30 χρόνια από το ντεμπούτο άλμπουμ των Στέρεο Νόβα

Είκοσι μουσικοί και θαυμαστές των Στέρεο Νόβα μιλούν για τον ελληνικό δίσκο που άλλαξε με πολλούς τρόπους τη ζωή τους και θα χαρακτηρίζει για πάντα τα '90s.

Από τον M.Hulot

Γιατί ήταν τόσο μεγάλο σοκ ο πρώτος δίσκος των Στέρεο Νόβα για έναν 20άρη των ’90s; Επειδή πραγματικά σε κάρφωνε σαν κεραυνοβόλος έρωτας στην καρδιά. Γιατί κανείς άλλος δεν είχε μιλήσει για τα όνειρα που κάνεις όταν είσαι μόνος στο σκοτάδι, κανείς δεν είχε συγκεντρώσει σε δεκατρία κομμάτια όλες τις αναφορές μιας γενιάς που μεγάλωνε με technο και acid house, που είχε ζήσει ξώφαλτσα το δεύτερο καλοκαίρι της αγάπης, που ξυπνούσε και κοιμόταν με electronica, που είχε κάνει τρόπο ζωής τα rave πάρτι, τις βραδιές στο Πεδίον του Άρεως, στην πλατεία Μαβίλη, στα Οινόφυτα. Που έκανε χιλιάδες όνειρα, που ερωτεύτηκε, που αναζήτησε τον εαυτό της μέσα στη νύχτα, που χαπακώθηκε, που κατηγορήθηκε ότι δεν είχε ιδανικά, που δεν είχε μέχρι τότε εκπρόσωπο, που είχε τόσα να πει και δεν ήξερε πώς. Ξαφνικά, με έναν δίσκο οι Στέρεο Νόνα τα είπαν όλα. Και τα είπαν με έναν τρόπο που δεν το είχε κάνει κανείς, με breakbeats που είχαν μέσα τους τον λυγμό από το «Unfinished Sympathy» των Massive Attack και τις ανάσες από το «Set a drift on a memory bliss», τους ήχους που χόρευες αλλά και την ποίηση που δεν ήξερες ότι είχες τόση ανάγκη. Εκεί που δεν το περίμενες άκουγες για τη μοναξιά με έναν τρόπο που σε αφορούσε, για τη ζωή στην πόλη, τα προάστια, για τους ανθρώπους που χάθηκαν αλλά και για κάθε είδους βία ‒ κάθε λέξη εντυπωνόταν στο υποσυνείδητο γιατί άκουγες πράγματα που πραγματικά σε αφορούσαν. Και ήταν εκεί μέσα η «Ευδοκία» και η Σίλβια Πλαθ, το χιπ-χοπ που έσκαγε δειλά στην Ελλάδα, οι φίλοι σου, σύντροφοι weekenders που ζούσατε non stop από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή το βράδυ, διασκεδάζοντας σαν να μην υπάρχει αύριο, οι πόθοι και τα λάθη, οι χαρές και οι απογοητεύσεις.

 

Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανατριχίλα της πρώτης φοράς που τους άκουσα, τη συγκίνηση και τον ενθουσιασμό όταν η βελόνα έφτασε στο «Ένα κλεμμένο ποδήλατο», συναισθήματα που δεν περιγράφονται. Ήταν ένας χείμαρρος λέξεων, ένας μελαγχολικός ψίθυρος, μια σιωπηλή κραυγή, κάτι εντελώς δικό σου, με το οποίο μπορούσες να ταυτιστείς, που ήθελες να το μοιραστείς με κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να το καταλάβει.

Τη γνωριμία με τους Στέρεο Νόβα την οφείλουμε στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο. Δεν θυμάμαι αν ήταν Σάββατο ή Κυριακή όταν είχε γράψει στη στήλη του στην «Ελευθεροτυπία» (την πιο επιδραστική στήλη ever στον ελληνικό Τύπο για όσους μεγάλωσαν στα ’90s), έναν ύμνο για τον δίσκο τους που σε έπειθε ότι κάτι σημαντικό υπήρχε εδώ – αλλά δεν μπορούσες με τίποτα να φανταστείς τι σε περίμενε:
«ΕΝΤΑΞΕΙ, η χυδαιότητα απλώνεται σαν μύκητας στη χώρα. Το σκυλάδικο των media την κάνει καθεστώς. Έξυπνοι άνθρωποι εξευτελίζονται για τρεις κι εξήντα… Άλλοι αυταπατώνται, άλλοι σπάνε. Εντάξει.

Αλλά υπάρχουν και χιλιάδες όμορφα παιδιά σε κρύπτες (παραπλανημένα ότι είναι μειοψηφία) που έχουν ακόμα την αίσθηση ότι η ζωή είναι ακριβή για να τη ζεις τόσο φτηνά. Παιδιά σαν τους Στέρεο Νόβα που με τον ομώνυμο δίσκο τους βάζουν και την Ελλάδα στον χάρτη του (πλατωνικού) Ραπ. Του new age Rap.

 

Δεν εννοώ ευαισθησίες με γλαρωμένα μάτια, λιπόσαρκα άγχη, ταγάρια, κιθάρες και κλαψουρίσματα σε τρέμουλο. Μιλάω για θετική ευαισθησία που δεν μασάει κλισέ και μόδες, είναι διεκδικητική, ηδονική, γεμάτη μέλλον ‒ και δημιουργεί τραγούδια από το περίσσευμα του σφρίγους της και όχι από τα ράκη της libido της.

Μη φανταστείτε κανένα hardcore opus. Τα δύο μέλη των Στέρεο Νόβα, με ελάχιστα μέσα, φτιάχνουν ανάερες, συνθετικές μπαλάντες ‒κάπου ανάμεσα στους Ρ.Μ. Dawn, τους Massive και τη Λένα Πλάτωνος‒ και τις ραπάρουν με εικόνες καθαρόαιμης ποίησης απ’ την Αθήνα του 1992: ένας φίλος που πέθανε από υπερβολική δόση ένα Σάββατο βράδυ στα κλαμπ, τα σύννεφα στα προάστια, η θέα από την ταράτσα της Νατάσας, τα όνειρα που κάνουν όταν είναι ξύπνιοι στο σκοτάδι...

 

Αλλά όχι μόνο. Οι Στέρεο Νόβα ραπάρουν για τον βλακώδη πειθαναγκασμό της μόδας, τον σεξισμό, τη βία που ασκούν τα θύματα, τη μόλυνση του πλανήτη ‒ και συχνά καταφεύγουν στον διδακτισμό του edutainment rap. Έχουν ανοιχτά τα μάτια, χαλαρό το κορμί ‒ αγαπούν την “Ευδοκία”, τον Ζαμπέτα και τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου ‒ φτιάχνουν ωδές για πρίγκιπες στη δεκαετία του ’90.

