Ντους με το λάστιχο

Ντους με το λάστιχο Facebook Twitter
Σίφνος, Tatsuro Kiuchi
2

Διακοπές σου λέει… Φασαρία και κανονίσματα ακόμα και για το πιο «άγονο» νησί κι όλα αυτά για τρεις εβδομάδες - και με το ζόρι. Πάνω που μπαίνεις στο τριπ ότι είσαι εντάξει στο δέρμα σου κάπου άλλου μεταξύ ουρανού και θάλασσας, game over και κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Και όλα αυτά τα ζητήματα που είχες αφήσει στον αέρα για τη «νέα σεζόν» -και νόμιζες ότι μέσα στη χαλαρότητα θα σου ερχόταν και η μαγική επιφοίτηση με τους ιδανικούς τρόπους να τα επιλύσεις- μοιάζουν πιο ζόρικα και επείγοντα από ποτέ. Ακόμα κι αν είχαμε τρεις μήνες,είναι περίπου βέβαιο ότι κάποιοι θα επέστρεφαν, θα διαπίστωναν πού ήταν και πού βρέθηκαν ξαφνικά, και τη δεύτερη μέρα της δουλειάς θα πήγαιναν στο γραφείο με ούζι.

Έτσι είναι, στην ενήλικη ζωή δεν κερδίζεις ποτέ, γι’ αυτό και πάντα μένουν πιο επίμονες και έντονες οι μνήμες από τα τεράστια καλοκαίρια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, καλοκαίρια που μάταια ελπίζει κανείς ότι κάποια στιγμή θα επαναληφθούν - είτε αν κάτσει το ιδανικό timing στο κενό μεταξύ δουλειών είτε λόγω παρατεταμένης ανεργίας. Ήταν η εποχή που είχες κάποια συνείδηση του (ενήλικου) κόσμου, χωρίς να αισθάνεσαι ότι ανήκεις ακόμα σ’ αυτόν. Απλά υποθέτεις ότι κάποια μέρα θα συμβεί κι αυτό ξαφνικά και ο κόσμος θα έρθει στα μέτρα σου και θα πραγματοποιηθούν οι προσμονές σου. Αφελής αντίληψη, αλλά είσαι ακόμα μικρός, ξέγνοιαστος παρατηρητής ενός κόσμου που το καλοκαίρι μοιάζει εντελώς εκτεθειμένος. Όλα είναι στη φόρα και μονίμως διαθέσιμα: οι ήχοι, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι.

Στην ενήλικη ζωή δεν κερδίζεις ποτέ, γι' αυτό και πάντα μένουν πιο επίμονες και έντονες οι μνήμες από τα τεράστια καλοκαίρια της παιδικής και της εφηβικής ηλικίας, καλοκαίρια που μάταια ελπίζει κανείς ότι κάποια στιγμή θα επαναληφθούν

Πρώτη εικόνα… Μακρύ υγρό καλοκαίρι στη Νέα Υόρκη, όπου με είχαν στείλει οι γονείς μου να μείνω σε συγγενείς στο Λονγκ Άιλαντ και στην Αστόρια για να δω από κοντά το μεγαλείο της «πρωτεύουσας του ελεύθερου κόσμου» (πλέον θα τη χαρακτήριζα απλά ως «χαμένη πατρίδα»). Τουτέστιν, ατέλειωτες ώρες χαζεύοντας MTV, καλό φαγητό, πολλές μπανάνες (οι νεότεροι δεν θα καταλάβουν) και έντονες παραστάσεις συντριπτικής «αμερικανιάς»: όλα μοιάζουν πολύ μεγάλα (καλό), αλλά και η πλήξη συχνά είναι παραλυτική (κακό), αφού ούτε κατά διάνοια δεν μπορείς να κυκλοφορείς τόσο ελεύθερα όσο εδώ. Για σουβενίρ έφερα πίσω τη συνήθεια να έχω ποτήρι με κόκα κόλα και πολλά παγάκια μπροστά μου στο τραπέζι του δείπνου, συνήθεια που άντεξε κάποια χρόνια.

