Το έργο «ΒΙΑΣ» αναδεικνύει μια αλήθεια που μέχρι σήμερα έμενε λίγο έως πολύ στη σκιά: οι αρχαιολογικοί χώροι δεν είναι μόνο φορείς πολιτιστικής μνήμης και κληρονομιάς αλλά και ζωντανά οικοσυστήματα με σπάνια οικολογική αξία.
Το επιστημονικό πρόγραμμα «ΒΙΑΣ» έφερε στο φως έναν άγνωστο θησαυρό: την πλούσια βιοποικιλότητα είκοσι εμβληματικών αρχαιολογικών χώρων της Ελλάδας.
Από τους Δελφούς έως τη Δήλο και την Επίδαυρο, και από τη Δωδώνη έως τον Μυστρά, την Ακρόπολη και το Σούνιο, οι σπουδαίοι αυτοί αρχαιολογικοί τόποι αποδεικνύονται όχι μόνο φρουροί της πολιτιστικής μνήμης αλλά και πολύτιμα οικοσυστήματα, όπου άνθρωπος και φύση συνυπάρχουν εδώ και αιώνες.
Το αρκτικόλεξο «ΒΙΑΣ» σημαίνει «ΒΙοποικιλότητα στους Αρχαιολογικούς χώρουΣ» και σχηματίζει το όνομα του Βίαντος του Πριηνέος, ενός από τους επτά σοφούς της αρχαιότητας.
Από την αρχαία σοφία όμως το ΒΙΑΣ πέρασε πλέον στο σύγχρονο πεδίο της έρευνας. Το απαιτητικό αυτό επιστημονικό εγχείρημα στηρίχθηκε σε μια συντονισμένη συνεργασία υπουργείων, πανεπιστημίων και ερευνητικών φορέων, υπενθυμίζοντας ότι η προστασία του πολιτισμού δεν μπορεί να διαχωριστεί από την προστασία της ζωής που τον περιβάλλει.
Οι αρχαιολογικοί χώροι λειτουργούν ως εναλλακτικό, συμπληρωματικό δίκτυο προστασίας για την τοπική χλωρίδα και πανίδα, χάρη στους αυστηρούς όρους προστασίας που διέπουν τη λειτουργία τους.
Το έργο αποτελεί μια σύμπραξη του υπουργείου Πολιτισμού και του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, το οποίο χρηματοδοτήθηκε και αξιολογήθηκε από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ), ενώ την υλοποίησή του ανέλαβε το Τμήμα Βιολογίας του ΕΚΠΑ με επιστημονικό υπεύθυνο τον Παναγιώτη Παφίλη, καθηγητή Ζωικής Ποικιλότητας.

Τα αποτελέσματα του ερευνητικού προγράμματος ΒΙΑΣ «υπήρξαν εντυπωσιακά, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προσδοκίες μας», είχε αναφέρει η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη στην παρουσίασή του την περασμένη άνοιξη. Τόνισε, μάλιστα, ότι τα αποτελέσματα αυτά δεν επιβεβαίωσαν απλώς «τις ενδείξεις ότι οι αρχαιολογικοί χώροι διαθέτουν ιδιαίτερα αξιόλογη χλωρίδα και πανίδα αλλά κατέδειξαν μια πυκνότητα και ποικιλία ειδών, που τους καθιστά, χωρίς υπερβολή, φυσικά καταφύγια βιοποικιλότητας και οικολογικούς θησαυρούς, ειδικά σε αντιπαραβολή με τις γύρω περιοχές».
Η Λ. Μενδώνη μίλησε για αρχαιολογικούς οικοτόπους, η σημασία των οποίων, όπως είπε, είναι εντυπωσιακή, «καθώς, ενώ αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 0,1% της ελληνικής επικράτειας, φιλοξενούν σχεδόν το 11% της ελληνικής βιοποικιλότητας. Αυτά τα στοιχεία βρίσκονται σε συμφωνία και συνάφεια με το γεγονός ότι η Ελλάδα αποτελεί μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη βιοποικιλότητα, φιλοξενώντας ένα στα τρία ευρωπαϊκά είδη, ενώ καταλαμβάνει μόλις το 1,3% της ευρωπαϊκής έκτασης».