Και το επαναλαμβάνω. Υπάρχουν χιλιάδες πρίγκιπες στην Αθήνα και στην επαρχία. Ψαρωμένοι από την τραμπούκικη ρητορική της “πλειοψηφίας”, ακινητοποιημένοι από τα δίκτυα των media, πεισμένοι ότι είναι ανώμαλοι, παράσιτοι, άχρηστοι ‒ αμελητέα δύναμη.

Η αξία των Στέρεο Νόβα είναι ότι κάνουν ένα βήμα μπροστά και αντιστρέφουν το σκυλάδικο αξίωμα:
― Ανώμαλοι και λίγοι είναι οι αυτολεηλατημένοι σταρ, τα αυτιστικά τσόκαρα των media, αυτοί οι 500-600 δυστυχείς που έκαναν την ανοργασμικότητα καριέρα.
― Ομαλοί είναι όλοι αυτοί οι κρυμμένοι άνθρωποι που πιστεύουν ακόμα στο μεγαλείο της ζωής και τη σκανδαλώδη δύναμη της Ομορφιάς και του Έρωτα.

 

Αυτοί είναι το αλάτι των πόλεων. Πράγμα που ελάχιστοι γνωρίζουν. Γιατί, φυσικά, ο Antenna δεν θα το μεταδώσει ποτέ».

Τη Δευτέρα το πρωί πήγα στο Happening να ψάξω τον δίσκο. Ήταν ο τελευταίος στο πατάρι, και νομίζω μου τον έδωσε ο Ηλίας Ασλάνογλου. Από τη στιγμή που έβαλα τη βελόνα του πικάπ στα αυλάκια του δίσκου και μετά τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Οι Στέρεο Νόβα δεν ήταν μουσική, ήταν συναισθήματα και αγάπη. Κι αυτά, όσο και να αλλάξουν, να μειωθούν ή να αυξηθούν με τα χρόνια, δεν χάνονται ποτέ, τα κουβαλάς μαζί σου μέχρι να πεθάνεις.

Full track

Αστραλον

 

Πέτρος Μπιρμπίλης (δημοσιογράφος, συγγραφέας) Oι Στέρεο Nόβα είναι ένα κομμάτι της ζωής μου, που, ενώ έχει υπάρξει πριν από τριάντα χρόνια, ζει μέσα μου ακόμη. Όσο έχει πεθάνει η μάνα μου κι ο πατέρας μου, άλλο τόσο έχουν πεθάνει οι μέρες εκείνες και εκείνοι οι ήχοι. Έζησα τη γέννηση και την έκρηξη από μέσα λόγω των βιντεοκλίπ τους που σκηνοθέτησα, συνεπώς μιλάμε για ιδιαίτερα συναισθηματικές αναμνήσεις. Το αγαπημένο μου τραγούδι από τον πρώτο τους δίσκο είναι ο «Εξώστης». Το άκουσα πρώτη φορά με δάκρυα στα μάτια στο ισόγειο διαμέρισμα του Κωνσταντίνου Βήτα επί της Λένορμαν στο Περιστέρι, μια μέρα που το διπλανό ποτάμι είχε ξεχειλίσει. Ο Κωνσταντίνος το έγραψε για έναν αγαπημένο φίλο του που είχε εγκαταλείψει πρόωρα τη ζωή. Με καθηλώνει κάθε φορά που το ακούω αυτό το κομμάτι, λες και είναι η πρώτη, αφού πλέον έχω κι εγώ φίλους που με κοιτάζουν από τον «εξώστη». «Κι εγώ που πάντα ήθελα να ζήσω μαζί σου, φτιάχνω τον κόσμο μ’ ένα κομμάτι της ψυχής σου, κι απ’ τον εξώστη εκείνο βλέπω την ίδια ταινία, κάθε καλοκαίρι τον “Θάνατο στη Βενετία”, κι αναρωτιέμαι πάντα οι προσευχές μου πού πάνε, κι αν είναι πουλιά προς τα πού πετάνε». Την εποχή εκείνη δεν είχα καταλάβει τη δύναμη του συγκροτήματος, επειδή στα βίντεο με απασχολούσε το κατασκευαστικό κομμάτι. Ο χρόνος έπλεξε τον μύθο των Στέρεο Nόβα, έδειξε τη δύναμή τους. Διαμόρφωσαν συνειδήσεις και συνεχίζουν να το κάνουν μέχρι σήμερα, παρότι όλα έχουν αλλάξει.

 
Full track

Ένα Κλεμένο Ποδήλατο

 

Pan Pan (μουσικός, κομίστας) Έχει τύχει κάποιους από τους πιο αγαπημένους μου δίσκους να τους ακούσω πρώτη φορά σε αυτοκίνητο κάποιου φίλου. Έτσι και με το ντεμπούτο των Στέρεο Νόβα, κατηφορίζαμε από Πολύγωνο προς Κατεχάκη όταν μπήκε το «Ένα κλεμμένο ποδήλατο». Έχασα τη φωνή μου. Γνώριζα την ύπαρξη των Στέρεο Νόβα, αλλά μέχρι τα είκοσι δύο μου, πέντε χρόνια περίπου μετά τη διάλυσή τους, ίσως και να μην είχα ακούσει κάποιο τραγούδι τους. Μια ζωή παιδί του χιπ-χοπ, αυτό ήταν που με τράβηξε στους Στέρεο Νόβα αρχικά. Αυτό το τόσο ιδιαίτερο ραπ του Κωνσταντίνου Βήτα, που έμοιαζε να μπαίνει και να βγαίνει από τον ρυθμό κατά βούληση, σαν να μη νοιάζεται. Αυτό ήταν το δεύτερο πράγμα που με έκανε να τους αγαπήσω. Παρουσίαζαν μια μουσική που έδειχνε να αγγίζει με βαθύ νοιάξιμο τόσα ζητήματα, παράλληλα όμως δεν νοιάζονταν για μουσικά στεγανά και κοινωνικές προκαταλήψεις. Ίσως το ένα να προϋποθέτει το άλλο. Το ντεμπούτο των Στέρεο Νόβα είναι ένας βαρύς, μελαγχολικός δίσκος που μετά την ακρόασή του σε αφήνει πιο ελαφρύ. Πέρασα λίγο καιρό τότε σκασμένος που τους έμαθα μετά τη διάλυσή τους και σχεδόν δύο δεκαετίες να τους ακούω ανελλιπώς.

