ΘΕΣ ΝΑ ΚΟΨΕΙΣ το αλκοόλ. Και μαζί θες να διατηρήσεις την κοινωνική σου ζωή. Να μη σταματήσουν να σε προσκαλούν να βγείτε. Να μη σκέφτεται ο κόσμος «άσ' το, μωρέ, δεν πίνει, ας κανονίσουμε άλλη φορά, θα βαρεθεί».
Απ’ τη μια μεριά, είναι πολύς ο κόσμος που θέλει να μειώσει ή να κόψει τελείως το αλκοόλ. Απ’ την άλλη, η νηφαλιότητα μοιάζει σχεδόν ανθελληνική. Πας Κρήτη διακοπές; Πιες μια ρακή. Πας σε φίλες να σε φιλοξενήσουν; «Πήρα και ένα κρασάκι να κάτσουμε το βράδυ». Πας σε corporate event, σε άνοιγμα γκαλερί, σε πάρτι της δουλειάς, σε πάρτι φίλων ή σε ένα απλό μπαρ; Το αλκοόλ ρέει.
Νερό μπορεί να μην υπάρχει, αλκοόλ θα υπάρχει σίγουρα. Θέλω να πω, το να κόψει κανείς το αλκοόλ στην Ελλάδα δεν είναι απλώς αλλαγή μιας συνήθειας. Μπορεί να βιωθεί σαν μια ουσιαστική, βαθιά μετατόπιση από μία κοινωνική συνθήκη σε μία άλλη. Φλερτάρουμε, ανοιγόμαστε, ερωτευόμαστε, κάνουμε networking, εξομολογούμαστε και κλείνουμε δουλειές συνοδεία ποτού. Όταν αφαιρέσεις το ποτό, δεν πηδάς ένα βήμα. Αλλάζεις τη διαδικασία, και αυτό πάντοτε επηρεάζει το αποτέλεσμα.
«Σε κοινωνικό επίπεδο, αν έχω δεχτεί κάτι, είναι ερωτήσεις. Θα ερωτηθώ γιατί έκοψα το αλκοόλ, αν δεν πίνω καθόλου και τι χάρη να μου κάνουν για να πιω ένα σφηνάκι μαζί τους. Απαντώ την αλήθεια, ότι η υγεία μου δεν είναι σε καλή κατάσταση και μειώνω ό,τι την κάνει χειρότερη».
Μίλησα με ανθρώπους που έχουν κόψει το αλκοόλ σχετικά με τις συνέπειες που είχε αυτή τους η απόφαση στην κοινωνική τους ζωή.
Η Εύα είναι 35 χρονών και όταν γνωριστήκαμε έπινε ένα μπουκάλι τεκίλα για ορεκτικό, πριν περάσει στο κυρίως. Εδώ και δύο χρόνια είναι εντελώς νηφάλια. Μια μέρα είπε «τέρμα» και όντως ήταν τέρμα. «Δεν με δυσκόλεψε το κοινωνικό, δηλαδή το έξω και τα ποτά μετά τη δουλειά. Με δυσκόλεψαν άλλα πράγματα. Χώρισα άσχημα απ’ τον άντρα που νόμιζα ότι θα παντρευτώ πέντε μήνες αφότου στέγνωσα. Κατευθείαν πήγα να πάρω ένα μπουκάλι κρασί, αμέσως μόλις έφυγε απ’ το σπίτι πρώτη φορά. Πάω στο σούπερ μάρκετ και μένω λίγο μαλάκας, λέω “κάτσε. Επιτρέπεται να πιω επειδή χώρισα;”. Πήρα δύο μπουκάλια. Ε, δεν τα ήπια. Δεν ήπια ούτε όταν πέθανε η γιαγιά μου, που ήμασταν κοντά. Τον καφέ της παρηγοριάς τον ήπια, το κονιάκ όχι. Λέω απλώς ότι δεν θέλω να πιω σήμερα. Δεν μου ’χει πει ποτέ κανείς κάτι. Όταν είμαι έξω παίρνω κυρίως φαγητό και αν είμαι σε μέρος χωρίς καθόλου φαγητό, παίρνω μπίρα χωρίς αλκοόλ ή ρωτάω να μου πουν τι έχουν από επιλογές».
Η Δώρα, που αποφάσισε να κόψει το αλκοόλ όταν συνειδητοποίησε ότι ταύτιζε το «ας βρεθούμε» με το «πάμε να γίνουμε λιώμα και να περπατάμε ξυπόλυτες στην Ομόνοια», έχει εντελώς διαφορετικά πράγματα να αφηγηθεί. «Έναν χρόνο και δύο μήνες νηφάλια. Άλλαξαν όλα. Όλα. Φοβόμουν ότι θα σταματήσω να έχω κοινωνική ζωή και όντως σταμάτησα να έχω. Έβγαινα με την κοριτσοπαρέα, οι άλλες γινόντουσαν τύφλα, εγώ περίμενα έξι ώρες να γυρίσουμε σπίτι και ζήλευα. Ζήλευα απ’ τα βάθη της ψυχής μου, ήθελα να πιω, να γίνω χώμα, να ξεχάσω τη μέρα μου, τη δουλειά μου, να ξυπνήσω πρωί και να νιώθω ότι όντως η μέρα είναι καινούργια, όχι ότι απλώς κοιμήθηκα και συνεχίζω τη χθεσινή. Ξεκίνησα ψυχοθεραπεία εστιασμένη στη διακοπή του αλκοόλ. Κάθε φορά που πήγαινα ήθελα να πιω, οπότε σταμάτησα την ψυχοθεραπεία κι έκοψα τις εξόδους».
