παραγωγή του ντοκιμαντέρ του Netflix, «Trainwreck: Woodstock ’99», κράτησε εμφανώς αμήχανη στάση σχετικά με την αποκάλυψη της πλήρους έκτασης των σεξουαλικών επιθέσεων και δέχθηκε σφοδρή κριτική γι’ αυτό. Οι διοργανωτές Lang και Scher μιλούσαν για «αυτοδιαχειριζόμενο πλήθος», αρνούμενοι τις ευθύνες.


Οι Lang και Scher αντιμετώπισαν πληθώρα μηνύσεων, αν και καμία ποινική δίωξη δεν ασκήθηκε. Έγιναν τουλάχιστον δύο πολιτικές αγωγές: μία σε βάρος του Michael Lang και της Oneida County για προσωπικές βλάβες από τη σωματική κακοποίηση και το μολυσμένο νερό, και άλλη μία που αφορούσε την έλλειψη ασφάλειας κατά τη διάρκεια της μαζικής σεξουαλικής κακοποίησης.
Το πιο συγκλονιστικό ίσως στοιχείο είναι πως, αν και το ρίσκο ήταν γνωστό και είχε καταγραφεί από επιστήμονες, δεν υπήρχε plan Β. Η μοίρα 220.000 ανθρώπων έγινε θυσία στον βωμό του κέρδους.
Roskilde Festival
Δανία (30 Ιουνίου 2000)

Όταν οι Pearl Jam ανέβηκαν στη σκηνή του Roskilde Festival το 2000, χιλιάδες άνθρωποι, γεμάτοι πάθος, άρχισαν να σπρώχνουν προσπαθώντας να πλησιάσουν τον Eddie Vedder. Μέσα σε λίγα λεπτά, το πλήθος πιέστηκε πάνω στις μπάρες, εγκλωβίστηκε και ποδοπατήθηκε. Ο απολογισμός ήταν 9 νεκροί και 26 σοβαρά τραυματίες. Ο Vedder, όμως, αντέδρασε άμεσα: διέκοψε τη συναυλία και ζήτησε να ανοίξουν οι πύλες, τηλεφωνώντας στον τεχνικό υπεύθυνο.
Η ανθρωπιά του Vedder και της παραγωγής έλαμψε μέσα στην αγριότητα, όταν εκείνοι που μπορούσαν πραγματικά να βοηθήσουν κινητοποιήθηκαν για να σωθούν ζωές.Η διοργάνωση δέχθηκε σφοδρή κριτική για τις μπάρες, για τη χωρητικότητα και τον σχεδιασμό κόστους/ασφαλείας. Μετά την τραγωδία, τα πρωτόκολλα άλλαξαν: εγκαταστάθηκαν ειδικοί φράχτες, ειδικευμένο προσωπικό crowd control, τέθηκαν περιορισμοί στη χωρητικότητα. Κορυφαία συγκροτήματα όπως οι Metallica βοήθησαν οικονομικά και ψυχολογικά. Κανείς δεν κατηγορήθηκε νομικά, αλλά έγιναν δομικές αλλαγές και συλλογή χρημάτων για τις οικογένειες των θυμάτων.
Mawazine Festival
Ραμπάτ, Μαρόκο (29 Μαΐου 2009)

Εκείνο το ανοιξιάτικο βράδυ στη Ραμπάτ, στο Mawazine, το μεγαλύτερο μουσικό φεστιβάλ της Αφρικής, είχαν συγκεντρωθεί εκατοντάδες χιλιάδες θεατές από κάθε γωνιά του Μαρόκου και εκτός. Με headliners όπως η Kylie, οι Pussycat Dolls και ο Stevie Wonder εκείνη τη χρονιά, η εκδήλωση υποσχόταν να προσφέρει μια γιορτή χωρίς προηγούμενο. Όμως την Παρασκευή 29 Μαΐου όλα σκοτείνιασαν. Στην είσοδο της συναυλίας του δημοφιλούς Μαροκινού τραγουδιστή Abdelaziz Stati, μια μεταλλική περίφραξη κατέρρευσε λόγω συνωστισμού, σκοτώνοντας 11 ανθρώπους, ενώ πάνω από 40 τραυματίστηκαν. Οι περισσότεροι νεκροί ήταν νεαρά άτομα, που είχαν βρεθεί εκεί με τις οικογένειές τους.