Δεύτερη εικόνα... Στην κοντινή οικογενειακή πλαζ του «εξοχικού» (πατρικού της μητέρας μου για την ακρίβεια), κοροϊδεύουμε ένα συνομήλικο μας (εννιά; Δέκα;) κοριτσάκι που συνεχίζει να φορά «μονοκίνι» ενώ οι φιλενάδες της έχουν καλύψει το στήθος τους από το προηγούμενο καλοκαίρι. Αυτή βάζει τα κλάματα, δημιουργείται σκηνή και ο μπαμπάς της μοιάζει φρικαρισμένος. Και απορημένος για τα πάντα - σαν να είχε χάσει ξαφνικά το μπούσουλα, σαν να μην εμπιστεύεται πια τον εαυτό του. Πώς γίνεται να μην είχε καταλάβει ότι το κορίτσι είχε μεγαλώσει και πλησίαζε επικίνδυνα κοντά σε εφηβικά ναρκοπέδια; Κι η μαμά του; Η ουσία είναι ότι αυτό είναι το τέλος της αθωότητας για τη μικρή, που αναγκάζεται να μπει τραυματικά στο δικό μας πονηρό τριπάκι («τι να κάνει ο κύριος στην κυρία» και τέτοια).

Τρίτη εικόνα… Διαγωνισμός χορού στην τοπική ντίσκο. Δεν σε νοιάζει και πολύ - πηγαίνουν όλοι, πηγαίνεις κι εσύ. Και διαγωνίζεσαι κιόλας με μπλαζέ ύφος (και καλά σαν να κοροϊδεύεις το «θεσμό») μ’ αυτό το νωχελικό στυλάκι νεοροκά με τα χέρια στις τσέπες (θεός φυλάξοι, μην τυχόν φανεί ότι κούνησες κατά λάθος τον κώλο σου), επιλέγοντας κάποιο «μεσοβέζικο» κομμάτι από τον dj: ούτε εντελώς ροκ ούτε καρεκλάδικο, κάτι σαν το «Electricity» - αλλόκοτο για τους παλιοροκάδες και πολύ ψυχρό για τους καρεκλάδες και τους λαϊκούς.

Τέταρτη εικόνα… Απομεσήμερο και κάνουμε βουτιές από το δεύτερο κατάστρωμα του αγκυροβολημένου στην προβλήτα φέρι-μποτ. Απίστευτο το τι μπορούσε να κάνει κανείς τότε χωρίς να φρικάρει το σύμπαν όπως σήμερα. Υπάρχει όμως ένας τύπος που φρικάρει, όχι με το ζήτημα ασφάλειας που προκύπτει όταν πιτσιρικάδες κάνουν ό,τι γουστάρουν, αλλά με τον… ενθουσιώδη λόγο μας που του χάλαει τη σιέστα και του προσβάλλει τα χρηστά ήθη («είσαι μαλάκας, ρε μαλάκα;» και τέτοια λέμε, άντε και καμιά χριστοπαναγία, όχι πολύ χοντρά πράγματα). Οπότε αρχίζει κι αυτός τις κατάρες και τα βρισίδια απ’ το μπαλκόνι του. Αν του υποδείξεις ότι αυτό συνιστά παράλογη και παθολογική συμπεριφορά, δεν θα καταλάβει τι εννοείς. Στο μυαλό του, τα δικά του γαμοσταυρίδια -που τα άκουγε πιο δυνατά απ’ όλους η μικρή του κόρη που στεκόταν πλάι του στο μπαλκόνι- είναι απολύτως δικαιολογημένα, εφόσον έχει προκληθεί προηγουμένως από τα κωλόπαιδα που γυρνάνε όλη μέρα «άφεντα» (αυτός ήταν ο local προσδιορισμός για όσους αλήτευαν όλη μέρα με την ανοχή των γονιών).

Πέμπτη εικόνα… Ξαπλωμένος στα βότσαλα ένας φίλος με πανκ μαλλί, γυαλί Wayfarer, κομμένο τζιν σορτσάκι και τσόκαρα. Ναι, για κάποιο λόγο, υπήρξε μια εποχή που ήταν εντάξει να φοράνε τσόκαρα και οι άντρες. Και να κάνουν αυτό το συρτό κροτάλινο ήχο που ακουγόταν από μακριά και ήταν πιο βαρύς και άγαρμπος από αντρικά πόδια. Απ’ όσο ξέρω, ο φίλος αυτός έχει καλή δουλειά και οικογένεια. Έχω να τον δω χρόνια, αλλά είμαι σίγουρος ότι διατηρεί κάποιες από τις πανκ αρχές του περί ατομικής αξιοπρέπειας. Συνεχίζω να έχω την εντύπωση ότι πολλοί που έμπλεξαν με την πανκ αντίληψη διατήρησαν μια μπέσα στη ζωή τους κι έναν υγιή αρνητισμό στις ψευδαισθήσεις κοινότητας των φρικιών και των χίπιδων.

