ΑΠΕΧΘΑΝΟΜΑΙ ΤΑ ΚΛΙΣΕ και συγκεκριμένα βγάζω φλύκταινες με τη γνωστή φράση του Κοέλιο «όταν θέλεις κάτι, όλο το σύμπαν συνωμοτεί για να τα καταφέρεις». Να όμως που όση ώρα μιλούσα με τη Χριστίνα Πιλαβίδου, αυτή η φράση τριβέλιζε το μυαλό μου.
Πώς αλλιώς να εξηγήσω το ταξίδι της; Μεγάλωσε στη Λαμία, έφυγε για σπουδές στην Αθήνα και γνώρισε τον σύζυγό της, με τον οποίο μοιράστηκαν από την πρώτη στιγμή την επιθυμία να ζήσουν στην ύπαιθρο. Στην πρώτη περίοδο της σχέσης τους, επισκέπτονται το Αργυροχώρι Φθιώτιδας και του εκμυστηρεύεται το παιδικό της όνειρο κάποια στιγμή να ζήσει εκεί. Μερικά χρόνια και δύο παιδιά μετά, κατάφερε, με έναν μαγικό (ή κοελικό) τρόπο να ζει στο χωριό και το σπίτι των ονείρων της. Επόμενος στόχος η αυτάρκεια, με τον κήπο και το κοτέτσι ήδη λειτουργικά και τον στάβλο με τα ζώα να έρχεται.
Η ίδια, στη συζήτησή μας, εξήγησε την απόφασή της και περιέγραψε πώς εξελίσσεται η ζωή της ως τώρα.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λαμία. Στα 18 μου έφυγα για την Αθήνα, για να σπουδάσω Οικονομικά, όπου και γνώρισα τον άνδρα μου. Αυτό που μας έφερε κοντά ήταν η αγάπη μας για τα TTRPGs (σ.σ. επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων) και εκείνο που μας έδεσε ήταν το ότι βλέπαμε την ίδια “Ιθάκη” για το πώς θέλαμε να ζήσουμε τη ζωή μας και πού να καταλήξουμε. Η “Ιθάκη” αυτή είναι που μας πήρε από το 45 τ.μ. δυάρι στην Κυψέλη και μας έφερε στο χωριό· περιμένουμε το τέταρτο παιδί μας στην ηλικία των 30 και ονειρευόμαστε την αυτάρκεια, φτιάχνοντας λαχανόκηπο, κοτέτσι και σχεδιάζοντας να επεκταθούμε μελλοντικά και στην κτηνοτροφία.
Με έναν μαγικό τρόπο, βρήκαμε το σπίτι των ονείρων μου, στο χωριό των ονείρων μου, χωρίς πωλητήριο, ξεχασμένο στον χρόνο, αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει μια πολύτεκνη οικογένεια και, το πιο σημαντικό, ακριβώς στα χρήματα που είχαμε στη διάθεσή μας.
Παρότι ο άνδρας μου έχει μεγαλώσει στο κέντρο της Αθήνας και συγκεκριμένα στην Κυψέλη, η αγάπη του για τη φύση και η επιθυμία του να ξεφύγει υπήρχε ήδη απ’ όταν θυμόταν τον εαυτό του μικρό. Έχουμε αυτήν τη θεωρία ότι οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, τους ανθρώπους της πόλης και τους ανθρώπους του αγρού. Αμφότεροι είναι πλασμένοι να λειτουργούν καλύτερα στο φυσικό τους περιβάλλον και η διαμονή τους στην αντίπερα όχθη για μεγάλα χρονικά διαστήματα τούς μουδιάζει και τους προκαλεί έντονη εσωτερική ταραχή, χάνουν τον εαυτό τους. Γι’ αυτό και είμαι απολύτως πεπεισμένη ότι δεν υπάρχει σωστή και λάθος απάντηση στο δίλημμα “χωριό ή πόλη”.

