Στο μικρό σχετικά διάστημα από τον επεισοδιακό διορισμό του, δεν υπήρξε μέσο που να μην αναρωτήθηκε «Τι να περιμένουμε από τον Jonathan Anderson στον Dior;». Ειδησεογραφικοί κολοσσοί, mainstream και niche τίτλοι μόδας και influencers διακινδύνευαν προβλέψεις για την τακτική του Ιρλανδού παιδιού-θαύμα στον γαλλικό οίκο πολυτέλειας, συντηρώντας την υπερβολή γύρω από το πρόσωπό του. Βοήθησε κι ο ίδιος σ’ αυτό, με εικόνες και videos στο Instagram του που έμοιαζαν με διαρροή εμπιστευτικών μυστικών κατευθείαν από τα ατελιέ: ένα κομμάτι ριγέ ύφασμα από ανδρικό πουκάμισο με πρόχειρα καρφιτσωμένη πάνω του μια υφασμάτινη ετικέτα Dior, σειρές από πράσινα δερμάτινα τριφύλλια ραμμένα μεταξύ τους, ζωόμορφα μεταλλικά μαξιλαράκια για καρφίτσες, πορτρέτα του Warhol (του Basquiat και της Lee Radzivill), ποπ είδωλα (Κριστιάν Εμπαπέ)… μια συρραφή αναφορών που πιστοποιούσαν την πίστη του Anderson στη δημιουργία ενός πολιτιστικού περιβάλλοντος γύρω από ένα brand με πρόσωπα της εποχής, τέχνη και crafts, ιδέες και πειραματισμούς.
Η προσμονή για την παρθενική του επίδειξη −την πρώτη από μια σειρά ντεμπούτων (σε Chanel, Gucci, Balenciaga και Jean Paul Gaultier) στα οποία η βιομηχανία της μόδας έχει εναποθέσει το μέλλον της− υπήρξε πρωτοφανής.
Πώς το χειρίστηκε εκείνος; Θα λέγαμε χαλαρά, για να μη βιαστούμε –τουλάχιστον μέχρι να δούμε τα γυναικεία− να πούμε απλοϊκά. Το πλαίσιο, πάντως, ήταν επιμελημένο ως την παραμικρή λεπτομέρεια, μαρτυρώντας τη σχολαστική μελέτη του σχεδιαστή πάνω στην κληρονομιά του Dior, του οίκου που του παρέδωσε όλα τα κλειδιά του βασιλείου του, επαναφέροντας την οργάνωση στις μέρες του Christian Dior.
Στον Dior, όμως, μια μυθική ετικέτα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, με προκατόχους του άλλους σύγχρονους μύθους, όπως ο Raf Simons και ο John Galliano, o Anderson πρέπει να προσπαθήσει να εξελιχθεί σε κάτι περιπλοκότερο από τον συμπαθή, παιχνιδιάρη εαυτό του.
Η μεγαλοπρεπής πρόσοψη του Μεγάρου των Απομάχων καλύφθηκε ολόκληρη με μια φωτογραφία από το πρωτότυπο σαλόνι υψηλής ραπτικής του οίκου, υπενθυμίζοντας τη θεσμική θέση του Dior στα σύμβολα ισχύος της γαλλικής δημοκρατίας. Βελούδα στο χαρακτηριστικό ανοιχτό γκρι του οίκου κάλυπταν τους τοίχους μιας προσωρινής κατασκευής που φιλοξένησε την επίδειξη μέσα στο συγκρότημα των Invalides, ενώ στον ίδιο χώρο δύο σπάνιες ελαιογραφίες του 18ου αιώνα του Jean Siméon Chardin, δάνεια από την Εθνική Πινακοθήκη της Σκωτίας και το Λούβρο, προσέδιδαν πολιτιστικό κύρος στα πηγαδάκια των καυτών ambassadors, τους οποίους υποδεχόταν με εγκάρδια αγκαλιά και γελάκια συνενοχής ο σκηνοθέτης Luca Guadagnino, έξω από το Hotel des Invalides.

