Η ζωή συνεχίζεται

Facebook Twitter
0

Όταν διαβάζω για περιπτώσεις κοινοτήτων που καταφέρνουν να εκμεταλλευτούν και την πιο ατυχή συγκυρία μετατρέποντάς την σε κάτι θετικό έχω αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα.

Προφανώς η πρώτη μου αντίδραση είναι η χαρά και η ελπίδα. Η ανθρώπινη ευρηματικότητα αυξάνεται σε στριμωγμένες περιόδους- γιατί να ταλαιπωρείς το μυαλουδάκι σου όταν όλα είναι λυμένα; Η ευρηματικότητα σε συνδυασμό με την σκληρή δουλειά σιγά σιγά ίσως αρχίσει να καταπολεμά την αρχική κατάσταση και στο μέλλον ίσως μπορέσει και να την ανατρέψει.

Αυτή είναι η πρώτη μου σκέψη. Μετά όμως σκέφτομαι τους φτωχούς όλης της γης, που δεν έχουν καταφέρει να ανατρέψουν την κατάστασή τους. Τα καλά νέα, όπως αυτό που ακολουθεί, εμπεριέχουν μία άγρια καπιταλιστική σκέψη: αν είσαι φτωχός, είναι επειδή δεν έχεις το μυαλό για να βελτιώσεις την κατάστασή σου: κοίτα τί έχει καταφέρει ο Τάδε και ο Δείνα!

Ποιος έχει ψάξει τελικά αν ο Τάδε και ο Δείνα όντως κατάφεραν να αλλάξουν τη μοίρα τους; Μένουμε με την εντύπωση ότι αν προσπαθήσεις αρκετά, θα τα καταφέρεις. Ισχύει ή είναι ένας μία μέθοδος για να νιώθουμε  αποκλειστικά υπεύθυνοι, όταν δεν τα καταφέρνουμε, παρά την προσπάθεια;

Υποθέτω ότι, όπως στα περισσότερα θέματα, η απάντηση δεν είναι μονοσήμαντη: ισχύει και το ένα και το άλλο. Η ιστορία που ακολουθεί είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Το παράδειγμα του Ντιτρόιτ

Ο πληθυσμός του Ντιτρόιτ ξέρει πολύ καλά την έννοια της «κρίσης» εδώ και πολλά χρόνια, για την ακρίβεια από το 1960. Από τότε που οι αυτοκινητοβιομηχανίες μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και πήγαν εκεί όπου τα μεροκάματα είναι πιο φτηνά, ο κόσμος άρχισε να εγκαταλείπει την περιοχή και οι λίγοι που δεν έφυγαν, ήταν αυτοί που δε μπορούσαν. Αυτή τη στιγμή η άλλοτε μεγαλούπολη έχει 700.000 κατοίκους, το 32% ζει κάτω από το όριο της φτώχιας και περισσότεροι από τους μισούς αυτού του ποσοστού είναι κάτω των 18 χρονών. Μία έρευνα υποστήριξε ότι ο μισός πληθυσμός της πόλης αδυνατεί να συμπληρώσει μία αίτηση ή να κατανοήσει γραπτές οδηγίες. Η φτώχια, η άγνοια και τα εγκαταλειμμένα σπίτια αφθονούν.

Αυτό που επίσης αφθονεί είναι τα άδεια οικόπεδα από οικογένειες που έχουν εγκαταλείψει την πόλη και δεν κατάφεραν να τα πουλήσουν. Πολύ λίγα σπίτια έχουν γείτονες και στις δύο πλευρές, πράγμα που πολλαπλασιάζει τις ανεκμετάλλευτες εκτάσεις. Αυτό ώθησε μερικούς κατοίκους στο να αρχίσουν να καλλιεργούν την παρατημένη γη σε ένα πλαίσιο ημιπαρανομίας.  Αυτοί οι κοινοτικοί κήποι είναι εντελώς κοινόχρηστοι: είναι τόσο εκτεταμένοι που οποιοσδήποτε μπορεί να πάρει ό,τι θέλει χωρίς απαραίτητα να συμμετέχει. Αρκετοί αστικοί αγρότες καταφέρνουν σχετική αυτονομία όχι μόνο σε λαχανικά αλλά και σε άλλα προϊόντα όπως μέλι και αβγά, μέρος των οποίων πουλούν και εξασφαλίζουν επιπλέον εισόδημα.

Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτοί οι ιδιότυποι συνεταιρισμοί έχουν οργανωθεί περισσότερο και έχουν καταφέρει να εξασφαλίσουν δωρεάν το νερό από την πολιτεία, τρέφοντας ολόκληρες γειτονιές. Πλέον ορισμένοι συνειδητοποίησαν ότι εκτός από έξυπνη ιδέα, μπορεί να γίνει και νόμιμη επιχείρηση: οι τιμές είναι τόσο χαμηλές (260 ευρώ για ένα οικόπεδο) που άρχισαν να αγοράζουν εκτάσεις, προκειμένου να μπορέσουν να πουλάνε αποδίδοντας και τους σχετικούς φόρους.

Σε αρκετές περιπτώσεις η αγορά δεν είναι εφικτή, ειδικά όταν πρόκειται για κομμάτια γης που ανήκουν στο δημόσιο. Η τοπική αυτοδιοίκηση παρακολουθεί το φαινόμενο χωρίς να επεμβαίνει και οι κάτοικοι ανησυχούν μήπως μία μέρα βρεθούν κατηγορούμενοι για καταπάτηση. Υπάρχει η υπόσχεση ότι σύντομα θα υπάρξει ένα πλαίσιο λειτουργίας αυτών των χώρων που θα εξασφαλίζει το μέλλον αυτών των κήπων από τους οποίους ουσιαστικά εξαρτάται μεγάλο μέρος του πληθυσμού αλλά ακόμα δεν υπάρχει κάτι πιο συγκεκριμένο. Ελπίζω ότι θα επικρατήσει η κοινή λογική.

Παραδόξως (ίσως και όχι τόσο παραδόξως) αυτοί οι κήποι δεν αποτελούν στόχο βανδαλισμού όπως η δημόσια περιουσία ή τα παρατημένα σπίτια. Αντιθέτως, εκεί όπου τα σκουπίδια έχουν αντικατασταθεί από καλλιεργημένη γη, έχει αυξηθεί η επικοινωνία μεταξύ των γειτόνων οι οποίοι πριν ήταν φοβισμένοι και κλεισμένοι στα σπίτια τους. Αν αυτό ισχύει, αν όντως οι κάτοικοι κατάφεραν να ξαναπάρουν την πόλη στα χέρια τους, μου φαίνεται ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία από τις καλλιέργειες.

+ διαβάστε ακόμα: αστικοί κήποι στην Αβάνα

Γεύση
0

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Nothing Days / Τα σαλιγκάρια και ένα λάθος αιώνων που οφείλει να διορθωθεί

Από την πιο αρχαία καλλιέργεια στην ιστορία μέχρι τις γκουρμέ, ακριβές εκδοχές τους, τα σαλιγκάρια κατέληξαν από βασική τροφή να γίνουν υποτιμημένη και σπάνια, και η αφορμή για τοξικά σχόλια στα social media.
M. HULOT
Οι γεύσεις του καλοκαιριού που φυλάξαμε για το χειμώνα

Γεύση / Φρυγανισμένα, λιόκαφτα, παστά, ξιδάτα: Έτσι μένει η γεύση του καλοκαιριού

Η τέχνη της συντήρησης των τροφών πάει χιλιάδες χρόνια πίσω και έχει ακόμα λόγο ύπαρξης γιατί μεταμορφώνει τα υλικά σε κάτι άλλο. Και αυτό το «άλλο» έχει γαστρονομική και συναισθηματική αξία.
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ
Το πρώτο ελληνικό ουίσκι: Όταν μια παρέα φίλων εμφιάλωσε το όνειρό της

