Απεργία την Πρωτομαγιά

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...»

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Ήταν μια αυστηρή μορφή, ανυποχώρητη, έτοιμη για όλα, μια γυναίκα που, όπως λέει η Ναντζέντα Μάντελσταμ, «μπορούσε να τα διακινδυνεύσει όλα για τα πιστεύω της», μια γυναίκα με γαμψή, υπερήφανη μύτη.
0

Η Άννα Γκορένκο, που έγινε γνωστή ως Άννα Αχμάτοβα (ένα ταταρικό όνομα), γεννήθηκε σ' ένα χωριό κοντά στην Οδησσό το 1889. Στη Ρωσία, η τσαρική εξουσία περνούσε στην τελευταία φάση των καταχρήσεων, ενώ ετοιμάζονταν υποχθόνια οι εργατικές εξεγέρσεις: ο τσάρος Αλέξανδρος ΙΙΙ είχε βαλθεί να εξαρθρώσει τις ομάδες Μηδενιστών, ο αντισημιτισμός βρισκόταν σε έξαρση, ενώ από την άλλη πλευρά φτιαχνόταν ο Υπερσιβηρικός Σιδηρόδρομος και η χώρα πάσχιζε να εκβιομηχανιστεί.

Η Άννα μεγάλωσε στο Τσαρκόε Σέλο -το σημερινό Πούσκιν- και σπούδασε στο Κίεβο. Όμως η ζωή της συνδέθηκε με την Πετρούπολη, που ήταν το κέντρο της εύπορης ιντελιγκέντσιας, της ομάδας των Πινγκουικιανών και των μπαλέτων του Ντιαγκίλεφ. Το ποιητικό της ταλέντο φάνηκε νωρίς: οι στίχοι της πρωτοεκδόθηκαν το 1907 και η πρώτη της συλλογή, Βράδυ, κυκλοφόρησε το 1912.

Η Αχμάτοβα επέζησε μέσω ενός είδους αλαζονείας που μπορούσε να θεωρηθεί δογματική: ορισμένες λεπτομέρειες από τη ζωή της δείχνουν μεγαλοστομία, ένα είδος τρέλας του μεγαλείου, εκείνο το μείγμα ρομαντισμού και ξιπασιάς που αποτελεί το υλικό των Ρώσων ηρώων.

Οι μέρες εκείνες ήταν οι τελευταίες της παλιάς Ρωσίας: οι φουτουριστές γύριζαν ταινίες σαν το Δράμα στο Καμπαρέ Νο 13, παρωδούσαν τους συμβολιστές, φορώντας φανταχτερά πανωφόρια, προκλητικά σκουλαρίκια και ραπανάκια ή κουτάλια στις μπουτονιέρες τους. Ο Μάλεβιτς σχεδίαζε τα σκηνικά για τη φουτουριστική όπερα Νίκη επί του Ήλιου, ενώ είχε ήδη αρχίσει να ζωγραφίζει σουρεαλιστικούς και «παράλογα ρεαλιστικούς» πίνακες, για να φτάσει σύντομα στο Μαύρο Τετράγωνο. Ο Σαγκάλ που είχε φύγει για το Παρίσι ζωγράφιζε θέματα από τη ζωή και τα τοπία της Ρωσίας.

Η Αχμάτοβα διάβαζε Πούσκιν και θαύμαζε τον Αλεξάντρ Μπλοκ που ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερός της: ο Μπλοκ είχε ζήσει, ακόμα και πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, μια μποέμικη ζωή κι έναν πολύ μεγάλο έρωτα που απαθανάτισε στα ποιήματά του. Αργότερα, η Αχμάτοβα έγραφε για τον Μπλοκ:

Είναι καιρός, καιρός να πάμε στις ακακίες και τα μοντάρια, στο μεγάλο φθινόπωρο της Μόσχας
Εκεί όλα λάμπουν, όλα είναι πάχνη
κι ο ουρανός ανεβαίνει ψηλά
κι ο αυτοκινητόδρομος Ρογκατσέφ θυμάται
τον νεαρό Μπλοκ που σφυράει σαν ληστής...

