Νησί για μένα ήταν ένας υγρός τόπος, όπου οι κάτοικοι δεν είχαν επίθετα, παρά μόνο παρατσούκλια. Ήμουν βέβαιος ότι χόρευαν υποχρεωτικά τουλάχιστον πέντε φορές ημερησίως δύσκολους χορούς με τοπικές ενδυμασίες κι ότι στο ενδιάμεσο έβοσκαν κατσίκια, έπηζαν μυζήθρες, λαδοτύρια, κοπανιστή ή μάζευαν κάππαρη από τα κατσάβραχα. Όταν δεν χόρευαν, βουτούσαν, μεταξύ άλλων, στον βυθό για σφουγγάρια με τρομακτικά περίπλοκη εξάρτυση και άμεσο κίνδυνο της ζωής τους. Νόμιζα πως οι νησιώτες πίστευαν σε μια παραλλαγή των στερεότυπων θεοτήτων, που έπρεπε να «τάξεις» κάτι σε χρυσό για να μπεις στην ελπιδοφόρα λίστα του ΘΑΥΜΑΤΟΣ. Η Τήνος ήταν το αποκορύφωμα αυτής της ύποπτης συναλλαγής, «φως φανάρι».

 

Νησί για μένα, πέρα από τη Νήσο των θησαυρών, βέβαια, ήταν ένα ανεξερεύνητο μέρος, που οι νησιώτες δεν γνώριζαν απολύτως πώς να διαχειριστούν τα αρχαιολογικά ευρήματα προηγούμενων πολιτισμών.

 

Έτσι κυλούσε η ζωή με αφόρητο άνεμο, ήλιο και περίμεναν από στιγμή σε στιγμή να εκραγεί το κοιμισμένο ηφαίστειο κάτω από τα πόδια τους. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τους έστελναν σωρηδόν και τους κομμουνιστές για τιμωρία. Κάποια στιγμή εμφανίζονταν οι πειρατές και τους έσφαζαν όλους. Όσοι γλίτωναν μασούσαν χιώτικη μαστίχα που ήταν σκληρή, σε αντίθεση με τις ροζ αμερικάνικες τσίχλες.

 

Ο καπετάνιος παραδοσιακά είχε μια κόρη πεντάμορφη που αγαπούσε τον επίσης πεντάμορφο γιο του φτωχού ψαρά, που ποτέ δεν είχε πιάσει ψάρι μεγαλύτερο από γαύρο.

 

Άλλο ένα δράμα που συνήθως τέλειωνε με αυτοκτονία από τον γρανιτένιο βράχο, που στην άκρη του βρισκόταν το ξωκλήσι του Αϊ-Νικόλα, προστάτη των ναυτικών αλλά ποτέ των ερωτευμένων.

 

Το καράβι δεν μπορούσε να προσεγγίσει το νησί λόγω φουρτούνας και γύριζε πίσω σε ασφαλή λιμάνια. Μόνο αν έταζες στον άγιο δέκα βαρέλια λίρες σε άφηνε να πλησιάσεις το νησί. Αν πάλι κάποιος αρρώσταινε, τον 'τρέχαν στη μαμή ή στην αενάως θαυματουργή Αγία Τάδε για ξεμάτιασμα.

 

 

Όταν πέθαινες έβαζαν δυναμίτη για να σπάσει το πέτρινο έδαφος και να σε θάψουν…

 

Κι όταν ξενιτευόσουν, πέθαινες στα ξένα άρρωστος από νοσταλγία για το νησί…

 

Τα πράγματα πήραν ελαφρώς ν’ αλλάζουν στα δέκα μου χρόνια. Δηλαδή, γύρω στο 1957. Νησί δεν είχα επισκεφτεί, αν και καθημερινά έβλεπα απέναντί μου την επιβλητική σιλουέτα της Σαμοθράκης, νήσου των Καβείρων με τις ξεχωριστές μυστικιστικές ερωτικές επιδόσεις.

 

Ως σινεφίλ μανιακός φρόντισα πρωτίστως να φαντασιωθώ πως η Σαμοθράκη ήταν ανάλογη περίπτωση με το σήμα-λογότυπο της «Παραμάουντ». Επίσης, θα πρέπει να μου έκανε τεράστια εντύπωση πώς ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους πολιτικούς της εποχής, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, καταγόταν από νησί, όπως άκουγα. Οπότε το πράγμα ήρθε κι έδεσε.

