Στο σημερινό ηχητικό ντοκιμαντέρ ο Άρης Δημοκίδης έχει καλεσμένο τον Γιάννη Ξανθούλη. Συζητούν για τα έργα του τα τελευταία 60 χρόνια και τις ημέρες του στις δεκαετίες που έζησε την Ελλάδα, όπως αποτυπώνονται σε όλες του τις ιδιότητες, του μυθιστοριογράφου, του δημοσιογράφου, του συγγραφέα θεατρικών και έργων για παιδιά. Με οξυδέρκεια και αυτοσαρκασμό ψυχογραφεί τον νεοέλληνα με ένα χιούμορ που δημιούργησε σχολή, χρησιμοποιώντας το παραμύθι αντί ιδεολογικών στερεοτύπων.
Ένας εστέτ και ταυτόχρονα λαϊκός διανοούμενος που λειτουργεί ως καθρέφτης της μεταπολιτευτικής μικροαστικής ελληνικής κοινωνίας, με τρυφερότητα και ειρωνεία. Είναι ριζωμένος στην ελληνική τέχνη, αλλά με χαλαρό τρόπο. Έχοντας επίγνωση της ελληνικής ψυχοσύνθεσης, έστρεψε το βλέμμα προς τη νεοελληνική ταυτότητα, την επαρχία, την Αθήνα και την οικογένεια με αιχμηρό και σαρκαστικό ύφος, γράφοντας με γλώσσα που ρέει και εύληπτο ύφος που επηρέασε γενιές αναγνωστών.
Αυτοπροσδιορίζεται ως «υιοθετημένος Αθηναίος», αγαπά πολύ την Αθήνα και οι ιστορίες του περιστρέφονται κυρίως γύρω από αυτή. Αλλά φέρει και τις μυρωδιές του Έβρου, όπου μεγάλωσε, και της καταγωγής των γονέων του από την Ανατολική Θράκη. Αυτό το κράμα είναι πιο φανερό στο τελευταίο του μυθιστόρημα, την «Άλωση των Αθηνών από τις αδερφές Γαργάρα», στο οποίο είναι πιο έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο. Είναι εμπνευσμένο από τη ζωή του στην επαρχία, γεμάτο λεπτομέρειες από την έντονη παρατήρηση του οικογενειακού και ευρύτερου κύκλου και με φανερή την εμμονή στα χρόνια 1959 και 1960, κάτι που «σύμφωνα με φήμες και σχόλια εμπειρογνωμόνων οφείλεται στην ψυχωτική αμηχανία ενηλικίωσης που υπέστη».
Ο Γιάννης Ξανθούλης ξεκίνησε να γίνεται ευρύτερα γνωστός από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και κυρίως τη δεκαετία του 1980. Το 1981 εκδίδει το πρώτο του μυθιστόρημα τον «Μεγάλο θανατικό», και από το 1982 ξεκινά η στήλη του «Σαββατιάτικα» στην «Ελευθεροτυπία» που κράτησε τριάντα χρόνια. Μέσα από τη διπλή του δραστηριότητα στη δημοσιογραφία και στο θέατρο η φήμη του εδραιώνεται. Συνεργάζεται με προσωπικότητες της τέχνης και αποκτά φήμη ως «σατιρικός συγγραφέας». Ταυτόχρονα, αρχίζει να εκδίδει συστηματικά μυθιστορήματα. Έγραψε πλήθος θεατρικών έργων και βιβλίων. Κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο («Το πεθαμένο λικέρ», «Το τανγκό των Χριστουγέννων») και στην τηλεόραση («Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες»).
Κατέχει ιδιαίτερη θέση στο φάσμα της ελληνικής λογοτεχνίας ‒ είναι και αντισυμβατικός και συντηρητικός. Δείγμα αυτής της ιδιοσυγκρασίας βρίσκουμε σε ένα σημείο της συνέντευξης που έδωσε το 2020 στον Γιάννη Πανταζόπουλο στη LiFO: «Δεν είμαι θαυμαστής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όμως θεωρώ ότι τα social media έχουν μεταβάλει τις ερωτικές σχέσεις. Νομίζω ότι το πιο ερωτικό μέλος του σώματός μας είναι το δάχτυλο που πατά το πλήκτρο. Η στύση είναι πλέον στα δάχτυλα και λιγότερο εκεί που ξέρουμε. Σημεία των καιρών. Με τα χρόνια δεν ξαφνιάζομαι. Κάποτε είχα πει ότι “η ζωή μας από δω και πέρα θα έχει πολλά κινητά, ελάχιστα ακίνητα, γονυκλισίες, μεταφυσική σάχλα και μπόλικη ηλεκτρονική μοναξιά. Όσοι δραπετεύσουν, θα σωθούν. Οι υπόλοιποι θα συνουσιάζονται μέσω Facebook”».
Μιλούν:
Νίκος Βεργάτος, υπεύθυνος αρχείου Γ. Ξανθούλη
Θάνος Ξανθούλης, γιος Γ. Ξανθούλη
Άγγελος Παπαδημητρίου, ηθοποιός-εικαστικός
***
Συνεργάτις περιεχομένου: Ελένη Καλέση
**Μουσική επένδυση: Nalyssa Green / Pan Pan / New*Deal / Teo x3 / Petros Satrazanis / Epidemic Sound
***Τα αποσπάσματα απ’ την ΕΡΤ προέρχονται απ’ το Αρχείο της ΕΡΤ, το οποίο ευχαριστούμε θερμά για την άδεια χρήσης
Φωτογραφία: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO