Αν ο γαλλικός τουρισμός χρειαζόταν έναν πρεσβευτή, δεν θα έβρισκε καλύτερο πρότυπο ρομαντικού πατριώτη από τον Jacquemus, τον σχεδιαστή που σε μια εποχή σαρωτικής διεθνοποίησης ρίζωσε την καριέρα του στα χρώματα και τα χώματα της πατρίδας του, ανάμεσα στις λεβάντες και στα ηλιοτρόπια της Προβηγκίας.
Περισσότερο και από την ίδια τη μόδα που παράγει, ο M. Porte Jacquemus έχει προβάλει την καταγωγή του από το Mallemort, «μια πόλη στο πουθενά» μία ώρα από τη Μασσαλία, όπως συνηθίζει να λέει, όπου μεγάλωσε με τις γυναίκες της ζωής του. Σκάρωσε την πρώτη του φούστα στα 8 του χρόνια, κόβοντας μια κουρτίνα, και τη χάρισε στη μαμά του. Εκείνη τη φόρεσε, κι αυτό του άλλαξε τη ζωή. «Ήταν άσχημη και ατελής, πιστέψτε με», είχε πει στους «Νew York Times» το 2015 και δεν θα τον διαψεύσουμε γιατί μέχρι σήμερα η γοητεία της μόδας του κρύβεται στην ατέλειά της.
Κι ενώ πολλών σύγχρονων σχεδιαστών ο μύθος πηγάζει από τις παιδικές τους εμπειρίες, η διαφορά με τον 35άρη σήμερα και αυτοδίδακτο Jacquemus είναι ότι εκείνος ταύτισε την αισθητική της ετικέτας του με την ειδυλλιακή του νιότη, αναπαράγοντας θραύσματά της σε κάθε του συλλογή. Καλλιτεχνικά πρότζεκτ στο σχολείο, κυνηγητά στα χωράφια, μασκαρέματα με ρούχα από την ντουλάπα της μαμάς του, ένα αυθόρμητο ξεγύμνωμα για μια βουτιά στη θάλασσα – παρόμοιες σκανταλιάρικες εικόνες αναγνωρίζει κανείς σε κάθε κομμάτι ρούχου, σε κάθε αξεσουάρ, σε κάθε διαφημιστικό βιντεάκι αυτού του brand που δεν δείχνει καμιά διάθεση για ενηλικίωση.
Τα ρούχα του δεν είναι πάντα πρωτότυπα ούτε εντυπωσιάζουν τεχνικά. Η σύλληψή τους, όμως, η ατμόσφαιρα ενός ατέλειωτου καλοκαιριού με πουά, ριγέ και ψάθες που το απολαμβάνεις on the spot ή βάζεις ένα κομμάτι του στη βαλίτσα της επιστροφής είναι très Jacquemus.
Μάλιστα, ο Jacquemus έχει καθιερώσει την ανεμελιά ως πρακτική στη δουλειά του, εφαρμόζοντας μια ενστικτώδη μέθοδο σχεδιασμού, όπου τα υφάσματα κόβονται και ντραπάρονται πάνω στο δικό του σώμα ή του συζύγου του, Marco, με τον οποίον πέρσι απέκτησαν τη Μia και τη Sun, ολοκληρώνοντας τη φούσκα της ευδαιμονίας τους. Έτσι, η ετικέτα Jacquemus διαφυλάσσει μια αφελή απλότητα που έχει αναδείξει τον νεαρό Γάλλο creative σε έναν Wes Anderson της μόδας, που παίζει με τη νοσταλγία και το οπτικό στυλιζάρισμα όχι τόσο για να πουλήσει όσο για να απασχολεί.