Οι αρχαιολογικοί χώροι ως περιοχές προστασίας της άγριας φύσης
Πράγματι, αυτοί οι αρχαιολογικοί οικότοποι έκρυβαν έναν πραγματικό φυσικό θησαυρό. Το έργο ΒΙΑΣ ανέδειξε 10.460 είδη χλωρίδας και πανίδας στους είκοσι αρχαιολογικούς χώρους, εκ των οποίων 4.403 είναι μοναδικές καταγραφές!

Ο καθηγητής Παναγιώτης Παφίλης, που είχε την επιστημονική ευθύνη του προγράμματος, μας λέει ότι «τα αποτελέσματα του ΒΙΑΣ κατέδειξαν εμφατικά ότι οι αρχαιολογικοί χώροι, πέρα από θέσεις διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, λειτουργούν ταυτόχρονα και ως οιονεί περιοχές προστασίας της άγριας φύσης». Ανάμεσα στις εκατοντάδες αποστολές πεδίου του προγράμματος ΒΙΑΣ υπήρξαν στιγμές που η επιστημονική έρευνα έμοιαζε με εξερεύνηση ενός άγνωστου, πολύχρωμου μικρόκοσμου.
Ο Π. Παφίλης θυμάται χαρακτηριστικά τα ευρήματα στην εμβληματική Δήλο. «Νωρίς την άνοιξη, από την κορυφή του όρου Κύνθος, η Δήλος, εκτός από το αρχετυπικό λευκό και γκρίζο των μνημείων, έχει και πράσινο, κίτρινο και κόκκινο από τα φυτά, τις μαργαρίτες και τις παπαρούνες που ανθίζουν. Ένα πιο οξύ μάτι μπορούσε να διακρίνει και μπλε, από το βρόχινο νερό που λιμνάζει στις δεξαμενές της Παλαίστρας του Γρανίτη και δίπλα, πάνω σε ξηρολιθικούς τοίχους και πεσμένους κίονες, μικρά κεφαλάκια σε έντονο πορτοκαλί χρώμα να ανασηκώνονται προς την πλευρά του ήλιου. Τα νερά φιλοξενούν βατράχια − ποιος να το περίμενε από το άνυδρο νησί. Και τα πολύχρωμα κεφάλια ανήκουν στα κροκοδειλάκια, μια σαύρα που προέρχεται από τις μικρασιατικές ακτές. Στο ιερό νησί του Απόλλωνα, πολύβουο και πυκνοκατοικημένο κάποτε, έρημο στα μάτια μας σήμερα, διαβιούν 267 είδη φυτών και 233 είδη ζώων. Η Δήλος μάς φανέρωσε μία ακόμη όψη της. Το έργο ΒΙΑΣ ήταν γεμάτο από τέτοιες εκπλήξεις. Όταν η υπουργός Πολιτισμού κ. Λίνα Μενδώνη μας εμπιστεύτηκε την ιδέα της για καταγραφή της βιοποικιλότητας σε αρχαιολογικούς χώρους, δεν ανέμενε κανείς τον πλούτο ειδών που εντοπίστηκε», αναφέρει.
Οι είκοσι αυτοί αρχαιολογικοί χώροι εκτείνονται σε όλο το εύρος της επικράτειας, στην ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, και αποτελούν μνημεία διαφορετικών ιστορικών περιόδων: Ακρόπολη-Αρχαία Αγορά-Λόφοι, Επίδαυρος, Ολυμπία, Φίλιπποι, Μεσσήνη, Άπτερα Χανίων, Mon Repos Κέρκυρα, Δωδώνη, Νικόπολη, Μετέωρα, Άγιος Αχίλλειος Πρεσπών, Παλαιά Πόλη Ιωαννίνων και Νησί, Ακροκόρινθος, Γραμβούσα-Μπάλος, Μυστράς, Δήλος, Σούνιο, Βραυρώνα, Δελφοί και Φαιστός. Ορισμένοι από αυτούς ανήκουν στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, ενώ άλλοι συμπίπτουν με περιοχές του δικτύου Natura 2000. Σε τρεις περιπτώσεις (Δελφοί, Μετέωρα, Ολυμπία) συντρέχουν και οι δύο αυτοί χαρακτηρισμοί.