Κάποιους τους είχαμε δει πριν εμφανιστούν στην επίδειξη, σε σύντομα φιλμάκια που ξεκλείδωναν, καρέ-καρέ, τα μυστικά του Anderson για μια νέα εποχή στη μόδα: ο Sam Nivola, ο 21χρονος ηθοποιός και γιος της Emily Mortimer, σε ένα λιβάδι με αγριολούλουδα στις Βερσαλλίες, να ενσαρκώνει τον τύπο του νεορομαντικού, ντυμένος με κάργκο βερμούδα και παστέλ πουλόβερ τύπου Ralph Lauren, με πλεξούδες και κεντημένα τριανταφυλλάκια, να παίζει με ένα Diorette μενταγιόν με αίσθηση ροκοκό, μιας περιόδου που λάτρευε ο Monsieur Dior. Τον Robert Pattinson σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου να απολαμβάνει νωχελικά το πρωινό του σε στυλ σκεπτόμενου επιχειρηματία με κλασικό ριγέ πουκάμισο, το ίδιο πουκάμισο που είχαμε δει στο teaser με τον Mbappe, με το οποίο εμφανίστηκε και ο Daniel Graig στο show, το ίδιο που την επομένη του σόου φόρεσε στον δρόμο η έγκυος Rihanna.
H πρώτη χειρονομία του Anderson στο menswear για το καλοκαίρι του 2026 αφορούσε το πιο αναγνωρίσιμο σύμβολο από τη γυναικεία φιγούρα του Dior, το Bar Jacket, το σακάκι με την τονισμένη μέση και την έντονη μπάσκα που όρισε το New Look τo 1947. Οι Μικροί Πρίγκιπες του σχεδιαστή το φόρεσαν σε μια απλοποιημένη τεχνικά εκδοχή του, από ιρλανδέζικο Donegal τουίντ, με επίπεδη πλάτη και έναν αόριστο υπαινιγμό της κλεψύδρας στο μπροστινό μέρος.
Μια αίσθηση Americana πλανιόταν στη συλλογή, o αέρας της χρυσής νεολαίας της Ανατολικής Ακτής στην οποία το casual φαντάζει πάντα high end, κυριαρχούσαν όμως οι αναφορές στον δανδισμό του 18ου αιώνα με ρεντιγκότες της περιόδου 1710-1865 που αναπαράχθηκαν με ακρίβεια, και ένας φόρος τιμής στην κληρονομιά του οίκου με ευφάνταστες αποδόσεις ιστορικών σχεδίων υψηλής ραπτικής Dior, όπως τα φορέματα Delft, Caprice και Cigale. Σκορπισμένα στα ανδρικά looks ήταν και τα στοιχεία που τον καθιέρωσαν στη Loewe: οι όγκοι στα πανωφόρια, η εμφάνιση ζώων σε charms και αξεσουάρ και εκκεντρικές τσάντες που φιλοδοξούν να γίνουν διαχρονικές σαν την Puzzle Bag του στη Loewe. Διακρίναμε, ακόμα, και μια επιρροή από το στυλ του Hedi Slimane στον Dior Ηomme, την πιο cool εποχή στα ανδρικά του οίκου (2000-2007), που παρέδωσε στην ιστορία της μόδας τον άντρα-έφηβο των ’00s.
Οι νεωτερισμοί του Anderson, πάντως, δεν ήταν δραστικοί

Σε αρκετές περιπτώσεις, θα μπορούσαν να εκληφθούν και ως κακόγουστοι, όταν, ας πούμε, το σακάκι συνδυαζόταν με κάργκο σορτς-φουφούλες, με γενναίες πιέτες στα πλάγια (εμπνευσμένες από το couture φόρεμα Delft του 1948), κι ένα ψηλό κολάρο-παπιγιόν. Η συλλογή ξεδιπλώθηκε με πολλά ανάλογα κοντράστ που έδεναν στο ίδιο look πομπώδη με casual κομμάτια. Βελούδινες ρεντιγκότες ταίριαξαν με ξεβαμμένα τζιν, κλασικά παλτό εμφανίστηκαν σαν κάπες με έντονες πιέτες στην πλάτη ή κόπηκαν σε χνουδωτά υφάσματα, φαρδιά khakis έδιναν την ψευδαίσθηση μακριάς φούστας με την προσθήκη ενός αέρινου πέπλου στο ένα μπατζάκι, γραβάτες δέθηκαν ανάποδα με εμφανή τη νέα ετικέτα Dior, τριφύλλια φύτρωσαν σε αθλητικά παπούτσια και δερμάτινες τσάντες…
Αυτή όμως υπήρξε ανέκαθεν η προσέγγιση του Mr Anderson στη μόδα, κι αυτή φαίνεται πως θα είναι και η παρακαταθήκη του: ένα παιχνίδι που εκτονώνει την ένταση ανάμεσα σε μια σειρά από αντιθέσεις – την πολυτέλεια και το grunge, τα θηλυκά και αρσενικά στερεότυπα, τη σοβαρότητα και την εμπορικότητα, τον εκλεκτισμό και τη συμπερίληψη. Έτσι προσέγγισε το 11χρονο project της Loewe, αυτό επιδιώκει με την πολύχρονη συνεργασία του με την Uniqlo κι αυτή φαίνεται να είναι η πρώτη του δήλωση με την ανδρική συλλογή Dior.




