ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ σκληροπυρηνικούς μελετητές της μόδας και τους λάτρεις της ιστορίας του 19ου αιώνα, λίγοι πιθανώς έχουν ακούσει για τον Τσαρλς Φρέντρικ Γουόρθ, παρότι πρόκειται για τον άνθρωπο που το 1858 υπήρξε ο ιδρυτής της γαλλικής μόδας όπως την ξέρουμε. Αυτή είναι η σύνοψη της έκθεσης «Worth: Inventing Haute Couture», η οποία εγκαινιάστηκε στο μουσείο Petit Palais στο Παρίσι αυτή την εβδομάδα, 200 χρόνια μετά τη γέννηση του πρωτοποριακού μόδιστρου, και θα λειτουργήσει μέχρι τις 7 Σεπτεμβρίου.
Μπορεί να μην ξέρετε το όνομά του, αλλά θα αναγνωρίσετε τα ρούχα του, αν έχετε δει οποιονδήποτε πίνακα από τα μέσα του 19ου αιώνα και μετά καθώς έντυσε με τις δημιουργίες του σχεδόν κάθε διάσημη γυναίκα της εποχής – από επιφανείς πλούσιες μέχρι γαλαζοαίματες, συμπεριλαμβανομένης της αυτοκράτειρας Ευγενίας της Γαλλίας, συζύγου του Ναπολέοντα Γ'.
Η Ελισάβετ της Αυστρίας φόρεσε ρούχα του Γουόρθ για τη στέψη της ως βασίλισσα της Ουγγαρίας – το ίδιο έκαναν και οι Ρωσίδες τσαρίνες του Αλέξανδρου Γ' και του Νικολάου Β'. Η κόμισσα Élisabeth Greffulhe, μια κοσμική προσωπικότητα που ενέπνευσε τη Δούκισσα ντε Γκερμάντ του Προυστ στο βιβλίο του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο», ήταν επίσης σημαντική πελάτισσα. Στο Petit Palais εκτίθενται ορισμένα από τα φορέματά της, μεταξύ των οποίων ένα βαρύ βραδινό φόρεμα από χρυσό λαμέ, στολισμένο με γούνα και γεμάτο κεντήματα και μαργαριτάρια, το οποίο φόρεσε για να υποσκελίσει την κόρη της στο γάμο της τελευταίας το 1904.
Ο Τσαρλς Φρέντρικ Γουόρθ δημιούργησε την ίδια την έννοια του σχεδιαστή μόδας, μιας αυτόνομης φιγούρας που υπαγορεύει μια συγκεκριμένη αισθητική.
Μεταξύ άλλων σημαντικών καινοτομιών, ο Γουόρθ εφηύρε ένα κόψιμο φορέματος γνωστό ως γραμμή της «πριγκίπισσας», όπου η ραφή της μέσης αφαιρείται για να τονιστούν οι κάθετες γραμμές, και το οποίο χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα από τους σχεδιαστές. Το πιο σημαντικό απ' όλα όμως είναι ότι δημιούργησε την ίδια την έννοια του σχεδιαστή μόδας, μιας αυτόνομης φιγούρας που υπαγορεύει μια συγκεκριμένη αισθητική. «Πριν από αυτόν, ο μόδιστρος πήγαινε στην πελάτισσα και εκείνη επέλεγε το ύφασμα και το στυλ», λέει η Ανίκ Λεμουάν, επιμελήτρια της έκθεσης και διευθύντρια του Petit Palais. «Με τον Γουόρθ, αυτό αλλάζει. Έρχονται πλέον σ' αυτόν και αυτός αποφασίζει. Αυτός εφευρίσκει».

Ως ένα βαθμό, ο Γουόρθ εφηύρε τον εαυτό του. Γεννήθηκε στο μάλλον άχαρο και καθόλου glamorous Λίνκονσαϊρ της Αγγλίας και στα έντεκα του μαθήτευε ήδη σε κορυφαίους Βρετανούς εμπόρους υφασμάτων, πουλώντας υφάσματα σε εύπορες γυναίκες και τις μοδίστρες τους. Μην ξεχνάμε ότι τότε δεν υπήρχαν οίκοι «υψηλής ραπτικής» και πολύ περισσότερο σχεδιαστές μόδας, όμως ο Γουόρθ συνειδητοποίησε γρήγορα την αξία των άριστων υφασμάτων, στοιχείο για το οποίο φημίζονταν τα μετέπειτα σχέδιά του. Σπούδασε επίσης ζωγραφική στην Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου, απ' όπου λέγεται ότι προήλθε το μετέπειτα πάθος του για την αναδημιουργία ιστορικών στυλ.
Αφού εργάστηκε στο Λονδίνο, ο Γουόρθ μετακόμισε στο Παρίσι το 1846, σε ηλικία 20 ετών, για να αναζητήσει την τύχη του. Παρόλο που δεν μιλούσε γαλλικά, κατάφερε να βρει δουλειά στην Gagelin-Opigez & Cie, μια εταιρεία κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, η οποία πωλούσε επίσης έτοιμα σάλια και μικροαντικείμενα. Αφού καταξιώθηκε ως ο καλύτερος πωλητής τους, το 1851 έπεισε την εταιρεία να ξεκινήσει ο ίδιος μια μικρή θυγατρική επιχείρηση ραπτικής, πράγμα ασυνήθιστο τότε, καθώς η ραπτική θεωρούνταν γυναικεία υπόθεση. Το 1858 αποφάσισε να βαδίσει μόνος του και να αναμορφώσει την ίδια την ιδέα της μόδας.
Εκ φύσεως, ο Γουόρθ δεν ήταν στην πραγματικότητα «αρχιτέκτονας της σιλουέτας», ούτε επιδίωξε να μεταμορφώσει τη ζωή των γυναικών μέσα από τα σχέδιά του, όπως, ας πούμε, η Chanel με τα ζέρσεϊ και τα μη εφαρμοστά κοστούμια της ή ο Paul Poiret, ο οποίος ξεκίνησε ως σχεδιαστής στον Γουόρθ πριν ιδρύσει τον δικό του οίκο και συμβάλει στην κατάργηση των κορσέδων από τη μόδα στις αρχές του 20ού αιώνα. Αντίθετα, ο Γουόρθ ήταν ένας οξυδερκής διακοσμητής, ο οποίος στόλιζε τις σιλουέτες με πολυτελή υφάσματα και καινοτομίες τόσο εξωφρενικές που η προσέγγισή του έγινε αναδρομικά γνωστή ως στυλ «ταπετσαρίας» (upholstery]).


