Η επιτυχία ή η αποτυχία του παιδιού στις εξετάσεις φαίνεται να αποκτά για τους γονείς προσωπική σημασία. Δεν είναι μόνο η εκπαιδευτική πορεία του παιδιού σε κρίση, αλλά και η δική τους εικόνα ως γονείς. Για πολλούς, η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο λειτουργεί σαν επιβεβαίωση ότι έκαναν σωστές επιλογές, επένδυσαν σωστά χρόνο, χρήματα και συναισθηματική ενέργεια. Από την άλλη, η αποτυχία βιώνεται συχνά ως αποτυχία του ίδιου του γονέα.

 

Είναι, άραγε, και μια μορφή «επένδυσης» – τόσο οικονομικής όσο και προσδοκίας; Ή πρόκειται για το όνειρο που οι ίδιοι δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν και τώρα το μεταφέρουν στα παιδιά τους;

 

Δεν είναι τυχαία η χρήση του πληθυντικού: «Περάσαμε Ιατρική», «κοπήκαμε στα μαθηματικά», «γράψαμε καλά». Ο γονέας βιώνει την προσπάθεια και τα αποτελέσματα μαζί με το παιδί – ή τουλάχιστον έτσι νομίζει. Αυτή η ταύτιση μπορεί να ενισχύει τη μεταξύ τους σχέση, αλλά συχνά επιβαρύνει το παιδί με ευθύνες και άγχη που δεν του αναλογούν.

 

Γιατί, όμως, θεωρείται πρόβλημα το να μείνει το παιδί μετεξεταστέο στο γυμνάσιο ή στο λύκειο; Από πού πηγάζει αυτή η υπερβολική βαθμοθηρία; Είναι τελικά η επίδοση του παιδιού δείκτης της «επιτυχίας» του ως ανθρώπου – ή της αξίας των γονιών ως ανατροφέων;

 

Τα παιδιά συχνά δεν παλεύουν μόνο για τη δική τους επιτυχία, αλλά και για να ικανοποιήσουν τις προσδοκίες των γονιών τους. Το άγχος τους δεν αφορά μόνο τις εξετάσεις, αλλά και το πώς θα γίνουν αποδεκτά, αγαπητά και «περήφανα» για την οικογένεια.

 

Η Τζούλη Αγοράκη συζητά με την ψυχοπαιδαγωγό Δανάη Δεληγιώργη τι σημαίνει για έναν γονιό να έχει ένα «καλό» ή «κακό» μαθητή για παιδί, και πόσο καθοριστικό θεωρεί ότι είναι για τη ζωή του αν αυτό το παιδί τελικά περάσει ή όχι στο πανεπιστήμιο.