Τα αίτια της τραγωδίας ήταν πολλαπλά και τραγικά κοινά: υπερβολικός αριθμός παρευρισκόμενων, ανυπαρξία ελέγχου του πλήθους, ελλιπή μέσα διαφυγής και αστοχία υλικών. Το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί για τον Stati ξεπέρασε τις 70.000, αριθμός τεράστιος για μια σκηνή που δεν διέθετε ούτε κατάλληλες υποδομές ούτε επαρκή εξοπλισμό ασφάλειας. Η πτώση της περίφραξης προκάλεσε ντόμινο πανικού. Πολλοί δεν κατάλαβαν καν τι συνέβη παρά μόνο όταν ήταν ήδη αργά. Κάποια από τα θύματα ποδοπατήθηκαν μέχρι θανάτου.
Η κυβέρνηση και οι διοργανωτές έσπευσαν να δηλώσουν πως πρόκειται για «τραγικό δυστύχημα». Η εταιρεία παραγωγής του φεστιβάλ, που ήταν υπό την αιγίδα του βασιλικού ιδρύματος της Ραμπάτ, δεν παραδέχτηκε ποτέ την άμεση ευθύνη της, ενώ η αστυνομία, αν και υποσχέθηκε έρευνα, δεν έδωσε στη δημοσιότητα επίσημα αποτελέσματα ή πορίσματα. Πολλοί θεώρησαν ότι το γεγονός συγκαλύφθηκε για να μην αμαυρωθεί η εικόνα του φεστιβάλ, που λειτουργούσε και ως εργαλείο επίδειξης της δύναμης του μαροκινού θρόνου. Ο ίδιος ο Abdelaziz Stati δήλωσε συγκλονισμένος και ζήτησε συγγνώμη, αλλά επισήμανε πως η ευθύνη για την ασφάλεια ανήκε στους διοργανωτές και στο κράτος.
Αρκετές ανεξάρτητες πηγές, όπως ρεπορτάζ του «Le Monde Afrique» και της «Jeune Afrique», αποκάλυψαν πως η ασφάλεια του Mawazine δεν βασιζόταν σε ένα σαφές, θεσμικά ελεγχόμενο σχέδιο, αλλά σε ένα πολύπλοκο δίκτυο από παρακρατικούς «φύλακες». Αντί για καταρτισμένο προσωπικό ή διεθνώς αναγνωρισμένα πρωτόκολλα ασφαλείας, υπήρχαν χαλαροί έλεγχοι, αυθαίρετες επί τόπου αποφάσεις και δομές που δεν ήταν φτιαγμένες με γνώμονα την προστασία του πλήθους.
Από το 2009 και μετά, οι διοργανωτές του Mawazine ανακοίνωσαν βελτιώσεις: περισσότερα σημεία εισόδου-εξόδου, ενίσχυση των μεταλλικών φραγμάτων, μεγαλύτερη παρουσία αστυνομικών και χρήση drones για την παρακολούθηση της πυκνότητας του πλήθους. Ωστόσο, η εμπλοκή ανεπίσημων σωμάτων «ασφαλείας» παραμένει απόρρητη. Η συνύπαρξη πολιτισμού, θεάματος και κρατικής προπαγάνδας συνεχίζει να δημιουργεί μια γκρίζα ζώνη όπου η δημόσια ασφάλεια συχνά υποτάσσεται σε πολιτικές σκοπιμότητες. Για την τραγωδία του 2009 δεν υπήρξε ούτε δικαιοσύνη, ούτε επίσημη ανάληψη ευθύνης. Μόνο σιωπή − βαθιά, επίμονη και κρατικά επιβεβλημένη.