 
Full track

Ηλίθια Αστεία

 

Nalyssa Green (μουσικός) Ήμουν έξι όταν βγήκε ο πρώτος δίσκος. Τον ακούω και νοσταλγώ μια εποχή που δεν έζησα. Έχει κάτι οικείο και ζεστό το να ακούω Στέρεο Νόβα, γιατί όσο μεγάλωνα έπαιζαν διακριτικά στο background. Αργότερα άκουσα με αυτιά ώριμα. Και τότε κατάλαβα. H μουσική. Άγρια και γλυκιά, χαρακτηριστική του καιρού και ταυτόχρονα τόσο πρωτοπόρα. Χορευτική. Ιδανική για να λικνίζεσαι εμμονικά και να ψάχνεις τον Θεό. H ποίηση. Λέξεις που πέφτουν καταρράκτες σκληρής αστικής ρομαντικότητας και βάφουν ροζ τα τσιμέντα. Σαν ημερολόγια, συνθήματα και προσευχές. Η αίσθηση. Μελαγχολία κι ομορφιά. Δράμα και ξέσπασμα. Ματαιότητα και ελπίδα. Κορμιά που χορεύουν στριμωχτά σε σκοτεινά κλαμπ και ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο. Αυτός ο πάντα έφηβος δίσκος έκλεισε τα τριάντα και είναι ακόμα εντελώς σχετικός, εξαιρετικά επιδραστικός και κάθε φορά ακόμα πιο απολαυστικός. Κάθε βδομάδα, όσο ετοιμάζομαι για έξοδο, μουρμουρίζω:  «Έι, σε σένα μιλάω, δείξε μας το πιο καλό σου σημάδι κι έλα μαζί μου, γιατί είναι Σάββατο βράδυ - Σάββατο βράδυ - Σάββατο βράδυ - Σάββατο βράδυ».

 
Full track

Ευδοκία

 

Θοδωρής Αντωνόπουλος (δημοσιογράφος) «Θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο / και θα ’ναι πιο όμορφος κι από ένα όνειρο…» Όταν το πρώτο άλμπουμ των Στέρεο Νόβα ανέτειλε σαν κανονικός υπερκαινοφανής αστέρας στα μουσικά μας πράγματα ήμουν σε μια ηλικία που κατά τα χίπικα ήθη μπορεί ακόμα να εμπιστεύεται κανείς τους ανθρώπους –κάτω από τα τριάντα– και αφήνοντας πίσω τα σαλταρισμένα ’80s ανακάλυπτα νέους ορίζοντες, ερεθίσματα, εικόνες και ήχους. Στη ζωή μου ανοίγονταν καινούργια κεφάλαια, ήμουν επίσης ερωτευμένος και το άλμπουμ αυτό ήταν ένα υπέροχο σάουντρακ για indie ρομαντζάδες:  «Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου / ν’ ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου / Να κοιτάνε στον ορίζοντα ένα τοπίο άβατο / να σκέφτονται αν η αγάπη είναι πιο κρύα από τον θάνατο». Αλλά η ιδανική εκείνη συγκυρία δεν αφορούσε μόνο το προσωπικό πεδίο. Στο ξεκίνημα των ’90s η Ελλάδα «άλλαζε πίστα», μπαίνοντας για τα καλά στη δίνη ενός αγχωμένου και εν πολλοίς ψευδεπίγραφου, όπως αποδείχθηκε, εκσυγχρονισμού.

 

Νέες αξίες, πρότυπα και προτεραιότητες αναδύονταν, ο αμοραλισμός, ο κυνισμός και το lifestyle ενός μεγαλοπιασμένου νεοπλουτισμού είχαν αρχίσει να κυριαρχούν στη δημόσια σφαίρα κι αυτή η αστική ποίηση που ξεχείλιζε ευαισθησία, τρυφερότητα και ενσυναίσθηση, μέσα από το πάντρεμα του τριπ-χοπ με την electro και της queer με την ευρύτερη έννοια κουλτούρας με τη δρομίσια των λαϊκών προαστίων, φάνταζε σαν μια θριαμβευτική «εκδίκηση» της αθωότητας. Σαν καταφύγιο και ορμητήριο μαζί για όσους/-ες από παιδιά αναρωτιόμασταν αν τη δύναμη έχει «αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει», όσους/-ες ξέραμε καλά ότι «κατά βάθος εξουσία δεν σημαίνει αντρισμός / μοιάζει με κρέας στον τοίχο μετά από διωγμό».

 

Είχα «λιώσει», θυμάμαι, κανονικά εκείνον τον δίσκο –από τα τελευταία βινύλια που αγόρασα προτού ξαναγίνουν μόδα‒, συνέβαλα στο να πραγματοποιηθεί ένα από τα πρώτα τους live (σε ένα από τα «πρώιμα» pride στο Πεδίον του Άρεως το ’93), συνταξιδέψαμε λίγο αργότερα με ένα τουριστικό λεωφορείο για την πρώτη τους, αν δεν λαθεύω, συναυλία στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε ο χαμός και όπου βέβαια επίσης έπαιξαν όλα τα κομμάτια του θρυλικού, πλέον, εκείνου άλμπουμ, ήταν συνάμα από τις πρώτες μπάντες που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα που είχαμε κάνει από την Act Up για τη δημιουργία ενός άλμπουμ αφιερωμένου στον αγώνα των οροθετικών ενάντια στο στίγμα και τις διακρίσεις («Εν τούτω νίκα», FM Records 1996). Στα επόμενα χρόνια πολλά άλλαξαν μέσα μας και γύρω μας. Ο Κωνσταντίνος Βήτα και ο Μιχάλης Δέλτα, αφού έβγαλαν μερικές ακόμα εξαιρετικές δουλειές ως Στέρεο Νόβα, ακολούθησαν μετά το ’97 ξεχωριστές καριέρες, εξίσου αξιόλογες. Όμως το «1» ήταν που σημάδεψε ανεξίτηλα μια γενιά και μια ολόκληρη εποχή και που εξακολουθεί να συναρπάζει ακόμα και ανθρώπους που ήταν αγέννητοι τότε, όπως έδειξε και η απήχηση της remastering επανακυκλοφορίας του. Γιατί ακόμα κι αν η ζωή εξακολουθεί να μας παίρνει μερικές φορές από κάτω, ακόμα κι αν δεν αξιωθήκαμε να κάνουμε τους φόβους μας ποίηση ή μηχανήματα σπουδαία, μάθαμε τουλάχιστον να μη γυρνάμε την πλάτη, να πολεμάμε το άδικο και κάθε είδους βία, να σκεφτόμαστε θετικά και να μη γελάμε με ηλίθια αστεία!

