ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ τα Χριστούγεννα κάνει πρεμιέρα στο Sky Atlantic μια νέα μίνι σειρά με τίτλο «Αμαντέους». Πρόκειται για μια αναβίωση του εξαιρετικού ομώνυμου θεατρικού έργου του Πίτερ Σάφερ, που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1979 και το 1984 έγινε ταινία. Η σειρά θα αναβιώσει επίσης μια εκδοχή του Μότσαρτ που φαίνεται αδύνατο να αποφύγουμε: αυτή του ζωηρού παιδιού-θαύματος που συνθέτει μουσική θεϊκής τελειότητας και πεθαίνει υπό μυστηριώδεις συνθήκες. Το «Amadeus» του Σάφερ λειτουργεί ως μια συλλογική βιογραφία του Μότσαρτ – κατά το ήμισυ τραγωδία, κατά το ήμισυ θεολογία. Η επιρροή του είναι τόσο διάχυτη που, τέσσερις δεκαετίες μετά, είναι δύσκολο να δούμε τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο.
Ο Μότσαρτ πέθανε στη Βιέννη τον Δεκέμβριο του 1791, σε ηλικία 35 ετών, μετά από έναν σύντομο πυρετό. Οι αιτίες ήταν συνηθισμένες: λοίμωξη, εξάντληση, ίσως νεφρική ανεπάρκεια. Αλλά το ερώτημα «ποιος σκότωσε τον Μότσαρτ;» δεν είχε ποτέ ιατρικό χαρακτήρα. Όπως υποστήριξε ο Γουίλιαμ Στάφορντ στο βιβλίο «Ο μύθος του Μότσαρτ» (1991), οι ιστορίες που περιβάλλουν τον θάνατό του αποκαλύπτουν μια κοινωνία ανίκανη να αποδεχτεί ότι η μεγάλη τέχνη μπορεί να είναι αποτέλεσμα ταλέντου, πειθαρχίας και σκληρής δουλειάς. Για τη ρομαντική φαντασία που διαμόρφωσε τον μύθο του, η ιδιοφυΐα προέρχεται από ένα υπερφυσικό πεδίο –θεϊκό, καταραμένο ή παθολογικό– και ως εκ τούτου το τίμημα είναι βαρύ.
Αν ο Μότσαρτ είναι ο μαρτυρικός άγιος της τέχνης, ο Μπετόβεν είναι ο σταυρωμένος τιτάνας της — η φιγούρα που μετατρέπει την αγωνία σε θρίαμβο.
Η εκδοχή της δηλητηρίασης ήταν η πρώτη και διαρκέστερη έκφραση αυτού του πλαισίου. Λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο του Μότσαρτ διαδόθηκε η φήμη ότι ένας αντίπαλός του, ο λιγότερο ταλαντούχος και ζηλόφθων Ιταλός συνθέτης Αντόνιο Σαλιέρι, τον είχε δολοφονήσει. Η ιστορία ήταν ψευδής, αλλά η λογική ακαταμάχητη: η μετριότητα καταστρέφει τη μεγαλοφυΐα από φθόνο. Το έργο του Πούσκιν «Μότσαρτ και Σαλιέρι» (1830) και η μεταγενέστερη επεξεργασία του από τον Σάφερ μετέτρεψαν αυτήν τη φήμη σε ηθική αλληγορία – ο συνηθισμένος άνθρωπος κατατρώγεται από ζήλια για κάποιον πολύ πιο ταλαντούχο. Ο δεύτερος τιμωρείται για τη μεγαλοφυΐα του με έναν πρόωρο θάνατο.
Μια άλλη θρυλική φήμη προέκυψε από την παραγγελία του έργου Ρέκβιεμ σε Ρε ελάσσονα στον Μότσαρτ. Ένας αγγελιοφόρος είχε πράγματι φτάσει σπίτι του με ένα αίτημα για μια νεκρώσιμη λειτουργία, ενεργώντας για λογαριασμό του κόμη Φραντς φον Βάλσεγκ, ο οποίος σκόπευε να διεκδικήσει το έργο ως δικό του. Αλλά σε μεταγενέστερες εκδοχές, ο Μότσαρτ φέρεται να είχε αρχίσει να πιστεύει ότι έγραφε το κομμάτι για τον εαυτό του, στοιχειωμένος από τη βεβαιότητα του επικείμενου θανάτου του. Η χήρα του Μότσαρτ, Κονστάνς, ενίσχυσε τη φήμη αυτή ως μια ρομαντική προφητεία, κατά την οποία ο σύζυγός της έγραψε ο ίδιος το μνημόσυνό του.
Ακολούθησαν κι άλλες, πιο εξειδικευμένες εκδοχές. Τα σκατολογικά αστεία του Μότσαρτ, η νευρικότητά του και οι απότομες αλλαγές στη διάθεσή του –που είναι σαφώς ορατές στις επιστολές του– έχουν προκαλέσει διάφορες εικασίες σήμερα, ότι ενδεχομένως έπασχε από το σύνδρομο Τουρέτ, διπολική διαταραχή ή το σύνδρομο υπερκινητικότητας και διάσπασης προσοχής. Καμία από αυτές δεν μπορεί να αποδειχθεί, όλες όμως ενισχύουν μια οικεία εικόνα: αυτήν της εκκεντρικής ιδιοφυΐας που έχει προσβληθεί από κάτι αφύσικο. Το να φανταζόμαστε τον Μότσαρτ απλώς ως έναν οργανωμένο επαγγελματία θα έκανε τη ζωή του να φαίνεται τόσο βαρετή όσο αυτή του Μπαχ.