Electric Daisy Carnival
Λος Άντζελες, ΗΠΑ (25-26 Ιουνίου 2010)

Το 2010, στο EDC στο Los Angeles Memorial Coliseum πάνω από 185.000 θεατές συγκεντρώθηκαν για να ακούσουν τους Deadmau5, Swedish House Mafia, Kaskade, Armin van Buuren, κ.ά. Το μεγαλύτερο σκάνδαλο ήταν η θλιβερή πραγματικότητα: παιδιά 15 ετών μπήκαν παράνομα, MDMA διακινούνταν με ανησυχητική ευκολία και τουλάχιστον 100 άτομα μεταφέρθηκαν σε σοβαρή κατάσταση στο νοσοκομείο, ανάμεσά τους και η 15χρονη Sasha Rodriguez, που πέθανε από υπερβολική δόση MDMA.
Η τραγωδία δεν είχε, ευτυχώς, πολλά θύματα, αλλά το σοκ του θανάτου της Rodriguez οδήγησε σε ολοκληρωτική αναθεώρηση. Μετά το συμβάν, οι διοργανωτές απέδωσαν ευθύνες, ανεστάλησαν άδειες, επιβλήθηκαν αυστηροί κανόνες, όπως ηλικιακό όριο 18+, απαραίτητη ιατρική κάλυψη σε συνεργασία με νοσοκομεία και ζώνες προστασίας πλήθους.
Love Parade
Duisburg, Γερμανία (24 Ιουλίου 2010)

Το 2010, το techno φεστιβάλ Love Parade μεταφέρθηκε από τους ανοιχτούς δρόμους του Βερολίνου σε έναν πρώην σιδηροδρομικό χώρο στο Duisburg, υπό την εποπτεία της εταιρείας Lopavent του Rainer Schaller. Παρά τις αντιρρήσεις ειδικών, που προειδοποιούσαν ότι το σημείο δεν άντεχε υπερβολικό αριθμό επισκεπτών, πάνω από 400.000 άτομα κατέκλυσαν τον χώρο, με μόνη πρόσβαση μια στενή υπόγεια σήραγγα και σκάλες. Μέσα σε λίγα λεπτά, η ουρά ακινητοποιήθηκε, ενώ σταδιακά δημιουργήθηκε αναταραχή που εξελίχθηκε σε ποδοπάτημα, με αποτέλεσμα 21 νεκρούς από ασφυξία και πάνω από 600 τραυματίες.
Η τραγωδία αποκάλυψε τη θρασύτητα της εμπορευματοποίησης: οι διοργανωτές υποστήριξαν ότι η αστυνομία δεν χειρίστηκε σωστά τη ροή του πλήθους, ενώ πολλοί γνώριζαν πως υπήρχε σοβαρός κίνδυνος. Τελικά, 10 άνθρωποι κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονία από αμέλεια, μεταξύ των οποίων οι διοργανωτές και υπάλληλοι του δήμου, αν και οι δίκες σταμάτησαν χωρίς καταδικαστική απόφαση το 2020. Ήταν, όπως είπε ο εισαγγελέας της υπόθεσης, «ένα πάρτι που μετατράπηκε σε τραγωδία». Πρόσφατα, ερευνητές του EPJ Data Science και του ArXiv επιβεβαίωσαν πως δεν επρόκειτο για ένα τυχαίο δυστύχημα, αλλά για συστημική αποτυχία. Ήταν η επιβεβαίωση ότι ακόμα και ένα «ειρηνικό rave» μπορεί να μετατραπεί σε εφιάλτη όταν λείπουν σύγχρονα συστήματα ασφαλείας, έλεγχος πλήθους και πύλες εκκένωσης, άρα η ευθύνη σε αυτά τα ατυχήματα δεν είναι απλώς νομική. Είναι πρωτίστως ηθική.
Pukkelpop
Hasselt, Βέλγιο (18 Αυγούστου 2011)

Ήταν ένα καυτό απόγευμα, με 60.000 κόσμου να χορεύει στους ήχους των Skunk Anansie, του Eminem, των Foo Fighters. Το κλίμα ήταν πανηγυρικό, αν και η ζέστη βαριά. Ξαφνικά, στα πρώτα λεπτά της εμφάνισης των Skunk Anansie, ο ουρανός σκοτείνιασε, βροχή και χαλάζι έπεσαν σαν μίνι τυφώνας, ο πύργος φωτισμού κλυδωνιζόταν, τέντες σκίζονταν και κορμοί δέντρων έπεφταν απότομα. Μέσα σε δευτερόλεπτα, όπως ήταν αναμενόμενο, ήρθε ο πανικός: ο κόσμος έτρεχε στα τυφλά, προσπαθούσαν να κρυφτούν κάτω από σκηνές, κάποιοι λιποθύμησαν, άλλοι τραυματίστηκαν από συντρίμμια ή πεσμένα μεταλλικά αντικείμενα.