Full track

Ο Εξώστης

 

Μιχάλης Εμμανουηλίδης (μουσικός παραγωγός, δημοσιογράφος) Σε ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που έγραψαν οι Στέρεο Νόβα, τον «Εξώστη», μια ηλεκτρονική νεορομαντική ωδή για την απώλεια, ο Κωνσταντίνος Βήτα ραπάρει «τα πιο όμορφα πράγματα χάνονται γρήγορα, άνθρωποι, σύννεφα, το μελάνι στα ποιήματα». Τρεις δεκαετίες μετά οι δημιουργοί αυτού του ρηξικέλευθου για την ελληνική ανεξάρτητη σκηνή ντεμπούτου, ευτυχώς, διαψεύσθηκαν από το ίδιο τους το δημιούργημα. Το βινύλιο της Wipe Out (ανεκτίμητο πλέον συλλεκτικό αντικείμενο) έφτασε στα χέρια μου από την Αθήνα το καλοκαίρι του ’93, κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, μετά από προτροπή του Θανάση Π. και ύστερα από ατέλειωτες ώρες μουσικών συζητήσεων στο ΚΨΜ. Το «Ποπ & Ροκ», ο Πετρίδης, το ΜTV, οι επισκέψεις στα δισκοπωλεία, ήταν οι πηγές ενημέρωσης σε μια εποχή που το ίντερνετ ήταν ακόμα μια άγνωστη λέξη. Είναι η περίοδος που η ηλεκτρονική χορευτική μουσική απογειώνει, το χιπ-χοπ βγάζει απανωτά αριστουργήματα και η alternative rock παίζει στις ψηλές θέσεις των τσαρτ.

 

Οι Στέρεο Νόβα, από την άκρη της πόλης, με μέσα πενιχρά, ηλεκτρονικούς αναλογικούς ήχους, αναπάντεχες μουσικές (και όχι μόνο) αισθητικές επιρροές και αναφορές και με γλώσσα ποιητική και βαθιά αληθινή δημιούργησαν το σάουντρακ γι’ αυτούς τους «κρυμμένους ανθρώπους που πιστεύουν ακόμα στο μεγαλείο της ζωής και τη σκανδαλώδη δύναμη της ομορφιάς και του έρωτα», όπως πολύ σωστά περιέγραψε ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος στη στήλη του στην «Ελευθεροτυπία». Από τη στιγμή που για πρώτη φορά έπεσε η βελόνα του πικάπ στα αυλάκια του δίσκου και ξεχύθηκε η θαμπή μελωδία του «Αστραλόν» και η ονειρώδης ερμηνεία του Κωνσταντίνου Βήτα («Μπορείς να δεις καθαρά τώρα...») ξεκίνησε αυτό το ταξίδι (της φάλαινας) «αφοσίωσης» με το «Κλεμμένο Ποδήλατο» που φτάνει μέχρι και τις μέρες μας. Η πρόσφατη επετειακή, επεξεργασμένη ψηφιακά και διαθέσιμη για πρώτη φορά στις streaming πλατφόρμες κυκλοφορία επιβεβαιώνει τη διαχρονικότητα των ήχων και των λέξεων του στερεονοβικού σύμπαντος ‒γιατί περί τέτοιου μιλάμε (από τα ασπρόμαυρα flyers των πρώτων live μέχρι τα νεοκυματικά dnb της «Βιταμίνα Τεκ»)‒, αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον των φαν και του μουσικού Τύπου (στη δεκάδα με τα καλύτερα άλμπουμ των ’90s, σύμφωνα με το «Lung») και το συστήνει σε μια νέα γενιά ακροατών.

 
Full track

Το Παιχνίδι Της Εξουσίας

 

Coti (μουσικός) Θυμάμαι την πρώτη συνάντησή μας με τους Στέρεο Νόβα, είχαν έρθει στο στούντιο Praxis να δουλέψουν μαζί μου γιατί τους είχαν πει ότι εκεί δουλεύει ένας ηχολήπτης που ασχολείται με ηλεκτρονική μουσική. Στις αρχές του ’90 υπήρχε σχεδόν ρατσισμός για τους μουσικούς αυτού του είδους, το είχα ζήσει κι εγώ από πρώτο χέρι και ήμουν έτοιμος να τους βοηθήσω με ό,τι μέσα υπήρχαν. Εκεί, με βασικό εξοπλισμό ένα αρμονιάκι του Μιχάλη, ένα Atari και ένα sampler του στούντιο ηχογραφήθηκε όλος ο δίσκος, σε αναλογική ταινία. Τα κομμάτια ήταν στημένα πολύ απλά, θυμάμαι να γελάμε γι’ αυτό όλοι μαζί, λέγοντας «λούπα - μπάσο - strings», κι αυτό, πιστεύω, ήταν που έκανε τον δίσκο τόσο άμεσο και δυνατό μουσικά. Οι απίστευτοι στίχοι του Κώστα και η σχέση τους με τη μουσική ‒που ήταν στα ελληνικά, αλλά δεν θύμιζε ελληνικό τραγούδι‒ ήταν το άλλο στοιχείο που τον έκανε, και τον κάνει ακόμα, τόσο ξεχωριστό. Τόσες δεκαετίες μετά, θυμάμαι ακόμα να γυρνάω σπίτι και να νιώθω την πολύ έντονη αίσθηση ότι συμμετέχω σε κάτι σημαντικό. Το έλεγα σε όλους τους φίλους μου ότι ήρθε ένα γκρουπ στο στούντιο και είχε κάτι το πολύ ιδιαίτερο και δυνατό. Είμαι πραγματικά ευγνώμων που οι πορείες μας συναντήθηκαν.

 
Full track

Προάστια

 

Veslemes (μουσικός) Και ακούω πάλι το «Vox Populi», όπως και το ’93 και λίγο πιο μετά στο Ρόδον το «Τέλσον» και κάπου ανάμεσα στις Περιπέτειες ενός Τρανζίστορ ή στα παράσιτα της ιδιωτικής ΤV-Ο ανάμεσα. Όχι ότι δεν μ’ αρέσουν τα τραγούδια ‒σε ποιον δεν αρέσει το «Ένα κλεμμένο ποδήλατο», ο «Εξώστης, τα «Προάστια»;‒ αλλά σε εκείνα τα live, όταν ο Κωνσταντίνος Βήτα άφηνε κάτω το μικρόφωνο και τα τρία αγόρια έσκυβαν πάνω από τις μηχανές, τότε η Αθήνα γινόταν Ντιτρόιτ, γινόταν Σικάγο, γινόταν εγγλέζικο λιβάδι. Μπορούσες να τραγουδήσεις τα δικά σου λόγια της αγάπης εκεί, να κρυφτείς σε ένα acid φιλόξενο σπίτι, να φανταστείς τη ζωή σου μετά. Χωρίς πολλά-πολλά, ήμασταν κι εμείς δυο πλάτες, μια λιθογραφία, αυτός που χορεύει ανάμεσα στον άλλον, μέσα στον πρώτο δίσκο των Στέρεο Νόβα.