ΦΩΣ ΚΑΙ ΣΚΙΑ

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Πέρασε όλη της τη ζωή στο Λένινγκραντ, ανάμεσα στο φως και τη σκιά, επιμένοντας στον λυρισμό, το λακωνικό και αντιηρωϊκό της ύφος, κρατώντας ένα είδος ποιητικού ημερολογίου (αν και όχι εξομολογητικού χαρακτήρα) κι ένα είδος αξιοπρέπειας.

Το 1910 παντρεύτηκε τον Νικολάι Γκουμίλοφ, έναν ποιητή της Πετρούπολης που είχε σπουδάσει στο Παρίσι. Ο Γκουμίλοφ ίδρυσε μαζί με τον Σ. Γκοραντέσκι την Ποιητική Συντεχνία (που ονομάστηκαν, κάπως ειρωνικά, ακμεϊστές), καταγγέλλοντας την ασάφεια και τον στόμφο της ποίησης των συμβολιστών. Ο γάμος δεν διήρκησε πολύ: ο Γκουμίλοφ, μετά απ' τα ταξίδια του στην Αφρική -χωρίς την Άννα-, έφυγε για το μέτωπο (1914) κι όταν επέστρεψε το 1918 -με το παράσημο της ανδρείας-, η Άννα δεν τον περίμενε.

Την ίδια χρονιά, μάλιστα, παντρεύτηκε τον ασσυριολόγο Σιλέικο. Ο Γκουμίλοφ εκτελέστηκε τρία χρόνια αργότερα με την κατηγορία της αντισοβιετικής συνωμοσίας. Στο μεταξύ ο κόσμος είχε αλλάξει: μετά την επανάσταση των Μπολσεβίκων, η ομάδα των ακμεϊστών, όπου ανήκε η Αχμάτοβα, βρέθηκε σε πολιτική αμηχανία. Ωστόσο, η Αχμάτοβα, αντίθετα από άλλους συγγραφείς και διανοούμενους, αρνήθηκε να αυτοεξοριστεί.

Πέρασε όλη της τη ζωή στο Λένινγκραντ, ανάμεσα στο φως και τη σκιά, επιμένοντας στον λυρισμό, το λακωνικό και αντιηρωϊκό της ύφος, κρατώντας ένα είδος ποιητικού ημερολογίου (αν και όχι εξομολογητικού χαρακτήρα) κι ένα είδος αξιοπρέπειας. Ήταν μια ποιήτρια που έγραφε για τον έρωτα, για τη ρωσική ύπαιθρο, για τα συγκεκριμένα πράγματα: η ποίησή της ήταν απολιτική, ποίηση μιας «μικρής, χαρούμενης αμαρτωλής» που ανήκε σε μια εποχή λαμπρότητας και παρακμής του παλιού καθεστώτος, στην εποχή των ζωγραφικών αναζητήσεων του Λαριόνοφ και του Καντίνσκι.

Ήδη, πριν από την επανάσταση του '17, είχε αποκτήσει φήμη με τη δεύτερη συλλογή της Ροδόκηπος, όπου αποκρυσταλλώνονταν οι ποιητικές της δυνατότητες: η διάθεση και η τεχνική του Ροδόκηπου μοιάζουν ήδη μ' εκείνες ενός ποιήματος του 1945, όπου γράφει:

Το χρυσάφι σκουριάζει, το ατσάλι σαπίζει
το μάρμαρο καταρρέει. Όλα είναι έτοιμα για τον θάνατο. Το πιο μόνιμο απ' όλα τα πράγματα στη γη είναι η θλίψη.