Όταν η σκόνη κατακάθισε, η πραγματικότητα ήταν οδυνηρή. Τουλάχιστον 5 άνθρωποι, ηλικίας από 15 έως 59 ετών, είχαν χάσει τη ζωή τους και πάνω από 140 είχαν τραυματιστεί, με μερικούς να δίνουν μάχη για τη ζωή τους. Η Skin των Skunk Anansie, συγκλονισμένη, περιέγραψε σε ανάρτησή της: «Μια καυτή, καυτή ηλιόλουστη μέρα μετατράπηκε σε έναν μίνι τυφώνα... αναγκαστήκαμε να τρέξουμε για να σώσουμε τη ζωή μας στη μέση του σετ».

Οι διοργανωτές, με επικεφαλής τον Chokri Mahassine, αποφάσισαν εκείνο το βράδυ να ακυρώσουν το υπόλοιπο φεστιβάλ «προς τιμήν των θυμάτων». Είπαν πως το φαινόμενο ήταν «πραγματικά εξωπραγματικό» και γι’ αυτό δεν είχαν προβλέψει τον κίνδυνο, αν και οι μετρήσεις προέβλεπαν ανέμους 170 km/h για εκείνη τη μέρα, ταχύτητα ανέμου υπερδιπλάσια της συνηθισμένης. Έπειτα, θεσπίστηκε ειδικό ταμείο αλληλεγγύης, το Steunfonds Slachtoffers Pukkelpopstorm, με δεκάδες χιλιάδες ευρώ και όλες τις δωρεές να πηγαίνουν απευθείας στις οικογένειες των θυμάτων. Κανείς δεν διώχθηκε νομικά, η βελγική κυβέρνηση και οι δικαστικές αρχές απέδωσαν τα πάντα σε «ακραία φυσικά αίτια».
Μέσα στην καταστροφική θύελλα, όμως, και ενώ οι τηλεπικοινωνίες και το δίκτυο είχαν νεκρώσει, υπήρξαν και στιγμές αλληλεγγύης: άγνωστοι ένωσαν τις δυνάμεις τους για να βοηθήσουν τους τραυματίες, και οι κάτοικοι των γειτονικών περιοχών Hasselt και Genk ξεκίνησαν ένα αυτοσχέδιο ανθρωπιστικό κύμα στήριξης, βοηθώντας τους πληγέντες. Το 2012, όταν το Pukkelpop επανήλθε, η ασφάλεια ήταν ύψιστη προτεραιότητα, με ενισχυμένους πύργους φωτισμού, πρωτόκολλα εκκένωσης, εκπαιδευμένο προσωπικό.
Time Warp
Μπουένος Άιρες, Αργεντινή (15 Απριλίου 2016)

Το Time Warp της Αργεντινής ήταν μια ακόμα πολυαναμενόμενη γιορτή ηλεκτρονικής μουσικής, με τους Chris Liebing, Maceo Plex, Rødhåd, Tale of Us, Ricardo Villalobos, Sven Väth, κ.ά στα decks. Όμως μέσα σε λίγες ώρες μετατράπηκε σε σκηνή θανάτου και τραγωδίας. Πέντε άνθρωποι −όλοι μεταξύ 21 και 25 ετών− πέθαναν επί τόπου και άλλοι πέντε μεταφέρθηκαν σε κρίσιμη κατάσταση στο νοσοκομείο, σε αυτό που αργότερα θα περιγραφόταν από τα ΜΜΕ της Αργεντινής ως ένα από «τα πιο σκοτεινά γεγονότα της νυχτερινής ζωής» της χώρας. Οι αναφορές μιλούσαν για ευρεία χρήση υπερ-τοξικών ουσιών, κυρίως «Superman» (μία παραλλαγή του MDMA) και «Superman Pink», που κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα μέσα στον χώρο. Όμως οι άνθρωποι δεν πέθαναν μόνο από τα ναρκωτικά. Πέθαναν από ασφυξία, από τη ζέστη, την παντελή απουσία εξαερισμού και την πλήρη έλλειψη βασικών μέτρων ασφαλείας.