 
Full track

Τομ Τομ

 

Γιάννης Μανούσος (οπερατέρ, sound collector). Αυτό το άλμπουμ έσκασε σαν ατομική βόμβα στα αυτιά μου όταν ήμουν δεκατεσσάρων. Ένας καινούργιος ήχος, ανατρεπτικός στίχος, κάτι πρωτοποριακό για την εποχή. Μάλλον ήταν αυτό που περίμενα να έρθει, αυτό που έλειπε από τις εφηβικές μουσικές αναζητήσεις μου, και από τότε άλλαξαν όλα, η ματιά στα πάντα γύρω μου. Αυτή είναι η δύναμη αυτού του άλμπουμ. Με έμαθε να μη γελάω με ηλίθια αστεία, να φτιάχνω τον κόσμο με ένα κομμάτι της ψυχής μου. Να αναρωτιέμαι ποιος έχει τη δύναμη, αυτός που χτυπάει ή αυτός που πονάει; Με έμαθε να ονειρεύομαι, να αγαπάω. Με έμαθε να είμαι άνθρωπος! Μετά ακολούθησε και η πρώτη επαφή μαζί τους σε ένα live τους το 1994 στην Καλαμάτα και από τότε ένα όμορφο μουσικό ταξίδι ξεκίνησε. Οι Στέρεο Νόβα είναι πάντα δίπλα μου, σε όλες τις όμορφες ή δύσκολες στιγμές της ζωής μου. Σας ευχαριστώ για όλα!

 
Full track

Ζέον

 

Metaman (μουσικός) Πριν από τριάντα χρόνια οι Στέρεο Nόβα εισήγαγαν το breakbeat στην ηλεκτρονική μουσική και, κατά συνέπεια, στη rave τάση που επικρατούσε στην ελληνική εναλλακτική πραγματικότητα και τους πολλούς μιμητές τους. Το λεγόμενο amen break, για τους πιο μυημένους, ήρθε τότε για να μείνει, καθώς διέπει τη μουσική τους από το πρώτο μέχρι τα τελευταία τους άλμπουμ. Αυτό που φύτεψαν πολύ πιο δειλά, αλλά εξίσου καθοριστικά, στο ντεμπούτο τους είναι ο σπόρος της techno. Όντας ο τέλειος δούρειος ίππος, κατάφεραν να βάλουν σε πολλά indie σπίτια μουσική που εκείνη την περίοδο θα άκουγαν αρκετά πιο σκληροπυρηνικοί ηλεκτρονικάδες. Ο λόγος είναι, φυσικά, για το instrumental dance anthem «ZEON» που για τον παραπάνω λόγο παραμένει το απόλυτο αγαπημένο ακόμα και τώρα.

 
Full track

Vox Populi

 

Βάιος Μαχμουντές (δημοσιογράφος) Από την ταράτσα του Κωνσταντίνου στο Περιστέρι η θέα που αντικρίζεις λίγο πριν δύσει ο ήλιος είναι ένα έρημο τοπίο. Προάστια, μια κραυγή, μια «πειραγμένη» φωνή να ψιθυρίζει «Λα κασέτα ελεκτρόνικα» και ξαφνικά όλα αλλάζουν σε μια στιγμή. Τα ακουστικά διαπερνούν σαν ηλεκτρικό ρεύμα τα ’80s breakbeats του ορχηστρικού «Vox Populi» και η άγρια, απόκοσμη ομορφιά του απλώνεται σαν ορμητικό κύμα παντού. Η «Φωνή του λαού» ‒ο τίτλος στα ελληνικά– δεν προέρχεται από το πλήθος που βγήκε σαν χείμαρρος στους δρόμους αλλά από ένα παλιό, νοικιασμένο συνθεσάιζερ, τα εκκωφαντικά τομ των ντραμς, τα αφρικάνικα beats, τα υπόκωφα strings που δίνουν νεύρο και υπόγεια ένταση πριν από το επόμενο χτύπημα, τη μελωδική γραμμή που σου καρφώνεται στο μυαλό. Σε πέντε λεπτά και εννέα δευτερόλεπτα το «Vox Populi» κλείνει μέσα του όλη τη νεανική οργή ενός αγοριού που οραματίστηκε τη δική του επανάσταση με φτωχά μέσα σε έναν κόσμο τόσο σκληρό και άδικο. Στα ακουστικά μου, σήμερα, το «Vox Populi» δεν είναι μόνο «η φωνή του λαού» και ένας παλμός που ολοένα και δυναμώνει, είναι και τα μάτια των φίλων μου, της Αθηνάς, που ταξίδεψε νωρίς για τ’ άστρα, του Φωκίωνα και του Γιώργου που διάνυσαν περισσότερα χιλιόμετρα, ακούγοντας αυτόν τον πρώτο δίσκο, απ’ όσα έκαναν στη Γη.

 
Full track

Ντίσκο Αλμπάνα

 

Lia Hide (μουσικός) Δεν θυμάμαι πότε ακριβώς το πρωτοάκουσα, θυμάμαι όμως ένα Σάββατο βράδυ, ήμουν στον Λυκαβηττό, στο τοιχάκι, καθισμένη με έναν απαράδεκτο ψεύτη σε μια καταραμένη ιστορία-όχι-αγάπης, και αντιμέτωπη με μια καταστροφή. Κοιτούσα την Αθήνα, στην πιο όμορφη θέα της, από το πιο όμορφο μπαλκόνι της και σκεφτόμουν πως μια στιγμή είναι αυτή που χωρίζει αυτούς που αντέχουν από αυτούς που δεν. Και το κεφάλι μου άρχισε από μόνο του να λέει: «Έπαιξες κι έχασες, μα κάποια μέρα θα καταλάβεις πως όταν ο κόσμος μένει ίδιος πρέπει εσύ ν’ αλλάζεις / να προκαλείς, να γελάς, έχοντας ψηλά το κεφάλι, δυνάμωσε το μπάσο, νιώσε το σώμα σου πάλι (..) γιατί είναι Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ, Σάββατο βράδυ…».