Παρατηρώ, καθώς οι κολεξιόν και οι εικόνες διαδέχονται η μία την άλλη σταθερά σε παστέλ τόνους και πάντα λουσμένες στο φως ότι αυτό που ξεκίνησε από έναν τόπο παιδικής αφέλειας έχει μεταμορφωθεί σε ένα μοντέλο μπουρζουά αισθησιασμού. Η γυναίκα Jacquemus (χωρίς καμπύλες, κατά προτίμηση) μοιάζει με μποέμ Ευρωπαία Barbie, με τεράστια καπέλα και περίπλοκα ρούχα που φωτογραφίζονται καλύτερα απ’ ό,τι φοριούνται, ενώ ο άντρας των ονείρων του είναι ένας Le Gadjo (έτσι αποκαλείται στην αργκό των Ρομά της νότιας Γαλλίας ο «τυπάς»), ένας –περίπου– αγρότης με φαρδιά σορτς, ξεκούμπωτα πουκάμισα και δασύτριχο στέρνο, το οποίο διαθέτει και ο ίδιος. «Δεν υπάρχουν πια τρίχες στη μόδα», έλεγε τον Ιούνιο του 2018, παρουσιάζοντας την πρώτη του συλλογή για άντρες. Αναγκάστηκε, είπε, να απευθυνθεί σε φίλους του που παίζουν ράγκμπι για να βρει μοντέλα με τριχοφυΐα. «Έψαξα όλο το Παρίσι. Την άλλη φορά, θα μπω στο Grindr», αστειευόταν.
Η ουτοπία των Beach Clubs

Με τέτοια αφοπλιστική ελαφρότητα και με πρότυπα «γοργόνες και μάγκες» στο μυαλό του, ο Jacquemus σχεδιάζει μια παρέλαση γλαφυρών χαρακτήρων που ζουν μια εύκολη, πολυτελή ζωή κάπου στον ευρωπαϊκό Νότο. Βάζοντας στο μπλέντερ κινηματογραφικές, κυρίως, αναφορές, ο σχεδιαστής σερβίρει φωτογενείς τσιχλόφουσκες από την Ίμπιζα και το Μόντε Κάρλο ως –πρόσφατα– στη Μύκονο, δημιουργώντας μια καλοκαιρινή ουτοπία που κλείνει το μάτι στη Μεσόγειο των beach clubs στα τέλη των ’60s.
Τα ρούχα του δεν είναι πάντα πρωτότυπα ούτε εντυπωσιάζουν τεχνικά. Η σύλληψή τους, όμως, η ατμόσφαιρα ενός ατέλειωτου καλοκαιριού με πουά, ριγέ και ψάθες που το απολαμβάνεις on the spot ή βάζεις ένα κομμάτι του στη βαλίτσα της επιστροφής είναι très Jacquemus.
Η pop-up boutique του στο Nammos Beach εμπεριέχει αυτήν ακριβώς την ατμόσφαιρα που γοητεύει τους αποφασισμένους big spenders, εκείνους που ταξιδεύουν στις ακτές της Ριβιέρας (ιταλικής, γαλλικής και ελληνικής), ικανοποιώντας απωθημένα και επιθυμίες σε ιδανικά playgrounds που δημιουργούν γι’ αυτούς mega-brands όπως τα Chanel, Dior, Bottega Veneta, Loewe και Louis Vuitton, που ένα μεγάλο μέρος του μύθου (και του τζίρου) τους τρέφεται από την αναψυχή.


Από τον Ιούνιο μέχρι το τέλος του καλοκαιριού, η Ίμπιζα και το Σεν Τροπέ, η Φορμεντέρα και η Tαορμίνα, το Κάπρι και το Mόντε Κάρλo, η λίμνη Κόμο, το Πόρτο Φίνο και η Μύκονος προσφέρουν high fashion σκηνικά μιας ιδανικής καλοκαιρινής ζωής. Παρά τα εννέα καταστήματα Dioriviera της Dior και τα επτά των Dolce & Gabbana στη Μεσόγειο, πάντως, η αληθινή κατάληψη των ευρωπαϊκών προπυργίων του καλοκαιριού έχει γίνει από τον Jacquemus.