Για τον ΟΦΥΠΕΚΑ, οι αρχαιολογικοί χώροι λειτουργούν ως εναλλακτικό, συμπληρωματικό δίκτυο προστασίας για την τοπική χλωρίδα και πανίδα, χάρη στους αυστηρούς όρους προστασίας που διέπουν τη λειτουργία τους και τους περιορισμούς που επιβάλλονται σε δραστηριότητες που ασκούν πιέσεις στη βιοποικιλότητα, όπως το κυνήγι, η εκτός σχεδίου δόμηση, η υπεράντληση υδάτων ή η ρύπανση του εδάφους από τη γεωργία.
Η δρ. Διονυσία Χατζηλάκου, διευθύντρια Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Τομέα Α του ΟΦΥΠΕΚΑ, αναφέρει στη LiFO πως «η διαπίστωση, μέσα από το έργο ΒΙΑΣ, ότι οι αρχαιολογικοί χώροι που εξετάστηκαν λειτουργούν ως θύλακες προστασίας για τα είδη χλωρίδας και πανίδας αφορά τον πυρήνα της αποστολής του ΟΦΥΠΕΚΑ που είναι η διατήρηση και διαχείριση της αξιοσημείωτης βιοποικιλότητας της χώρας μας και των προστατευόμενων περιοχών της. Με τη συνέχιση της εξαιρετικά γόνιμης συνεργασίας μας με τα δύο υπουργεία και το ΕΚΠΑ, μέσα από το έργο ΒΙΑΣ ΙΙ που προαναγγέλθηκε, ο Οργανισμός μας θα αποκτήσει πολύτιμες πληροφορίες για την εξάπλωση των ειδών σε ακόμα περισσότερες περιοχές, βήμα πρωταρχικό και απαραίτητο για προστασία τους».
Η Δ. Χατζηλάκου ισχυρίζεται ότι η πληθώρα των αρχαιολογικών τοπίων στην Ελλάδα είναι κλειδί για την προστασία της βιοποικιλότητάς τους: «Η Ελλάδα είναι προικισμένη με 3.100 αρχαιολογικούς χώρους και 420 ιστορικούς τόπους διάσπαρτους στην ύπαιθρο, αλλά και μέσα σε αστικό περιβάλλον. Η καταγραφή των ειδών πανίδας και χλωρίδας που διαβιούν σε αυτούς, μέσα από τη διεπιστημονική έρευνα, μπορεί να μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες για την εξάπλωσή τους, βήμα πρωταρχικό για την προστασία και διατήρησή τους, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύει την άρρηκτη και αδιαμφισβήτητη σχέση του φυσικού περιβάλλοντος με τον πολιτισμό».
Οι μεγάλες εκπλήξεις της εντυπωσιακής βιοποικιλότητας
Την αξία αυτών των χώρων επιβεβαιώνουν και οι διαπιστώσεις της ερευνητικής ομάδας, με τον Π. Παφίλη να περιγράφει ορισμένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα.
Ο καθηγητής μάς εξηγεί ότι «πέραν του εντυπωσιακού, και μη αναμενόμενου σε αυτό το μέγεθος, συνολικού αριθμού των ειδών που παρατηρήθηκαν, τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν αναφορικά με την βιοποικιλότητα έκρυβαν και αρκετές άλλες εκπλήξεις».