Η απόφαση πάρθηκε ξαφνικά και ήταν εντελώς εκτός πλάνου. Εκείνο το χρονικό διάστημα, είχα μόλις γεννήσει το δεύτερο παιδί μας, ενώ ο άνδρας μου δούλευε στη μικρή μας επιχείρηση, ένα παντοπωλείο. Το αρχικό μας σχέδιο μας ήταν να καταφέρουμε να το φτάσουμε στο σημείο να “τρέχει” χωρίς τη συνεχή παρουσία μας, ώστε να το διαχειριζόμαστε από μακριά και με συχνές επισκέψεις στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα είχαμε βάλει έναν στόχο: να έχουμε φύγει το αργότερο λίγο προτού ο μεγάλος μας γιος, που τότε ήταν ενάμισι έτους, ξεκινήσει σχολείο, ώστε η σχολική εμπειρία του να μη συμπεριλαμβάνει καθόλου την Αθήνα. Τελικά έγινε πολύ-πολύ νωρίτερα, το 2022. Θυμάμαι να πηγαίνω στο μαγαζί μας για να του φέρω το φαγητό του και να τον βλέπω σκεπτικό πάνω από το λάπτοπ να κοιτάζει κάτι που έμοιαζε με αγγελίες ακινήτων. Μου έδειξε ένα σπιτάκι μέσα στα πλατάνια, ακριβώς δίπλα σε ένα ποτάμι. Στην περιγραφή έλεγε ότι νοικιαζόταν για πολύ λίγα χρήματα, μαζί με αγροτεμάχιο 10 στρεμμάτων σε ένα χωριό μισή ώρα έξω από τη Λαμία. Αφού τη διάβασα, με κοίταξε και μου είπε: “Ξεκίνα να μαζεύεις κούτες, πουλάω το μαγαζί και σε δύο εβδομάδες φεύγουμε”. Σε δύο εβδομάδες και δύο ημέρες όντως είχαμε φύγει.
Η μητέρα μου μας φιλοξένησε γι’ αρχή στη Λαμία. Παράλληλα, ο άνδρας μου βρήκε μια πρόχειρη δουλειά κοντά στο αντικείμενό του και μόλις σταθήκαμε στα πόδια μας ξεκίνησε ο «γύρος της Φθιώτιδας». Roadtrips από χωριό σε χωριό και από στόμα σε στόμα για να βρούμε ένα σπίτι να νοικιάσουμε. Το σπίτι της αρχικής αγγελίας δεν ήταν δυστυχώς αυτό που περιμέναμε, οπότε η αναζήτηση έγινε και αφορμή να εξερευνήσουμε κάθε χωριό σε ακτίνα μισής ώρας από τη Λαμία. Οι βόλτες και οι περιπέτειές μας μάς οδήγησαν αρχικά σε ένα όμορφο σπίτι αρκετά κοντά στη Λαμία, στο οποίο μείναμε για έναν περίπου χρόνο. Η ανάσα της αποκέντρωσης ήταν σημαντική, αλλά και πάλι κάτι έλειπε και αυτό το κάτι ήταν το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Πώς θα μπορούσαμε να πάρουμε το ρίσκο να διαμορφώσουμε έναν χώρο που δεν ήταν δικός μας ώστε να φτιάξουμε λαχανόκηπο, κοτέτσι και αργότερα έναν μικρό στάβλο; Οπότε τότε ήταν που πήραμε και την πιο δύσκολη επενδυτικά απόφασή μας, να πουλήσουμε το διαμέρισμά μας στην Αθήνα ώστε να αγοράσουμε ένα δικό μας σπίτι, το οποίο θα ήμασταν ελεύθεροι να διαμορφώσουμε όπως επιθυμούσαμε.