Έκτη εικόνα… Δεκαπενταύγουστος καταναγκαστικών έργων στην πόλη (δηλαδή φροντιστήριο) και μετά από πολλές μέρες βαμπιρικής ύπαρξης σ’ ένα δώμα, εγώ κι ένας φίλος μου (οι γονείς λείπουν με ήσυχο το κεφάλι ότι διαβάζουμε - πλάνη οικτρά) αποφασίζουμε να βγούμε επιτέλους στον ήλιο και την αποπνικτική ζέστη με προορισμό την Πλάκα.

Σκαρφαλώνουμε ασθμαίνοντας (καπνιστές γαρ ήδη) πάνω από τα Αναφιώτικα και ξαπλώνουμε εξαντλημένοι σ’ ένα βράχο. Η πόλη, λουσμένη σ’ ένα χλωμό φως, αναπνέει με ανακούφιση την αλλόκοτη ησυχία, αλλά έχει και συνείδηση του γεγονότος ότι αυτό το chill out δεν θα κρατήσει πολύ.

 

ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 7.8.2007

Βιβλίο
2

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Βιβλίο / Η επαναστατική φιλοσοφία του Διογένη, του αυθεντικού Κυνικού

Μια νέα βιογραφία αναζητεί τα ίχνη του Έλληνα φιλοσόφου: κάτι ανάμεσα σε άστεγο και αλήτη, δηλητηριώδη κωμικό και performance artist, επιδείκνυε την περιφρόνησή του για τις συμβάσεις της αστικής τάξης της αρχαίας Αθήνας.
THE LIFO TEAM
Η πρώτη αγάπη: Ένας τόπος όπου ζεις πραγματικά

Βιβλίο / Αρρώστια είναι ν’ αγαπάς, αρρώστια που σε λιώνει*

«Ανοίξτε, ουρανοί»: Το queer μυθιστόρημα ενηλικίωσης του Βρετανοϊρλανδού ποιητή Σον Χιούιτ αποτελεί το εντυπωσιακό ντεμπούτο του στην πεζογραφία, προσφέροντας μια πιστή, ποιητική και βαθιά συγκινητική απεικόνιση του πρώτου έρωτα.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Βιβλίο / Είναι το «Singapore Sling» η πιο παρεξηγημένη ταινία του ελληνικού σινεμά;

Μια συζήτηση με τη Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου Νικολαΐδου για την ταινία που αδικήθηκε στην εποχή της, αλλά σήμερα προκαλεί εκ νέου το ενδιαφέρον, και για την «επιστροφή» της μέσα από ένα βιβλίο.
ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ
Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Βιβλίο / Ντόμινικ Αμερένα: «Έκανα το πειραματόζωο σε ιατρικές δοκιμές για να έχω χρόνο να γράφω ελεύθερα»

Το πρώτο βιβλίο του Αυστραλού συγγραφέα Ντόμινικ Αμερένα, με τίτλο «Τα θέλω όλα», που πήρε διθυραμβικές κριτικές, κυκλοφορεί στα ελληνικά. Βασικό του θέμα είναι πόσο μπορείς να προσποιηθείς ότι είσαι κάποιος άλλος για να καταφέρεις τους στόχους σου.
M. HULOT
ΕΠΕΞ Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

Βιβλίο / Μπορούμε να αγαπήσουμε ξανά την Πανεπιστημίου;

«Ένας δρόμος που μοιάζει με κοίτη ποταμού και παρασύρει τους πάντες χωρίς περιορισμούς και απαγορεύσεις», όπως γράφουν οι συγγραφείς του βιβλίου «Οδός Πανεπιστημίου (19ος-20ός αιώνας) - Ιστορία και ιστορίες», Θανάσης Γιοχάλας και Ζωή Βαΐου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Γιάννης Σολδάτος: «Ο μεγαλύτερος εχθρός μου είναι ο μικροαστισμός» ή «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Βιβλίο / Γιάννης Σολδάτος: «Το σινεμά ως μαζικό λαϊκό θέαμα έχει σχεδόν τελειώσει»

Μια συζήτηση με τον σκηνοθέτη, εκδότη και συγγραφέα της συνοπτικής «Ιστορίας του Ελληνικού Κινηματογράφου» που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε εμπλουτισμένη και σε ενιαία μορφή από τις εκδόσεις Αιγόκερως.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ
Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Βιβλίο / Απόστολος Βέττας: «Στο θέατρο οι πιστοί δηλώνουν την πίστη τους με το χειροκρότημα»