 

Κι έτσι, με απόλυτη συνέπεια ήρθε και η Κυριακή πρωί. Ξημέρωσε, μαζί με τα «Προάστια». Και από τότε αυτό είναι το κομμάτι που πάντα θα χορεύω ξέφρενα σαν τρελή, κάθε φορά που παίζει. Πέραν του ότι θεωρώ πως χωρίς αυτό το τόλμημα τότε, των Στέρεο Νόβα, τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο στην ελληνική μουσική, ζηλεύω το θάρρος τους, ζηλεύω το θράσος τους και κάπου μέσα μου ζηλεύω που δεν το έζησα στη στιγμή του, καθότι ήμουν πολύ μικρή όταν κυκλοφόρησε. H αγάπη μου γι’ αυτό το «Αστραλόν» με έφερε να γνωρίσω δειλά, και πολύ αργότερα, τον Κωνσταντίνο ΒΗΤΑ και να συνεργαστώ μαζί του. Και τώρα που ετοιμάζω κάτι καινούργιο, για πρώτη μου φορά σε ελληνικό στίχο, αυτό είναι και το reference μου, να, το μαρτύρησα το μυστικό. Και ναι, το μπάσο θα είναι όντως πολύ δυνατά…

Full track

Πλαθ

 

Κωνσταντίνος Μπουρούνης (Chief Content Officer στην ΕΡΤ) Μου έδωσε τον δίσκο με το δελτίο Τύπου σε φωτοτυπία μέσα στο sleeve, όπως του το έστειλαν, ο Μάρκος Φι, ένας φίλος που δούλευε στο «Ποπ & Ροκ» και του τον είχαν στείλει από τη δισκογραφική. Δεν θυμάμαι τίποτε άλλο. Τον έβαζα συνέχεια στο Technics και τον άκουγα. Δεν έφτανε το φοιτητικό μου χαρτζιλίκι να τον αγοράσω, όποτε μόνο ζήλευα που δεν τον είχα δικό μου και κάποτε έπρεπε να τον επιστρέψω. Και το καθυστερούσα. Τον έγραψα σε μια κασέτα; Δεν τον έγραψα; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι ότι ήθελα να γνωρίσω αυτά τα (τρία) παιδιά επειδή τότε άκουγα trip hop και μου φαινόταν απίστευτο ότι Έλληνες έβγαζαν αυτόν τον techno-hop ήχο. Ο φίλος μου ο Μάρκος Φι, αφού του έσπασα τα νεύρα, κάποτε κατάφερε να με στείλει να τους πάρω μια συνέντευξη στο σπίτι τους.

 

Στο Περιστέρι; Θυμάμαι; Δεν θυμάμαι. Με το 705; Μπορεί. Θυμάμαι ότι τους συνάντησα στο μισοάδειο ισόγειο μιας μονοκατοικίας, όπου δέσποζαν τα μωσαϊκά. Ή εγώ όλο κοίταζα κάτω τα μωσαϊκά. Που ήταν σαν Διάστημα. Σαν το «Αστραλόν». Όσα χρόνια κι αν περάσουν, τρία, εννιά, τριάντα ‒θυμάμαι; Δεν θυμάμαι‒, εκείνοι οι πρώτοι ήχοι όταν ξεκινάει το «Αστραλόν» θα μείνουν για πάντα χαραγμένοι και στο δικό μου μωσαϊκό. Και θα είναι η πιο ωραία μελωδία από ολόκληρο τον δίσκο. Αυτά τα μερικά δευτερόλεπτα πριν από την εκτόξευση για να μπει το «Ένα κλεμμένο ποδήλατο». Note to self: Δεν αλλάζω τα ηχεία μου, ρε.

 
Full track

Ντόλμπυ 690

 

RSN (μουσικός) 1992: Η χρονιά που κάνουν το πρώτο τους δισκογραφικό βήμα οι Στέρεο Νόβα με το ομώνυμο άλμπουμ. Λίγα χρόνια μετά άκουσα τον δίσκο, αλλά πολύ αργότερα κατάλαβα τη διαχρονικότητά του. Ηλεκτρονικός ήχος με breakbeats και από πάνω ο Κωνσταντίνος Βήτα με στίχους λυρικούς, ευαίσθητους αλλά και τραχείς: «Από τον πάτο ως την κορφή αυτή η ζωή βρομάει / και ξέρω πώς να επιβιώνω γιατί έχω γίνει τομάρι». Έμοιαζε λες και η εποχή διψούσε για νέα πράγματα, νέες μουσικές και νέες ιδέες, μαζί της κι εγώ. Και οι Στέρεο Νόβα έδωσαν ακριβώς αυτό. Είπαν δυνατά αυτά που πολύς κόσμος σκεφτόταν. Με θυμάμαι να ακούω τον δίσκο και να σκέφτομαι «Ε, ΝΑΙ!». Αυτό που διαπίστωσα μετά από χρόνια είναι η διαχρονικότητα του δίσκου: κυκλοφόρησε το ’92 και το 2023 μοιάζει πιο επίκαιρος από ποτέ.  «Με ταΐζουν βλακείες και περιμένουν να χωνέψω / Κοιτάζω τον κόσμο, δεν ξέρω τι να πιστέψω». Τριάντα χρόνια μετά το ντεμπούτο-άλμπουμ νιώθω χαρά γιατί υπήρξα ένα μικρό-μικρό κομμάτι στην επανακυκλοφορία του δίσκου μέσω της Sky Vector Music. «Μη γυρνάς την πλάτη, μη ζεις στο ψέμα, πολέμησε το άδικο και κάθε είδους βία, σκέψου θετικά και μη γελάς με ηλίθια αστεία». Αυτό το Σάββατο στην Ελευσίνα θα δούμε τους Στέρεο Νόβα ζωντανά και… «μην αφήσεις τη ζωή να σε πάρει από κάτω, τους φόβους που σε τρέφουν να τους κάνεις κάτι άλλο, κάνε τους ποίηση ή μηχανήματα σπουδαία».

 
Full track

Προάστια

 

Φώφη Τσεσμελή (DJ) Από τη μέρα που μου ζήτησε ο Τάσος να γράψω για τους Στέρεο Νόβα το μυαλό μου ήταν μονίμως εκεί, δεν ήξερα από πού να αρχίσω και τι απ’ όλα να πω. Και, προφανώς, όλο αυτό «έγραψε» στο υποσυνείδητο. Χθες το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι ο Κ.Τ., φίλος και συν-γκρούπι των Νόβα, πήγε και τύπωσε φωτογραφίες μας από εκείνη την εποχή κι έγραψε από κάτω ένα διαφορετικό στιχάκι από το «Στέρεο Νόβα». Φωτογραφίες φίλων που αγαπήσαμε, που χάσαμε, χαθήκαμε, ξεχάσαμε, και για πάντα θα μας συνδέει αυτό το άλμπουμ. Τις έβαλε μέσα σε ένα κουτί και τις άφησε σε ένα ξέμπαρκο τραπέζι στην Ομόνοια. Και σαν να μας καλούσε κάτι, ξεκινήσαμε όλοι οι εικονιζόμενοι, σαν υπνωτισμένοι, και συναντηθήκαμε εκεί.

 

Κοιτούσαμε τις φωτογραφίες, αγκαλιαστήκαμε και κλάψαμε ατέλειωτα από χαρά και λύπη, για όλα αυτά που ζήσαμε, για όλα αυτά που μας συνέδεσαν, γι’ αυτούς που δεν υπάρχουν πια. Οι Στέρεο Νόβα κατέγραψαν στον πρώτο τους δίσκο την τελευταία εποχή αθωότητας ολόκληρης της χώρας. Έγινε το σημείο μηδέν στην εγχώρια μουσική δημιουργία, συγκέντρωσε το παρελθόν, αποτύπωσε το παρόν και σκιαγράφησε το μέλλον ‒ το relevance των στίχων τους σήμερα είναι σχεδόν τρομακτικό. Ένωσε με έναν απροσδόκητο τρόπο μια ομάδα ανθρώπων που δεν χωρούσαν πουθενά και που θα ξεκινούσαν τότε με την ελπίδα να αλλάξουν τον κόσμο.  «Γύρνα και χτύπα τους με όλα αυτά που πιστεύεις, αυτή είναι μια αιτία να μπορείς να γελάς, ή απλά κάποιοι στίχοι να μπορείς να τραγουδάς». Ραντεβού το Σάββατο, όχι στην Ομόνοια… στην Ελευσίνα.

Full track

Ηλίθια Αστεία

 

Μάρκος Φράγκος (δημοσιογράφος) Τριάντα χρόνια μετά, η «Ντίσκο Αλμπάνα» έγινε πρακτορείο στοιχημάτων, ο «Εξώστης» αναπλάστηκε και έγινε προνομιακό «φιλέτο» του αθηναϊκού κέντρου των boutique hotels, τα «Ηλίθια Αστεία» έγιναν το mainstream στην κουρελαρία της ελληνικής TV και το «Παιχνίδι της Εξουσίας» είναι πόλος έμπνευσης για μια γενιά που «ιδιωτεύει» στις οθόνες των κινητών της. Πέρα από προφητικό, πέρα από μελλοντολογικά ζοφερό και πέρα από την εξέλιξη της σπιτικής electronica που μαράθηκε μέσα στα νοίκια του gentrification, το ντεμπούτο-άλμπουμ των Στέρεο Νόβα που έσκασε σαν τορπίλη το 1992, βάζοντας στον χάρτη της ελληνικής σκηνής τα δυτικά προάστια και την απόγνωση της νεανικής κρεβατοκάμαρας, ακούγεται ακόμα φρέσκο και τραγανό. Σήμερα ακούγεται και απαραίτητο. Ίσως ένα από τα λίγα άλμπουμ της ελληνικής δισκογραφίας που οποιοδήποτε hi-tech remastering θα το αδικούσε (θα του αφαιρούσε αυτόν τον καημό που τότε αντηχούσε πέρα από το «ποτάμι») και θα το λούστραρε ευνουχίζοντας τη λυπημένη αύρα του. Φυσικά, όλοι οι εικοσάρηδες που έχουν ένα ενδιαφέρον να τους ταλανίζει τα σωθικά πρέπει να ξεκινήσουν από δω την περιήγησή τους στην ντόπια ηλεκτρονομία (και από το «Γκάλοπ» της Λένας Πλάτωνος). Ο Κωνσταντίνος Βήτα και ο Μιχάλης Δέλτα μάλλον δεν ξανάζησαν τέτοια βράδια μόνοι τους. Αρκεί που πρόσφεραν ένα ολόκληρο σύμπαν να νοσταλγούν οι ίδιοι κι εγώ.

 
Full track

Βόλτα με την Πιούζυ

 

Μαριλένα Ορφανού (μουσικός, SWIM) «Μη γυρνάς την πλάτη, μη ζεις στο ψέμα / Πολέμησε το άδικο και κάθε είδους βία / Σκέψου θετικά, μα μη γελάς με ηλίθια αστεία». Γύρω στο 1994 είχα την τύχη να ανακαλύψω στο δισκάδικο της πόλης μου τους δύο πρώτους δίσκους των Στέρεο Νόβα. Πήγα και ζήτησα από τα παιδιά που το είχαν να μου τους γράψουν σε κασέτες, γιατί δεν έπαιρνα πια δίσκους, το πικάπ είχε χαλάσει. Σοκ στο πρώτο άκουσμα. Και μετά λιώσιμο στο κασετόφωνο. Στο σχολείο θυμάμαι να γράφουμε τους στίχους τους στα θρανία και στα βιβλία με μαρκαδόρους που δεν έσβηναν ποτέ. Στα πάρτι μας χορεύαμε με τα «Ηλίθια Αστεία» και στη βόλτα με το ποδήλατο το άκουγα από τα walkman. Στο αρμόνιο Yamaha psr που είχα ανακάλυψα το χαρακτηριστικό συνθ γελάκι που ακούγεται στο κομμάτι και μου φαινόταν πραγματικά απίστευτο! Δεν σταμάτησα να παίζω πάνω από το κομμάτι το ηχάκι αυτό και να το βάζω με κάθε ευκαιρία σε δικά μου άσχετα κομμάτια που έπαιζα. Έτσι, επειδή μου άρεσε. Λάτρεψα τα συνθεσάιζερ και ένας από τους βασικούς λόγους ήταν αυτός ο δίσκος και οι Στέρεο Νόβα. Τι άλλο να πω για το track... Όλη η 90-ίλα μέσα σε αυτό: τα pads, το μπάσο, οι στίχοι. Όλα μέσα σε 4.14 λεπτά. Μόνο συγκίνηση. Όλα στην ώρα τους. Όλα τη σωστή ώρα.

 
Full track

6:00 P.M

 

Όλγα Φράγκου (DJ, παραγωγός) Στέρεο Νόβα: Ένα σχολείο σκέψης και μια βαθιά περιπλάνηση ανάμεσα στον ρομαντισμό του μυαλού και τον ρεαλισμό του κόσμου. Είναι εκείνοι οι στίχοι χωρίς ρεφρέν, η φωνή και το συνθεσάιζερ που σου θυμίζουν πάντα να μη σταματάς να θέλεις, να αγαπάς, να είσαι. Και εκεί κάπου νομίζω πως όλοι συναντιόμαστε. Γι’ αυτό και τριάντα χρόνια μετά κάθε ήχος τους ακόμα σε συνεπαίρνει, με την ίδια δύναμη. Σε αυτό το πρώτο άλμπουμ έγραψαν για τους χαμένους μας φίλους στον «Εξώστη», για τις κούκλες και κάθε παράλογο κουτάκι, για τον νόμο μιας εταιρείας, το παιχνίδι της Εξουσίας. Έγραψαν την «Ευδοκία» που ακούς κι απλά ονειρεύεσαι. Κι αυτή ήταν η αρχή. Οι Στέρεο Νόβα είναι πρακτική διαλογισμού, η μουσική τους λειτουργεί θεραπευτικά. Και πραγματικά κάποιες φορές, ανάμεσα στους στίχους και τις μελωδίες που ξεπηδούσαν απ’ τις ταράτσες της πόλης που αγαπώ, απ’ τους τοίχους και τις γραμμές του τρένου, από μια πλατεία εκεί στο κέντρο της πόλης, έβρισκα το κέντρο μου πάνω σε ένα Κλεμμένο Ποδήλατο. Έτσι θα διασχίσεις ένα πρωινό τον κόσμο και θα ’ναι πιο όμορφα κι από ένα όνειρο…