Με μια νέα διάθεση αισιοδοξίας πήραμε ξανά τους δρόμους και τα χωριά για να ρωτήσουμε για διαθέσιμα σπίτια, αλλά αυτήν τη φορά προς πώληση. Και τότε ήταν που άρχισα να πιστεύω στα θαύματα! Εξαντλημένοι από την αναζήτηση, με δυο μικρά παιδιά στο αυτοκίνητο και έγκυος πλέον στο τρίτο, μετά από πολλές απορρίψεις και πεπεισμένοι ότι δεν θα βρούμε κάτι στα μέτρα μας και στα χρήματα που διαθέταμε, φτάσαμε λίγο έξω από το μαγικό, μοναδικό χωριό μας. Το Αργυροχώρι έχει μια μαγεία που μόνο όποιος έχει περάσει από εδώ μπορεί να καταλάβει. Άλλοι θα το πουν ευλογία, άλλοι αύρα και άλλοι απλώς μαγεία της φύσης, αλλά, αλήθεια, όλη η περιοχή αυτή της Οίτης έχει κάτι που σε μαγνητίζει και σε κάνει να μη θέλεις να φύγεις. Περνώντας από αυτό το χωριό σε μια εξόρμησή μας στο βουνό πολλά χρόνια πριν, ως κάτοικοι Αθήνας τότε και ζευγάρι στα πρώτα του βήματα, εξομολογήθηκα στον άνδρα μου ότι από παιδί ονειρευόμουν να ζω σε αυτό το χωριό και μου είχε πει με βεβαιότητα ότι μια μέρα θα ζήσουμε εδώ και θα κάνουμε πολλά παιδιά. Φυσικά και δεν έδωσα βάση.
Με έναν μαγικό τρόπο, όμως, τελικά βρήκαμε εκεί το σπίτι των ονείρων μου, στο χωριό των ονείρων μου, χωρίς πωλητήριο, ξεχασμένο στον χρόνο, αρκετά μεγάλο ώστε να μπορεί να φιλοξενήσει μια πολύτεκνη οικογένεια και, το πιο σημαντικό, ακριβώς στα χρήματα που είχαμε στη διάθεσή μας.
Το πιο σημαντικό εδώ είναι ότι κάθε εποχή είναι διαφορετική. Το τοπίο αλλάζει συνεχώς, όπως και οι ρυθμοί, ενώ άνθρωποι και φύση προσαρμόζονται στις αλλαγές κάθε εποχής. Οι κρύες και μικρές ημέρες του χειμώνα θα σε βρουν να περνάς περισσότερο χρόνο στο σπίτι, κοντά στο τζάκι ή στη σόμπα, να διαβάζεις ή να βλέπεις σειρές και ταινίες. Η άνοιξη θα ανανεώσει το δάσος κι εσένα μαζί γιατί ο γλυκός καιρός θα φέρει πολλές βόλτες και κοινωνικοποίηση, η οποία θα κορυφωθεί το καλοκαίρι, όταν θα γυρίσουν για τις καλοκαιρινές τους διακοπές συγγενείς και φίλοι. Το καλοκαίρι το χωριό θα γεμίσει ανθρώπους, αυτοκίνητα και παιδικές φωνές. Το φθινόπωρο οι ρυθμοί πέφτουν ξανά και θα σε βρει να προετοιμάζεσαι για τον χειμώνα σαν τον μέρμηγκα στο παραμύθι του Αισώπου. Οι αγρότες ακολουθούν τους ρυθμούς του χωραφιού, ενώ οι γιορτές, Χριστούγεννα, Πάσχα και πανηγύρια, θα φέρουν μικρές ανάσες αλλαγής σε διάφορες δόσεις μέσα στη χρονιά.