Το πάρτι φιλοξενήθηκε στο Costa Salguero, έναν χώρο που είχε ήδη δεχθεί αρνητική δημοσιότητα για ελλιπή πυρασφάλεια. Εκείνο το βράδυ υπολογίζεται ότι περισσότερα από 10.000 άτομα βρέθηκαν μέσα σε έναν κλειστό χώρο χωρίς κλιματισμό, με μόνο ένα σημείο εξόδου και χωρίς επαρκή παροχή νερού. Το μπουκαλάκι έφτανε να πωλείται για 100 πέσος, ποσό τετραπλάσιο από την τότε τιμή της αγοράς.
Αστυνομικοί και παρευρισκόμενοι κατέθεσαν ότι υπήρχαν δεκάδες έμποροι ναρκωτικών εντός του χώρου, οι οποίοι μοίραζαν ελεύθερα επικίνδυνες ουσίες σε κάθε σημείο, χωρίς έλεγχο. Μάλιστα, μαρτυρίες αναφέρουν ότι όταν οι πρώτοι νέοι άρχισαν να καταρρέουν, δεν υπήρχε αρκετό ιατρικό προσωπικό, ούτε οργάνωση για τη διαχείριση της έκτακτης ανάγκης. Το φεστιβάλ δεν σταμάτησε άμεσα, η μουσική συνέχισε να παίζει για ώρες, ενώ λίγα μέτρα πιο πέρα πέθαιναν άνθρωποι.
Η πολιτεία αντέδρασε αμέσως. Η κυβέρνηση απαγόρευσε τα φεστιβάλ ηλεκτρονικής μουσικής επ’ αόριστον, και ο τότε Πρόεδρος Μαουρίσιο Μάκρι προέτρεψε σε «γενικό επαναπροσδιορισμό του τρόπου που λειτουργούν αυτά τα events». Οι εισαγγελείς προχώρησαν σε ποινικές διώξεις: οι πέντε βασικοί διοργανωτές του Time Warp, καθώς και δύο δημοτικοί υπάλληλοι που είχαν εγκρίνει τον χώρο συνελήφθησαν και κατηγορήθηκαν για ανθρωποκτονία εξ αμελείας και διοικητική διαφθορά. Τρεις από αυτούς προφυλακίστηκαν για μήνες. Οι έρευνες έδειξαν ότι το φεστιβάλ είχε λάβει άδεια για χωρητικότητα 6.000 ατόμων αλλά είχε πουλήσει πάνω από 13.000 εισιτήρια, ενώ οι εταιρείες ασφαλείας ήταν ιδιωτικές και υποστελεχωμένες.
Το Time Warp Buenos Aires δεν άφησε μόνο πίσω του μια πληγή που ακόμα αιμορραγεί στην κουλτούρα της Αργεντινής. Άφησε κι ένα συλλογικό ερώτημα, το πόσο ασφαλείς είμαστε όταν η νύχτα μετατρέπεται σε επιχείρηση χωρίς συνείδηση.