«ΡΕΚΒΙΕΜ»

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Η Αχμάτοβα έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας κοινωνίας που άλλαζε μέσα σε μία τύρβη, μιας κοινωνίας όπου, όπως γράφει η ίδια, «η καλοσύνη είναι άχρηστο δώρο».

Μετά την έκδοση του πιο γνωστού της έργου Anno Domini το 1922, δεν εξέδωσε τίποτα για δεκαοκτώ χρόνια. Ήταν μια μακρόχρονη, μαύρη περίοδος για την πολύπαθη Ρωσία: ο Λένιν πέθανε το 1924 και σιγά σιγά άρχισε να παίρνει μορφή ένας φασισμός κόκκινος.

Μετά την εξόντωση του Ζινόβιεφ, του Κάμενεφ και του Τρότσκι, ο Στάλιν συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες, οι κουλάκοι εξολοθρεύτηκαν οριστικά και τα ιδανικά των Μπολσεβίκων έχασαν κάθε νόημα. Η Αχμάτοβα επέλεξε τη σιωπή, όπως ο Πάστερνακ επέλεξε να μεταφράζει τον Γκαίτε και τον Σαίξπηρ: όπως είναι γνωστό, στη Σοβιετική Ένωση όποιος δεν έβρισκε τρόπο να μένει αθέατος περνούσε διά πυρός και σιδήρου - η ποιήτρια Όλγα Μπέργκολτς, που είχε επηρεαστεί βαθιά από την Αχμάτοβα, έμεινε δυο χρόνια στη φυλακή, ενώ ο Μαρτίνοφ δεν εξέδωσε τίποτα από το 1945 ως το 1955.

Το 1940, η Αχμάτοβα δημοσίευσε μια συλλογή ποιημάτων που συνέπεσε με τη σχετική φιλελευθεροποίηση που επέβαλε ο πόλεμος. Μετά το τέλος του πολέμου, ο Ζντάνοφ (το «κομματόσκυλο» του ΚΚΣΕ και δεξί χέρι του Στάλιν) επετέθη, μεταξύ άλλων, στην Αχμάτοβα με αποτέλεσμα να τη διαγράψουν από την Ένωση Συγγραφέων, όπως και τον Πάστερνακ.

Η ποίηση της Αχμάτοβα έγινε έτσι ένας μύθος που συνδέθηκε με τα βάσανα εκατομμυρίων ανθρώπων, την προσωπική απώλεια, την αιματηρή περιπέτεια του σταλινισμού: το ποίημά της «Βόρειες Ελεγείες» αναπολεί τη Ρωσία του Ντοστογιέφσκι, ενώ στο «Ρέκβιεμ» μακαρίζει τους νεκρούς («....οι μόνοι που του χαμογελούσαν, ήταν οι νεκροί, περιχαρείς που αναπαύονταν»), που δεν βρέθηκαν στις φυλακές, ούτε περίμεναν έξω απ' τις πύλες τους κρατούμενους.

ΤΟ «ΑΧΡΗΣΤΟ ΔΩΡΟ» ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ

Άννα Αχμάτοβα: «Η φήμη έφτασε, κολυμπώντας σαν κύκνος...» Facebook Twitter
Η Αχμάτοβα πέθανε ανάμεσα σε δυο σημαδιακά γεγονότα: την παραίτηση Χρουστσόφ και τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία.

Η Αχμάτοβα έγινε αυτόπτης μάρτυρας μιας κοινωνίας που άλλαζε μέσα σε μία τύρβη, μιας κοινωνίας όπου, όπως γράφει η ίδια, «η καλοσύνη είναι άχρηστο δώρο»: έζησε τον πόλεμο ανάμεσα στον Κόκκινο Στρατό και τους Λευκοφρουρούς, την εξόντωση της παλιάς ηγεσίας των μπολσεβίκων, τη μαζική κολεκτιβοποίηση, την κούρσα των πεντάχρονων πλάνων, τις μεγάλες εκκαθαρίσεις, τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Και επέζησε σαν να είχε κάνει συμβόλαιο με τον διάβολο, ενώ ο Αλεξάντρ Μπλοκ, ο Σεργκέι Γιεσένιν κι ο Μαγιακόβσκι έφυγαν νέοι - οι τραγικοί ποιητές μια ανελέητης εποχής.