Ο σπουδαίος σκηνογράφος συγκέντρωσε την πολύτιμη σαραντάχρονη εμπειρία του σε ένα δίτομο λεξικό για τη σκηνογραφία, αναδεικνύοντάς την ως αυτόνομη τέχνη και καταγράφοντας την εξέλιξή της στο ελληνικό θέατρο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Μ. Αναγνωστάκης «Η χαμηλή φωνή»

Το πίσω ράφι / Μανόλης Αναγνωστάκης: «Τι μένει λοιπόν από τον ποιητή, αν μένει τίποτα;»

Τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση, η προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη «Χαμηλή Φωνή» παρουσιάζεται στην Ελληνοαμερικανική Ένωση, υπενθυμίζοντας τους θεωρούμενους ήσσονες ποιητές μας, όσους έμειναν έξω από κάθε μορφής υψηλή ποίηση.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες…

Βιβλίο / Το παρασκήνιο της διαγραφής του Αντώνη Σαμαρά και άλλες ιστορίες

Προδημοσίευση από τα «Αδημοσίευτα», το νέο βιβλίο του Νίκου Χασαπόπουλου, όπου ο έμπειρος πολιτικός συντάκτης αποκαλύπτει ιστορίες και παρασκήνια που διαμόρφωσαν την πολιτική ζωή της χώρας.
THE LIFO TEAM
Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Βιβλίο / Δημήτρης Καράμπελας: «Σήμερα κανείς δεν πιστεύει στην αλληγορία»

Ένας από τους ελάχιστους διανοούμενους στη χώρα, που υπήρξε προνομιακός συνομιλητής του Παπαγιώργη και του Λορεντζάτου. Το τελευταίο του βιβλίο «Το πνεύμα και το τέρας» συνιστά μια ανανέωση του δοκιμιακού λόγου στην Ελλάδα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Για τον Ομάρ Καγιάμ

Ποίηση / «Πίνε, και μη θαρρείς κουτέ, και συ πως είσαι κάτι»: Τα Ρουμπαγιάτ του Ομάρ Καγιάμ

Πεθαίνει σαν σήμερα το 1131 ο μεγάλος Ιρανός ποιητής που έγραψε αριστουργηματικά ποιήματα για τη ματαιότητα των πραγμάτων, τη μεγαλοσύνη της στιγμής και το νόμο του εφήμερου.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΝΤΑΜΟΝ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Το πίσω ράφι/ Μαρία Πάουελ «Δεσμά αίματος»

Το πίσω ράφι / «Η ευλογία αλλά και η κατάρα που είναι η οικογένεια»

Η Μαρία Πάουελ, με τη νουβέλα της «Δεσμά αίματος», ζωντάνεψε μια βυθισμένη στη μοναξιά και κυριευμένη από πάθος γυναίκα χωρίς να μαρτυρήσει ούτε ένα από τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, κι εξερεύνησε ένα θέμα που ίσως δεν θα πάψει ποτέ να μας ταλανίζει, την οικογένεια.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