Το αλκοόλ, όπως μου εξηγεί, πρωταγωνιστούσε στην καθημερινότητά της. «Με τις παρέες μου πάμε σε καινούργια μπαρ, δοκιμάζουμε εστιατόρια, πάμε για wine tasting, γενικά περνάμε καλά. Όταν πήγα πρώτη φορά σ’ εστιατόριο και την έβγαλα με νερό, ήθελα να πεθάνω. Πάνω από εξήντα φορές έχω αγοράσει τζιν ή κρασί ή κάτι για το σπίτι, για να υπάρχει. Κάθε μέρα έλεγα “δεν αξίζει μια ζωή χωρίς αλκοόλ, καλύτερα να πεθάνω”. Κι επειδή έλεγα ότι είναι καλύτερο να πεθάνω απ’ το να ζήσω νηφάλια, συνέχιζα να είμαι νηφάλια. Δεν ήθελα να είμαι κάποια που δεν έχει ζωή αν δεν πίνει. Πίεζα τον εαυτό μου να θυμηθεί τα ξεφτιλίκια μου. Έχω βγει ξυπόλυτη στην Ομόνοια. Έχω κατουρήσει στο κέντρο του Κεραμεικού, μπροστά στο μετρό, ενώ έβγαινε ο κόσμος. Αυτό ήταν το “περνάμε καλά, κάνουμε τρέλες”.
Κάτι έγινε κάποια στιγμή, μεγάλωσα ίσως και δεν ήθελα να είμαι πια αυτή. Αλλά ναι, μου κόστισε και γκομενικά και φιλικά και επαγγελματικά. Όχι γιατί οι άλλοι είναι κάπως, αλλά γιατί εγώ δεν θέλω να βγω tinder date νηφάλια. Δεν το κάνω καν εικόνα, δεν πρόκειται να συμβεί. Όχι, δεν θέλω να βγω με τους μαλάκες που τρώω στη μάπα στο γραφείο και να είμαι νηφάλια. Οι παρέες μου με έχουν στηρίξει ως επί το πλείστον. Στην αρχή βγήκαμε για μερικούς καφέδες, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Δεν είμαι γενικά πρήξω, πήρα μια απόφαση για μένα, θα τη λουστώ. Καλά είμαι γενικά. Ούτε ευτυχισμένη, ούτε δυστυχισμένη. Απλώς, νηφάλια. Κάποιες φορές περήφανη, κάποιες φορές θέλω να γίνω λιώμα. Είμαι στον έναν χρόνο, ελπίζω στα τρία να νιώθω αλλιώς».
Ο Βασίλης πήρε την απόφαση να κόψει το αλκοόλ στα 50 του χρόνια. «Βγαίνω με τους συναδέλφους μου τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, πάμε σε μια ταβέρνα, πίνουμε το κρασάκι μας, τρώμε τα μεζεδάκια μας και λέμε, λέμε, να περάσει η ώρα. Κράτησα το μεζεδάκι, έβγαλα το κρασάκι. Απλό. Πιο δύσκολο ήταν να μη συνοδεύω τη γυναίκα μου το βράδυ, που κλείναμε τη μέρα μας μ’ ένα λικέρ ή ένα ωραίο κρασί στο μπαλκόνι μας.
Σε κοινωνικό επίπεδο, αν έχω δεχτεί κάτι, είναι ερωτήσεις. Θα ερωτηθώ γιατί το έκοψα, αν δεν πίνω καθόλου και τι χάρη να μου κάνουν για να πιω ένα σφηνάκι μαζί τους. Απαντώ την αλήθεια, ότι η υγεία μου δεν είναι σε καλή κατάσταση και μειώνω ό,τι την κάνει χειρότερη. Μαζί με το αλκοόλ δίνω την πολύ σκληρότερη μάχη της διακοπής του τσιγάρου. Αυτό είναι ο πραγματικός διάολος. Μπροστά στο τσιγάρο, το αλκοόλ είναι παιχνίδι. Αν οι συνάδελφοί μου ή οι φίλοι μου σταματούσαν να με καλούν κάπου επειδή σταμάτησα να πίνω, θα εκπλησσόμουν. Ποτέ δεν ήμουν πότης. Ήμουν περισσότερο κοινωνικός κρασοκαταναλωτής».