Η ζωή στην πόλη δεν μας λείπει καθόλου. Όπως σου είπα και νωρίτερα, οι άνθρωποι χωρίζονται στα παιδιά της πόλης και τα παιδιά του αγρού, κι εμείς έχουμε φτάσει επιτέλους στον προορισμό μας. Το αίσθημα ότι είμαστε εκεί όπου ανήκουμε μας γεμίζει και νιώθουμε κάθε στιγμή ευλογημένοι και ευγνώμονες, στις εύκολες και τις δύσκολες στιγμές. Η Λαμία απέχει μόλις 20 λεπτά, οπότε έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε σε κοντινή απόσταση.
Είναι κλισέ, αλλά, ναι, τα παιδιά μας έχουν ανθήσει ως προσωπικότητες εδώ. Το χωριό μας έχει το προνόμιο να διαθέτει όλες τις τάξεις, από προνήπιο μέχρι τρίτη λυκείου, σε απόσταση 7 λεπτών. Άλλα παιδιά για να κοινωνικοποιηθούν βρίσκουμε σε εξίσου μικρές αποστάσεις και υπάρχει και η ασφάλεια ότι μπορούν να εξερευνήσουν το περιβάλλον και τις δεξιότητές τους χωρίς τους κινδύνους της πόλης. Επαναλαμβάνομαι, και ίσως είναι γραφικό, αλλά θεωρώ για άλλη μία φορά ότι τα αρνητικά του να μεγαλώνουν στο χωριό είναι τόσο λίγα σε σχέση με την υπερπληθώρα θετικών που δεν αξίζει καν η συγκριτική τους ανάλυση. Τα τμήματα στο σχολείο είναι ολιγομελή, οπότε η ποιότητα εκπαίδευσης που λαμβάνουν οι μαθητές είναι καλύτερη, με τους δασκάλους και τους καθηγητές να είναι σε θέση να εστιάσουν προσωπικά σε κάθε παιδί. Τα στερεότυπα είναι αληθινά: τα απογεύματα τα παιδιά παίζουν στον κήπο μας και στο χωριό, κάνουν ποδήλατο και εξερευνούν. Από το θέμα της απόστασης από το σχολείο μέχρι τις επιλογές για ενασχόληση με καλές τέχνες και αθλητισμό, η εικόνα που κυκλοφορεί για τα χωριά ως απομονωμένες κοινότητες κάπου στην Άγρια Δύση δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την πραγματικότητα.
Τα χωριά-φαντάσματα είναι γεγονός, αλλά τα περισσότερα από αυτά έχουν πολλές επιλογές σε κοντινές αποστάσεις, ειδικά όταν πρόκειται για χωριά και κοινότητες σε απόσταση αναπνοής από αστικά κέντρα.
Το Αργυροχώρι έχει μια μικρή πεζοπορική διαδρομή που ξεκινάει από την άκρη του χωριού, οδηγεί στον παλιό μύλο, περνάει μπροστά από το νεκροταφείο και καταλήγει ξανά στο κάτω μέρος του χωριού. Η διαδρομή δεν είναι επίσημο πεζοπορικό μονοπάτι και είναι γνωστή μόνο στους κατοίκους της περιοχής, αλλά η ομορφιά της είναι απερίγραπτη και περιλαμβάνει τοπία δάσους, θέα της πεδιάδας του Σπερχειού από ψηλά, ποτάμι και στο κάτω τμήμα της το χωριό μας κάτω από το επιβλητικό βουνό. Είναι πραγματικά θησαυρός.

Όπως ανέφερα και νωρίτερα, το μέρος αυτό έχει κάτι που σε μαγνητίζει. Για τον λόγο αυτό έχει φέρει ανθρώπους με καταγωγή από άλλες περιοχές που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εδώ και αγάπησαν το χωριό σαν πατρίδα τους, όπως έγινε και μ’ εμάς. Δύο από αυτούς τους ανθρώπους έχω την τύχη να αποκαλώ δικά μου άτομα, και είναι η Μαρία και η Τάνια.