Ο σταλινισμός εξόντωσε και τον Όσιπ Μάντελσταμ, τον ποιητή της «Τρίστια», που πέθανε στην Ανατολική Σιβηρία μετά από πέντε χρόνια εξορία. Η ποίηση της Αχμάτοβα καταγράφει με έμμεσο, αλλά καυστικό τρόπο την ανοησία και τη βαρβαρότητα της εξουσίας, το κυνηγητό κατά των «φορμαλιστών» και «ατομικιστών» συγγραφέων, την υποκρισία των ιθυνόντων, που, όπως θα πει το 1986 ο Γιεβγκένι Γιεφτουσένκο, επιζητούσαν «διθυράμβους και λιβανίσματα».

Η Αχμάτοβα επέζησε μέσω ενός είδους αλαζονείας που μπορούσε να θεωρηθεί δογματική: ορισμένες λεπτομέρειες από τη ζωή της δείχνουν μεγαλοστομία, ένα είδος τρέλας του μεγαλείου, εκείνο το μείγμα ρομαντισμού και ξιπασιάς που αποτελεί το υλικό των Ρώσων ηρώων. Ήταν μια αυστηρή μορφή, ανυποχώρητη, έτοιμη για όλα, μια γυναίκα που, όπως λέει η Ναντζέντα Μάντελσταμ, «μπορούσε να τα διακινδυνεύσει όλα για τα πιστεύω της», μια γυναίκα με γαμψή, υπερήφανη μύτη. Κι από ό,τι φαίνεται, ακολούθησε αυτό που έλεγε ο Τολστόι, τον οποίο θαύμαζε: «Μην κρύβεις τίποτα. Το να μην ψεύδεσαι είναι λίγο. Πρέπει να αποφεύγεις εκείνο το ψεύδος που προέρχεται από την αποσιώπηση του κακού».

Η ΦΗΜΗ

Μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953, η Αχμάτοβα «αποκαταστάθηκε», κατά τη συνήθεια της χρουστσοφικής περιόδου, μαζί με άλλους συγγραφείς που είχαν περιθωριοποιηθεί ή εξοριστεί στη διάρκεια του σταλινισμού. Παρόλες τις πιέσεις, που συνεχίστηκαν και μετά τον θάνατο της Αχμάτοβα, το 1965 η Ρωσίδα ποιήτρια βραβεύτηκε με το βραβείο της Ταορμίνα και λίγες εβδομάδες αργότερα πήρε τιμητικό πτυχίο από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Η Αχμάτοβα δεχόταν τη φήμη με αμφιθυμία. Όπως γράφει στο ποίημα «Στην Ποίηση»:

η φήμη έφτασε κολυμπώντας σαν κύκνος
μέσα στη χρυσή ομίχλη
και συ, αγάπη μου, ήσουν για μένα πάντα η απόγνωση.

Και σ' ένα άλλο ποίημα, γραμμένο στη Μόσχα το 1963:

Θέλετε αμέσως τα ποιήματά μου
Όμως θα ζήσετε και χωρίς αυτά.
Δεν έμεινε ούτε ένα γραμμάριο στο αίμα 
που να μη το ρούφηξε η πίκρα τους.

Όταν πέθανε η Αχμάτοβα τα χιόνια έλιωναν - θεωρητικά. Μερικοί αντιφρονούντες έφευγαν για τη Δύση, γίνονταν αστέρια των media, έπαιρναν Νόμπελ, ξεχνούσαν τον «μαύρο Νέβα», την εξοχή της Μόσχας, την «ομορφιά της Άννας Καρένινα». Η Αχμάτοβα πέθανε ανάμεσα σε δυο σημαδιακά γεγονότα: την παραίτηση Χρουστσόφ και τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία. Και η ποίησή της, όπως έγραφε το 1945, είναι μονάχα «ένα πεφταστέρι στο σκοτάδι».