Radio Lifo / Aυτό είναι το πρώτο ελληνικό ουίσκι

Μια ομάδα εννέα φίλων, χωρίς καμία επαγγελματική σχέση με την ποτοποιία, κατάφερε με πείσμα και πολλή αγάπη για το ουίσκι να δημιουργήσει το πρώτο ελληνικό single malt whisky. Δύο από αυτούς, ο Γιάννης Χριστοφορίδης και ο Ντίνος Οικονομόπουλος, μιλούν στη Μερόπη Κοκκίνη γι' αυτό το «ταξίδι» από το κριθάρι και το νερό του Ταΰγετου μέχρι τα βαρέλια vinsanto και τις αμέτρητες δυσκολίες.
ΜΕΡΟΠΗ ΚΟΚΚΙΝΗ
«Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Το κρασί με απλά λόγια / «Το 2025 είναι εξαιρετική χρονιά για τον οινολόγο, ο καλλιεργητής όμως κλαίει»

Πώς κύλησε ο φετινός τρύγος σε διαφορετικές γωνιές του κόσμου; Από τον βορρά ως τον νότο της Ελλάδας, αλλά και σε εμβληματικές περιοχές όπως το Μπορντώ, η Βουργουνδία και η Μεντόζα, οι Έλληνες οινολόγοι καταθέτουν την εμπειρία τους και μιλούν για τις προκλήσεις που φέρνει η κλιματική αλλαγή.
THE LIFO TEAM
Το Χάνι της Ρέρεσης είναι ένα από τα τελευταία της Ελλάδας

Γεύση / Παγόνια, αντίκες και μαγειρευτά σε ένα χάνι που αντέχει στον χρόνο

Το Χάνι της Ρέρεσης, ένα από τα τελευταία της Ελλάδας, παραμένει ανοιχτό για ταξιδιώτες και ντόπιους, με την κυρία Νίτσα να κρατά ζωντανή την παράδοση της φιλοξενίας σε ένα μαγειρείο που θυμίζει λαογραφικό μουσείο.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
47’ στο Hygge με την Anne Meurling

Γεύση / Hygge: Ένας φούρνος που μυρίζει θαλπωρή στην Ιπποκράτους

Με νοσταλγία για τις συνταγές της πατρίδας της, μια Σουηδέζα φτιάχνει ψωμί, γλυκά, αέρινο βούτυρο και άψογη μηλόπιτα, δημιουργώντας ατμόσφαιρα βόρειας Ευρώπης - μόλις δυο βήματα από τη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
M. HULOT
«Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Θρυλικά Μπαρ / «Μα πώς γεμίζει αυτή η τρύπα;»: Πριν από 40 χρόνια, τα «Δυο Λουξ» ξάφνιασαν τα Χανιά

Ξέρετε πολλές τσαγερί που να έχουν εξελιχθεί σε ολοήμερα στέκια, να έχουν μισθώσει λεωφορεία για να δουν οι θαμώνες τους μια έκθεση σε άλλον νομό ή να βγάζουν μια βάρκα γεμάτη με μελομακάρονα για κέρασμα στον δρόμο; Και όμως, αυτό το μέρος υπάρχει και έχει ξενυχτήσει γενιές στο λιμάνι των Χανίων.
ΖΩΗ ΠΑΡΑΣΙΔΗ
Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

Γεύση / Χταπόδι με σύκα: Μια για πολλούς άγνωστη και σίγουρα απρόσμενη συνταγή

«Όπου υπάρχουν συκιές, λίγο πιο πέρα αρχίζουν τα βότσαλα και μετά η Μεσόγειος και μετά το χταπόδι. Και κάπου, σ’ ένα πανηγυρικό τραπέζι, συναντώνται το χταπόδι και τα σύκα. Μαγειρεμένο το χταπόδι, μαγειρεμένα και τα λιόκαφτα, ξερά σύκα».
ΝΙΚΟΣ Γ. ΜΑΣΤΡΟΠΑΥΛΟΣ