Οι δημιουργίες του Γουόρθ παρουσιάζονταν διαρκώς στον Τύπο της εποχής ενώ το 1871 ο Εμίλ Ζολά σατίριζε τον ίδιον τον σχεδιαστή στο μυθιστόρημά του «La Curée» – αλλάζοντας το όνομά του σε «Γουόρμς» [«σκουλήκια» στα αγγλικά] – περιγράφοντάς τον ως «τον ιδιοφυή μόδιστρο στον οποίο υποκλίνονται οι μεγάλες κυρίες της Δεύτερης Αυτοκρατορίας». Για τον Γάλλο συγγραφέα, ο Γουόρθ και η εκκολαπτόμενη βιομηχανία της υψηλής μόδας είχαν ήδη γίνει σύμβολο της παρακμής και της απληστίας.
Ο Γουόρθ ήταν ένας έξυπνος και οξυδερκής επιχειρηματίας. Είναι σαφώς τεκμηριωμένο το γεγονός ότι εφηύρε την ετικέτα του σχεδιαστή, η οποία έφερε μόνο την υπογραφή του – «σαν ζωγράφος», παρατηρεί η επιμελήτρια της έκθεσης. Εισήγαγε επίσης έναν νέο τρόπο παρουσίασης των ρούχων πάνω σε γυναίκες που τα επιδείκνυαν ως μοντέλα για τους υποψήφιους αγοραστές. Το πρώτο του μοντέλο ήταν η σύζυγός του, Μαρί Βερνέ, η οποία του έφερε την πρώτη του αριστοκρατική πελάτισσα, την πριγκίπισσα Πολίν φον Μέτερνιχ. Υπήρξε επίση πρωτοπόρος των εποχιακών συλλογών και ήταν αναμφισβήτητα ο πρώτος που αξιοποίησε ιστορικά στυλ ως έμπνευση για νέα ρούχα.

Με μια ευρύτερη έννοια, ο Γουόρθ βοήθησε να μετατραπεί η μόδα σε μεγάλη επιχείρηση. Παρότι εξακολουθούσε να κατασκευάζει ρούχα κατά παραγγελία –που σημαίνει ότι κάθε κομμάτι ήταν χειροποίητο και προσαρμοσμένο σε μια συγκεκριμένη γυναίκα, με παραλλαγές στα τελειώματα και τα χρώματα που ήταν μοναδικά για εκείνη– το έκανε πλέον σε μια κλίμακα που προηγουμένως ήταν αδιανόητη. Ο οίκος έφτασε σε νέα ύψη επιτυχίας μετά τον θάνατό του το 1895, δημιουργώντας, υπό την ηγεσία των γιων του Γκαστόν και Ζαν-Φιλίπ, περίπου 10.000 ρούχα κάθε χρόνο.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, ο οίκος Γουόρθ έχασε τη λάμψη του. Το κατάστημα στο Παρίσι έκλεισε το 1954, αν και ένα υποκατάστημα στο Λονδίνο συνέχισε να λειτουργεί μέχρι τη δεκαετία του 1970. Το 2010, ο οίκος επαναλειτούργησε, παρουσιάζοντας συλλογές υψηλής ραπτικής μέχρι το 2013. Αλλά η πραγματική κληρονομιά του Γουόρθ είναι ότι εφηύρε τη βιομηχανία της μόδας όπως την ξέρουμε σήμερα: τη δικτατορική ισχύ του σχεδιαστή, τη σημασία της φίρμας, το δέλεαρ της ετικέτας. Όπως ισχυρίζεται η Ανίκ Λεμουάν, «ο Γουόρθ είναι ακόμα ζωντανός, κατά κάποιον τρόπο».
Με στοιχεία από The Financial Times