Η διαδικασία μιας τέτοιας μυθοποίησης δεν τελειώνει με τον Μότσαρτ. Η ίδια μεταμόρφωση –της βιογραφίας σε ηθικολογία– έχει αγγίξει κι άλλους επιφανείς συνθέτες. Ο Κάρλο Τζεζουάλντο, ο πρίγκιπας της ύστερης Αναγέννησης που δολοφόνησε τη σύζυγό του και τον εραστή της, έχει αναμορφωθεί ως το αρχέτυπο του δαιμονικού καλλιτέχνη. Τα έντονα χρωματικά μαδριγάλια του, γραμμένα δεκαετίες μετά το έγκλημα, συχνά ακούγονται ως εξομολογήσεις, όπως το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ ακούγεται ως προσωπικός επιτάφιος. Ο πρόωρος θάνατος του Φραντς Σούμπερτ το 1828, σε ηλικία 31 ετών, αποτέλεσε το πρότυπο για ένα άλλο ρομαντικό αρχέτυπο: της εύθραυστης, φυματικής ιδιοφυΐας. Η σύφιλη από την οποία πιθανότατα είχε προσβληθεί μετατράπηκε σιωπηλά σε ποιητική μελαγχολία. Ο κύκλος τραγουδιών «Χειμωνιάτικο ταξίδι» έγινε ένα αποχαιρετιστήριο ημερολόγιο της ασθένειας: η δημιουργικότητα καίει πολύ έντονα για να επιβιώσει, η τέχνη καταβροχθίζει το σώμα που την παράγει.
Η πλαισίωση της ζωής του Μπετόβεν έχει την αντίθετη μορφή. Η ασθένεια και η κώφωσή του δεν ερμηνεύτηκαν ως τιμωρία αλλά ως δοκιμασία, μέσω της οποίας ο καλλιτέχνης γίνεται ήρωας. Οι βιογράφοι των αρχών του 19ου αιώνα τον παρουσίασαν ως Προμηθέα που έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και υπέφερε γι' αυτό. Αν ο Μότσαρτ είναι ο μαρτυρικός άγιος της τέχνης, ο Μπετόβεν είναι ο σταυρωμένος τιτάνας της, η φιγούρα που μετατρέπει την αγωνία σε θρίαμβο.
Όλες αυτές οι ιστορίες πηγάζουν από την πεποίθηση ότι οι μεγάλοι συνθέτες δεν μπορούν να είναι συνηθισμένοι άνθρωποι. Η ιδιοφυΐα πρέπει να είναι πληγωμένη για να ανθήσει. Η υπερβολή, η ασθένεια, ο πόνος και ο πρόωρος θάνατος κάνουν την τέχνη ακόμα πιο αυθεντική, αποδεικνύοντας ότι η ομορφιά προέρχεται από τον κίνδυνο. Το «Amadeus» του Σάφερ αποτύπωσε τέλεια αυτό το ένστικτο. Ο Μότσαρτ του έργου είναι ένα πλάσμα γεμάτο όρεξη και αθωότητα, που συνθέτει με ευκολία και πεθαίνει αναπόφευκτα νέος – μια ηθική εξίσωση που παίρνει σάρκα και οστά. Κατά συνέπεια, οι βιογραφίες που γράφτηκαν μετά το θεατρικό του Σάφερ έπρεπε να αντιμετωπίσουν μια δίνη ρομαντικών και μελοδραματικών ερμηνειών προτού μπορέσουν να δουν καθαρά το αντικείμενό τους.
Στην πραγματικότητα, η μεγαλοφυΐα του Μότσαρτ ήταν το αποτέλεσμα μακράς μαθητείας και αδιάκοπης εργασίας. Συνέθετε κατόπιν παραγγελίας, διαπραγματευόταν αμοιβές, ανακύκλωνε ιδέες και κέρδιζε τα προς το ζην όπως κάθε άλλος μουσικός. Οι ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από τον θάνατό του λένε λιγότερα για τον ίδιο και περισσότερα για την αμηχανία μας απέναντι στην αριστεία. Προτιμούμε να βλέπουμε την τέχνη ως θαύμα και όχι ως εργασία. Ποιος, λοιπόν, σκότωσε τον Μότσαρτ; Όχι ο Σαλιέρι, ούτε οι μασόνοι, ούτε το δηλητήριο ή η πανούκλα. Ο πραγματικός ένοχος είναι η ανάγκη μας να υποφέρει η ιδιοφυΐα. Διότι αν ο Μότσαρτ ήταν απλώς εργατικός, εμπνευσμένος και ανθρώπινος, τότε η τέχνη του δεν θα φαινόταν πλέον θεϊκή, και οι υπόλοιποι δεν θα είχαμε καμία δικαιολογία.
Με στοιχεία από τους «Financial Times»