Ολός χταποδιού: Ένας σπάνιος μεζές και η σχέση του με το κίνημα zero waste

Το μονάκριβο φαγητό με τον ολό του χταποδιού και το κίνημα «zero waste»  Facebook Twitter
Το πουγκί με τους ολούς του χταποδιού. Φωτ.: ©NikosGMastropavlos_EudemoniaGR
0

ΗΤΑΝ, ΤΕΛΙΚΑ ΤΟΣΟ ΞΕΝΗ ΚΑΙ ΕΞΩΤΙΚΗ –με την έννοια του ανοίκειου– στον παραδοσιακό τρόπο των νησιωτών η σύγχρονη αντίληψη  zero waste, όσο υποδηλώνει η αγγλόφωνη εκδοχή του κινήματος που αρχίζει όλο και πιο δραστικά να επενεργεί κυρίως στις σύγχρονες διατροφικές συνήθειες; Όχι, βέβαια! Απλώς δεν ένιωθαν καμιά ανάγκη να περιγράψουν με έναν συγκεκριμένο όρο τον σεβασμό απέναντι στην ηθική, την αξία και την οικονομία της τροφής, καθώς το πνεύμα του zero waste ήταν ο πυρήνας του τρόπου ζωής τους.

Η επανάχρηση των παλιομένων υλικών, η ελαχιστοποίηση των απορριμμάτων και, κυρίως, η εξάντληση των δυνατοτήτων των πρώτων υλών ήταν κεντρικές ιδέες στη φιλοσοφία των νησιωτών. Αρμάθιαζαν την ψαριά τους περνώντας τη σε άχρηστα κομμάτια πετονιάς από παροπλισμένα παραγάδια ή σε φύλλα από βάγια σχισμένα στη μέση (όπως αυτά που οι ιερείς πλέκουν στους σταυρούς την Κυριακή των Βαΐων) ή τη συγκέντρωναν σε καλάθια που ήταν πλεγμένα με φυσικά υλικά, εντελώς διαφορετικά από τα σύγχρονα εντελώς πλαστικά. Οι σημαδούρες για τα παραγάδια και τα δίχτυα δεν ήταν από φελιζόλ αλλά φυσικά φλασκιά που κρέμονταν και ωρίμαζαν επάνω στο φυτό. 

Αν και διαφορετική η ονομασία του, η ουσία παραμένει μία και μοναδική. Παραπέμπει απευθείας στην πιο βαθιά γεύση της νησιωτικότητας, όπως αυτή που εκρήγνυται στο στόμα μόλις δοκιμάσεις φούσκες ή πίνα.

Οι αλιείς δεν πετούσαν ποτέ τα ψάρια που χτυπούσαν οι ψείρες της θάλασσας ή τα άφηνε μισά η ανάγκη της φώκιας να τραφεί κι αυτή ή κάποιου άλλου αρπακτικού ψαριού. Μπορεί να μην είχαν εμπορική αξία για τους αγοραστές, αλλά είχαν θρεπτική αξία και ήταν απολαυστικά για τους ίδιους, αφού γίνονταν η βάση της περίφημης κακαβιάς που μαγειρευόταν στο καΐκι. Ποτέ δεν φιλετάριζαν τα μεγάλα ψάρια, πετώντας κεφάλια, κολλάρα ή τα μαλακά μέρη της κοιλιάς για να φύγουν μαζί τους και τα αγκάθια. Δεν τα φοβόντουσαν και μάλιστα οι πιο μερακλήδες θεωρούσαν υπέρτατη απόλαυση το να ξεκοκαλίζουν κεφάλια μεγάλων ψαριών ή να «ξεπιπιρίζουν» τραγανά τηγανητά μικρόψαρα. Καθάριζαν τα ψάρια αφαιρώντας μόνο τα λέπια, τα σπάραχνα και τα εντόσθια, κι αυτά όχι όλα, γιατί τα συκώτια, τα αυγά και τα στομάχια ήταν δυνάμει εξαιρετικοί μεζέδες. Όπως και ο ολός του χταποδιού.