Μας διευκρινίζει, επίσης, ότι «εντοπίστηκαν πολλά είδη που δεν είχαν αναφερθεί στο παρελθόν από τις συγκεκριμένες θέσεις. Η σαΐτα (Platyceps najadum) που εντοπίστηκε στο λόφο του Φιλοπάππου και ο έρυξ (Eryx jaculus) που βρέθηκε στον ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος είναι δύο τέτοια εντυπωσιακά παραδείγματα, καθώς πρόκειται για φίδια τα οποία θα αναμενόταν να είχαν καταγραφεί στο παρελθόν. Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν και η καταγραφή πολλών ενδημικών ειδών της Ελλάδας τα οποία απαντώνται μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους. Επίσης, πολλά είδη που ανήκουν σε κατηγορίες κινδύνου της IUCN ή αναγράφονται στα Παραρτήματα της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ διατηρούν πληθυσμούς μέσα σε αρχαιολογικούς χώρους».
Ξεχωριστή αναφορά, όπως λέει, θα πρέπει να γίνει στον Μυστρά, «όπου διαβιούν σε συμπατρία πέντε από τα έξι ενδημικά είδη σαυρών της Πελοποννήσου. Στα πιο εξαιρετικά ευρήματα περιλαμβάνεται και η καταγραφή νέων ειδών. Στη Νικόπολη, για παράδειγμα, αναφέρθηκε το είδος ήρας Lolium persicum, το οποίο εξαπλώνεται στη Τουρκία και την αραβική χερσόνησο, και αυτή είναι η πρώτη του αναφορά τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην Ευρώπη! Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η ανακάλυψη ενός είδους που φαίνεται ότι δεν έχει περιγραφεί στο παρελθόν από επιστήμονες. Στην πηγή Κερνά στους Δελφούς συλλέχθηκε μικρό υδρόβιο σαλιγκάρι με μέγεθος κελύφους που δεν ξεπερνά τα 20 χιλιοστά».
Οι εργαστηριακές αναλύσεις, όπως εξηγεί στη LiFO, «υποδεικνύουν ισχυρά ότι πρόκειται για νέο είδος για την επιστήμη». Για τα θηλαστικά, ιδιαίτερη μνεία, υποστηρίζει, «θα πρέπει να γίνει στα τσακάλια και τα αγριογούρουνα στο ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος». Για τα πτηνά μάς αναφέρει πως «ένα ζευγάρι του κρισίμως κινδυνεύοντος ασπροπάρη ζει στην περιοχή των Μετεώρων». Ενώ για τα έντομα «αξίζει να αναφερθεί το κολεόπτερο ελαφοκάνθαρος από τους Φιλίππους, το οποίο αποτελεί είδος προτεραιότητας για την Ευρωπαϊκή Ένωση». Και στην κατηγορία των φυτών αναφέρει «την πόα Lolium persicum που καταγράφηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα στον αρχαιολογικό χώρο της Νικόπολης».

Ένα απαιτητικό διεπιστημονικό εγχείρημα
Για την αποτελεσματικότερη και απρόσκοπτη εκπόνηση ενός τέτοιας έκτασης έργου με πολύ μεγάλο όγκο εργασιών πεδίου, ο Π. Παφίλης μας εξηγεί ότι το ΕΚΠΑ συνεργάστηκε με άλλα οκτώ ιδρύματα: το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων και το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών: «Οι αριθμοί σκιαγραφούν το απαιτητικό του εγχειρήματος: οκτώ πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα με 49 ερευνητές όλων των ειδικοτήτων έφεραν εις πέρας 526 ημέρες δειγματοληψιών και 90 ημέρες αναλύσεων στο εργαστήριο. Το ΥΠΠΟ εξέδωσε ειδική άδεια για τη διεξαγωγή δειγματοληψιών μέσα στους αρχαιολογικούς χώρους, ενώ παράλληλα το ΥΠΕΝ χορήγησε ειδική άδεια ερευνών».
Οι εργασίες πεδίου ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2023 και ολοκληρώθηκαν τον Σεπτέμβριο του 2024. Ο συνολικός προϋπολογισμός του έργου ανήλθε στα 258.500 ευρώ.