σχόλια

2 σχόλια
Επίσης, μια και μου το θυμίσατε: έχω πάει πιτσιρικάς μαζί με άλλους πιτσιρικάδες σε ξενοδοχείο που έχει καταλύσει η εθνική μπάσκετ πριν από χαλαρό καλοκαιρινό φιλικό ματς για να χαζέψουμε. Μερικοί περιμένουν για αυτόγραφα μαζί με δημοσιογράφους που περιμένουν για ρεπορτάζ και καμιά συνεντευξούλα. Είναι πρωί, και ετοιμάζονται να φύγουν για προπόνηση. Όλοι είναι κάτω, Γκάλης, Γιαννάκης, Φασούλας και οι υπόλοιποι, περιμένοντας εκνευρισμένοι τον Φάνη (ένας είναι ο Φάνης), τον μικρό της παρέας που έχει καθυστερήσει. Μετά από λίγο ακούγεται ο χαρακτηριστικός ήχος του ξύλινου τσόκαρου από την μαρμάρινη σκάλα του ξενοδοχείου. Γυρνάνε όλοι κοιτάζοντας την σκάλα. Και εμφανίζεται ο Φάνης με τσιγάρο και φραπεδιά στο χέρι, φορώντας λευκό αμάνικο φανελάκι Μινέρβα ζωσμένο μέσα στο στενό και κοντό (πιο κοντό δεν γίνεται) τζην σορτσάκι, χρυσό σταυρουδάκι στον λαιμό, και, φυσικά, με τσόκαρο που ακούγεται όλο και πιο δυνατά όπως κατεβαίνει. Θεός! "Άντε, ρε μαλάκα!" διαμαρτύρεται ο Φασούλας...
Επισυνάπτω εδώ από σχόλια μου στο πρόσφατο άρθρο του Ανδρέα Λουκάκου "Τα παιδικά μας καλοκαίρια":Ξενοιασιά. Κάμπινγκ και μουντιάλ '82. Σόκρατες και Φαλκάο στην παραλία παρέα με πιτσιρίκια όλων των εθνών που συνεννοούνται με νοήματα και body language. Η αποθέωση του topless και ξελιγωμένοι οικογενειάρχες σε καρεκλάκια κάτω από τις ομπρέλλες με τις συζύγους - ντόμπερμαν από δίπλα να στραβοκοιτάνε τις ξετσίπωτες. Βιντεάκια που τραβάει ο μπαμπάς με δήθεν θέμα τα παιδιά και φόντο τις γυμνόστηθες Γερμανίδες με τις τριχωτές μασχάλες. Βουτιές ξυστά από τον μεγάλο βράχο. Επιστροφή. Η πλουσία τα ελέη χήρα του πυροσβέστη που μας άφηνε χαμογελώντας να παίρνουμε μάτι από το παράθυρό της όταν έκανε μπάνιο, κρεμασμένοι σαν μαϊμούδες από την μεγάλη ελιά, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον για καλύτερη θέα. Μπάλα ολημερίς με λιωμένα σπορτέξ και σκισμένα γόνατα. Επιγονατίδες, επικαλαμίδες, επικάρπια και ποδοσφαιρικά με τάπες στην άσφαλτο. Δύο όρθια κλεμμένα δοκάρια οικοδομής για τέρμα. Κουκουναροπόλεμος πάνω γειτονιά - κάτω γειτονιά στα πεύκα του γηροκομείου, πίσω από αυτοσχέδια φρούρια με καφάσια της αγοράς και πευκοβελόνες. Κράνη από μεταλλικά σουρωτήρια δεμένα στον λαιμό με σπάγγο. Ένας είχε και γερμανικό, ορίτζιναλ, του το 'χε δώσει ο παππούς του. Φρέσκα, κλειστά κουκουνάρια στο δόξα πατρί και ράμματα στο κούτελο για παράσημο. Απειλές της μάνας του κλαμμένου αλλά περήφανου τραυματία. "Εσύ δεν είσαι του Τάκη του μπογιατζή; Θα το πω εγώ του πατέρα σου και θα σε κάνει μπλε μαρέν κακομοίρη μου!" Τοξοβολίες με αυτοσχέδια τόξα και βέλη που τα ξύναμε ώρες με μαχαίρι για να γίνουν μυτερά. Σφεντόνες από παλιές σαμπρέλλες ποδηλάτου. Παίρναμε τα ποδήλατα κι εξαφανιζόμασταν. Προσπεράσεις με ιλιγγιώδη ταχύτητα σε φορτηγά που κατέβαιναν την κατηφόρα, ακούγοντας χριστοπαναγίες από τους οδηγούς που κορνάρανε τρομοκρατημένοι. Ταρζανιές με Velamos και τα πρώτα BMX. Ράμπες από χοντρές τάβλες οικοδομής. Φόρα μεγάλη και για εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσουμε στον αέρα, τεντωμένο συρματόπλεγμα. Ακόμα έχω το σημάδι στο γόνατο. Ξύλο ανελέητο από