* Το κείμενο είναι της Σώτης Τριανταφύλλου και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «01», τεύχος 17, Μάιος '95

 

Βιβλίο
0

Απεργία την Πρωτομαγιά

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου μιλούν για την αγαπημένη εκπομπή των booklovers

Οθόνες / «Βιβλιοβούλιο»: Μια διόλου σοβαροφανής τηλεοπτική εκπομπή για το βιβλίο

Ο Μανώλης Πιμπλής και η Σταυρούλα Παπασπύρου ήταν κάποτε «ανταγωνιστές». Και πια κάνουν μαζί την αγαπημένη εκπομπή των βιβλιόφιλων, τη μοναδική που υπάρχει για το βιβλίο στην ελληνική τηλεόραση, που επικεντρώνεται στη σύγχρονη εκδοτική παραγωγή και έχει καταφέρει να είναι ευχάριστη και ενημερωτική.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

The Book Lovers / Θανάσης Καστανιώτης: «Αν έκανα ένα δείπνο για συγγραφείς, δίπλα στον Χέμινγουεϊ θα έβαζα τη Ζυράννα Ζατέλη»

Ο Νίκος Μπακουνάκης συζητάει με τον εκδότη Θανάση Καστανιώτη για την μεγάλη διαδρομή των εκδόσεών του και τη δική του, προσωπική και ιδιοσυγκρασιακή σχέση με τα βιβλία και την ανάγνωση.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Τελικά, είναι ο Τομ Ρίπλεϊ γκέι; 

Βιβλίο / Τελικά, είναι γκέι ο Τομ Ρίπλεϊ;

Το ερώτημα έχει τη σημασία του. Η δολοφονία του Ντίκι Γκρίνλιφ από τον Ρίπλεϊ, η πιο συγκλονιστική από τις πολλές δολοφονίες που διαπράττει σε βάθος χρόνου ο χαρακτήρας, είναι και η πιο περίπλοκη επειδή είναι συνυφασμένη με τη σεξουαλικότητά του.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
«Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Σαν Σήμερα / «Ο Δον Κιχώτης» του Θερβάντες: Ο θρίαμβος της λογοτεχνίας και της ανιδιοτελούς φιλίας

Η ιστορία ενός αλλοπαρμένου αγρότη που υπερασπίζεται υψηλά ιδανικά είναι το πιο γνωστό έργο του σπουδαιότερου Ισπανού συγγραφέα, που πέθανε σαν σήμερα το 1616.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΠΑΡΙΔΗΣ
Ο Γουσταύος Κλάους στη χώρα του κρασιού: Μια γοητευτική βιογραφία του Βαυαρού εμπόρου

Βιβλίο / Γουσταύος Κλάους: Το γοητευτικό στόρι του ανθρώπου που έβαλε την Ελλάδα στον παγκόσμιο οινικό χάρτη

Το βιβλίο «Γκούτλαντ, ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού» του Νίκου Μπακουνάκη είναι μια θαυμάσια μυθιστορηματική αφήγηση της ιστορίας του Βαυαρού εμπόρου που ήρθε στην Πάτρα στα μέσα του 19ου αιώνα και δημιούργησε την Οινοποιία Αχαΐα.
M. HULOT
Η (μεγάλη) επιστροφή στην Ιαπωνική λογοτεχνία

