ΚΑΛΩ Ή ΚΑΚΩΣ, οι καλοκαιρινές διακοπές λειτουργούν και ως ένα είδος αναγνωστικής πασαρέλας, η οποία διεξάγεται καθημερινά στις παραλίες και στα καφέ (ακόμα και στις ταβέρνες οι πιο μερακλήδες). Το βιβλίο είναι ανάγνωσμα, είναι αναψυχή μέσα στην αναψυχή, αλλά μπορεί να είναι και μια προέκταση του κατόχου του, ένα στοιχείο και ένα αξεσουάρ που υποδηλώνει την «ταυτότητα» (ή την «φυλή») του ατόμου που το διαβάζει (ή το περιφέρει νωχελικά).
Τούτων δοθέντων, και επειδή το νησί που πρόσφατα επισκέφτηκα για πολλοστή φορά αλλά για λίγες δυστυχώς μέρες, έχει μια ας την πούμε… hip παράδοση σε ό,τι αφορά τις αναγνωστικές προτιμήσεις πολλών επισκεπτών του, ντόπιων και ξένων, οφείλω να αναφέρω ότι το «hot» βιβλίο του φετινού καλοκαιριού είναι αναμφισβήτητα το πρόσφατο, «σκανδαλιστικό» μυθιστόρημα της σκηνοθέτριας, ηθοποιού και συγγραφέως Miranda July (την συλλογή διηγημάτων της οποίας “No One Belongs Here More Than You” είχα αγαπήσει πολύ κάποτε, όπως και τις πρώτες ταινίες της) με τίτλο “All Fours” («Στα τέσσερα»). Θα πρέπει να το πέτυχα τουλάχιστον σε τέσσερα διαφορετικά άτομα, και ακόμα ήταν «χαμηλή σεζόν» (τέλη Ιουνίου).
«Η λογοτεχνία μας υπενθυμίζει ότι κανείς δεν είναι εξαιρετικός και όλοι είναι εξαιρετικοί. Μας υπενθυμίζει επίσης ότι υπάρχουμε μέσα σ’ ένα συνεχές ανθρώπινων εμπειριών και ότι η καθημερινή μας πλήξη δεν αποτελεί τόσο ένα αδιέξοδο όσο ένα σημείο δεδομένων…».
Τα άτομα αυτά ήταν όλα γυναίκες (διαφορετικών ηλικιών), κάτι που ισχύει για τα περισσότερα άτομα που είδα να κρατάνε βιβλίο στο νησί. Προφανώς δεν πρόκειται για κάποιο ασφαλές στατιστικό δείγμα, αλλά θυμήθηκα όλα αυτά τα άρθρα που έχουν δημοσιευτεί τα τελευταία χρόνια σχετικά με την δραματική αραίωση του ανδρικού αναγνωστικού κοινού που παρατηρείται όλο και πιο έντονη εσχάτως, τουλάχιστον σε ότι αφορά τα πάσης φύσεως μυθιστορήματα. Οι άντρες διαβάζουν όλο και λιγότερο, γεγονός που εκτός των άλλων σημαίνει ότι τρέφουν όλο και λιγότερη …ενσυναίσθηση.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα όμως (και λιγότερο «κινδυνολογικά») σχετικά άρθρα, που δημοσιεύτηκε πριν από λίγο καιρό στο Atlantic με την υπογραφή του αρθρογράφου του περιοδικού Τζέρεμι Γκόρντον και τίτλο “The Real Reason Men Should Read Fiction” («Ο πραγματικός λόγος που οι άνδρες πρέπει να διαβάζουν μυθοπλασία»), αμφισβητεί αυτή την προσέγγιση. Ο συγγραφέας του άρθρου παραδέχεται ότι «η αντίληψη του διαβάσματος ως ενός μηχανισμού ενσυναίσθησης είναι ελκυστικά ιδεαλιστική», αλλά δεν είναι αυτό το πιο σημαντικό που μπορεί να προσφέρει σ’ έναν (άνδρα) αναγνώστη το διάβασμα ενός καλού μυθιστορήματος. Ούτε θα πρέπει να θεωρείται το βιβλίο «δημόσιο αγαθό», εξ’ ορισμού επωφελές για τον αναγνώστη του. Το πιο σημαντικό είναι ότι μπορεί να του διευρύνει την αντίληψη και να του ενισχύσει την (προ)οπτική.
«Με κολακεύει η ιδέα ότι γίνομαι καλύτερος άνθρωπος διαβάζοντας ένα βιβλίο», παρατηρεί ο αρθρογράφος, «ακόμα κι αν αυτό προφανώς δεν είναι πάντα αλήθεια (ξέρω κάποιους βιβλιοφάγους που είναι πραγματικά απαίσιοι άνθρωποι)… Η λογοτεχνική μυθοπλασία μπορεί να συλλάβει μια αληθινή εσωτερικότητα με τρόπο που δεν μπορούν να το κάνουν συλλάβουν οι ταινίες ή τα μη μυθοπλαστικά κείμενα. Για έναν παρόμοιο λόγο, τα προσωπικά δοκίμια είναι πιο πιθανό να γίνουν viral από μια ακαδημαϊκή εργασία για το ίδιο θέμα, επειδή η πραγματικότητα είναι πιο ελκυστική ως περιγραφόμενη εμπειρία παρά ως μια σειρά από λογικά τοποθετημένες λεπτομέρειες. Όταν διαβάζω το "Η υπέροχη φίλη μου" της Έλενα Φεράντε, ταξιδεύω στον χώρο και τον χρόνο μέχρι τη Νάπολη της εργατικής τάξης στη δεκαετία του 1950. Όταν διαβάζω τον "Ζυγό" του Ντον ΝτεΛίλο, μπορώ να νιώσω τα σπαράγματα της ζωής του Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ…
«…Η λογοτεχνία μου επιτρέπει να καταλάβω ένα μέρος που είναι εντελώς δικό μου και δεν λογοδοτεί στις προσδοκίες των άλλων. Ο συγγραφέας Πέρσιβαλ Έβερετ έχει συχνά δηλώσει ότι θεωρεί την ανάγνωση ανατρεπτική πράξη. "Κανείς δεν μπορεί να ελέγξει τι κάνει το μυαλό όταν διαβάζει – είναι εντελώς ιδιωτικό", είχε πει κάποτε. Αυτό, για μένα, είναι η καλύτερη απάντηση στο ερώτημα γιατί κανείς πρέπει να διαβάζει και γιατί πρέπει να αναζητά νέα διανοητικά σύνορα πέρα από τη συσσώρευση πληροφοριών. Η πραγματικότητα είναι γραμμική, αλλά η ανάγνωση πάει μπρος-πίσω, επιτρέποντάς μου να εξετάζω τον κόσμο από μια απομακρυσμένη οπτική γωνία. Αντί να νιώθω στριμωγμένος στη γήινη ύπαρξή μου και στα σωματικά μου όρια, πηδάω σε άλλα μυαλά και εξετάζω άλλες προσδοκίες. Η λογοτεχνία μας υπενθυμίζει ότι κανείς δεν είναι εξαιρετικός και όλοι είναι εξαιρετικοί. Μας υπενθυμίζει επίσης ότι υπάρχουμε μέσα σ’ ένα συνεχές ανθρώπινων εμπειριών και ότι η καθημερινή μας πλήξη δεν αποτελεί τόσο ένα αδιέξοδο όσο ένα σημείο δεδομένων…».