Μια πρώτη δημοσιοποίηση των πολύ σημαντικών αποτελεσμάτων του ερευνητικού έργου έγινε σε ημερίδα την περασμένη άνοιξη από τον καθηγητή Παναγιώτη Παφίλη, τον Θεοφάνη Κωνσταντινίδη, καθηγητή Συστηματικής Φυτών & Βιοποικιλότητας ΕΚΠΑ, την Ολυμπία Βικάτου, Γενική Διευθύντρια Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, και την Έλενα Κουντούρη, Διευθύντρια Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Τα αποτελέσματα του ΒΙΑΣ αποτυπώθηκαν σε μια έντυπη έκδοση με την επιμέλεια του Τμήματος Βιολογίας του ΕΚΠΑ, η οποία περιλαμβάνει τα στοιχεία των ειδών χλωρίδας και πανίδας που καταγράφηκαν στους είκοσι αρχαιολογικούς χώρους, μαζί με χρήσιμες εισαγωγικές πληροφορίες για την ιστορία και τις ιδιαιτερότητες των χώρων αυτών από τις κατά τόπους εφορείες αρχαιοτήτων του υπουργείου Πολιτισμού. Επίσης, ο ΟΦΥΠΕΚΑ προχώρησε παράλληλα στην ανάπτυξη δίγλωσσης ιστοσελίδας με το σύνολο του υλικού.
Ήδη βρίσκεται υπό σχεδιασμό το πρόγραμμα ΒΙΑΣ ΙΙ, που αφορά αφενός την υλοποίηση έρευνας βιοποικιλότητας σε ακόμη μεγαλύτερο αριθμό αρχαιολογικών χώρων σε όλη την επικράτεια και αφετέρου τη συλλογή και μελέτη στοιχείων τεκμηρίωσης της ελληνικής χλωρίδας και πανίδας από την αρχαιότητα έως τους νεότερους χρόνους από αρχαιολογικές, ιστορικές και αρχειακές πηγές.
Ανοίγοντας νέους, ποιοτικούς δρόμους για το τουριστικό προϊόν της χώρας
Μια εξαιρετικής σημασίας πτυχή του προγράμματος ΒΙΑΣ είναι ότι προωθείται η αξιοποίηση των ερευνητικών αποτελεσμάτων της πρώτης αυτής φάσης με την ανάπτυξη διαδρομών και εκθέσεων στα μουσεία των αρχαιολογικών χώρων της Αρχαίας Ολυμπίας, των Δελφών, του Μυστρά, της Δήλου, της Αρχαίας Μεσσήνης και της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών, καθώς και με τη δημιουργία ειδικού Περιπτέρου Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στην Αρχαία Ολυμπία. Αυτή η πτυχή δείχνει έναν νέο δρόμο για τουρισμό με υψηλό ποιοτικό αποτύπωμα που αναδεικνύει τον πλούτο της χώρας, σε αντίθεση με το μοντέλο της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων και της αλλοίωσης τόπων και τοπίων από την υπερδόμηση και τη χωρίς σχέδιο τουριστική ανάπτυξη.
Ταυτόχρονα, όμως, η μελέτη και η αποτύπωση της βιοποικιλότητας στους αρχαιολογικούς χώρους «ανοίγει ένα ιδιότυπο παράθυρο στο παρελθόν», όπως ισχυρίζεται ο Π. Παφίλης:
«Ευρισκόμενοι στους χώρους αυτούς, παρότι έχουν αλλάξει μέσα στον χρόνο, μπορούμε να δούμε τη φύση την οποία έβλεπαν οι άνθρωποι που πέρασαν από εκεί, ό,τι αντίκριζαν οι Μινωίτες στη Φαιστό και την Άπτερα, οι προσκυνητές στη Δωδώνη και στον Άγιο Αχίλλειο, οι Βυζαντινοί στον Μυστρά, οι Πανέλληνες στην Ολυμπία. Το πολιτιστικό τοπίο που προκύπτει από τις αλληλεπιδράσεις φύσης και ανθρώπου είναι το κεντρικό στοιχείο που διατρέχει το ΒΙΑΣ, το σύνθετο αγαθό που έχει σμιλευτεί από τον ελληνικό πολιτισμό και τη μοναδική βιοποικιλότητα της χώρας. Και δικαιώνει την αριστοτελική ρήση: ἐν πᾶσι γὰρ τοῖς φυσικοῖς ἔνεστί τι θαυμαστόν».