Βιβλίο / Η (μεγάλη) επιστροφή στην ιαπωνική λογοτεχνία

Πληθαίνουν οι κυκλοφορίες των ιαπωνικών έργων στα ελληνικά, με μεγάλο μέρος της πρόσφατης σχετικής βιβλιοπαραγωγής, π.χ. των εκδόσεων Άγρα, να καλύπτεται από ξεχωριστούς τίτλους μιας γραφής που διακρίνεται για την απλότητα, τη φαντασία και την εμμονική πίστη στην ομορφιά.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Βιβλίο / Κλαούδια Πινιέιρο: «Είμαι γυναίκα, συγγραφέας, μητέρα, ειλικρινής, κουρελιασμένη»

Παρόλο που οι κριτικοί και οι βιβλιοπώλες κατατάσσουν τα βιβλία της στην αστυνομική λογοτεχνία, η συγγραφέας που τα τελευταία χρόνια έχουν λατρέψει οι Έλληνες αναγνώστες, μια σπουδαία φωνή της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και του φεμινισμού, μοιάζει να ασφυκτιά σε τέτοια στενά πλαίσια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΛΟΣ
Κωστής Γκιμοσούλης: «Δυο μήνες στην αποθήκη»

Το πίσω ράφι / «Δυο μήνες στην αποθήκη»: Οι ατέλειωτες νύχτες στο νοσοκομείο που άλλαξαν έναν συγγραφέα

Ο Κωστής Γκιμοσούλης έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Με τους όρους της ιατρικής, ο εκπρόσωπος της «γενιάς του '80» είχε χτυπηθεί από μηνιγγίτιδα. Με τους δικούς του όρους, όμως, εκείνο που τον καθήλωσε και πήγε να τον τρελάνει ήταν ο διχασμός του ανάμεσα σε δύο αγάπες.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Έτσι μας πέταξαν μέσα στην Ιστορία

Βιβλίο / Το φιλόδοξο λογοτεχνικό ντεμπούτο του Κώστα Καλτσά είναι μια οικογενειακή σάγκα με απρόβλεπτες διαδρομές

«Νικήτρια Σκόνη»: Μια αξιοδιάβαστη αφήγηση της μεγάλης Ιστορίας του 20ού και του 21ου αιώνα στην Ελλάδα, από τα Δεκεμβριανά του 1944 έως το 2015.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Βιβλίο / Γκρέγκορ φον Ρετσόρι: Αποχαιρετώντας μια Ευρώπη που χάνεται

Ένας από τους τελευταίους κοσμοπολίτες καλλιτέχνες και συγγραφείς αυτοβιογραφείται στο αριστουργηματικό, σύμφωνα με κριτικούς και συγγραφείς όπως ο Τζον Μπάνβιλ, βιβλίο του «Τα περσινά χιόνια», θέτοντας ερωτήματα για τον παλιό, σχεδόν μυθικό κόσμο της Ευρώπης που έχει χαθεί για πάντα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
CARRIE

Βιβλίο / H Carrie στα 50: Το φοβερό λογοτεχνικό ντεμπούτο του Στίβεν Κινγκ που παραλίγο να καταλήξει στα σκουπίδια

Πάνω από 60 μυθιστορήματα που έχουν πουλήσει περισσότερα από 350 εκατομμύρια αντίτυπα μετράει σήμερα ο «βασιλιάς του τρόμου», όλα όμως ξεκίνησαν πριν από μισό αιώνα με την πρώτη περίοδο μιας ντροπαλής και περιθωριοποιημένης μαθήτριας γυμνασίου.
THE LIFO TEAM
Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Το πίσω ράφι / Οι «Αρχάριοι» του Ρέιμοντ Κάρβερ, ήρωες τσακισμένοι από το κυνήγι του αμερικανικού ονείρου

Γεννημένος στο Όρεγκον τα χρόνια που ακολούθησαν την οικονομική κρίση του '29, γιος μιας σερβιτόρας κι ενός εργάτη σε εργοστάσιο ξυλείας, ο κορυφαίος εκπρόσωπος του «βρόμικου ρεαλισμού» βίωσε στο πετσί του την αθλιότητα, τις δυσκολίες και την αποξένωση που αποτύπωσε στο έργο του.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