Ο Τζο πήρε την απόφαση να διακόψει το αλκοόλ στα 22 του χρόνια. «Με πείραζε γιατί παίρνω αντικαταθλιπτικά. Οι φίλοι μου εξαφανίστηκαν. Να σου πω ότι μου είπανε ότι δεν είμαι φαν πια; Να σου πω ότι μου είπανε ότι όλοι παίρνουμε αντικαταθλιπτικά και το συνδυάζουμε; Να σου πω ότι κάνανε πάρτι στην κολλητή μου και δεν με καλέσανε γιατί “έχω αλλάξει”; Ξεκίνησα να κάνω παρέα με κάποια παιδιά απ’ τη σχολή που είναι άλλη φάση, αλλά τουλάχιστον δεν απαιτούν από μένα να πίνω όποτε βγαίνουμε. Άρχισα πάλι να ζωγραφίζω, που το είχα αφήσει. Είναι πέντε μήνες τώρα, έκανα dry January να δω πώς είναι. Δεν μου λείπει να ξυπνάω σκατά. Μου λείπει να κάνω σεξ με αλκοόλ, να είμαι άνετος, να είμαι χαλαρός. Μου λείπει να βγαίνω με παρέες και να γελάμε. Μου λείπει το κλαμπ, δεν είναι το ίδιο χωρίς. Κουμπώνω πράγματα, εννοείται, αλλά θα το κόψω κι αυτό κάποια στιγμή. Ένα ένα. Το τσιγάρο όχι, χωρίς τσιγάρο δεν ζεις».
H Αλκμήνη, 27 χρονών, είδε τη διακοπή αλκοόλ σαν project. «Έβαλα κάτω τα δεδομένα. Έπινα κάθε βράδυ. Έπινα με φίλες, φίλους, γνωστούς. Έγραψα κάθε πρόσωπο σε ένα χαρτί και δίπλα το είδος της σχέσης μας. Ας πούμε, “Μαρίνα, μιλάμε για τα τραύματά μας”. “Ηλέκτρα, πάμε για χορό και περιπτερόμπιρα σε ωραίες θέες”. Κατάλαβες. Μετά έβαλα τη λίστα στο chat και το ρώτησα τι δραστηριότητες μπορώ να κάνω με αυτά τα άτομα που δεν περιλαμβάνουν αλκοόλ. Για παράδειγμα, με τη φίλη μου την Ηρώ που “βεντάρουμε” για όλη μας τη ζωή, έκλεισα να πάμε στο rage room Λίμπα στο Μοναστηράκι αντί να πιούμε σπίτι μου. Με δύο φίλες που βγαίνουμε τριάδα, βρήκα sober party στον Κεραμεικό με electro pop και πήγαμε εκεί για χορό και mocktails. Ανακοίνωσα στο αγόρι μου ότι θα κόψω το αλκοόλ και του έφτιαξα μια λίστα με εκατό δραστηριότητες που μπορούμε να κάνουμε μαζί αντί να πίνουμε. Στην αρχή δεν τρελάθηκε, αλλά μετά ενεργοποιήθηκε.
Αγόρασα φυτά και άρχισα την κηπουρική. Φρόντισα να είναι όλα απαιτητικά φυτά. Αποφάσισα να φτιάξω το σπίτι μου. Έγραψα τι δουλειές χρειάζεται να γίνουν, υπολόγισα τις ώρες που αφιέρωνα στο να πίνω και “μετέφρασα” τον χρόνο σε επιδιορθώσεις και μίνι ανακαινίσεις. Έστειλα στο HR μου άρθρα για τη διακοπή του αλκοόλ ως μόδα και πρότεινα να έχουμε sober επιλογές για να είμαστε και πιο φιλικοί στη GenZ του γραφείου. Το εφάρμοσαν και όντως την πρώτη φορά που είχαμε event με mocktails άκουσα πολύ κόσμο να τα προτιμά. Συνέχισα να βγαίνω, αλλά αυτήν τη φορά πρότεινα μέρη με επιλογές για μένα. Υπάρχουν μαγαζιά με τζιν χωρίς αλκοόλ, με κοκτέιλ που έχουν ποτά χωρίς αλκοόλ ως βάση ή τα απλά mocktails. Σε κάθε μαγαζί μπορείς να παραγγείλεις ανθρακούχο με στυμμένο λεμόνι, αλλά πλέον τα περισσότερα έχουν και κάτι virgin. Τα πιο ψαγμένα σερβίρουν ποτά άλλης φιλοσοφίας, που δεν είναι χυμοί κι έχουν το πικρό του αλκοόλ χωρίς το μεθύσι. Μπήκα σε κόπο γιατί ήθελα να συνεχίσω να περνάω καλά με τον κόσμο μου. Δεν ήθελα να πίνω μαζί τους. Προς το παρόν, πάει μια χαρά. Το μόνο που μπορώ να πω ως αρνητικό είναι ότι γνωρίζω λιγότερο κόσμο. Τον περισσότερο κόσμο τον γνώριζα μεθυσμένη σε κάποιo τραπέζι. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις, έτσι δεν λένε;»