τις μανάδες μας. Σκέψου να ξέρανε κιόλας. Θα μας κλειδώνανε και θα καταπίνανε το κλειδί. Το μεσημέρι όλοι στο σπίτι. Φαγητό, πολύ φαγητό και η γιαγιά με το κατοχικό σύνδρομο να σε στουμπώνει κεφτέδες. "Φάτηνε, μην την αφήσεις την κιοφτέδα σου!" Καρπουζόφλουδες και μύγες. Τρεις με πέντε ώρα κοινής ησυχίας και "μην ακούσω κιχ!" Τζιτζίκια και ύπνος στην αυλή, στο μεταλλικό ντιβάνι κάτω από την κληματαριά. Πολλά τζιτζίκια. Ο παππούς με το απογευματινό τούρκικο καφεδάκι του σε γυάλινο χαμηλό κρασοπότηρο να σιγοτραγουδάει την Παλόμα και την Ραμόνα. Ραδιόφωνο. Χιώτης, Μοσχολιού, Ζαμπέτας και Μαρινέλλα. Να παίζει το τρανζίστορ. Πέντε η ώρα πάλι όλοι έξω μέχρι αργά στην πλατεία. Οι μεγάλοι να τσακώνονται για τα πολιτικά. Η ένδοξη πασοκαρία στο φόρτε της. Φωνές, πιτσιρίκια, πολλά πιτσιρίκια που αγνοούν τις μανάδες που ωρύονται. "Είπα τέλος! Γρήγορα μέσα! Ρε Τάσο, πες τους κι εσύ καμιά κουβέντα. Άντε μπράβο!" Πατεράδες που αναλαμβάνουν δήθεν απρόθυμα τον ρόλο τους. "Ντάξει ρε Καίτη, εντάξει. 'Ωχου λέμε... Ρε σεις, γιατί δεν ακούτε τη μάνα σας; Θέλετε να νευριάσω;" Όλοι ξανά μέσα για το βραδινό τσιμπούσι, τηλεόραση και ύπνο. "Μη μπείτε ακόμα στο δωμάτιο. Έχω φλιτάρει." Αύριο πάλι τα ίδια. Ξενοιασιά… Δυστυχώς, καταλαβαίνεις τώρα πόσο πολύτιμα ήταν αυτά τα χρόνια, πόσο μεγάλο ρόλο παίξανε στο να γίνεις άνθρωπος, πόσο καλό σου έκανε τότε αυτή η αδιανόητη για τα σημερινά δεδομένα αίσθηση χαράς και ελευθερίας, αυτή η απέραντη, βαθιά ευτυχία της παιδικής και εφηβικής αλητείας της οποίας δεν είχες τότε καμία συνείδηση, έτσι ήταν η ζωή, it was only natural, και πόσο καθοριστικά συνέβαλλε στην μετέπειτα ανεξαρτητοποίηση και κοινωνικοποίησή σου, στην διαμόρφωση του χαρακτήρα σου, στις σχέσεις, στις παρέες και τις αποφάσεις σου. Τώρα το καταλαβαίνεις. Τώρα που γυρνάς στα ίδια μέρη και βλέπεις πόσο έχουν αλλάξει. Όχι επειδή δεν υπάρχει πια η πάνω και η κάτω γειτονιά, ακόμα εκεί στέκονται τα φτωχόσπιτα, όσα τουλάχιστον δεν γίνανε ακαλαίσθητες νεοπλουτέ βίλλες με μαντρότοιχους. Όχι επειδή δεν υπάρχουν οι αλάνες και οι πλατείες, έχει ακόμα ελεύθερους χώρους, αλλά επειδή δεν υπάρχουν παιδιά. Κι αν υπάρχουν, δεν τα βλέπεις. Τα ακούς βέβαια καμιά φορά, πίσω από τους μαντρότοιχους. Ξέρω πως οι εποχές αλλάζουν και πως όλα αυτά ακούγονται σαν τετριμμένες συντηρητικές γκρίνιες συνταξιούχου, μα είναι λίγο λυπηρό να ξέρεις πως όλη εκείνη η ευτυχία ήταν τόσο κοντά, μόνο 30-35 χρόνια πίσω. Και πως είναι δύσκολο να ξανάρθει, ακόμα και στην επαρχία. Όχι για σένα. Για τα σημερινά πιτσιρίκια. Για να γευτούν κι εκείνα έστω και λίγη από εκείνη την υπέροχη ανεμελιά, που την βλέπεις πια σπανίως. Και πως τα μόνα ενθύμια εκείνης της ευτυχίας έρχονται στα δικά σου τα μάτια όταν χτυπάς το κουδούνι του τότε και έκτοτε κολλητού σου και βλέπεις την χαμογελαστή του φάτσα να σε καλωσορίζει. Που μπορεί να τον βλέπεις πια δυο-τρεις φορές τον χρόνο με το ζόρι, μα ξέρεις πως είναι πάντα εκεί. Και πως μπορείτε να αράξετε στην γνωστή αυλή και να πιείτε ένα καφάσι μπύρες και να πείτε τα δικά σας. Ή και να μην πείτε και τίποτα. Χωρίς να χρειαστεί να πείτε κάτι. Και να είναι τέλεια... Πηγή: www.lifo.gr