 
Full track

Salonika Trip

 

Νικόλ Χωρινοπούλου (art director, graphic designer) Όλοι μπορούμε να συμφωνήσουμε ως προς το πόσο πρωτοποριακός υπήρξε ο ήχος του πρώτου τους άλμπουμ όταν κυκλοφόρησε και την επιρροή που είχε στη μετέπειτα μουσική κατεύθυνση. Μιλώντας προσωπικά, ήταν μια στιγμή-σταθμός όχι μόνο γιατί ξεκίνησε ένα καινούργιο underground κίνημα αλλά και γιατί το έχω συνδέσει με πολλές εμπειρίες. Εμπειρίες όπως η άφιξή μου στην Αθήνα, η γνωριμία μου με αγαπημένους φίλους που είμαστε ακόμα πολύ δεμένοι, καθώς επίσης και πολλές αξέχαστες νύχτες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Το πρώτο τους άλμπουμ καταφέρνει ακόμα να μου προκαλεί μια βαθιά συγκίνηση γιατί υπήρξε το soundtrack μιας ολόκληρης γενιάς. Κομμάτια όπως ο «Εξώστης», τα «Προάστια» και το «Ένα κλεμμένο ποδήλατο» βρίσκονται μόνιμα στην αγαπημένη μουσική λίστα του κινητού μου. Εκτός από την πρωτοποριακή μουσική, οι στίχοι των Στέρεο Nόβα πρόσφεραν κοινωνικοπολιτικά μηνύματα και ταυτόχρονα μια κριτική με την οποία ταυτίστηκαν πολλοί. Έχοντας γνωρίσει προσωπικά τα παιδιά, εκτός από καταπληκτικοί μουσικοί, είναι και υπέροχοι άνθρωποι. Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να τους πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για όλα.

 
Full track

Αιμάτινες Σκιές

 

Θανάσης Καρανίκας (DJ) Το πόσο πρωτοποριακό και επιδραστικό είναι το ντεμπούτο των Στέρεο Νόβα είναι κάτι που πια δεν χρειάζεται να συζητήσουμε και να αναλύσουμε περισσότερο. Δεν είναι απλώς ότι κατάφεραν να χτίσουν ένα καινούργιο μουσικό σύμπαν άλλα υπήρξαν και οι ιδανικοί εκφραστές μιας ολόκληρης γενιάς που πάσχιζε να βρει την αλήθεια της, να ελπίζει και να παλεύει για τα όνειρά της. Από τα έντεκα αριστουργήματα αυτού του δίσκου (ή δεκατέσσερα και δεκατρία, αν θέλετε να προσθέσετε και τα bonus tracks των επανακυκλοφοριών που έγιναν το 2003 και το 2022 αντίστοιχα) είναι πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο ως αγαπημένο. Πώς μπορείς να αφήσεις εκτός το «Ένα κλεμμένο ποδήλατο», τα «Ηλίθια Αστεία», τα «Προάστια»; Τραγούδια που έχουν γίνει ολόκληρα μότο ζωής. Η μουσική όμως που με χτύπησε σαν ρεύμα, από την πρώτη κιόλας ακρόαση, είναι αυτή της «Ευδοκίας».

 

Σαν την πρώτη φορά που άκουσα το «Organ Donor», «καρφώθηκε» τόσο αβίαστα, μια για πάντα μέσα μου (αυτά τα δύο τραγούδια είναι συνυφασμένα στο προσωπικό μου, μουσικό υποσυνείδητο). Η «Ευδοκία» είναι μάλιστα και το πρώτο-πρώτο τραγούδι που έφτιαξαν ο Κωνσταντίνος με τον Μιχάλη, εμπνευσμένοι από την ομώνυμη ταινία του Δαμιανού και τα παλιά εργοστάσια της περιοχής. Σε ένα παρόμοιο θα τους απολαύσουμε και το ερχόμενο Σάββατο στην Ελευσίνα. Τα τραγούδια του δίσκου αυτού, όπως φυσικά και άλλα πολλά από τους επόμενους, θα είναι πάντα η αγκαλιά στην οποία θέλω να επιστρέφω, και θα δίνουν απλόχερα το φως τους «στα όνειρα που κάνω όταν είμαι ξύπνιος στο σκοτάδι».

 
Full track

Το Μοντέλο

 

Ντέπυ Τσακίρη (DJ) Όταν μου ζητήθηκε να γράψω για τον δίσκο-ντεμπούτο των Στέρεο Νόβα ένιωσα ένα απίστευτο συναίσθημα νοσταλγίας και χαράς, γύρισα σε κείνη την υπεροχή εποχή του ’92, στα χρόνια του Λυκείου, που με τη φίλη μου την Κυριακή ψάχναμε μανιωδώς για νέους ήχους και κάπως έτσι σύστησε η μία στην άλλη τους Στέρεο Νόβα. Νομίζω πως κάθε νέος που εκείνη την εποχή αγαπούσε τον ηλεκτρονικό ήχο έχει επηρεαστεί απ’ τους Στερεό Νόβα. Ξαφνικά ακούσαμε το πρώτο acid techno ambient ελληνικό γκρουπ με ελληνικό στίχο… και όχι μόνο. Φυσικά, ανάμεσα σε αυτούς ήμουν κι εγώ. Selector ήχων φανατικά από τότε, ήταν αδύνατο να μην επηρεαστώ απ’ ό,τι άκουγα. Το κομμάτι που με μεταφέρει εκεί είναι o «Εξώστης», απίστευτα ηχητικά τοπία, raw ambient techno, trip-hop. Το ήξερες ότι αυτό ήρθε για να μείνει, το ένιωθες ότι θα παίζει στο ραδιόφωνο και καταλάβαινες απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα ότι ακούς Στέρεο Νόβα. «Θα θυμάμαι πάντα τα μάτια του φίλου μου ν’ ακολουθούν σαν πουλιά τις γραμμές του τρένου». Άβατο και νοσταλγικό τοπίο, ταξίδι στο χρόνο. Ευχαριστούμε, Στέρεο Νόβα γι’ αυτό το ταξίδι.

 

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