Το πιο χαρακτηριστικό δείγμα της αυθεντίας του νεαρού Γάλλου στο resortwear είναι το πώς «έστρωσε» την εμπορική του αισθητική του στο κορυφαίο στον κόσμο κλαμπ Casa Jondal της Ίμπιζα: αχνά κίτρινα της μπανάνας και μαυρόασπρες ρίγες πάνω σε σφυρηλατημένους μεταλλικούς σκελετούς και ξανθό ξύλο απλώνονται στο pop-up κατάστημα και στην πλαζ αυτής της παραδοσιακής αγροικίας που ο Ολλανδός και Ισπανός ιδιοκτήτης της διαμόρφωσε το 2020 σε ένα εστέτ καταφύγιο με διακριτικό σέρβις, έξυπνο μενού (μόνο αστακός, στρείδια και σκορπίνα παρασκευασμένα με διαφορετικούς τρόπους) και vibes από ’90s βιντεοκλίπ.
Η ίδια η μόδα Jacquemus, σύνολα και αξεσουάρ από την περιορισμένη καλοκαιρινή του συλλογή την οποία παρουσιάζει και στη Μύκονο, μοιάζει συχνά συμπληρωματική του ντεκόρ που θυμίζει set design. Ιδιαίτερα έντονη είναι αυτή η αίσθηση στο Μόντε Κάρλο, στην αποβάθρα κάτω από το ξενοδοχείο Monte-Carlo Société des Bains de Mer, όπου η απόβαση Jacquemus την τελευταία βδομάδα του Μαΐου «μίλησε» για την άλλη μεγάλη αγάπη του δημιουργού, μετά την Προβηγκία, το γαλλικό σινεμά.
Κινηματογραφικά καρτ ποστάλ
Με ένα φιλμάκι προώθησής της που ονόμασε «The Jacquemus Beach Club» –λίγο καμπάνια, λίγο κινηματογραφικό πείραμα, λίγο φάρσα– ο Jacquemus μας μεταφέρει σε ένα επινοημένο παραλιακό κλαμπ κινηματογραφικής νωχέλειας στο Μόντε Κάρλο ‒ όλα καθαρά, χρωματιστά, στοιχισμένα με θεατρική ακρίβεια, ρετρό και χορογραφημένα ως την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι πρωταγωνιστές του δεν είναι άνθρωποι με σάρκα και οστά, είναι αλλόκοτοι χαρακτήρες τους οποίους ο Jacquemus «επιμελείται» σε μια συρραφή εικόνων, δανεικών από το γαλλικό σινεμά. Οι ταινίες δεν κατονομάζονται, παρότι οι αναφορές είναι προφανείς.


Διακρίνονται ίχνη από τα καλοκαιρινά τοπία του Σεν Τροπέ στη «Συλλέκτρια» του Eric Romer, από τη φιγούρα της Cathrine Deneuve να κοιτάει κάτω από τη σκιά του ψάθινου καπέλου της τον Μichel Piccoli στην «Υποταγή» του Αlain Cavalier, από την αρχιτεκτονική παρουσία μυθικών σπιτιών σαν το Casa Malaparte στην «Περιφρόνηση» του Godard… Για όσους μπορούν να τα δουν, φαίνονται έως και τα κάδρα, οι χειρονομίες και η σιωπή από το σουρεαλιστικό αριστούργημα του Jacques Tati, «Playtime».
Ένα σωρό αισθητικές αναφορές από τη γαλλική κινηματογραφική παράδοση, κυρίως της δεκαετίας του ’60 και του ’70, συναντιούνται αφομοιωμένες σε χώρους και ρούχα με την υπογραφή Jacquemus. Μπουρζουαζία και σαρκασμός, ερωτισμός και παραλογισμός, τοπία και σιωπές. Αυτό που λείπει είναι η μελαγχολία, η ψυχολογική υπερ-ανάλυση και το πολιτικό σχόλιο. Η μόδα του Simon είναι νοσταλγικά ανάλαφρη, σχεδιασμένη ώστε να καταναλώνεται χωρίς ενοχές.
The Jacquemus Beach Club