Astroworld Festival
Χιούστον, Τέξας, ΗΠΑ (5 Νοεμβρίου 2021)

Η απόλυτη sold-out βραδιά στο NRG Park − πάνω από 50.000 άνθρωποι ένιωθαν ότι ζούσαν τη μαγεία ενός φεστιβάλ με την υπογραφή του Travis Scott και της Live Nation. Όμως τις βραδινές ώρες της 5ης Νοεμβρίου, το φιλόδοξο event εξελίχθηκε σε εφιάλτη όταν ο Travis Scott ανέβηκε στη σκηνή. Μέσα σε λίγα μόλις λεπτά, ένα κύμα πίεσης ξεκίνησε στο πλήθος, ακριβώς μπροστά από τη σκηνή. Κάποιοι ανέβηκαν ακόμα και πάνω στις εγκαταστάσεις ήχου για να σωθούν, εν μέσω έντονης παραπληροφόρησης και πανικού. Ο κόσμος φώναζε για βοήθεια στον Travis Scott, ιδιαίτερα στα κενά μεταξύ των τραγουδιών, και τηλεφωνούσε στην Άμεση Δράση ενώ ποδοπατούνταν. Αν και αξιωματούχοι είχαν χαρακτηρίσει από νωρίς τη διοργάνωση ως «mass casualty event», η συναυλία συνεχίστηκε για περισσότερα από 37 λεπτά, φτάνοντας σε τραγικό αποτέλεσμα: 10 νεκροί, ηλικίας από 9 έως 27 ετών, από ασφυξία κατά το ποδοπάτημα, και πάνω από 300 τραυματίες, ενώ οι διπλάσιοι άνθρωποι έφτασαν στα νοσοκομεία της περιοχής. Για την ιστορία, ο Travis Scott πήγε σε ένα προγραμματισμένο, ιδιωτικό after party αμέσως μετά τη συναυλία. Οι δηλώσεις του για την τραγωδία θεωρήθηκαν ανειλικρινείς από πολλούς επιζώντες, από τους fans του και τις οικογένειες των θυμάτων.
Το σοκ έγινε ακόμα μεγαλύτερο όταν ήρθαν στο φως οι λεπτομέρειες. Αρχικά, υπήρξε υπερπώληση − αν και ο χώρος χωρούσε με ασφάλεια 35.000 άτομα, οι διοργανωτές πούλησαν 50.000 εισιτήρια (χωρίς να υπολογίζονται, φυσικά, τα άτομα που έσπασαν τα κιγκλιδώματα και μπήκαν χωρίς εισιτήριο εκείνο το βράδυ). Είχε προϋπάρξει εσωτερικό email από τους διοργανωτές στις 27 Οκτωβρίου που εξέφραζε ανησυχία για πιθανό ποδοπάτημα («strong hunch is there will be stampeding»), μια προειδοποίηση που αγνοήθηκε. Όπως αγνοήθηκε και η έλλειψη κατάλληλα εκπαιδευμένου προσωπικού ασφαλείας και ενός σχεδίου ασφαλείας.
Η εμπορευματοποίηση έπαιξε ρόλο: η Apple Music κάλυπτε επίσημα το event και υπήρχαν άνθρωποι στις κάμερες που κινηματογραφούσαν συνεχώς, ακόμα και όταν ο κόσμος ούρλιαζε δίπλα τους για βοήθεια. Σε μια χαρακτηριστική στιγμή, κάμεραμαν της Apple απαντά με ψυχρότητα σε ένα κορίτσι που ζητούσε βοήθεια, λέγοντας «fuck off». Το κέρδος και το περιεχόμενο είχαν σαφώς προτεραιότητα, με την Apple να μπαίνει στο επίκεντρο της κριτικής ως συνυπεύθυνη, εξαιτίας της εμμονής της με την κινηματογραφική κάλυψη και της αδιαφορίας της, στην ουσία, για τη ζωή των παιδιών.

Η Live Nation, η εταιρεία παραγωγής Scoremore, ο ίδιος ο Travis Scott, ακόμα και η Apple Music βρέθηκαν αντιμέτωποι με αγωγές συνολικού ύψους 2 δισ. δολαρίων και ξεκίνησε έρευνα από το Κογκρέσο για τη Live Nation. Παρά τις εκτεταμένες αποζημιώσεις (σε 9 από τα 10 θύματα), κανείς τους δεν αντιμετώπισε ποινικές κατηγορίες, αφού μεγάλη βάση δόθηκε σε εξωδικαστικούς συμβιβασμούς και στην αποφυγή περαιτέρω νομικών διαδικασιών. (Τo 2023 o Travis Scott και η Live Nation ξεκίνησαν τη «Circus Maximus Tour», που έσπασε ρεκόρ ως η πιο κερδοφόρα ραπ περιοδεία στην ιστορία, με πωλήσεις άνω των 209,3 εκατομμυρίων δολαρίων και 1,7 εκατομμύρια εισιτήρια).