Το μονάκριβο φαγητό με τον ολό του χταποδιού και το κίνημα «zero waste»  Facebook Twitter
Ολοί τηγανητοί. Φωτ.: ©NikosGMastropavlos_EudemoniaGR

Σπάνιος μεζές, αλλά σπάνια και η λέξη που τον περιγράφει. Ακούγεται από πολύ παλιά στο Αιγαίο, αδιάκοπα, παράλληλα με τον σάλο της τρικυμίας ή το θρόισμα της γαλήνης. Στα αρχαία ελληνικά ολός σήμαινε θολός, λασπώδης, αλλά και το μελάνι της σουπιάς. Δεν ξέρουμε ποια από τις δύο σημασίες όρισε την ονοματοθεσία (δηλαδή, αν το σκούρο λασπώδες παρέπεμψε στο μελάνι της σουπιάς ή το μελάνι της σουπιάς παρέπεμψε στο σκούρο λασπώδες), εκείνο που ξέρουμε όμως είναι ότι η σύνδεση είναι εμφανής. Μόνο που εμείς στο Αιγαίο δεν αποκαλούμε πλέον έτσι το μελάνι της σουπιάς αλλά τα εντόσθια που το χταπόδι κρύβει στην κουκούλα του – μαζί και τη σακούλα του μελανιού. Στη Μύκονο τον αποκαλούν ολό, αλλού θολό, στην Κάλυμνο λολό, ενώ εμείς στο νησί τον λέμε αλό.

Αν και διαφορετική η ονομασία του, η ουσία παραμένει μία και μοναδική. Παραπέμπει απευθείας στην πιο βαθιά γεύση της νησιωτικότητας, όπως αυτή που εκρήγνυται στο στόμα μόλις δοκιμάσεις φούσκες ή πίνα, όταν, βέβαια, αποφάσιζαν να τον δοκιμάσουν. Οι ψαράδες πολύ σπάνια έτρωγαν το χταπόδι, όχι γιατί δεν τους άρεσε αλλά γιατί το χρησιμοποιούσαν σε πιο «ανταποδοτικές» ενέργειες, όπως το δόλωμα χοντρών παραγαδιών για αποσπερινές καλάδες με στόχο τα πολυτελή μεγάλα «άσπρα» ψάρια, τα φαγκριά και τις συναγρίδες. Ο ολός δεν δολώνεται όμως· μπορεί κάλλιστα να γίνει «πασμός», μια ωραία πρόσκληση για να φέρεις τις σμύνερες κοντά και να τις πιάσεις με καμάκι ή μεγάλο αγκίστρι. Κι επειδή οι ψαράδες θεωρούν υποτιμητικό να ψαρεύουν σμύνερες –τις άφηναν στους άμαθους βοσκούς–, μπορούσαν να πάρουν τον ολό στο σπίτι, να τον αλευρώσουν, να τον τηγανίσουν στο ελαιόλαδο και να τον σερβίρουν με λεμόνι ως έναν εξαιρετικό μεζέ για το ούζο. Αλλά και πάλι ήταν μεζές, γιατί οι ολοί ποτέ δεν ήταν πολλοί.

Εγώ, όμως, είχα μπροστά μου τόσο πολλούς, που μπορούσαν να γίνουν κανονικό φαγητό. Τους μάζεψα από τα «σκουπίδια» του ιχθυοπωλείου την παραμονή της Καθαρής Δευτέρας. Υποψίασα τον Γιώργο και τον Νίκο, που έχουν την «Πάρο» στη γωνία Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου, να μην πετάνε τους ολούς από τα πολλά χταπόδια που παραδίδουν καθαρισμένα στους πελάτες, και να τους φυλάνε για μένα. Πραγματικά δεν ήξερα τι θα τους έκανα, γιατί μπορεί να ήξερα για τον τηγανητό ολό, αλλά δεν είχα ακούσει ποτέ για ολοκληρωμένο φαγητό με το μελάνι του χταποδιού. Φαντάστηκα ότι θα πήγαινε στα ζυμαρικά ως σάλτσα, αλλά δεν σκέφτηκα ποτέ ότι οι ολοί θα αποτελούσαν μια αυτοδύναμη γεύση, εντελώς πρωτότυπη, χωρίς τη συνδρομή πολλών άλλων υλικών, που θα ταίριαζε περίφημα με τα λιγκουίνι.