Η Μαρία (πλέον είκοσι τεσσάρων ετών) είχε εγκατασταθεί μόνιμα με το αγόρι της στην Αγγλία, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο πλάνο επαναπατρισμού. Σε μία από τις συζητήσεις μας μου μίλησε κι αυτή για το “μαγνητικό φαινόμενο” του χωριού και το πώς σε μια επίσκεψή της πριν από κάποια χρόνια με το αγόρι της, που έχει ρίζες εδώ, κατάλαβε ότι κάπως, με κάποιον τρόπο θα έμενε εδώ για πάντα. Χρόνια μετά αποφάσισαν να αφήσουν τα πάντα πίσω τους και να γυρίσουν πίσω στο παλιό οικογενειακό σπίτι του αγοριού, να το ανακαινίσουν και να ξεκινήσουν μια νέα ζωή από την αρχή, ασχολούμενοι με τη γεωργία.
Την ίδια περίπου ιστορία αφηγήθηκε και η Τάνια, που με τον άνδρα της και το παιδί της ήρθαν στο χωριό πριν από δέκα χρόνια, χωρίς να έχουν ρίζες ή σπίτι στην περιοχή. Έψαχναν να αγοράσουν σπίτι σε όλη τη Φθιώτιδα για να εγκατασταθούν μόνιμα στην ηπειρωτική Ελλάδα μετά από χρόνια εποχικής εργασίας σε νησιά του Αιγαίου και ο δρόμος τούς έβγαλε με έναν ανεξήγητο τρόπο στο χωριό μας. Κάποιο πιο κυνικό μυαλό θα σου μιλήσει για συμπτώσεις και συγκυρίες, αλλά το προσωπικό βίωμα όλων των ανθρώπων που έφτασαν εδώ έχει μπόλικη αστερόσκονη και την έντονη αίσθηση του προορισμού.

Θα ήθελα να δω τα καταστήματα του χωριού μας να ανοίγουν ξανά. Οι αποστάσεις είναι μηδαμινές από τα διπλανά χωριά που έχουν επιλογές σε εμπορικά και μη καταστήματα, αλλά το χωριό μας αποτελείται μόνο από σπίτια. Θα ήθελα να δω το καφενείο μας να ανακαινίζεται και να ανοίγει ξανά, έναν φούρνο ή μια καφετέρια. Καταλαβαίνω το ρίσκο κάθε τέτοιας επιχειρηματικής δραστηριότητας, αλλά πιστεύω πολύ στο ντόμινο αλλαγών που θα μπορούσε να δώσει περισσότερη ζωή ξανά στο χωριό μας.
Σε κάποιον που θέλει να κάνει το μεγάλο βήμα να φύγει από μια μεγάλη πόλη και να ζήσει τη ζωή του μικρού χωριού θα πω να δώσει χρόνο. Ο τρόπος ζωής είναι πολύ διαφορετικός και δεν μπορούν να φτιάξουν όλα σε διάστημα εβδομάδων ή λίγων μηνών. Για την εύρεση σπιτιού θα προτείνω να μη βασιστεί σε αγγελίες ή μεσίτες αλλά να προσπαθήσει να ψάξει αυτοπροσώπως, γιατί υπάρχουν πολλά σπίτια που έχουν αδειάσει και οι κληρονόμοι δεν έχουν ασχοληθεί με την πώλησή τους επίσημα. Και το πιο σημαντικό, να μην έρθει έχοντας εξιδανικεύσει ή ρομαντικοποιήσει καταστάσεις στο μυαλό του, γιατί η πραγματικότητα ίσως τον απογοητεύσει, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση εξιδανίκευσης. Η ζωή στην ύπαιθρο είναι αλήθεια μαγική, αλλά οι ταινίες ή οι σειρές δεν είναι ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής. Στην πραγματικότητα, θα κληθείς να αντιμετωπίσεις προκλήσεις και να δουλέψεις σκληρά».
Στείλτε τις προτάσεις σας για τη στήλη «Γειτονιές της Ελλάδας» στο [email protected]