 

Η παρανόηση, όμως, συνεχίστηκε, υποπτευόμενος πως το Άγιον Όρος ήταν νησί γεμάτο καλόγερους, ενώ το Γαλαξίδι δεν ήταν παρά μια μυστηριώδης συνταγή καλλυντικής λοσιόν από γάλα και ξίδι. Δεν απέκλεια την περίπτωση εκτός αυτού να είναι ΚΑΙ νησί. Όλα ήταν δυνατά σε μια κατά φαντασίαν Ελλάδα με άπειρα νησιά, γεμάτα ανθρώπινα δράματα λόγω γεωγραφικής διαστροφής και μόνον.

 

Όσο για τη «λεβεντομάνα» Μεγαλόνησο Κρήτη, την είχα συνδέσει με τις Σταρ Ελλάς, που σχεδόν όλες εκείνα τα χρόνια ήταν αγνές Κρητικοπούλες.

 

Στα χρόνια αυτά κατάφερα να ενημερωθώ πως ο συγγραφεύς του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, που είδα στο σινεμά παράνομα, αν και «αυστηρώς ακατάλληλο», είχε «αφοριστεί» από την Εκκλησία. Συχνά, όταν με μάλωναν στο σπίτι, με αποκαλούσαν «αφορεσμένο» (νόμιζα πως αφορεσμένος είναι κάποιος που δεν φοριέται), οπότε ένιωσα συγγένεια προς τον συγγραφέα εκείνης της αγριευτικής ασπρόμαυρης ταινίας.

 

Τον Ντασέν δεν τον είχα αφομοιώσει, όμως ήξερα τη Μελίνα Μερκούρη -πάντα παράνομα- από την ταινία Στέλλα. Έτσι, εντυπωσιάστηκα που ο Καζαντζάκης (πολλοί τον μπέρδευαν με τον Καζαντζίδη) ήταν Κρητικός, όπως η κυρία Αλεξάνδρα, εξ Ηρακλείου οικογενειακή μας φίλη, που είχε ελαφρώς κρητική προφορά.

 

Μέσα σε αυτήν τη λιμνοθάλασσα των εντυπώσεων με πέτυχε το 1959 της επώδυνης εφηβείας. Και το 1959 παρέμενα άβρεχτος από νησί. Είχα όμως πολλές πληροφορίες για την Κρήτη. Πρώτα από το φιλμ Η αρπαγή του στρατηγού Κράιπε με τον Κουρτ Γιούργκενς, που έκανε τον Γερμανό στρατηγό, που τον απαγάγει ο συγγραφέας Πάτρικ Λι Φέρμορ, και μετά το ελληνικό Νησί των Γενναίων, όπου η Καρέζη, ως Ελληνίς Μάτα Χάρι, τραγουδούσε «Λόγο στον λόγο και ξεχαστήκαμε… Μη τον ρωτάς στον ουρανό».

 

Εκεί, πάνω-κάτω, ξεκινά και ο έρωτας για τη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και αρχίζει να διαλύεται σιγά-σιγά η ομίχλη της νησιώτικης κουλτούρας μου.

 

Αυτό δεν σήμαινε πως έπαψα να είμαι καχύποπτος με τη νησιώτικη πατρίδα, τις ξερονήσους, τις βραχονησίδες, τα έντυπα του τουρισμού με τους παπάδες που έπιναν ούζα, χαϊδεύοντας γάτες με φόντο ξωκλήσια κατάλευκα, ή τη θλιμμένη τέως αυτοκράτειρα της Περσίας Σοράγια, που ζητούσε μάταια παρηγοριά στις μυζήθρες και στην αρρενωπή ψαριά του καπετάν-Γιακουμή.

 

Πέρασαν πολλά χρόνια για να σχηματίσω κάπως σωστή ιδέα περί νησιών, που στο μεταξύ είχαν γίνει μόδα εφιαλτική, με μπαρ, κότερα -βίλες νεόπλουτων- και στρατιές γκαρσονιών.

 

Οπότε, η άποψή μου μάλλον πέφτει στο κενό, αφού πάντα, αντί για καράβι, μέσα μου υπήρχε τρένο.