Το μονάκριβο φαγητό με τον ολό του χταποδιού και το κίνημα «zero waste»  Facebook Twitter
Λιγκουίνι μαγειρεμένο με τους ολούς του χταποδιού. Φωτ.: ©NikosGMastropavlos_EudemoniaGR

Σαν υπνωτισμένος, με οδηγό το ένστικτο του νησιώτη, άρχισα να κατασταίνω το φαγητό ταξιδεύοντας προς τις γενέθλιες γεύσεις που, αν και ποτέ άλλοτε κανείς δεν είχε μαγειρέψει ίσως, μου φαίνονταν πολύ οικείες. Έκλεισα στη λαδόκολλα έξι ολούς μαζί με ελαιόλαδο, ξίδι από σταφύλι, σκελίδες σκόρδου, ολάκερα κλαδάκια άνηθου, ζωντανά ακόμα φύλλα του δυόσμου από τη γλάστρα του μπαλκονιού, το ανθισμένο, ξερό θυμάρι από τα όρη της Κάσου και τα εξωτικά μπούκοβο και κουρκουμά. Τα σφράγισα με ασημόχαρτο και τα έβαλα στον φούρνο που έκαιγε ήδη στους 180ºC. 

Μετά από είκοσι λεπτά, το άνοιγμα του «πουγκιού» μάς αποκάλυψε έναν παχύρρευστο πολτό από τους ολούς που είχαν λιώσει στο μεγαλύτερο μέρος τους. Μετάγγισα το περιεχόμενό του στο τσουκάλι μαζί με τα στερεά μέρη του που είχαν μαγειρευτεί, αλλά δεν είχαν λιώσει, και αφαίρεσα μόνο τα κλαδάκια του άνηθου που κρατούσαν ακόμη. Πρόσθεσα τον χυμό μισού λεμονιού και βοήθησα με το κουτάλι στην καλύτερη πολτοποίηση της σάλτσας που έσμιγε με τα ήδη βρασμένα λιγκουίνι. Στο κοίνωμα του φαγητού σε πιατέλα ζωγραφισμένη από την Ειρήνη Ηλιοπούλου πρόσθεσα φρέσκο ψιλοκομμένο άνηθο και φρεσκοτριμμένα πιπέρια, και δεν απέφυγα, μαζί με τα ζυμαρικά, να παίρνω και τα στερεά κομμάτια του ολού που είχαν μείνει. Μάλιστα, στο δικό μου πιάτο επιδίωξα να παρασύρω περισσότερα, υποπτευόμενος ότι κι αυτά θα ήταν εξαιρετικά νόστιμα, όπως και όλο το πρωτότυπο πιάτο. 

O Νίκος Γ. Μαστροπαύλος είναι ο δημιουργός του site eudemonia.gr. 

 

Γεύση
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Agora symi

Γεύση / Agora: Η πιο γραφική ανηφόρα της Σύμης οδηγεί σε μια κουζίνα με χαρακτήρα

Σε ένα μικρό μπαλκόνι με θέα τα παστέλ αρχοντικά της Σύμης, ο Χρήστος Σιδηρόπουλος σερβίρει μια ελληνική κουζίνα που συνομιλεί με το παρελθόν χωρίς να το αντιγράφει – μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά ακούγεται καθαρά.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Οι ανθοί της cucina povera

Γεύση / Κολοκυθανθοί: Τα λουλούδια της φτωχής αλλά σοφής κουζίνας

Τα άνθη που είτε βουτιούνται στο κουρκούτι είτε γίνονται τροφαντός ντολμάς κρύβουν φθαρτή ομορφιά και μεγάλη γευστική παράδοση — πολύ πριν ο οδηγός Michelin αναδείξει τάσεις σαν το zero waste και το «από το χωράφι στο τραπέζι».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Το κρασί με απλά λόγια / Αμπέλι, άστρα και συναίσθημα: Ο Θοδωρής Κοντογιάννης και η βιοδυναμική οινοποίηση

Πώς επηρεάζει η αστρονομία τις καλλιεργητικές πρακτικές στο αμπέλι; Η Υρώ Κολιακουδάκη και ο Παναγιώτης Ορφανίδης σε μια συζήτηση με τον Θοδωρή Κοντογιάννη για τη σχέση του ανθρώπου με τη γη, την τεχνολογία και το κρασί, έξω από τα συνηθισμένα.
ΥΡΩ ΚΟΛΙΑΚΟΥΔΑΚΗ
Οι ιδιαίτερες γεύσεις του καλοκαιριού στο Αιγαίο

Γεύση / Σαρδέλες Καλλονής, Φούσκες, Σκίζα. Αυτή είναι η γεύση του Αιγαίου

Οι μένουλες Καρπάθου, το σπινιάλο Καλύμνου, η σκίζα της Μήλου και η μόστρα της Μυκόνου: Από τον ιωδιούχο αφρό του Αιγαίου ως τα μητάτα των Κυκλάδων, η γεύση του καλοκαιριού αποτυπώνεται σε προϊόντα που φέρουν την ιστορία και το φως των νησιών.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
ΕΠΕΞ Ελένη Σαράντη

Γεύση / Ελένη Σαράντη: «Κυνήγησα πράγματα που τελικά δεν είχαν σημασία»

Μετά από μια δύσκολη στιγμή, κατάλαβε πως η μόνη επιβράβευση που μετρά δεν είναι τα αστέρια, αλλά το “φάγαμε καταπληκτικά”. Όταν την αποκαλούν σεφ, απαντά απλά: «Εγώ μαγειρεύω». Η υπερήφανη μαγείρισσα που προκαλεί ουρές στην οδό Σαλαμίνος, στον Κεραμεικό, είναι η Αθηναία της εβδομάδας.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Το κρασί με απλά λόγια / Από τη γαλλική bistronomie στο σαμιώτικο αμπέλι: Η συναρπαστική διαδρομή του Βασίλη Αλεξίου

Ο σεφ και οινοποιός μας ταξιδεύει από τη Σαντορίνη στο Παρίσι, στο Μarais, όπου είχε μια πολύ επιτυχημένη μακρόχρονη πορεία ως ένας από τους δημιουργούς του ρεύματος του bistronomie. Τώρα βρίσκεται στη Σάμο όπου φτιάχνει κρασιά τα οποία εκφράζουν την προσωπικότητά του και τον χαρακτήρα του, με σκοπό να τα απολαμβάνει ο κόσμος με το φαγητό του, μαζί με άλλους ανθρώπους.
THE LIFO TEAM
Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Nothing Days / Νάπολη: Γιορτάζοντας τη χαρά της ζωής στη σκιά του Βεζούβιου

Ένα «ανοιξιάτικο» τριήμερο σε μία πόλη που ξέρει από φυσικές καταστροφές αλλά ξέρει και να υμνεί τη ζωή, και μία μεγάλη βόλτα στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Από το αρχαίο «fast food» στις σύγχρονες γεύσεις της ναπολιτάνικης κουζίνας.
M. HULOT
Τραπέζι κάτω από την κληματαριά

Γεύση / Τραπέζια κάτω από βαθύσκιωτες κληματαριές. Αυτό είναι το καλοκαίρι

Σκάροι με μπάμιες μαγειρεμένα στον χυμό των ανώριμων σταφυλιών από την κληματαριά της αυλής μας, σκορπιοί μακαρονάδα με ρόγες των ώριμων τσαμπιών, καθώς και αρνάκι κοκκινιστό με γλυκόξινες αγουρίδες. Αυτές είναι οι γεύσεις που αξίζουν τον ίσκιο της κληματαριάς.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Το κρασί με απλά λόγια / Αν ζούσε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, το ελληνικό κρασί θα ήταν διαφορετικό

Ένα podcast από την Υρώ Κολιακουδάκη Dip WSET και τον Παναγιώτη Ορφανίδη αφιερωμένο σε έναν πιονέρο του ελληνικού αμπελώνα, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι.
THE LIFO TEAM