Η Loewe που μνημονεύουμε σήμερα ως πρότυπο brand μιας νέας εποχής –με το ετήσιο Craft Prize της που βραβεύει κορυφαίους χειροτέχνες/καλλιτέχνες απ’ όλον τον κόσμο, με design παρουσία στο Salone del Mobile και με μια αφοσιωμένη συντροφιά διάσημων followers– δημιουργήθηκε στο μυαλό του Jonathan Anderson, και πήρε μορφή χάρη στην ευρηματικότητα και τις ικανότητες της ομάδας του, ανθρώπων που όπως ο ίδιος αναγνώρισε «έβρισκαν τρόπο να πουν “ναι” στις παρανοϊκά φιλόδοξες ιδέες μου». Πολλοί από αυτούς τον ακολούθησαν στον Dior, ανάμεσά τους ο διευθυντής της ανδρικής σειράς, Giacomo Tortarolo, και η σχεδιάστρια του footwear, Nina Christensen.
Στον Dior, όμως, μια μυθική ετικέτα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων, με προκατόχους του άλλους σύγχρονους μύθους, όπως ο Raf Simons και ο John Galliano, o Anderson πρέπει να προσπαθήσει να εξελιχθεί σε κάτι περιπλοκότερο από τον συμπαθή, παιχνιδιάρη εαυτό του. Και οπωσδήποτε να τιθασεύσει την αλαζονεία του, όχι μόνο γιατί καλείται να αναμετρηθεί με ένα βαρύ όνομα, αλλά και με μια βαθιά κρίση –δημιουργική και οικονομική– της μόδας.





Ίσως με την πρόσκληση του ανδρικού του defile, ένα πορσελάνινο πιάτο με τρία ανάγλυφα αυγά, να προσπάθησε να πει πως αν δεν σπάσεις αυγά δεν φτιάχνεις ομελέτα. «Χρειάζεται να βγω από τη σιγουριά μου για μια ακόμα φορά και να αναμετρηθώ με μια αισθητική στην οποία δεν είμαι συνηθισμένος», έλεγε ο ίδιος στον «New Yorker» τον Μάρτιο, πριν ακόμα ανακοινωθεί η μετακίνησή του στον Dior.
Οι πρώτες αντιδράσεις από τη βιομηχανία και τους buyers ήταν θετικές. «Έφερε την καθαρή του ματιά και την άνεση στον Dior», παρατήρησε ο επικεφαλής αγορών στις Galeries Lafayette. «Η συλλογή του συνδύαζε όσα αγαπάμε στον Anderson κι όσα περιμένουμε από τον Dior. Είναι ρούχα που τα λαχταράς, θέλεις να τα αποκτήσεις και να τα κρατήσεις». Άλλοι μίλησαν για προθέρμανση εν όψει της πρώτης του γυναικείας συλλογής, το φθινόπωρο.
Σ’ αυτό που ρεαλιστικά μπορούμε να ελπίζουμε είναι το αναγνωρισμένα χρυσό άγγιγμα του Anderson στο αξεσουάρ. Ο Dior χρειάζεται επειγόντως να συνδεθεί με ένα cool, νέο κοινό, στην Ασία ή την Αμερική, που σίγουρα δεν καλύπτεται από τη μανταμίστικη αισθητική που έχουν οι τσάντες Lady Dior και τα υφασμάτινα Dioriviera Book Totes.