Σε κάθε φεστιβάλ από αυτά στα οποία ανατρέξαμε, από τις φωτιές του Woodstock ’99 μέχρι την ασφυξία του Astroworld και τη σιωπή του Mawazine, ένα κοινό νήμα διατρέχει τα γεγονότα: η ασφάλεια των ανθρώπων θυσιάστηκε στον βωμό του θεάματος και του κέρδους. Οι ζωές μετρήθηκαν σαν αριθμοί στα δελτία Τύπου, και όχι σαν ολόκληροι κόσμοι που δεν θα επιστρέψουν ποτέ στο σπίτι. Οι διοργανωτές έσπευσαν να «θρηνήσουν», οι εταιρείες να προστατέψουν τα brand τους και οι αρχές να κουκουλώσουν τις ευθύνες πίσω από ασαφείς όρους όπως «δυστύχημα» ή «απρόβλεπτο γεγονός».
Όμως τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν πραγματικά απρόβλεπτο. Για τις περισσότερες τραγωδίες υπήρχαν προειδοποιητικά σημάδια, είτε από προηγούμενα συμβάντα, είτε από την ίδια τη φύση της δυναμικής του κοινού, είτε από ανάλογες περιπτώσεις που είχαν αναδείξει τις αδυναμίες. Πολλές φορές, οι καλλιτέχνες συνέβαλαν, χωρίς ενδεχομένως να το αντιληφθούν, ενισχύοντας την ένταση και την απουσία ελέγχου. Και σχεδόν πάντα η διοργάνωση γνώριζε για τα αδύναμα σημεία των χώρων, για τις ελλείψεις στα πλάνα διαφυγής, για τις πρόχειρες υποδομές, για την απουσία επαρκών ιατρικών μονάδων.

Σε έναν κόσμο όπου τα φεστιβάλ μετατρέπονται σε επενδυτικό προϊόν, σε «εμπειρία» που προβάλλεται σε live streaming πλατφόρμες, όπου κάθε stage είναι χορηγούμενο και κάθε δευτερόλεπτο μετατρέπεται σε περιεχόμενο, η ανθρώπινη υπόσταση κινδυνεύει να εξατμιστεί μπροστά στην κάμερα οποιουδήποτε media ή product sponsor. Όμως τα σώματα παραμένουν υλικά: μπορούν να ποδοπατηθούν, να καταρρεύσουν, να καούν, να κακοποιηθούν.
Η ασφάλεια στις μουσικές εκδηλώσεις δεν είναι μια τεχνική υποσημείωση στο τέλος ενός Excel, είναι το θεμέλιο κάθε πολιτιστικής συγκέντρωσης. Δεν μπορεί να ανατίθεται σε τυχάρπαστους, παρακρατικούς, ανεκπαίδευτους, ούτε να ρυθμίζεται ανάλογα με το αν η πρόσβαση είναι δωρεάν ή VIP. Δεν μπορεί να αποσιωπάται όταν «όλα πήγαν καλά, εκτός από ένα μικρό περιστατικό», ούτε να εκλαμβάνεται ως εμπόδιο στη δημιουργικότητα ή στο υποτιθέμενο rave spirit.
Κάθε διοργάνωση οφείλει να χτιστεί πάνω σε δεσμεύσεις για τη διαφάνεια, την εκπαίδευση, το crowd management, την ψυχολογική στήριξη και τη μηδενική ανοχή απέναντι σε κάθε μορφή βίας ή σεξουαλικής κακοποίησης. Κάθε κοινό, κάθε καλλιτέχνης και καλλιτέχνιδα δικαιούνται να ξέρουν πως η εμπειρία που ζουν δεν θα μετατραπεί σε συλλογικό τραύμα επειδή κάποιος διάλεξε μια εντυπωσιακή λήψη από drone αντί για μια έξοδο κινδύνου. Η μουσική μπορεί να αλλάζει ζωές, αλλά δεν πρέπει ποτέ να τις αφαιρεί.